Translate

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

ΔΡΑΜΑ 1941: ΜΙΑ "ΕΞΕΓΕΡΣΗ" ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΑΥΤΟΥΡΓΙΑΣ



ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΙΣ 28/11 ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ» ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
Ιστορικού – ερευνητή
booksonthesites.blogspot.com




 
 Η ιστορική έρευνα για την κομμουνιστική ελληνο-βουλγαρική (sic) «εξέγερση» στη Δράμα στα τέλη Σεπτεμβρίου 1941, που είχε ως αποτέλεσμα τη γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού, οδηγεί τόσο στις απαρχές της ίδρυσης του Σ.Ε.Κ.Ε και του Κ.Κ.Ε. το 1918 και το 1920, όσο και στην ίδρυση και συγκρότηση της «Φεντερασιόν» στη Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο του 1909, αλλά και στην απελευθέρωση από τους Γερμανούς, με τη μεσολάβηση της βουλγαρικής πρεσβείας, 27 κρατούμενων κομμουνιστών ως Βουλγάρων ή βουλγαριζόντων από την Ακροναυπλία στα τέλη Ιουνίου του 1941.
Η βιβλιογραφία και  οι εκθέσεις της εποχής εκείνης, όλες οι μαρτυρίες και οι αφηγήσεις των επιζώντων και των κατοίκων που βίωσαν τη βουλγαρική κτηνωδία σ’ εκείνο το κολασμένο τριήμερο 29-30 Σεπτεμβρίου - 1 Οκτωβρίου 1941 και κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής, οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η προβοκατόρικη «εξέγερση» στη Δράμα σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από το κατοχικό φασιστικό βουλγαρικό καθεστώς, το οποίο σε συνεργασία με τους Βουλγάρους κομμουνιστές «καλλιέργησε» και εκμεταλλεύτηκε τις διεθνιστικές ιδεοληψίες των Ελλήνων κομμουνιστών, οι οποίοι στο διάστημα του μεσοπολέμου γαλουχήθηκαν με τις αρχές της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Η κατανόηση όμως των αιτίων, που εκκόλαψαν τη βουλγαρική θηριωδία όχι μόνον κατά τη διάρκεια της κατοχής 1941-1944, αλλά και κατά την περίοδο 1912-1913 και πρωτίστως την περίοδο 1916-1918, οδηγεί αναπόφευκτα στο μεγάλο «αστέρι» της άρχουσας ελληνικής αστικής τάξης του 20ου αιώνα, τον Ελευθέριο Κ. Βενιζέλο.
Ο Κρητικός πολιτικός αγωνίστηκε από το 1912 έως και το 1916 επίμονα και συστηματικά να παραδώσει την ανατολική Μακεδονία και τη δυτική Θράκη στη Βουλγαρία και γι’ αυτό υπάρχουν όχι μόνο έγγραφα, υπομνήματα, συνθήκες, ομολογίες αλλά και απολογίες του ιδίου.
Η ανατολική Μακεδονία παρέμεινε στην Ελλάδα από στρατηγικά λάθη και λανθασμένες επιλογές της βουλγαρικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και του α΄ παγκοσμίου πολέμου και τα λάθη αυτά επιχείρησε να «διορθώσει» το τότε βουλγαρικό καθεστώς στήνοντας την προβοκάτσια της Δράμας. 
Η στάση αυτή του Βενιζέλου διαμόρφωσε εν πολλοίς τη βουλγαρική εξωτερική πολιτική στο θέμα της ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης, αλλά για να αποσαφηνιστεί πλήρως αυτή η βάρβαρη πολιτική θα πρέπει να ανατρέξουμε στις απαρχές εμφάνισης του σοσιαλιστικού – κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα και στην ισχυρή επίδραση των βουλγαρικών σοσιαλιστικών οργανώσεων είτε μέσω της «Φεντερασιόν» είτε μέσω της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Όπως έγραψε ο Georges Haupt «την προπαγάνδα για την ένωση όλων των εργατικών δυνάμεων, χωρίς διακρίσεις εθνικοτήτων, σε μία μοναδική σοσιαλιστική οργάνωση, τη διευθύνει ο Σαμουήλ Σαντί, γραμματέας των εργατών του μονοπωλίου καπνού (Ρεζί), των τυπογράφων, που τους καθοδηγεί ο Αβραάμ Μπεναρόγιας, και των ραφτεργατών, που η φωνή τους εκφράζεται με τον Αβραάμ Χασόν».
Ο Μπεναρόγια γεννήθηκε το 1887 στη Βουλγαρία. Τελείωσε το γυμνάσιο το 1907 και έγινε δάσκαλος της βουλγαρικής γλώσσας στο εβραϊκό σχολείο της Φιλιππούπολης (Πλόβντιφ). Σοσιαλιστής από τα μαθητικά του χρόνια, υπήρξε ενεργό μέλος βουλγαρικών σοσιαλιστικών οργανώσεων και το 1908 τον βρίσκουμε στην «αναρχοφιλελεύθερη» ομάδα «Προλετάριοι» του Νικολάι Χαρλάκωφ, στην οποία και γίνεται γραμματέας για την πόλη της Φιλιππούπολης.
