Translate

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

ΟΙ ΔΑΡΝΑΚΕΣ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ

 

 

 






Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com

   Η προέλευση της λέξης "Δάρνακες" ή "Δέρρωνες" φαντάζει προσωπικά στον γράφοντα πρόβλημα δυσεπίλυτο. Η εκτίμηση αυτή έχει να κάνει τόσο με την έλλειψη σημαντικού αριθμού γραπτών πηγών όσο και με την έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων στην περιοχή του Μενοικίου και του Παγγαίου, που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν μία συγκεκριμένη θεώρηση για προβλήματα τέτοιου είδους.
Κατά καιρούς έγιναν κάποιες προσπαθείς να μελετηθεί η προέλευση της ονομασίας "Δάρνακες", αλλά θα έλεγα ότι στηρίχθηκαν σε εικασίες και σε πιθανές εκδοχές μέσω της προφορικής παράδοσης και ως εκ τούτου δεν διέθεταν το βάρος της επιστημονικής τεκμηρίωσης.
Παρακάτω θα επιχειρήσω μία διερεύνηση του προβλήματος με βάση την ετυμολογική μέθοδο, η οποία είναι και ο από μηχανής Θεός, όταν τα υπάρχοντα στοιχεία δεν είναι αρκετά για να τεκμηριώσουν μία επιστημονική άποψη.
Στο "Πανσερραϊκό Ημερολόγιο", τ. Ι, Σέρρες 1975, σελ. 133 του Σταύρου Κοταμανίδη υπάρχει ένα μονόστηλο σημείωμα, που αναφέρεται στο "Λεύκωμα του Σουμπάσκιοϊ", το οποίο εξέδωσε το 1925 ο ιερομόναχος Γαβριήλ Κουντιάδης. Σύμφωνα με τον ιερομόναχο "τα πέντε χωριά των Σερρών λέγονται δαρνακοχώρια από το "δάρη" και από το "δουνάκα". ...στο χωριό Σουμπάσκιοϊ (Σ.Σ. το σημερινό Νέο Σούλι) συνηθιζότανε να λέγεται αντί του "τώρα" το "δάρη". Η παραπάνω λέξη, σύμφωνα πάντα με τον Γαβριήλ Κουντιάδη, προέρχεται από το "ήδη ώρα" και κατά συγκοπήν "δή'ρά" και δωριστί "δάρη". Και αντί του "εδώ" ή "εδώ να" να λέγεται, κυρίως στην Τιπόλιανη (Σ.Σ. το σημερινό Χρυσό), το "εδωνάκα" ή "δουνάκα" και άρα "δάρη" και "δουνάκα" μας κάνουν το "Δαρνάκα".
Ήδη γίνεται φανερό ότι η αναζήτηση της λύσης στο πρόβλημα μας δια της ετυμολογικής μεθόδου θεωρείται ικανοποιητική, γιατί μπορεί να μας οδηγήσει σε περισσότερο ασφαλή συμπεράσματα, σε σχέση με τις υπόλοιπες μεθόδους, που έχουν να κάνουν με διάσπαρτες αναφορές ή με ερμηνείες ιστοριοδιφικής καταβολής.
ΤΑ ΔΕΡΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΡΝΑΚΕΣ
Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση όλων αυτών των μεθόδων, ας ανατρέξουμε στο μνημειώδες λεξικό της γλώσσας μας των Λίντελ και Σκοτ, για να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξ αρχής τις έννοιες που μας ενδιαφέρουν.
Υπάρχει μία εκδοχή (Σ.Σ. ελέγχεται) ότι η λέξη "Δάρνακες" προέρχεται από την ονομασία "Δαρείος", που ήταν η ονομασία αρκετών βασιλιάδων της Περσίας, ένας από τους οποίους εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδας τον 5ο π.Χ. αιώνα και εξέδωσε τα νομίσματα, τους Δαρεικούς. Δαρείος σημαίνει στα περσικά "υποστηριζόμενος του θεού". Η λέξη "δάριν" απαντάται ως σπιθαμήν, όπως και η λέξη "δάρειρ" ως σπιθαμή.
