Translate

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

ΔΡΑΜΑ 1941: ΜΙΑ "ΕΞΕΓΕΡΣΗ" ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΑΥΤΟΥΡΓΙΑΣ



ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΙΣ 28/11 ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ» ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
Ιστορικού – ερευνητή
booksonthesites.blogspot.com




 
 Η ιστορική έρευνα για την κομμουνιστική ελληνο-βουλγαρική (sic) «εξέγερση» στη Δράμα στα τέλη Σεπτεμβρίου 1941, που είχε ως αποτέλεσμα τη γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού, οδηγεί τόσο στις απαρχές της ίδρυσης του Σ.Ε.Κ.Ε και του Κ.Κ.Ε. το 1918 και το 1920, όσο και στην ίδρυση και συγκρότηση της «Φεντερασιόν» στη Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο του 1909, αλλά και στην απελευθέρωση από τους Γερμανούς, με τη μεσολάβηση της βουλγαρικής πρεσβείας, 27 κρατούμενων κομμουνιστών ως Βουλγάρων ή βουλγαριζόντων από την Ακροναυπλία στα τέλη Ιουνίου του 1941.
Η βιβλιογραφία και  οι εκθέσεις της εποχής εκείνης, όλες οι μαρτυρίες και οι αφηγήσεις των επιζώντων και των κατοίκων που βίωσαν τη βουλγαρική κτηνωδία σ’ εκείνο το κολασμένο τριήμερο 29-30 Σεπτεμβρίου - 1 Οκτωβρίου 1941 και κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής, οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η προβοκατόρικη «εξέγερση» στη Δράμα σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από το κατοχικό φασιστικό βουλγαρικό καθεστώς, το οποίο σε συνεργασία με τους Βουλγάρους κομμουνιστές «καλλιέργησε» και εκμεταλλεύτηκε τις διεθνιστικές ιδεοληψίες των Ελλήνων κομμουνιστών, οι οποίοι στο διάστημα του μεσοπολέμου γαλουχήθηκαν με τις αρχές της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Η κατανόηση όμως των αιτίων, που εκκόλαψαν τη βουλγαρική θηριωδία όχι μόνον κατά τη διάρκεια της κατοχής 1941-1944, αλλά και κατά την περίοδο 1912-1913 και πρωτίστως την περίοδο 1916-1918, οδηγεί αναπόφευκτα στο μεγάλο «αστέρι» της άρχουσας ελληνικής αστικής τάξης του 20ου αιώνα, τον Ελευθέριο Κ. Βενιζέλο.
Ο Κρητικός πολιτικός αγωνίστηκε από το 1912 έως και το 1916 επίμονα και συστηματικά να παραδώσει την ανατολική Μακεδονία και τη δυτική Θράκη στη Βουλγαρία και γι’ αυτό υπάρχουν όχι μόνο έγγραφα, υπομνήματα, συνθήκες, ομολογίες αλλά και απολογίες του ιδίου.
Η ανατολική Μακεδονία παρέμεινε στην Ελλάδα από στρατηγικά λάθη και λανθασμένες επιλογές της βουλγαρικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και του α΄ παγκοσμίου πολέμου και τα λάθη αυτά επιχείρησε να «διορθώσει» το τότε βουλγαρικό καθεστώς στήνοντας την προβοκάτσια της Δράμας. 
Η στάση αυτή του Βενιζέλου διαμόρφωσε εν πολλοίς τη βουλγαρική εξωτερική πολιτική στο θέμα της ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης, αλλά για να αποσαφηνιστεί πλήρως αυτή η βάρβαρη πολιτική θα πρέπει να ανατρέξουμε στις απαρχές εμφάνισης του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα και στην ισχυρή επίδραση των βουλγαρικών σοσιαλιστικών οργανώσεων είτε μέσω της «Φεντερασιόν» είτε μέσω της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Όπως έγραψε ο Georges Haupt «την προπαγάνδα για την ένωση όλων των εργατικών δυνάμεων, χωρίς διακρίσεις εθνικοτήτων, σε μία μοναδική σοσιαλιστική οργάνωση, τη διευθύνει ο Σαμουήλ Σαντί, γραμματέας των εργατών του μονοπωλίου καπνού (Ρεζί), των τυπογράφων, που τους καθοδηγεί ο Αβραάμ Μπεναρόγιας, και των ραφτεργατών, που η φωνή τους εκφράζεται με τον Αβραάμ Χασόν».