 «Η Θεσσαλονίκη, σε πλήρη πολιτικό και κοινωνικό αναβρασμό και με ισχυρούς απεργιακούς αγώνες, πρόσφερε κατάλληλο πεδίο για τη δραστηριότητα του Μπεναρόγια.. Η προπαγάνδα του αναπτύχθηκε ανάμεσα στους σεφαρδίτες εργάτες και διανοούμενους, για να κορυφωθεί το Σεπτέμβρη 1908 με το σχηματισμό ενός σοσιαλιστικού συλλόγου σεφαρδιτών, που ονομάστηκε εργατικός και σοσιαλιστικός Σύνδεσμος τον Απρίλη 1909. Παράλληλα ο Μπεναρόγιας ερχόταν σε επαφή με ορισμένους βούλγαρους σοσιαλιστές στη Θεσσαλονίκη, ανάμεσά τους ήταν ο Άνγκελ Τόμωφ, γραμματέας μίας βουλγαρικής σοσιαλιστικής ομάδας που είχε σχηματιστεί την ίδια εποχή. Ο Μπεναρόγιας έμεινε συνδεδεμένος και με τον Χαρλάκωφ, που πήγε στη Θεσσαλονίκη θέλοντας να βγάλει εκεί το περιοδικό NACIALO. Έτσι οι διαμάχες που είχαν δημιουργηθεί στη βουλγαρική αριστερά μεταφυτεύτηκαν το 1908 και στη Θεσσαλονίκη».
Σύμφωνα με την έκθεση που παρουσίασαν οι ηγέτες της Φεντερασιόν στο συνέδριο της Κοπεγχάγης της Β΄ Διεθνούς, τον Αύγουστο 1910, η οργάνωση αυτή ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1909, μετά την ένωση του εργατικού και σοσιαλιστικού Συνδέσμου με τις δύο ομάδες των βουλγάρων σοσιαλιστών, την ομάδα του Βασίλι Γκλαβίνωφ και την προσχώρηση της ομάδας του Άνγκελ Τόμωφ, που ήταν συνδεδεμένη με τον Χαρλάκωφ και με το περιοδικό NACIALO.
Η Φεντερασιόν συνέχισε να αναπτύσσεται τα επόμενα χρόνια με την προσχώρηση μεταξύ άλλων μίας ομάδας σλαβομακεδόνων υπό τον Ντιμιτάρ Βλάχωφ, βουλευτή Θεσσαλονίκης στο οθωμανικό κοινοβούλιο και μίας πολύ μικρής ομάδας Ελλήνων. Οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης αν και ήταν η τρίτη κατά σειρά πληθυσμιακή ομάδα της πόλης δεν έδειχναν εκείνη την εποχή να είχαν και ιδιαίτερη σχέση με τις σοσιαλιστικές ανησυχίες των εβραίων συμπολιτών τους.
Το Νοέμβριο του 1911 η κυβέρνηση των Νεοτούρκων κλείνει τα γραφεία της Φεντερασιόν, αλλά όπως γράφει ο Haupt:
«Ο Ντιμιτάρ Βλάχωφ και η αρμενική σοσιαλιστική ομάδα του οθωμανικού κοινοβουλίου αρχίζουν μία εκστρατεία διαμαρτυρίας που κάνει την κυβέρνηση να υπαναχωρήσει. Η νόμιμη δραστηριότητα της Φεντερασιόν επιτρέπεται και ο Μπεναρόγιας, που τον είχαν συλλάβει και εξορίσει από τη Θεσσαλονίκη αφήνεται ελεύθερος. Ωστόσο, αν και η οργάνωση της Θεσσαλονίκης κατάφερε ν’ αντισταθεί στην καταπίεση, η οργάνωση της Κωνσταντινούπολης, αντίθετα, καταστράφηκε. Οι μουσουλμάνοι αγωνιστές εξορίστηκαν από την πρωτεύουσα και οι Έλληνες απελάθηκαν στην Ελλάδα.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, τονίζει ο Haupt, η Φεντερασιόν ενισχύθηκε μ’ αυτές τις περιπέτειες. Μπορούμε μάλιστα να πούμε… ότι η Φεντερασιόν παίζει σημαντικό ρόλο μετά το 1912 στη δημιουργία του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα και μετά το 1918 στη δημιουργία του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος».
Είναι χαρακτηριστικά αυτά που έγραψε ο Γιάννης Κορδάτος σε άρθρο του στη Revolition Proletarienne το 1926, το οποίο αναδημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» το 1927 για να αποδείξει η τότε ηγεσία του Κ.Κ.Ε ότι ο Κορδάτος ήταν αντεπαναστάτης:
«Η Διεθνής εξάσκησε την επιρροήν της και πίεσε στο έκτακτο συνέδριο του Κόμματος του Νοέμβρη 1924 ν’ αντικαταστήση την Κεντρικήν Κορδάτου με την Κεντρικήν Πουλιόπουλου. Από τότε το παν κατέρρευσε σε συντρίμμια. Οι νέοι αρχηγοί πιπιλίζοντες την καραμέλλα της μπολσεβικοποίησης ρίχτηκαν σε τρελλές επιχειρήσεις.
Αντί να ενισχύσουν ολοένα περισσότερο την επιρροή του Κόμματος πάνω στην εργατική τάξη, κατέστησαν απεναντίας το κόμμα αντιπαθητικό στην εργατική μάζα. Με τα εξτρεμιστικά τους συνθήματα δώσανε στο κράτος προσχήματα για μερικές διώξεις. Μα το άκρον άωτον του παραλογισμού ήταν το σύνθημα της αυτονομίας της Μακεδονίας … Το Κ.Κ.Ε. δημιούργησε μετά ταύτα αυτό το ζήτημα.
Η πολιτική αυτή έδωσε στο Κόμμα το τελειωτικό χτύπημα. Διαλύθηκε … γιατί αποδοκιμάστηκε από τους εργάτες, γιατί ο κομμουνισμός στην Ελλάδα παρουσιάστηκε σαν σύμμαχος του βουλγάρικου σωβινισμού… Το Κ.Κ.Ε. παρασύρθηκε σε συμμαχία με τους Βουλγάρους υπερεθνικιστές, τους κομιτατζήδες, ενώ ξέχασε να μιλήση ποτέ για τα Δωδεκάνησα που ανήκουν στην Ιταλία, αν και το 90% του πληθυσμού τους είναι Έλληνες, και για την Κύπρο που ανήκει στην Αγγλία, αν και ο πληθυσμός της είναι κατά 85% Ελληνικός».