Ας αναλύσουμε τώρα το δεύτερο συνθετικό της λέξης το "νάκας". Εδώ τα πράγματα είναι λίγο πιο εύκολα. "Νάκη" στην αρχαία μας γλώσσα λεγόταν το έριον, η προβιά. Να και μερικά παραδείγματα από το λεξικό της Οξφόρδης: "αν δε νάκην έλετ' αιγός" και "αιγών νάκαι και προβάτων". Αν νομίζετε ότι η λέξη "νάκη" είναι τυχαία στο δεύτερο συνθετικό της ονομασίας των σημερινών Δαρνακοχωριτών, τότε απλώς κάνετε λάθος. Στη Δοβίστα ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται υπό τύπον βρισιάς η λέξη "νάκος" (Σ.Σ. ου νάκου!), δηλαδή με σημερινά ελληνικά "χάσου από 'δώ τομάρι!". Βέβαια, δεν είναι του συρμού η φράση "χάσου από 'δω προβιά" ή "χάσου από 'δώ έριον". Τώρα πως είναι δυνατόν να διατηρήθηκαν στο λεξιλόγιο του πυρήνα των Δαρνακοχωριτών αυτές οι αρχαίες λέξεις, μετά τα όσα συνέβησαν στην περιοχή ανά τους αιώνες, ε αυτό οφείλω να ομολογήσω ότι προβλημάτισε και αρκετούς άλλους πριν από εμένα.
Σ' ένα δημοσίευμα του για τους πασσαλόπηκτους οικισμούς των δερματοφόρων (Σ.Σ.!!) αρχαίων κατοίκων της Μακεδονίας - Θράκης ο Απόστολος Γκισδαβίδης αναφέρει ότι οι λαοί αυτοί "εφορούσαν δέρματα δια τούτο λέγονται και δερρίοπες, δέρρις =δέρμα και ώψ =όψις, εμφάνισις. "Μην μας πείτε ότι δεν πάει το μυαλό σας στους "Δάρνακες" και ιδίως στο δεύτερο συνθετικό "νάκες" ή "νάκα", που όπως είδαμε είναι το έριον, η προβιά; Δηλαδή, με μία πρώτη ερμηνεία θα μπορούσαμε να πούμε ότι Δάρνακες είναι οι φέροντες δέρματα ερίου ή προβάτου. Ο Δαρείος όμως που κολλάει εδώ και θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Γκισδαβίδη "επί των πασσαλόπηκτων οικισμών εκτίσθησαν εις τους κλασσικούς χρόνους νέοι συνοικισμοί, των οποίων τα ονόματα διεσώθησαν ως η Δόβηρος, η σημερινή Δοϊράνη (Δοβηράνη). Στο λεξικό της Οξφόρδης στο λήμμα "Δαρείος" υπάρχει και το λήμμα "Δαριάν" και ήταν φυσικό να σκεφθούμε αμέσως τη Δοϊράνη. (Σ.Σ. τι μπέρδεμα είναι αυτό;) Διότι ο Δαρείος κατέβηκε στην Ελλάδα μέσω Θράκης και Μακεδονίας, κατά τους κλασσικούς βέβαια χρόνους.
Στα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ", τ. Ι, Ιανουάριος του 1941, σελ. 227 ο Χαράλαμπος Ι. Μακαρονάς, στη μελέτη του "Ανασκαφή παρά τη λίμνην της Δοϊράνης" αναφέρεται στη Δόβηρο "πόλις παλαιά, παιονική, μνημονεύεται το πρώτον υπό του Θουκυδίδου. Αναφερόμενος ούτως εις την κατά της Μακεδονίας εν έτει 429 (επί Περδίκκου του Β) εκστρατείαν των Θρακών, διηγείται (II 98-100) ότι ο βασιλεύς Σιτάλκης μετά της στρατιάς του, εκ της χώρας των Οδρυσών ορμηθείς, διήλθε το όρος Κερκίνην (νυν Μπέλες), εκείθεν δε, έχων εν δεξιά μεν τους Παίονας, εν αριστερά, δε τους Σιντούς και Μαιδούς, έφθασεν εις την Δόβηρον την παιονικήν, αφού διέτριψεν ενταύθα επί τι χρονικόν διάστημα παρασκευαζόμενος, εισέβαλε κατόπιν εις το κράτος του Περδίκκου, καταλαβών κατά πρώτον την Ειδομένην, έπειτα δε αλλάς πόλεις."