Ο Μπεναρόγια γεννήθηκε το 1887 στη Βουλγαρία. Τελείωσε το γυμνάσιο το 1907 και έγινε δάσκαλος της βουλγαρικής γλώσσας στο εβραϊκό σχολείο της Φιλιππούπολης (Πλόβντιφ). Σοσιαλιστής από τα μαθητικά του χρόνια, υπήρξε ενεργό μέλος βουλγαρικών σοσιαλιστικών οργανώσεων και το 1908 τον βρίσκουμε στην «αναρχοφιλελεύθερη» ομάδα «Προλετάριοι» του Νικολάι Χαρλάκωφ, στην οποία και γίνεται γραμματέας για την πόλη της Φιλιππούπολης.
 «Η Θεσσαλονίκη, σε πλήρη πολιτικό και κοινωνικό αναβρασμό και με ισχυρούς απεργιακούς αγώνες, πρόσφερε κατάλληλο πεδίο για τη δραστηριότητα του Μπεναρόγια.. Η προπαγάνδα του αναπτύχθηκε ανάμεσα στους σεφαρδίτες εργάτες και διανοούμενους, για να κορυφωθεί το Σεπτέμβρη 1908 με το σχηματισμό ενός σοσιαλιστικού συλλόγου σεφαρδιτών, που ονομάστηκε εργατικός και σοσιαλιστικός Σύνδεσμος τον Απρίλη 1909. Παράλληλα ο Μπεναρόγιας ερχόταν σε επαφή με ορισμένους βούλγαρους σοσιαλιστές στη Θεσσαλονίκη, ανάμεσά τους ήταν ο Άνγκελ Τόμωφ, γραμματέας μίας βουλγαρικής σοσιαλιστικής ομάδας που είχε σχηματιστεί την ίδια εποχή. Ο Μπεναρόγιας έμεινε συνδεδεμένος και με τον Χαρλάκωφ, που πήγε στη Θεσσαλονίκη θέλοντας να βγάλει εκεί το περιοδικό NACIALO. Έτσι οι διαμάχες που είχαν δημιουργηθεί στη βουλγαρική αριστερά μεταφυτεύτηκαν το 1908 και στη Θεσσαλονίκη».
Σύμφωνα με την έκθεση που παρουσίασαν οι ηγέτες της Φεντερασιόν στο συνέδριο της Κοπεγχάγης της Β΄ Διεθνούς, τον Αύγουστο 1910, η οργάνωση αυτή ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1909, μετά την ένωση του εργατικού και σοσιαλιστικού Συνδέσμου με τις δύο ομάδες των βουλγάρων σοσιαλιστών, την ομάδα του Βασίλι Γκλαβίνωφ και την προσχώρηση της ομάδας του Άνγκελ Τόμωφ, που ήταν συνδεδεμένη με τον Χαρλάκωφ και με το περιοδικό NACIALO.
Η Φεντερασιόν συνέχισε να αναπτύσσεται τα επόμενα χρόνια με την προσχώρηση μεταξύ άλλων μίας ομάδας σλαβομακεδόνων υπό τον Ντιμιτάρ Βλάχωφ, βουλευτή Θεσσαλονίκης στο οθωμανικό κοινοβούλιο και μίας πολύ μικρής ομάδας Ελλήνων. Οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης αν και ήταν η τρίτη κατά σειρά πληθυσμιακή ομάδα της πόλης δεν έδειχναν εκείνη την εποχή να είχαν και ιδιαίτερη σχέση με τις σοσιαλιστικές ανησυχίες των εβραίων συμπολιτών τους.
Το Νοέμβριο του 1911 η κυβέρνηση των Νεοτούρκων κλείνει τα γραφεία της Φεντερασιόν, αλλά όπως γράφει ο Haupt:
«Ο Ντιμιτάρ Βλάχωφ και η αρμενική σοσιαλιστική ομάδα του οθωμανικού κοινοβουλίου αρχίζουν μία εκστρατεία διαμαρτυρίας που κάνει την κυβέρνηση να υπαναχωρήσει. Η νόμιμη δραστηριότητα της Φεντερασιόν επιτρέπεται και ο Μπεναρόγιας, που τον είχαν συλλάβει και εξορίσει από τη Θεσσαλονίκη αφήνεται ελεύθερος. Ωστόσο, αν και η οργάνωση της Θεσσαλονίκης κατάφερε ν’ αντισταθεί στην καταπίεση, η οργάνωση της Κωνσταντινούπολης, αντίθετα, καταστράφηκε. Οι μουσουλμάνοι αγωνιστές εξορίστηκαν από την πρωτεύουσα και οι Έλληνες απελάθηκαν στην Ελλάδα.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, τονίζει ο Haupt, η Φεντερασιόν ενισχύθηκε μ’ αυτές τις περιπέτειες. Μπορούμε μάλιστα να πούμε… ότι η Φεντερασιόν παίζει σημαντικό ρόλο μετά το 1912 στη δημιουργία του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα και μετά το 1918 στη δημιουργία του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος».