ΟΛΑ ΣΥΓΚΛΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΑ
Την 31η Μαϊου 1945, τα μέλη της μικτής πανεπιστημιακής επιτροπής των πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης υπέβαλαν την έκθεσή τους με τίτλο «Η Μαύρη Βίβλος των βουλγαρικών εγκλημάτων εις την ανατολικήν Μακεδονίαν και δυτικήν Θράκην 1941-1944» προς τους πρυτάνεις των δύο ιδρυμάτων.
Σε μία χρονική περίοδο 35 συνολικά ημερών, οι καθηγητές Δ. Χόνδρος, Ι. Θεοδωρακόπουλος, Ν. Βλάχος, Σ. Κυριακίδης, Χ. Φραγκίστας επισκέφθηκαν την Καβάλα, το Δοξάτο, τα Κίργια, τη Δράμα, την Πετρούσα, την Προσωτσάνη, το Μεγαλόκαμπο, την Αλιστράτη, τον Σταθμό Αγγίστας, τη Βιτάστα, τη Ν. Μπάφρα, την Κορμίστα, την Ξάνθη, την Κομοτηνή, την Αλεξανδρούπολη, την Αισύμη, τα Άβαντα, την Ελευθερούπολη, τον Ακροπόταμο, τη Ν. Ζίχνη, τα Σέρρας, το Σιδηρόκαστρο, τον Προμαχώνα, το Νέο Σκοπό, την Αγία Ελένη, την Πεπονιά, το Σκούταρη, τη Χρυσούπολη, τον Περιστερεώνα και τις Ν. Καρυές και συνέλεξαν πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία για τις βουλγαρικές θηριωδίες κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι ανέπτυξαν λεπτομερώς τις βάρβαρες πρακτικές του βουλγαρικού κράτους για τον εκβουλγαρισμό της ελληνικής εκπαίδευσης, της Εκκλησίας, την απάλειψη από πόλεις και χωριά κάθε ίχνους ελληνικότητας, τον απορφανισμό των Ελλήνων κατοίκων από τους πνευματικούς του ηγέτες, την κατάλυση όλων των μορφών της ελληνικής διοικητικής αρχής και την αντικατάστασή της με δομές του βουλγαρικού δημοσίου, την εγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων Βουλγάρων εποίκων, τις διαρπαγές, τις πυρπολήσεις δημοσίων, δημοτικών και ιδιωτικών περιουσιών, τους φόνους, τους εκτοπισμούς στη Βουλγαρία, τη στρατολογία των κατοίκων για εκτέλεση καταναγκαστικών έργων, την πείνα και τα επακόλουθά της. Τα μέλη της επιτροπής αναφέρουν ότι μετά τη «βδελυράν σκηνοθεσίαν κομμουνιστικού ψευδοκινήματος» εξοντώθηκαν 15.000 περίπου Έλληνες.
«Εν Δράμα ολίγας ημέρας προς της εκρήξεως του κινήματος είχον οπλισθεί πλην των πολιτικών και των δημοτικών υπαλλήλων, οι υπάλληλοι του Ινστιτούτου Καπνού, οι ιερείς, οι δικηγόροι, οι ιατροί, από 25-28 Σεπτεμβρίου έγιναν πολύωροι συσκέψεις των πολιτικών και των στρατιωτικών Αρχών μετά των εκ Βουλγαρίας ελθόντων ατάκτων και υπόπτων, κατά την εσπέραν της 28ης Σεπτεμβρίου συνεκεντρώθησαν εις τους έξωθεν της πόλεως στρατώνας πεζικού και αι οικογένειαι των Βουλγάρων υπαλλήλων…».
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται προσπάθεια ηρωοποίησης της αφέλειας, της ηλιθιότητας, της ασύγγνωστης αδιαφορίας για τις συνέπειες μίας ομάδας Ελλήνων σταλινικών κομμουνιστών, που δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν τα αυτονόητα. Ήταν δυνατόν ποτέ να ξεσηκωθούν εναντίον της κατοχικής βουλγαρικής διοίκησης οι βουλγαρόφρονοι κάτοικοι της Προσωτσάνης, της Πετρούσας, του Βόλακα, του Κ. Νευροκοπίου κλπ, όταν από το 1918 περίμεναν την επιστροφή του βουλγαρικού στρατού στην ανατολική Μακεδονία;
Οι μυημένοι Έλληνες ήταν ελάχιστοι και δεν ξεπερνούσαν τους 50-60 άνδρες από τα Κύργια, την Προσωτσάνη, την Ανδριανή, το Φωτολείβος, τη Χωριστή. Σοκάρει η μαρτυρία του Γιώργου Τσαχαλίδη, μοναδικού στελέχους του Κ.Κ.Ε. στον Αμυγδαλεώνα Καβάλας. Σύμφωνα με την από 6.10.1996 μαρτυρία του Τσαχαλίδη, «είχε ενημερωθεί από γυναίκες στη Χωριστή στις 27 Σεπτεμβρίου ότι αναμενόταν επανάσταση, η οποία θα άρχιζε από την κατάληψη του αεροδρομίου Αμυγδαλεώνος από τους Βούλγαρους κομμουνιστές στρατιώτες».(!)
Ας δούμε σε μία πρώτη ανάγνωση γιατί έχασαν τη ζωή τους, με τόσο τραγικό τρόπο, χιλιάδες ανυποψίαστοι Έλληνες, σε μία περίοδο που δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί το ΕΑΜ και οι Γερμανοί είχαν φθάσει 150 χιλιόμετρα από τη Μόσχα, έχοντας αιχμαλωτίσει εκατοντάδες χιλιάδες Σοβιετικούς στρατιώτες:
«Στη Χωριστή οι κομμουνιστές περίμεναν …απόβαση του αγγλικού στόλου στην Καβάλα (Ουζούνης Στέφανος, Πασχαλίδης Απόστολος, μαρτυρίες της 4.5.1992, Χωριστή, στο Θ. Ξόμαλης, Μαρτυρίες ηρώων Ανατολικής Μακεδονίας, 1940-1944, Καβάλα 1993, σ. 223, Πασχαλίδης Απόστολος, μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, 17.2.1995, Χωριστή). Στο Δοξάτο είχε διαδοθεί πως οι … Ρώσοι πλησιάζουν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα (Μπαλίδης Ευάγγελος, μαρτυρία της 3.6.1991, Δοξάτο, στο Ξόμαλης, ό.π. σ. 202). Στην Προσοτσάνη τα «νέα» ήταν ότι η Βουλγαρία είχε προσχωρήσει στο συμμαχικό στρατόπεδο και ότι οι Άγγλοι έκαναν απόβαση στην Ιταλία (Ράγιας Κωνσταντίνος, μαρτυρία της 29.10.1991, Προσοτσάνη, στο Ξόμαλης, ό.π. σ. 213).