Να μην αναφερθούμε στις διάφορες εκδοχές για το που βρισκόταν ακριβώς η αρχαία Δόβηρος. Να επισημάνουμε, όμως, και αυτό μας ενδιαφέρει στην παρούσα μελέτη, μια υποσημείωση στο δημοσίευμα του καθηγητή, που αναφέρεται στην εκδοχή του Σβορώνου για την προέλευση της λέξης "Δοϊράνη". Ο Σβορώνος, λοιπόν, στο "L’ Hellenism primitif de la Macedoine  (Διεθν. Εφημ. Νομισματ. Αρχαιολ., XVIII {1918-1919}) σελ. 20, υποθέτει τα εξής: "...ce lac et le pays qui l’ environne s’appelle aujourd’hui, Δοριάνη, Δοράνη, Δοϊράνη, Dorijan, Dojran, nom dans lequel on peut reconnaître des vestiges du nom du pays Δερρωνία des Δερρώνες (Δερράν  et Δεράν des cod. dt. de Βyz, s.ν. Δερραίοι) d'autant plus que les mots grecs δέρρις, δέρριον, δέρος sont ecrits aussi δορά, peau (cf. aussi les noms Τερώνη et Τορώνη). Ce cerait donc le pays des  hommes portants des peaux (δέρη, δοράς), ce qui correspond a la realite, car pour tous les paysants de cette region froide de la Macedoine la necessites s’est conservee  aujourd’hui encore de se vetir de peaux".
Λέει λοιπόν ο Σβορώνος:
"...αυτή η λίμνη και οι περιοχές που την περιβάλλουν ονομάζεται σήμερα Δοριάνη, Δοράνη, Δοϊράνη, Ντοριάν, Ντοϊράν, ονόματα από τα οποία μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ίχνη (Σ.Σ. ή απομεινάρια) του ονόματος της χώρας των Δερρώνων, της Δερρωνίας, τόσο μάλλον ότι τα ελληνικά ονόματα δέρρις, δέρριον, δέρος γράφονται επίσης ως δορά. Ήταν λοιπόν η χώρα, όπου οι κάτοικοι φορούσαν δέρματα, κάτι που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα για όλους τους κατοίκους αυτής της ψυχρής περιοχής της Μακεδονίας, η ανάγκη αυτή διατηρήθηκε ως τις μέρες μας, να φορούν δέρματα".
Είτε λοιπόν η ονομασία είναι "Δάρνακες" είτε Δερρώνες και Δερρίωνες έχει να κάνει με τα δέρματα. Στην πρώτη περίπτωση από το λήμμα "νάκη" και στη δεύτερη από το λήμμα "δέρος ή δέρας" ή από το "δέρριον", που μεταφράζεται στη νεοελληνική τρίχινο σακκίον ή από το λήμμα "δέρρις" που είναι το δερμάτινο κάλυμμα ζακέτας και γενικά το δερμάτινο κάλυμμα των ρούχων.
Παρατηρούμε ότι τα δέρματα αρχίζουν και γίνονται σημείο αναφοράς. Άλλωστε στον ορεινό όγκο του Μενοικίου επικρατεί φοβερό κρύο κατά διαστήματα ακόμη και σήμερα, κάτι που δικαιολογεί τον τρόπο αυτό ένδυσης των κατοίκων της περιοχής. Στις αρχές του αιώνα και κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, οι άντρες των ανταρτικών σωμάτων φορούσαν βαριές καπότες για να αντιμετωπίσουν το κρύο του βουνού.
ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Ο τ. γυμνασιάρχης Απόστολος Γκισδαβίδης είχε κι' αυτός τις απορίες του για την προέλευση της ονομασίας των Δαρνακοχωριτών: Σε κείμενο του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΜΜ. ΠΑΠΑΣ καταθέτει τη μαρτυρία ότι Δάρνακες αποκαλούσαν και όλους τους περί το Παγγαίον κατοικούντες. Ο Γκισδαβίδης στο ίδιο σημείωμα του επισημαίνει επίσης ότι στα χωριά του Παγγαίου το δάρι οι παλαιοί το λέγουν με την έννοια εδώ και με την έννοια τώρα. "Ήκουσα μάλιστα εις Νικήσιανη και Ροδολείβος γέρους, οι οποίοι έλεγαν δάρι να έλθης, δάρι να πας - τώρα να έλθης, τώρα να πας, εις διαφόρους φράσεις". Εμείς να υπενθυμίσουμε ότι "δάριν" σημαίνει σπιθαμήν και μεταφορικά μπορούμε να θεωρήσουμε ότι "δάρι να πας" σημαίνει να πας τόσο γρήγορα, σαν να έχεις κάνει μια σπιθαμή!
Ο Δοβιστιανός Αθανάσιος Ξακουστός έγραψε μια ιστοριούλα όπου διαβάζουμε μεταξύ άλλων και τον εξής διάλογο μιας Δοβιστιανής με τη γειτόνισσα της:
"-Αρη Νάσου, πλάλει λίγου γιάλα δουνάκα. Πάλι τα ξηράτ' μας ηύρι.
- Τι αρή θέλ(ει)ς; Δεν κτάεις, που Γιώργης πλαλούσι με τα γκουλιάρια του κατήφουρου, πουδουκλώθκι κι τσάκσι του μπατσιάτ' κι έντουκι κι τβούζατ, δάρη τι να κάνω;"
Επί τουρκοκρατίας οι Σερραίοι αναφέρονταν υποτιμητικά στους κατοίκους των πέντε χωριών. Η λέξη ντάρνακας ήταν συνώνυμη με τον αγροίκο, τον αγράμματο, τον κακό ντυμένο, τον χωριάτη. Μην μου πείτε ότι ο νους σας δεν πάει πάλι στις προβιές; Γιατί τι θα μπορούσε να φοράει ένας αγροίκος. ένας αγράμματος, ένας κακοντυμένος, ένας χωριάτης; Μια προβιά ή κάτι τέτοιο!
Όμως τα πράγματα δεν ήταν έτσι, τουλάχιστον για εκείνη την περίοδο. Τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και στα χρόνια του μεσοπολέμου τα Δαρνακοχώρια, εξαιρουμένων των περιόδων πολεμικών επιχειρήσεων, γνώρισαν οικονομική και πνευματική άνθιση. Οι Ντάρνακες έχτισαν εκπαιδευτικά ιδρύματα, εκκλησιές και αρχοντικά και όταν κατέβαιναν στην πόλη των Σερρών για ψώνια αναζωογονούσαν την τοπική αγορά. Η εποχή της προβιάς, της νομαδικής ζωής στο βουνό είχε τελειώσει οριστικά για τους Ντάρνακες.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτοί οι περίφημοι Ντάρνακες ή Δάρνακες ή Δερρίωνες ή Δέρρωνες κατοικούσαν περί των ορεινών όγκων του Παγγαίου, του Μενοικίου και του Μπέλες και ότι η ονομασία τους προσδιόριζε κυρίως ένα χαρακτηριστικό της ένδυσης τους και όχι τόσο τη φυλετική τους ταυτότητα. Επίσης μπορούμε να υποθέσουμε ότι κύρια ασχολία των ανθρώπων αυτών, κατά εποχές, ήταν η αλιεία στις πάμπολλες τότε λίμνες της Ανατολικής Μακεδονίας και η κτηνοτροφία που έπαιξε καθοριστικό παράγοντα για την επιβίωση τους επάνω στα βουνά, ενώ τους τελευταίους αιώνες παρατηρούμε μία στροφή προς τη γεωργία με την κάθοδο τους προς τις πεδινές περιοχές.
Να αναφέρουμε και μια ρομαντική εκδοχή για την καταγωγή των Δαρνακοχωριτών (Σ.Σ. η οποία βεβαίως πολύ μας ικανοποιεί όλους μας) σύμφωνα με την οποία οι Δάρνακες είναι απόγονοι κάποιου μυθικού ήρωα, θεϊκής καταγωγής του Δάρνακα. Ο Δάρναξ υπήρξε γενάρχης μιας αρχαίας ελληνικής φυλής δωρικής καταγωγής. Την ερμηνεία αυτή για την καταγωγή των Δαρνάκηδων φέρεται να υποστηρίζει ο καθηγητής Κακριδής. Πάντως αν ξαναδιαβάσατε λίγες σελίδες πιο πριν αυτά που έγραψε ο Γαβριήλ Κουντιάδης θα βρείτε και εκεί αναφορά δωρικής προέλευσης.
Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος εκθέτει την άποψη του για την καταγωγή των Δαρνάκηδων και ο Δαρνακοχωρίτης Γεώργιος Κεφάλας, με ένα πρωτότυπο αλλά και συνοπτικό κείμενο του, που αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΜΜ. ΠΑΠΑΣ.
«Ο ιερός αυτός τόπος που εγεννήθησαν, έζησαν και πέθαναν οι αρχαίοι πρόγονοί μας Γραοί, Λαιοί, Αγριάνες μας βλέπουν από τα κάστρα τους τα ακόμη ζωντανά της Κεράντζας (πάνω από την Οινούσα), της Αγριάτας (Νέου Σουλίου), του Γραδήσκου (Αγίου Πνεύματος) όπου και η πρωτεύουσα του κράτους της αρχαίας Ορβηλίας ή Καρήσκος), του Δαφνουδίου, καθώς και τα μονοπάτια, όπου περιπατούσε ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και μετέπειτα κατά την Εθνεγερσία ο Αρχιστράτηγος των Μακεδονικών Δυνάμεων Εμμανουήλ Παπάς.
Όλοι έχουμε υποχρέωση στα βουβά αυτά κάστρα και μονοπάτια που οι άνθρωποι του κάποτε υπήρξαν οι πιο στενοί και έμπιστοι σύμμαχοι του κοσμοκράτορα Μέγα Αλέξανδρου κατά την μεγάλη του εκπολιτιστική εκστρατεία μέχρις των Ινδιών.
Οι γοργοπόδαροι Αγριάνες - κατά τους ιστορικούς - ήταν οι ορεινοί καταδρομείς της Μακεδονικής Φάλαγγας με τον πρίγκιπα τους Λάγγαρο.
Συμμετείχαν στη μάχη του Γρανικού με αρχηγό των Τοξοτών τον Κρητικό Κλέανδρο. Στη μάχη των Αρβήλων παρά τα Γαυγάμηλα. Στη μάχη των Ουξίων προς την Περσέπολη και τις Πασαργάδες. Στη μάχη για την κατάληψη της "Πέτρας Αορνος". Στη μάχη κατά του Πώρου παρά τον ποταμόν Υδάσπη στην Ινδία. Και στις εκβολές του ποταμού Ινδού εβοήθησαν τον ναύαρχο του Μέγα Αλέξανδρου τον Νέαρχο. Μαζί δε, με τον Μέγα Αλέξανδρο για την κατάληψη της Τύρου ανέβηκαν στο βουνό Νιχά - στο Λίβανο - και υλοτόμησαν κορμούς δένδρων για την ναυπήγηση πλοίων.
Αυτοί είναι περιληπτικά οι άγνωστοι μέχρι τούδε - δυστυχώς - οι αρχαίοι Αγριάνες που αποκαλούνται σήμερα "Δάρνακες" από τη λέξη λάρνακες, όπου σημαίνει θεματοφύλακες αρχαίων κειμηλίων και που πραγματικά είναι."
Να λοιπόν που μας προέκυψε και άλλη εκδοχή: Από Λάρνακες Δάρνακες!.
Μετά από όλα αυτά τα εθνικά και πατριωτικά παραθέτουμε δύο τουλάχιστον μακεδονίτικα τραγούδια, που τα τραγουδούν η Νίτσα Τσίτρα και ο Κώστας Κουφογιάνγκος, και τα οποία κάτι λένε για κάποιον Δαρείο ή κάτι τέτοιο!.
"Στου Σαρμουσακλί θα πάου για να παντριφτώ, για να πάρω ένα κουρίτσι δώδεκα χρουνό, το χωριό μας δεν πατιέται ούτε προσκυνά και τα λοιπά και τα λοιπά και στο ρεφρέν ξάφνου ακούγεται "ντός ντάριμ, ντός". Ποιος είναι αυτός ο Ντάρις βρε παιδιά; Σαν Δαρείος δεν ακούγεται;
Για να "παίξουμε" ακόμη λίγο με τις λέξεις παραθέτουμε και το λήμμα "δανάκη", το οποίο ήταν περσικό νόμισμα που είχε συμβολική αξία. Ήταν το νόμισμα που θαβόταν με τους νεκρούς ως αντίτιμο για το Χάρο. Δεν θα σχολιάσουμε τίποτα απλώς υπενθυμίζουμε το "δουνάκα" !