Είναι χαρακτηριστικά αυτά που έγραψε ο Γιάννης Κορδάτος σε άρθρο του στη Revolition Proletarienne το 1926, το οποίο αναδημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» το 1927 για να αποδείξει η τότε ηγεσία του Κ.Κ.Ε ότι ο Κορδάτος ήταν αντεπαναστάτης:
«Η Διεθνής εξάσκησε την επιρροήν της και πίεσε στο έκτακτο συνέδριο του Κόμματος του Νοέμβρη 1924 ν’ αντικαταστήση την Κεντρικήν Κορδάτου με την Κεντρικήν Πουλιόπουλου. Από τότε το παν κατέρρευσε σε συντρίμμια. Οι νέοι αρχηγοί πιπιλίζοντες την καραμέλλα της μπολσεβικοποίησης ρίχτηκαν σε τρελλές επιχειρήσεις.
Αντί να ενισχύσουν ολοένα περισσότερο την επιρροή του Κόμματος πάνω στην εργατική τάξη, κατέστησαν απεναντίας το κόμμα αντιπαθητικό στην εργατική μάζα. Με τα εξτρεμιστικά τους συνθήματα δώσανε στο κράτος προσχήματα για μερικές διώξεις. Μα το άκρον άωτον του παραλογισμού ήταν το σύνθημα της αυτονομίας της Μακεδονίας … Το Κ.Κ.Ε. δημιούργησε μετά ταύτα αυτό το ζήτημα.
Η πολιτική αυτή έδωσε στο Κόμμα το τελειωτικό χτύπημα. Διαλύθηκε … γιατί αποδοκιμάστηκε από τους εργάτες, γιατί ο κομμουνισμός στην Ελλάδα παρουσιάστηκε σαν σύμμαχος του βουλγάρικου σωβινισμού… Το Κ.Κ.Ε. παρασύρθηκε σε συμμαχία με τους Βουλγάρους υπερεθνικιστές, τους κομιτατζήδες, ενώ ξέχασε να μιλήση ποτέ για τα Δωδεκάνησα που ανήκουν στην Ιταλία, αν και το 90% του πληθυσμού τους είναι Έλληνες, και για την Κύπρο που ανήκει στην Αγγλία, αν και ο πληθυσμός της είναι κατά 85% Ελληνικός».

ΟΛΑ ΣΥΓΚΛΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΑ
Την 31η Μαϊου 1945, τα μέλη της μικτής πανεπιστημιακής επιτροπής των πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης υπέβαλαν την έκθεσή τους με τίτλο «Η Μαύρη Βίβλος των βουλγαρικών εγκλημάτων εις την ανατολικήν Μακεδονίαν και δυτικήν Θράκην 1941-1944» προς τους πρυτάνεις των δύο ιδρυμάτων.
Σε μία χρονική περίοδο 35 συνολικά ημερών, οι καθηγητές Δ. Χόνδρος, Ι. Θεοδωρακόπουλος, Ν. Βλάχος, Σ. Κυριακίδης, Χ. Φραγκίστας επισκέφθηκαν την Καβάλα, το Δοξάτο, τα Κίργια, τη Δράμα, την Πετρούσα, την Προσωτσάνη, το Μεγαλόκαμπο, την Αλιστράτη, τον Σταθμό Αγγίστας, τη Βιτάστα, τη Ν. Μπάφρα, την Κορμίστα, την Ξάνθη, την Κομοτηνή, την Αλεξανδρούπολη, την Αισύμη, τα Άβαντα, την Ελευθερούπολη, τον Ακροπόταμο, τη Ν. Ζίχνη, τα Σέρρας, το Σιδηρόκαστρο, τον Προμαχώνα, το Νέο Σκοπό, την Αγία Ελένη, την Πεπονιά, το Σκούταρη, τη Χρυσούπολη, τον Περιστερεώνα και τις Ν. Καρυές και συνέλεξαν πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία για τις βουλγαρικές θηριωδίες κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι ανέπτυξαν λεπτομερώς τις βάρβαρες πρακτικές του βουλγαρικού κράτους για τον εκβουλγαρισμό της ελληνικής εκπαίδευσης, της Εκκλησίας, την απάλειψη από πόλεις και χωριά κάθε ίχνους ελληνικότητας, τον απορφανισμό των Ελλήνων κατοίκων από τους πνευματικούς του ηγέτες, την κατάλυση όλων των μορφών της ελληνικής διοικητικής αρχής και την αντικατάστασή της με δομές του βουλγαρικού δημοσίου, την εγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων Βουλγάρων εποίκων, τις διαρπαγές, τις πυρπολήσεις δημοσίων, δημοτικών και ιδιωτικών περιουσιών, τους φόνους, τους εκτοπισμούς στη Βουλγαρία, τη στρατολογία των κατοίκων για εκτέλεση καταναγκαστικών έργων, την πείνα και τα επακόλουθά της. Τα μέλη της επιτροπής αναφέρουν ότι μετά τη «βδελυράν σκηνοθεσίαν κομμουνιστικού ψευδοκινήματος» εξοντώθηκαν 15.000 περίπου Έλληνες.