ΥΣ.: Η ομιλία είναι βασισμένη σε βιβλιογραφία, πρακτικά συνεδρίων, μαρτυρίες και πηγές κατά το πλείστον "αριστερής" προέλευσης και θα αναρτηθεί σύντομα στην istorikimnimi

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΚΡΩΝ




Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
Ιστορικού – ερευνητή
booksonthesites.blogspot.com

Στην ιστοριογραφία η ιστορική προβολή σίγουρα δεν είναι η προβολή μίας ιστορικής ταινίας ή ενός ιστορικού ντοκιμαντέρ αλλά μπορεί κάλλιστα να μετεξελιχθεί σε σενάριο για προβολή, ιδιαιτέρως εάν υπάρχει η κατάλληλη μουσική υπόκρουση. Η μετεξέλιξη μάλιστα είναι ικανή να οδηγήσει σε μορφές θούριου ή έπους ασχέτως αν πηγή έμπνευσης αποτελεί η πηγάδα του Μελιγαλά (οικονομία στις σφαίρες, έρχεται εμφύλιος) ή τα κρεματόρια των ναζιστικών στρατοπέδων (μη ολοκαύτωμα, ήταν μόνο 5 και όχι 6 εκατομμύρια οι νεκροί) ή οι ομαδικοί τάφοι στο δάσος του Κατίν (προβοκάτσια του Γκέμπελς, ο Στάλιν δεν πείραξε ποτέ και κανένα).
Η ερμηνεία των γεγονότων δια της ιστορικής προβολής (όποιων μας βολεύει) διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον των δύο άκρων αλλά δεν αφήνει ασυγκίνητο και το κέντρο, καθώς παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και τηρεί τις αποστάσεις του. Μ’ αυτόν τον τρόπο διαιωνίζεται ο κομματικός κατακερματισμός και οι ΜΕΝ αντιμετωπίζουν σήμερα τους ΔΕ σαν να ΄ταν του χθες, ξεχνώντας ποιοι ήταν αυτοί τότε και οι ΔΕ αντιμετωπίζουν τους ΜΕΝ όπως ήταν τότε και όχι γι’ αυτό που είναι σήμερα.
Η κατάσταση καταντά οριακά τραγική λόγω της συνεχούς κατάληψης των άκρων από τα δύο άκρα. Εάν πρόκειται για ευθεία, τα δύο άκρα καταλαμβάνουν και τα δύο άκρα, στο επίπεδο τα δύο άκρα καταλαμβάνουν και τα τέσσερα, σε τρισδιάστατες καταστάσεις καταλαμβάνουν ό,τι άκρο βρίσκεται διαθέσιμο. Έτσι κάνουν πάντοτε τα δύο άκρα, γιατί αν δεν είναι δύο τα άκρα δεν υπάρχει κέντρο και το κέντρο είναι ΕΔΩ, για να μας θυμίζει ότι υπάρχουν τα άκρα, που δεν είναι ποτέ ένα.
Τα δύο άκρα χρειάζονται το ένα το άλλο για να ορίσουν το κέντρο. Όταν το ένα άκρο διαπιστώσει ότι εξασθενεί το σημείο του άλλου άκρου, τότε κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τονίσει την ύπαρξή του, γιατί χωρίς το άλλο άκρο εξασθενεί και αυτό και τα δύο σημεία των άκρων τείνουν να απορροφηθούν από τη βαρύτητα του κέντρου.
Μπορεί, όμως, να υπάρξει κέντρο χωρίς τα δύο άκρα; Όχι. Σύμφωνα με τον ελληνικό μαθηματικό λογισμό ένα διάνυσμα ορίζεται από το μέγεθος και την κατεύθυνσή του. Εάν τα άκρα εκλείψουν δεν υπάρχει κέντρο και όσο ολισθηρή κι αν είναι η θεωρία των δύο άκρων άλλο τόσο συναρπαστική είναι η αίσθηση ότι υπάρχουν άκρα, άρα και το κέντρο είναι εδώ για να οριοθετεί τις μεταξύ τους αποστάσεις και συχνά να ορίζει τη φορά τους.



Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ



Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΣ
Ιστορικός - ερευνητής

Η συσχέτιση δεν μπορούσε παρά να γίνει από τα πρώτα στάδια της εξέλιξης της επιστήμης των υπολογιστών. Αν το ανθρώπινο μυαλό διευθετούσε τα εκατομμύρια των παραστάσεων και ερεθισμάτων, που δέχεται κάθε ώρα και κάθε στιγμή, με τη μεθοδολογία των φακέλων του ριζικού με την οποία αποθηκεύει ένας υπολογιστής τα αρχεία του, τότε ο καθένας θα ήταν σε θέση να ανακαλέσει στη μνήμη του λεπτό προς λεπτό την ιστορία της ζωής του.
Με την υπόθεση εργασίας ότι κανείς δεν θα ήθελε να διαγράψει τίποτα από τη ζωή του, αποφεύγεται ο κίνδυνος κατακερματισμού του εγκεφάλου - σκληρού δίσκου και ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες για απώλειες στο βαθμό απόδοσης του συστήματος άνθρωπος – μηχανή.
Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει ούτε στον πιο εξελιγμένο υπολογιστή χωρίς τη χρήση ειδικού λογισμικού, που ούτως ή άλλως εγκαθίσταται για να διορθώσει τις αναπόφευκτες ατέλειες του συστήματος.
Παρόμοια συσχέτιση αποθήκευσης – άρα και δυνατότητας αναζήτησης -  θα μπορούσε να γίνει με τα στοιχεία – αρχεία ή ομάδες - φακέλους μίας κοινωνίας με τη μόνη και ουσιαστική διαφορά ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη διαγραφή ή την αποθήκευση.
Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας είναι ότι τα δεδομένα κάθε στοιχείου – αρχείου της κοινωνίας, που είναι αποθηκευμένα σαν μία συνδεδεμένη λίστα από συστοιχίες, να αποθηκεύονται σε οποιοδήποτε διαθέσιμο και επαρκές ίχνος ή τμήμα της κοινωνίας – σκληρού δίσκου. Παρατηρείται δηλαδή ένας διασκορπισμός των στοιχείων της κοινωνίας που είναι ευθέως ανάλογος με το πλήθος των διαγραφών και αποθηκεύσεων και με την παράμετρο του χρόνου καθώς απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο η δυνατότητα να σταματήσουμε τον κατακερματισμό των αρχείων – στοιχείων της κοινωνίας.
Η κατάσταση καταντά τραγική εάν δεν υπάρχει διοίκηση – ειδικό λογισμικό να διορθώσει τις ατέλειες, να προχωρήσει στον αποκατακερματισμό για να αυξηθεί η απόδοση της κοινωνίας – συστήματος καθώς ούτε λόγος να γίνεται για ενσωματωμένο αποκατακερματιστή. Η αναζήτηση ενός στοιχείου – αρχείου της κοινωνίας καθίσταται χρονοβόρος με τις γραφειοκρατικές – μηχανικές κινήσεις αναζήτησης εξαιρετικά αργές. Στη διαμορφωμένη μ’ αυτόν τον τρόπο κατάσταση προκύπτουν δύο εκδοχές. Στην πρώτη, τα στοιχεία – αρχεία της κοινωνίας επιθυμούν να εντοπιστούν γρήγορα και να αξιοποιηθούν σε μία ενδεχόμενη αναζήτηση αλλά παράλληλα δεν μπορούν να δράσουν αυτοβούλως και να παρακάμψουν το ιεραρχικό ριζικό σύστημα. Στη δεύτερη, τα στοιχεία – αρχεία της κοινωνίας λουφάζουν μαζί με τα κατακερματισμένα «ευαίσθητα» δεδομένα τους και δεν επιθυμούν να βρεθούν ποτέ και σε καμία αναζήτηση.
Εν κατακλείδι εάν ο πολιτικός – πληροφορικάριος δεν έχει ιδέα από κατακερματισμό – αποκατακερματισμό και τεχνικές διευθυνσιοδότησης της φυσικής και της εικονικής μνήμης τότε τα αρχεία – στοιχεία της κοινωνίας θα παραμένουν κατακερματισμένα, η απόδοση του συστήματος θα είναι κάτω του μηδενός και ο ιστορικός χρόνος θα παίζει με τις τάπες περιμένοντας να ωριμάσει το …ουίσκι.