Βασίλης Σ. Κάρτσιος



Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΔΟΒΙΣΤΑΣ (14 ΙΟΥΛΙΟΥ 1907)


ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΤΑΡΑΞΑΝ ΤΑ ΔΑΡΝΑΚΟΧΩΡΙΑ
ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΕΡΡΕΣ ΚΑΙ ΕΦΕΡΑΝ ΣΤΑ ΠΡΟΘΥΡΑ
ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ


«Στην ανατολική Μακεδονία η οργάνωση είχε στηριχθεί σε τοπικούς αρχηγούς στις Σέρρες, την Αλιστράτη και τη Ζίχνα, όπως ο Ζέρβας (Δούκας)»
Μ’ αυτές τις 20 λέξεις σκιαγραφείται ο Μακεδονικός Αγώνας, κατά το 1907 και το 1908, στην περιοχή των Σερρών στον 14ο τ. της «Ιστορίας του ελληνικού έθνους».
Οι δυόμισι αυτές σειρές δεν μπορούν να «χωρέσουν» σ’ αυτό που έγραψε ο ηρωικός πρόξενος των Σερρών Αντώνιος Σακτούρης στα απομνημονεύματά του για τη θητεία του στη μαρτυρική πόλη των Σερρών:
«… Καθ’ όλην την τριετίαν, που έμεινα εκεί, δεν ενθυμούμαι να εκοιμήθην μίαν κάν νύκτα, χωρίς διακοπήν. Διότι ήρχοντο να μου αναγγείλουν ότι ο δείνα εδολοφονήθη, η τάδε συμπλοκή εγένετο, αυτός ο εμπρησμός ή εκείνη η λεηλασία. Ουδέ ώρα ανάπαυλα… Το προξενείο των Σερρών ήτο ουσιαστικώς σαν ένα αρχηγείον εις πολεμικόν μέτωπον και επεβάλλετο αδιάκοπος αγρυπνία».
Οι δυόμισι αυτές σειρές δεν συνάδουν με αυτό που έγραψε ο μητροπολίτης Δράμας και μετέπειτα Σμύρνης Χρυσόστομος σε αναφορά του προς το πατριαρχείο, αναφερόμενος στο ξεκλήρισμα της οικογένειας Κομπόκη στην Καλλιθέα Δράμας, κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα:
«Το παρελθόν είναι σκοτεινή άβυσσος, το παρόν κοιλάς κλαυθμώνος, το μέλλον είναι αφεγγές και ασέληνον».
Η αντίφαση αυτή αποτελεί πρόκληση για έναν ερευνητή και ιστορικό, τη στιγμή μάλιστα που αποτελεί γέννημα θρέμμα μίας περιοχής για την οποία ο Σακτούρης έγραψε: «… αι Σέρραις υπήρξαν η αστείρευτος κρήνη του Ελληνικού φρονηματισμού της Ανατολικής Μακεδονίας. Δια τούτο ο Ελληνικός αυτός φάρος ήτο ο στόχος της Βουλγαρικής μανίας και ευνόητος η λύσσα, μεθ’ ής, θέλοντες να υπερισχύσουν οι Σχισματικοί, συμπεριφέροντο προς τας «Αθήνας της Μακεδονίας».
Η αντίφαση αυτή υπήρξε το ερέθισμα για τη συγγραφή του έργου που κρατάτε στα χέρια σας. Η ιδέα για την έκδοση του βιβλίου αυτού άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά το 1998 με την έκδοση, από το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, του τρίτου τόμου της τριλογίας για το Μακεδονικό Αγώνα με τίτλο «Η τελευταία φάση της ένοπλης αναμέτρησης στη Μακεδονία (1907-1908)», που περιλαμβάνει 100 έγγραφα από το αρχείο του υπουργείου εξωτερικών της Ελλάδας, και ορισμένα από τα οποία αναφέρονται στη δράση των ανταρτικών ομάδων στην ανατολική Μακεδονία.
Η εξολόθρευση του αντάρτικου σώματος του καπετάν Μακούλη από τον οθωμανικό στρατό στις παρυφές του υψώματος της Παναγίας στη Δοβίστα ημέρα Σάββατο, στις 14 Ιουλίου του 1907 και η φοβερή μάχη που έδωσε ο Μητρούσης Γκογκολάκης την ίδια ημέρα στα Κάτω Καμενίκια, στις Σέρρες με όλη τη τουρκική φρουρά, έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση τις ελληνικές προξενικές αρχές στις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη και απασχόλησαν την ελληνική διπλωματία καθ’ όλη τη διάρκεια του 1907. Όπως θα δούμε οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες, με εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων και με αφόρητες πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση να σταματήσει να υποστηρίζει τα αντάρτικα σώματα στη Μακεδονία. Απειλήθηκε η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων του τότε Ελληνικού Βασιλείου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς – εκτός των άλλων - οι Τούρκοι ιθύνοντες τρομοκρατούσαν τον ελληνικό πληθυσμό απειλώντας με σφαγές «τύπου Αρμενίας».