«Εν Δράμα ολίγας ημέρας προς της εκρήξεως του κινήματος είχον οπλισθεί πλην των πολιτικών και των δημοτικών υπαλλήλων, οι υπάλληλοι του Ινστιτούτου Καπνού, οι ιερείς, οι δικηγόροι, οι ιατροί, από 25-28 Σεπτεμβρίου έγιναν πολύωροι συσκέψεις των πολιτικών και των στρατιωτικών Αρχών μετά των εκ Βουλγαρίας ελθόντων ατάκτων και υπόπτων, κατά την εσπέραν της 28ης Σεπτεμβρίου συνεκεντρώθησαν εις τους έξωθεν της πόλεως στρατώνας πεζικού και αι οικογένειαι των Βουλγάρων υπαλλήλων…».
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται προσπάθεια ηρωοποίησης της αφέλειας, της ηλιθιότητας, της ασύγγνωστης αδιαφορίας για τις συνέπειες μίας ομάδας Ελλήνων σταλινικών κομμουνιστών, που δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν τα αυτονόητα. Ήταν δυνατόν ποτέ να ξεσηκωθούν εναντίον της κατοχικής βουλγαρικής διοίκησης οι βουλγαρόφρονοι κάτοικοι της Προσωτσάνης, της Πετρούσας, του Βόλακα, του Κ. Νευροκοπίου κλπ, όταν από το 1918 περίμεναν την επιστροφή του βουλγαρικού στρατού στην ανατολική Μακεδονία;
Οι μυημένοι Έλληνες ήταν ελάχιστοι και δεν ξεπερνούσαν τους 50-60 άνδρες από τα Κύργια, την Προσωτσάνη, την Ανδριανή, το Φωτολείβος, τη Χωριστή. Σοκάρει η μαρτυρία του Γιώργου Τσαχαλίδη, μοναδικού στελέχους του Κ.Κ.Ε. στον Αμυγδαλεώνα Καβάλας. Σύμφωνα με την από 6.10.1996 μαρτυρία του Τσαχαλίδη, «είχε ενημερωθεί από γυναίκες στη Χωριστή στις 27 Σεπτεμβρίου ότι αναμενόταν επανάσταση, η οποία θα άρχιζε από την κατάληψη του αεροδρομίου Αμυγδαλεώνος από τους Βούλγαρους κομμουνιστές στρατιώτες».(!)
Ας δούμε σε μία πρώτη ανάγνωση γιατί έχασαν τη ζωή τους, με τόσο τραγικό τρόπο, χιλιάδες ανυποψίαστοι Έλληνες, σε μία περίοδο που δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί το ΕΑΜ και οι Γερμανοί είχαν φθάσει 150 χιλιόμετρα από τη Μόσχα, έχοντας αιχμαλωτίσει εκατοντάδες χιλιάδες Σοβιετικούς στρατιώτες:
«Στη Χωριστή οι κομμουνιστές περίμεναν …απόβαση του αγγλικού στόλου στην Καβάλα (Ουζούνης Στέφανος, Πασχαλίδης Απόστολος, μαρτυρίες της 4.5.1992, Χωριστή, στο Θ. Ξόμαλης, Μαρτυρίες ηρώων Ανατολικής Μακεδονίας, 1940-1944, Καβάλα 1993, σ. 223, Πασχαλίδης Απόστολος, μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, 17.2.1995, Χωριστή). Στο Δοξάτο είχε διαδοθεί πως οι … Ρώσοι πλησιάζουν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα (Μπαλίδης Ευάγγελος, μαρτυρία της 3.6.1991, Δοξάτο, στο Ξόμαλης, ό.π. σ. 202). Στην Προσοτσάνη τα «νέα» ήταν ότι η Βουλγαρία είχε προσχωρήσει στο συμμαχικό στρατόπεδο και ότι οι Άγγλοι έκαναν απόβαση στην Ιταλία (Ράγιας Κωνσταντίνος, μαρτυρία της 29.10.1991, Προσοτσάνη, στο Ξόμαλης, ό.π. σ. 213).

ΥΣ.: Η ομιλία είναι βασισμένη σε βιβλιογραφία, πρακτικά συνεδρίων, μαρτυρίες και πηγές κατά το πλείστον "αριστερής" προέλευσης και θα αναρτηθεί σύντομα στην istorikimnimi