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ "ΧΙΡΟΣΙΜΑ" ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ




Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
Ιστορικού – ερευνητή
booksonthesites.blogspot.com

«ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ
θα καθίσουν στο δείπνο.
Μόνον αυτοί και όχι οι άλλοι,
της συνομοταξίας του κτήνους.
Αυτοί που λιμοκτόνησαν
χωρίς να μάθουν ποτέ την αιτία.
Αυτοί που σφαγιάστηκαν
και πετάχτηκαν στα βάραθρα,
άψυχα κουφάρια για τους γύπες.
Αυτοί που ικέτεψαν
μα έλεος δεν τους δόθηκε
Αυτοί που μακελεύτηκαν
στα χαρακώματα και τα ορύγματα.
Τα θύματα των διεθνών τοκογλύφων,
Η βορά της Αδελφότητας των όπλων.
Οι αδικημένοι του κώδικα της ζωής
οι πένητες της ευσπλαχνίας,
οι απόκληροι της αγάπης.
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ
θα καθίσουν στο δείπνο».

Αν είχαμε τη δυνατότητα να αποτυπώσουμε σε μία φωτογραφία τις απώλειες του ελληνισμού σε ανατολική Μακεδονία, Θράκη, Μικρά Ασία και Πόντο την περίοδο 1914-1922, τότε τα πυρηνικά ολοκαυτώματα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι στις 6 και τις 9 Αυγούστου του 1945 θα φάνταζαν μινιατούρες καταστροφής. Η σύγχρονη ιστορική επιστήμη «βολεύεται» να θεωρεί γενοκτονία, ολοκαύτωμα και εγκλήματα πολέμου μόνον τις περιπτώσεις για τις οποίες κατέχει κάθε μορφής αποδεικτικό υλικό, ενώ απορρίπτει ως ιστοριοδιφικής καταβολής τα στοιχεία της συλλογικής μνήμης.
Η εισβολή των βουλγαρικών μεραρχιών στο ελληνικό έδαφος από το Σιδηρόκαστρο, το Νευροκόπι και τον μεθοριακό σταθμό του Οξιλάρ, στις 5 και 6 Αυγούστου 1916, προς τις Σέρρες τη Δράμα και την Καβάλα και η τουρκική επίθεση στην εξέχουσα του Αφιόν Καραχισάρ στις 13 Αυγούστου του 1922, οριοθετούν τη χειρότερη τραγωδία του ελληνισμού όχι μετά την πτώση της Πόλης το 1453, αλλά μετά την κατάληψη του ελληνικού χώρου από τις τουρκικές ορδές τη δεκαετία του 1380.
Πριν την είσοδο των Βουλγάρων στην Καβάλα τον Αύγουστο του 1916, η πόλη είχε 55.000 κατοίκους. Κατά τη διανομή άρτου στις 10 Οκτωβρίου 1918 βρέθηκαν 8.500 κάτοικοι από τους οποίους οι σκελετωμένοι και ρακένδυτοι Έλληνες ήταν λιγότεροι από τους μισούς. Σε έκθεσή τους οι επιζήσαντες γιατροί της πόλης ανέφεραν ότι 10.000 Έλληνες πέθαναν από ασιτία και άλλοι 4.000 από διάφορα νοσήματα, που είχαν ως αρχική αιτία τον υποσιτισμό. Στην αγορά έβρισκαν μόνο ξεροκόμματα από αραβόσιτο στόκο και τσιμέντο!

ΔΙΑΒΟΛΙΚΗ ΣΥΜΠΤΩΣΗ
Κατά μία διαβολική σύμπτωση οι 70.000 νεκροί της Χιροσίμα συμπίπτουν με τους 70.000 νεκρούς του βουλγαρικού «B29», που αφάνισε τον ελληνισμό της ανατολικής Μακεδονίας. Οι 300.000 νεκροί του ποντιακού ελληνισμού ξεπερνούν κατά πολύ τους 200.000 νεκρούς σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι, όπως αποτυπώθηκαν σε ιαπωνικές στατιστικές του 1950. Και εάν το πυρηνικό μανιτάρι υψώθηκε στα 18 χιλιόμετρα για να ταρακουνήσει τα αμερικανικά αεροπλάνα που σκόρπισαν τον όλεθρο, κανένα πυρηνικό μανιτάρι δεν σηκώθηκε για να πιστοποιήσει το ολοκαύτωμα ενός εκατομμυρίου Ελλήνων της Μικράς Ασίας, που σφαγιάστηκαν και πετάχτηκαν βορά στα όρνεα στις πορείες θανάτου.
Οι 80 φωτογραφίες του Γερμανού ανθρωπιστή, συγγραφέα και ποιητή Armin T. Wegner και άλλων Γερμανών αξιωματικών, οι οποίοι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του αφανισμού του αρμενικού λαού, ήταν αυτές που τεκμηρίωσαν τη γενοκτονία 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων το 1915-16. Η αποτύπωση με το φωτογραφικό φακό της εξολόθρευσης των Αρμενίων οδήγησε στην αναγνώριση της πρώτης γενοκτονίας του 20ου αιώνα, σύμφωνα με τη «Σύμβαση για την Πρόληψη και την Τιμωρία της Γενοκτονίας», που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 9 Δεκεμβρίου του 1948.
Δυστυχώς δεν βρέθηκε κανένας Βρετανός, Γάλλος ή Ιταλός αξιωματικός να αποτυπώσει τη γενοκτονία του μικρασιατικού ελληνισμού, ενώ οι Μπολσεβίκοι του Λένιν του Τρότσκι και του Φρούνζε τροφοδοτούσαν τον Κεμαλικό στρατό με ατελείωτες ποσότητες όπλων, πυρομαχικών, βαγόνια με πετρέλαιο και κυρίως με εκατομμύρια χρυσά ρούβλια την ίδια περίοδο που οι λαοί τους λιμοκτονούσαν στον ανηλεή εμφύλιο πόλεμο «Κόκκινων» και «Λευκών» μετά το ξέσπασμα της μπολσεβίκικης επανάστασης.
«Οι Τούρκοι συλλαβόντες ταύτην μετά των τέκνων της ως και ετέρους ομογενείς 190 εν όλω, τινάς μεν τούτων απέπνιξαν δια βρόχων, τους δε λοιπούς κατέσφαξαν, τα βρέφη των ομογενών τούτων εθανάτωσαν, περιβαλόντες τους λαιμούς αυτών δια βρόχων και ακολούθως εκσφενδονίσαντες ταύτα διά περιστροφικής κινήσεως εις τους τοίχους των οικιών. Αι γυναίκες εβασανίζοντο ανοιγομένων των κοιλιών αυτών και αποσπωμένων των εμβρύων τα οποία ερρίπτοντο προς βρώσιν εις τους κύνας».