Η Υψηλή Πύλη επέδωσε διακοίνωση στην ελληνική κυβέρνηση (ουσιαστικά ήταν τελεσίγραφο πολέμου), ζήτησε την αποπομπή του Λάμπρου Κορομηλά από το προξενείο Θεσσαλονίκης και την απομάκρυνση του τότε μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομου, ενώ ο Αντώνιος Σακτούρης ζήτησε από το υπουργείο Εξωτερικών τη μετάθεσή του από το προξενείο Σερρών.
Η εξολόθρευση του ανταρτικού σώματος του καπετάν Μακούλη από τους Τούρκους, τον Ιούλιο του 1907 στη Δοβίστα, έγινε χωρίς λόγο και αιτία. Ήταν αποτέλεσμα μίας σειράς ατυχών αλλά και ανόητων ενεργειών. Ο Θεοδόσης Μπουμπούμης ή Γκοντότσιος είχε την ατυχία να βρεθεί σε μία πολύ δυσάρεστη θέση και από τη στιγμή εκείνη τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Ο Θεοδόσης, όπως και όλοι οι εμπλεκόμενοι στα γεγονότα της Δοβίστας, δεν ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσουν εκείνη τη χρονική περίοδο ότι είχαν μπλεχτεί σε ένα πολιτικό και διπλωματικό κουβάρι, στο οποίο μετείχαν, εκτός της Υψηλής Πύλης και του Ελληνικού Βασιλείου και οι μεγάλες δυνάμεις, που θέλησαν να επιβάλουν το μεταρρυθμιστικό σχέδιο για τη Μακεδονία. Το φορτίο ήταν πολύ βαρύ για να το αντέξουν οι πλάτες των Δοβιστιανών.
Το καλοκαίρι του 1983 επέστρεψε από την Τσεχοσλοβακία, όπου ζούσε ως πολιτικός πρόσφυγας, η Βασιλική Μαμιάκα, κόρη του Φώτη Μαμιάκα και εγγονή του Νάσου Μαμιάκα, οι οποίοι φυλακίστηκαν για υπόθαλψη ανταρτικού σώματος μετά τα γεγονότα της 14ης Ιουλίου του 1907. Η Βασιλική, 70 χρόνων τότε, μου εξιστόρησε τα γεγονότα μερικούς μήνες μετά την επιστροφή της από την Τσεχοσλοβακία,  όπως τα διέσωσε από αφηγήσεις της μητέρας της Δήμητρας Κανλή.
Το δημοσίευμά μου, εκείνη την εποχή, στο περιοδικό «Εμμανουήλ Παπάς» με τίτλο «Θεοδόσης Μπουμπούμης ή Γκοντότσιος, αγωνιστής ή προδότης;» προκαλεί την αντίδραση του γερο-Νίκου Γκιουζέλη, «του Θωμά ο πατέρας», όπως υπέγραφε, ο οποίος αν και παιδί τότε παρακολούθησε από το πατρικό του σπίτι την εξολόθρευση των παλικαριών του καπετάν Μακούλη στις πλαγιές του υψώματος της Παναγίας. Μας προέκυψε, δηλαδή, και αυτόπτης μάρτυρας 77 χρόνια μετά την αποφράδα ημέρα!
Λίγα χρόνια μετά ο Αθανάσιος Ξακουστός μου δείχνει τις σημειώσεις του και ένα σκαρίφημα της μάχης, όπως τις κατέγραψε από τον ίδιο τον Μπουμπούμη στα μέσα της δεκαετίας του ’30, όταν ο τραγικός πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας επέστρεψε για λίγο στο χωριό και ζούσε σε κατάσταση ένδειας.
Στο βιβλίο αυτό γίνεται μία προσπάθεια «αποκρυπτογράφησης» των επιστολών του προξένου των Σερρών Αντωνίου Σακτούρη προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, που αφορούν τα γεγονότα της Δοβίστας τον Ιούλιο του 1907 αλλά και τις συνέπειες για τους κατοίκους του χωριού.
Επειδή τα δημοσιευμένα έγγραφα, που αφορούσαν την ανατολική Μακεδονία και τα γεγονότα της Δοβίστας ήταν ελάχιστα σε σχέση με τον όγκο των δημοσιευμένων επιστολών, χρειάστηκε να ανατρέξω στον ογκωδέστατο φάκελο των επιστολών του Σακτούρη προς το ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών κατά τη διάρκεια του 1907, τα αντίγραφα των οποίων βρίσκονται στο Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα, στις εφημερίδες της εποχής αλλά και στα γεγονότα  όπως τα κατέγραψε η συλλογική μνήμη των Δοβιστιανών που τα έζησαν και των απογόνων τους.
Η Δοβίστα υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα οργάνωσης του Μακεδονικού Αγώνα στην ανατολική Μακεδονία, καθώς όπως θα δούμε υπήρξε κόμβος διακίνησης και αποθήκευσης όπλων και βέβαια καταφύγιο των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων που δρούσαν στην περιοχή.
Μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου αναδεικνύονται ηρωϊκές μορφές της Δοβίστας, που έμειναν στην αφάνεια αν και διώχτηκαν και φυλακίστηκαν από τις οθωμανικές αρχές μετά το μακελειό στα υψώματα του ηρωϊκού χωριού, που εκτός των άλλων, έβγαλε από τα σπλάχνα του την αγνότερη και ανιδιοτελέστερη μορφή της επανάστασης του 1821, τον Εμμανουήλ Παπά.