Ο ΦΟΒΕΡΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Πέντε ημέρες πριν την εκδήλωση της σαρωτικής τουρκικής επίθεσης στην εξέχουσα του Αφιόν Καραχισάρ τον Αύγουστο του 1922, ο φυγόστρατος Γεώργιος Κονδύλης ενημέρωνε με επιστολή του τον Ελευθέριο Βενιζέλο ότι «είναι εξηκριβωμένον τελείως, ότι ο στρατός του Μ. Κεμάλ ευρίσκεται εν αθλία καταστάσει». Ήταν δε σε τέτοια «άθλια κατάσταση» ο στρατός του Κεμάλ ώστε τις πρώτες ώρες της επίθεσης είχε κονιορτοποιήσει τις ελληνικές εμπροσθοφυλακές με τα μεγαλύτερου βεληνεκούς πυροβόλα του και παγίδευσε μονάδες από τα δύο σώματα στρατού στην κοιλάδα του Αλί Βεράν.
 «Όταν το τμήμα μας βρέθηκε στο έμπα της χαράδρας είδα μπροστά μου να εκτείνεται ολόκληρο το εσωτερικό του μεγάλου ανοίγματος κατάμεστο από φαντάρους, άλογα, μουλάρια, αυτοκίνητα, ταλίκες, κάρα κι ό,τι άλλα διέθεταν και τα δύο σώματα στρατού… Ήταν φανερό πως η …ναπολεόντεια μεγαλοφυΐα της στρατιωτικής μας διοικήσεως είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο: Στρίμωξε 70-80 χιλιάδες άνδρες και τετράποδα περισσότερα από 2 χιλιάδες και μηχανοκίνητα σε μιάν έκταση λιγότερη από χίλια στρέμματα».
Ο Κονδύλης ήταν μάλιστα σίγουρος ότι «αι πιθανότητες αναλήψεως επιθέσεως εκ μέρους του Μ. Κεμάλ ηλαττώθησαν επαισθητώς. Το αγγλικόν Στρατηγείον είναι σήμερον σχεδόν βέβαιον ότι πάσα τοιαύτη σκέψις εγκαταλείφθη». Όχι. Τον Κονδύλη δεν τον εκτέλεσαν στο Γουδί. Τον έκαναν υποστράτηγο για τις «ακριβείς» πληροφορίες που συνέλεγε από το βρετανικό στρατηγείο. Όπως δεν εκτέλεσαν τους φυγόστρατους, τους φυγάδες και τους λιποτάκτες και αυτούς που παρέδωσαν 4.000 οπλίτες και 200 αξιωματικούς στον Κεμαλικό στρατό.





Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

ΤΑ "ΙΟΥΛΙΑΝΑ" ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ



Η μη …ανάκληση του Λάμπρου Κορομηλά

Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΣ
Ιστορικός - ερευνητής


Το προσωπικό του προξενείου της Θεσσαλονίκης σε φωτογραφία του 1908. Η δομή και η οργάνωση του προξενείου ήταν εν πολλοίς έργο του Λάμπρου Κορομηλά.
Οι 35 νεκροί Τούρκοι στρατιώτες στην πολιορκία της ομάδας του καπετάν Μητρούση στο καμπαναριό της εκκλησίας στα Καμενίκια Σερρών, το πρωϊ της 14ης Ιουλίου 1907, ήταν από μόνο του ένα πολύ σοβαρό γεγονός για να προκαλέσει τη μήνιν της Υψηλής Πύλης. Όμως τους Τούρκους αξιωματούχους δεν τους εξόργισε τόσο ούτε και η συμπλοκή της τουρκικής στρατο-χωροφυλακής με το 11μελές αντάρτικο σώμα του 25χρονου Στενημαχιώτη καπετάν Μακούλη, την ίδια ημέρα στη Δοβίστα Σερρών, που είχε ως αποτέλεσμα την εξολόθρευση, πλην ενός, των Μακεδονομάχων.
Η Υψηλή Πύλη έπνεε τα μένεα γιατί κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις διαπιστώθηκε ότι πολλοί κάτοικοι των Δαρνακοχωρίων και της πόλης των Σερρών εμπλέκονταν στον Μακεδονικό Αγώνα. Μόνον από τη Δοβίστα συνελήφθησαν περισσότερα από 150 άτομα και άλλα 100 από τα γύρω χωριά με την κατηγορία της συμμετοχής ή της υπόθαλψης αντάρτικων ομάδων. Ήταν η πρώτη φορά που οι τουρκικές αρχές είχαν απτές αποδείξεις για την εμπλοκή σε τόσο μεγάλη κλίμακα του ελληνικού πληθυσμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 6ου Γραφείου της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, στην περιοχή των Σερρών και της Στρώμνιτσας στο ελληνικό δίκτυο άμυνας ήταν 143 οπλίτες και 270 άτομα επιμελητείας.
Οι επιπτώσεις υπήρξαν ραγδαίες σε όλα τα επίπεδα. Ενημερώθηκαν οι πρεσβευτές των «Μεγάλων Δυνάμεων» στην Κωνσταντινούπολη και ζητήθηκε από τον Τούρκο πρέσβη στην Αθήνα να προβεί σε αυστηρό διάβημα για την καταστολή της δράσης των Μακεδονικών σωμάτων. Η κατάσταση μύριζε κυριολεκτικά μπαρούτι. Ο Έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρος Κορομηλάς μόλις πληροφορήθηκε για τις συμπλοκές στις Σέρρες και τη Δοβίστα μπήκε στη διπλωματική άμαξα και έφυγε για το Βόλο, ενώ ο πρόξενος των Σερρών Αντώνιος Σακτούρης έψαχνε τρόπους διαφυγής.
«Βιέννη, Τρίτη πρωία – Τηλεγραφήματα εκ Κωνσταντινουπόλεως αναγγέλουσιν ότι τη απαιτήσει των Μεγάλων Δυνάμεων η Τουρκία απηύθυνε προς τον εν Αθήναις πρεσβευτήν αυτής μακρόν τηλεγράφημα προσκαλούσα αυτόν να προβή εις αυστηρά διαβήματα παρά τη Ελληνική κυβερνήσει προς καταστολήν των Μακεδονικών σωμάτων.
Το τηλεγράφημα τούτο ανακοινωθέν και εις τας Ευρωπαϊκάς Κυβερνήσεις δημοσιεύεται παρ’ όλων των εφημερίδων και εμποιεί ζωηροτάτην εντύπωσιν δια τον κατηγορηματικόν τόνον.
Λέγεται ότι ο πρεσβευτής της Τουρκίας πλην των άλλων αξιώσεων των διατυπουμένων εις το τηλεγράφημα εζήτησεν όπως εντός 24 ωρών ανακληθή ο εν Θεσσαλονίκη Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος κ. Κορομηλάς».