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Από αριστερά, ο ιστορικός Χάρης Τσιρκινίδης, η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Α.Π.Θ. Ευαγγελία Αμοιρίδου, ο συγγραφέας Βασίλης Κάρτσιος και ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Σπύρος Κουζινόπουλος.
Στο βήμα ο εκδότης Αντώνης Μαλλιάρης ο οποίος φιλοξένησε την εκδήλωση.
Ο συγγραφέας Βασίλης Κάρτσιος υπογράφει τα βιβλία του.

Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε με συνεργασία των εκδόσεων Μαλλιάρης και Ερωδιός.

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ




 

Πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή το βράδυ 17/12/2010, στην κατάμεστη αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του νέου δημαρχιακού μεγάρου Θεσσαλονίκης, η παρουσίαση του νέου βιβλίου του Βασίλη Σ. Κάρτσιου «Η γενοκτονία του ελληνισμού της ανατολικής Μακεδονίας, κατά τη 2η βουλγαρική κατοχή (1916-1918)».
Το βιβλίο παρουσίασαν κατά σειρά ο δημοσιογράφος Παντελής Σαββίδης, ο πρώην πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Γαρούφας και ο ιστορικός Χάρης Τσιρκινίδης.
Πριν την έναρξη της παρουσίασης, την εκδήλωση χαιρέτισαν ο κ. Γιάννης Νούλης, πρόεδρος του δ.σ. της Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων & Σωματείων Ν. Σερρών, (με έδρα τη Θεσσαλονίκη), ο κ. Ανδρόνικος Σινιώρης, πρόεδρος του δ.σ. του Συλλόγου Καβαλιωτών Θεσσαλονίκης «ΟΙ ΦΙΛΙΠΠΟΙ», και ο εκπρόσωπος του Πολιτιστικού Συλλόγου «Εμμανουήλ Παπάς» Θεσσαλονίκης κ. Γεώργιος Βοζιάνης.
Πρόκειται για το 2ο κατά σειρά τόμο της τριλογίας του συγγραφέα για τα συγκλονιστικά γεγονότα, που σημάδεψαν την ιστορία της περιοχής τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αι., με αποκορύφωμα τη βουλγαρική κατοχή από τον Αύγουστο του 1916 έως και τον Σεπτέμβριο του 1918, που οδήγησε στον αφανισμό και τον όλεθρο 70.000 Έλληνες Μακεδόνες.
Η Ανατολική Μακεδονία υπήρξε το «αντάλλαγμα» προς τη Σόφια, για τις παραχωρήσεις εδαφών στη Μ. Ασία, που ο γαλλο-βρετανικός άξονας έταζε αφειδώς στον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Στις 300 σελίδες του βιβλίου παρουσιάζονται για πρώτη φορά όλες οι πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις, που οδήγησαν την Ελλάδα στη δίνη του α΄ παγκοσμίου πολέμου και τους κατοίκους της Ανατολικής Μακεδονίας στην πείνα, την εξαθλίωση και το θάνατο.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αρχειακό υλικό και πηγές από το πρωτότυπο, καθώς και δεκάδες έγγραφα με ονόματα ομήρων. Πρόκειται για την εκτενέστερη καταγραφή επισήμων εγγράφων που αναφέρονται στα θύματα της βουλγαρικής κτηνωδίας, την περίοδο 1916-1918.
Επίσης, στα δύο παραρτήματα του βιβλίου παρουσιάζονται αυτούσια όλα τα συγκλονιστικά ντοκουμέντα, που διαμόρφωσαν τις δραματικές εξελίξεις της εποχής, όπως τα υπομνήματα του Βενιζέλου προς τον Κωνσταντίνο, η συμμαχική διακοίνωση της 8ης Ιουνίου 1916, το διάταγμα της γενικής αποστράτευσης της 14ης Ιουνίου 1916, το χρονικό της παλιννόστησης των ομήρων, η έκθεση της διασυμμαχικής επιτροπής από το γαλλικό πρωτότυπο κ.ά.

Η κεντρική διάθεση του βιβλίου γίνεται από το βιβλιοπωλείο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ, Ερμού 61, 54623 Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310-282782, fax: 2310-240331. Για τα σημεία πώλησης εκτός Θεσσαλονίκης, επικοινωνήστε με το ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ.


ΛΕΖΑΝΤΕΣ

ΦΩΤΟ 1: Όρθιος στο βήμα απευθύνει χαιρετισμό ο κ. Γιάννης Νούλης. Από αριστερά ο κ. Χάρης Τσιρκινίδης, ο κ. Παντελής Σαββίδης, ο κ. Δημήτρης Γαρούφας και ο συγγραφέας Βασίλης Κάρτσιος.
ΦΩΤΟ 2: Στο βήμα ο ιστορικός και συγγραφέας Χάρης Τσιρκινίδης.
ΦΩΤΟ 3:  Πλήθος κόσμου παρακολούθησε με αμείωτο ενδιαφέρον, για δύο ώρες, την εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου.
ΦΩΤΟ 4: Η εκπαιδευτική κοινότητα δήλωσε παρούσα στην εκδήλωση. Καθηγήτριες και καθηγητές του Πειραματικού Λυκείου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας φωτογραφίζονται μετά τη λήξη της παρουσίασης.
ΦΩΤΟ 5: Ο συγγραφέας Βασίλης Κάρτσιος υπογράφει τα βιβλία του.
ΦΩΤΟ 6: Ιδιαίτερα έντονη ήταν η παρουσία των νέων στην εκδήλωση.
ΦΩΤΟ 7: Από αριστερά ο ζωγράφος – αγιογράφος Γιάννης Καμάρης, ο συγγραφέας και ο δημοσιογράφος Φόρης Πεταλίδης με τη σύζυγό του Έφη.
ΦΩΤΟ 8: Ο Βασίλης Κάρτσιος υπογράφοντας τα βιβλία του.