Ο Λάμπρος Κορομηλάς υπήρξε ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη και ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα έως και τον Ιούλιο του 1907, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Προξενείο μετά τα γεγονότα στις Σέρρες και τη Δοβίστα.
Η ΜΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ
Μπορεί σήμερα οι ενέργειες της τότε ελληνικής κυβέρνησης να δείχνουν διπλωματικό επαρχιωτισμό αλλά έπρεπε με κάθε θυσία να μην ικανοποιηθεί η τουρκική απαίτηση για ανάκληση του Κορομηλά, αλλά και ο Έλληνας πρόξενος να μην ξαναπατήσει το πόδι του στη Θεσσαλονίκη!
Η ελληνική κυβέρνηση λοιπόν αντέκρουσε τους ισχυρισμούς της Υψηλής Πύλης ότι ο Έλληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης οργάνωνε τη δράση των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία και δεν έδωσε απάντηση στο αίτημα για ανάκλησή του από το γενικό προξενείο Θεσσαλονίκης. Ο Κορομηλάς βρισκόταν από τετραημέρου στην Αθήνα και  «είτε οσφρανθέντος την απειλήν της Τουρκίας, είτε τυχαίως επανελθόντος λύει ευκόλως το ζήτημα, αφού πρόκειται περί εκτελέσεως γεγονότος τετελεσμένου ήδη». Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε!
Οι τουρκικές αντιδράσεις άρχισαν να παίρνουν τη μορφή τελεσιγράφου με την έμμεση απειλή πολέμου που διατυπώθηκε:
«Εν αντιθέσει προς τας υφισταμένας συνθήκας και προς τας διαβεβαιώσεις τας δοθείσας υπό του υπουργού των Εξωτερικών και του προέδρου του υπουργικού συμβουλίου της Ελλάδος ο αριθμός των ενόπλων ελληνικών ομάδων εν Μακεδονία αυξάνει από ημέρας εις ημέραν…  Οι Έλληνες υπουργοί είνε αρκούντως συνετοί δια να μη αγνοώσι πού θα φέρη η κατάστασις αύτη εν τέλει από της απόψεως των δύο χωρών».
ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΣΑΚΤΟΥΡΗ
Η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε απλώς ότι έληξε η θητεία του Λάμπρου Κορομηλά και συνεπώς δεν επρόκειτο να επανέλθει στη Θεσσαλονίκη. Και ναι μεν ο Κορομηλάς τη γλύτωσε, ο Σακτούρης όμως πέρασε εφιαλτικές στιγμές καθώς μέχρι το Νοέμβριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη η μεγάλη δίκη των συλληφθέντων – παραπέμφθηκαν τελικά περίπου 150 άτομα – οι ανακριτικές αρχές διέρρεαν σταγόνα – σταγόνα τα στοιχεία της προανάκρισης. Όλοι γνώριζαν ότι ο Σακτούρης ήταν ο ιθύνων νους του «όλου πράγματος» στην ανατολική Μακεδονία.
Έγραψε ο Σακτούρης στα απομνημονεύματά του:
«Οι Τούρκοι προέβησαν εις αθρόας συλλήψεις των ομογενών κατοίκων των παρά τας Σέρρας Ελληνικωτάτων χωρίων, Νταρνακοχωρίων. Η δίωξις ήτο αγριοτάτη. Εις πλέον των 150 ανήλθον οι συλληφθέντες. Και μεταξύ αυτών ήσαν οι πρόκριτοι, οι οποίοι υπεβλήθησαν εις φρικώδη βασανιστήρια δια να μαρτυρήσουν… Ολόκληρος η περιφέρεια υπεβλήθη εις μαρτύρια και ενομίσαμεν ότι ολόκληρος η εκεί οργάνωσις της αμύνης εξηφανίσθη».
Ο Σακτούρης αναγκάστηκε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για να παραπονεθεί στον «περιφερειάρχη», στον ευφυέστατο Χιλμή πασά, ο οποίος του είπε το μνημειώδες: «Κύριε Σακτούρη, τα μεγάλα ζητήματα, απαιτούν μεγάλας θυσίας. Πώς θέλετε να πάρετε την Μακεδονίαν, χωρίς θυσίας;».



Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΨΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΕΚΦΥΓΕΣ



"Ελγίνεια" της Μακεδονίας

Τα μοναστήρια της Μακεδονίας και της Θράκης περιμένουν τα κλεμμένα από τους Βουλγάρους χειρόγραφα και κειμήλια.

Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΣ
Ιστορικός – ερευνητής

Η λεηλασία των 700 και πλέον ελληνικών χειρογράφων, περγαμηνών και χαρτώων και πολλών άλλων κειμηλίων των μοναστηριών της Μακεδονίας και της Θράκης αποτελεί ένα πολιτισμικό έγκλημα ίδιας τάξης μεγέθους με την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα από τον ληστρικό Έλγιν και αποτελεί τη δεύτερη τραγική επίπτωση της βουλγαρικής κατοχής 1916-18 μετά την προμελετημένη γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού.
Από την εποχή που ο τότε έφορος των Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας Γεώργιος Σωτηρίου ταξίδεψε στη Σόφια τον Μάιο του 1923, για να παραλάβει υποτίθεται όλους τους συλημένους πολιτισμικούς μας θησαυρούς, σύμφωνα με το άρθρο 126 της συνθήκης του Neuilly του 1919, μέχρι και σήμερα έχουν δημοσιευτεί δεκάδες μελέτες για το θέμα αυτό.
Το εύρος της βουλγαρικής προσπάθειας για τη φυσική εξόντωση του πληθυσμού και την εξάλειψη της συλλογικής ιστορικής μνήμης των Ελλήνων πήρε τέτοια μορφή, ώστε λεηλατήθηκαν όχι μόνον οι μονές αλλά και οι κώδικες των μητροπόλεων και των εκκλησιών, τα μητρώα των κοινοτήτων και τα αρχεία όλων των κρατικών υπηρεσιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κώδικας και οι κώδικες αντιγραφής αλληλογραφίας της μητρόπολης Δράμας, οι κώδικες των πρακτικών των συνεδριάσεων της δημογεροντίας και όλων των ιδρυμάτων του ελληνισμού κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας με στοιχεία για την οικογενειακή και περιουσιακή κατάσταση των Ελλήνων.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο  οι δύο εμβληματικές μονές της Μακεδονίας, η μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών και η μονή Εικοσιφοίνισσας στο Παγγαίο είχαν σύμφωνα με δημοσιευμένους καταλόγους 692 χειρόγραφα. Από τα 431 χειρόγραφα της Εικοσιφοίνισσας, από τα οποία τα 161 περγαμηνά και τα 270 χαρτώα, επεστράφησαν ελάχιστα. Κατά την περίοδο 1913-1919 οι Βούλγαροι λεηλάτησαν και τα δύο μοναστήρια της Ξάνθης, της Παναγίας της Καλαμούς και της Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας από τα οποία πήραν μεταξύ άλλων κειμηλίων και 43 χειρόγραφα.
Τα χειρόγραφα έχουν εδώ και χρόνια καταλογραφηθεί και ταυτιστεί από Έλληνες και ξένους επιστήμονες και το μόνο που απομένει είναι η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ τους στη φυσική τους θέση, στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών. Από τους δεκάδες επιστήμονες που ασχολήθηκαν με τα ελληνικά χειρόγραφα της Μακεδονίας θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τον κορυφαίο Έλληνα παλαιογράφο και κωδικολόγο Λίνο Πολίτη, ο οποίος εμφύσησε και στους φοιτητές του την προσήλωσή του στο να βρεθούν τα κλεμμένα κειμήλια και τον Andre Guillou, ο οποίος μελέτησε για πολλά χρόνια τα ελληνικά χειρόγραφα και εξέδωσε το μνημειώδες έργο του για τα χειρόγραφα της μονής του Τιμίου Προδρόμου.
Μετά την έστω και off the record παραδοχή των Βουλγάρων το 1985, ότι αυτοί έχουν τα κλεμμένα χειρόγραφα αλλά ότι δεν πρόκειται να τα επιστρέψουν ακολούθησε η αναπάντεχη παρουσίασή τους το 1990 κατά τη διάρκεια διεθνούς επιστημονικής συνάντησης στο κέντρο “Ivan Dujev”.
«Η γενική κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα τα χειρόγραφα (Σ.Σ.: 1990) κρίνεται ικανοποιητική, αν εξαιρέσουμε μερικά «ατυχήματα» που έχουν υποστεί. Τις φθορές αυτές τις γνωρίζαμε από καιρό, γιατί έχουν διαπιστωθεί τόσο στα χειρόγραφα που βρίσκονται σήμερα στην Αθήνα όσο και στα χειρόγραφα που κατά καιρούς έχουν επανεμφανιστεί. Συχνά από τα χειρόγραφα λείπουν φύλλα μεμονωμένα, κυρίως αυτά που είχαν μικρογραφίες ή έφεραν σημειώματα που πρόδιδαν την προέλευσή τους. Κάποτε δεν λείπουν φύλλα αλλά έχουν εξαλειφθεί ή οι παλιοί αριθμοί των χειρογράφων ή τα σημειώματα ή μέσα στα σημειώματα μόνο τα ονόματα των Μονών. Τέλος σε μερικές περιπτώσεις από τα χειρόγραφα λείπουν μεγάλα τμήματα».
Μετά την εμπεριστατωμένη παρουσίαση του θέματος το 1990 από τους Βασίλη Άτσαλο, Βασίλη Κατσαρό και Χαράλαμπο Παπαστάθη, άρχισε ένα γαϊτανάκι υποσχέσεων σε ανώτατο κυβερνητικό και πολιτειακό επίπεδο για την επιστροφή τους αλλά το θέμα πήγαινε κάθε φορά στις …βουλγαρικές καλένδες. Κατά καιρούς μέχρι και στον οικουμενικό πατριάρχη Βαρθολομαίο υποσχέθηκε η βουλγαρική κυβέρνηση την επιστροφή των ελληνικών χειρογράφων.
ΕΝ ΨΥΧΡΩ ΛΕΗΛΑΣΙΑ
Επικεφαλής και «επιστημονικός» σύμβουλος της επιχείρησης αφελληνισμού ήταν ένας αλητήριος αρχαιοκάπηλος, τσέχικης καταγωγής, αυστριακός ή βούλγαρος υπήκοος, δήθεν καθηγητής αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Σόφιας με το όνομα ή ψευδώνυμο Βλαδίμηρος Σις, του οποίου η επιστημονική ιδιότητα του αρχαιολόγου και του καθηγητή δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ καθώς δεν βρέθηκε καμία μελέτη του σε κανένα έγκυρο επιστημονικό περιοδικό.
Η λεηλασία της Εικοσιφοίνισσας έγινε τη Μεγάλη Δευτέρα στις 27 Μαρτίου του 1917, δηλαδή τρείς μήνες πριν η νεοσύστατη κυβέρνηση του Βενιζέλου κηρύξει τον πόλεμο εναντίον των κεντρικών αυτοκρατοριών, της Τουρκίας και της Βουλγαρίας. Ο Σις έχοντας μαζί του τους κομιτατζήδες του Πανίτσα απογύμνωσε τη μονή από όλους τους πολιτισμικούς θησαυρούς του ελληνισμού.
Να τι έγραψε σε έκθεσή του ο ηγούμενος της Εικοσιφοίνισσας Νεόφυτος στις 28ης Οκτωβρίου 1918:
«Μεγάλη  Εβδομάς, εβδομάς των παθών του Κυρίου ημών Ι. Χ. και των Μοναχών. Την Μεγάλην Δευτέραν της εβδομάδος και ώραν 2 μ.μ. ο Βούλγαρος οπλαρχηγός Πανίτσας με όλα τα γνωστά παλληκάρια του και ο Βλαδίμηρος Σις, Αυστριακός την καταγωγήν, Βούλγαρος υπήκοος αρχαιολόγος, καθηγητής του εν Σόφια Πανεπιστημίου (τουλάχιστον ο ίδιος έδωκεν τοιαύτας συστάσεις ότε ειργάσθη εις την Βιβλιοθήκην της Μονής) και τυμβωρύχος των αρχαίων μνημείων εν Φιλίπποις κατά τον χειμώνα του 1916-1917, ούτοι λέγω μετά τινων χωρικών οθωμανών ήλθον εις την Μονήν και αφού προηγουμένως προς ημετέραν απάτην αφώπλισαν αμφοτέρας τας φρουράς (υπαρχούσης τότε τουρκικής) συνήθροισαν και έκλεισαν Μοναχούς τε και υπηρέτας εις το στέγασμα του νέου φούρνου.
…μετά ξυλοκόπημα μίας ώρας βλέπομεν ότι άλλοι έθεσαν πυρ εις την μεταξύ αγίας Βαρβάρας και καθολικού Ναού αυλήν και έκαιον τα εν χρήσει έντυπα βιβλία του Ναού και τα ενδύματα των Μοναχών ευρισκόμενα εντός του Ιερού, ίνα νομίσωμεν μετά ταύτα ότι η κλαπείσα βιβλιοθήκη και τα λοιπά διάφορα ιερά άμφια εκάησαν εκεί.
… τα δε κλοπιμαία εκ της βιβλιοθήκης εις διάφορα χειρόγραφα εκ μεμβράνης και παπύρου εκ του Σκευοφυλακείου, εις Ιερά άμφια Βυζαντινής τέχνης χρυσά και αργυρά αντικείμενα αμυθήτου πλούτου και εις χρυσόβουλα, σιγίλλια και τίτλους (φιρμάνια) ιδιοκτησίας και λοιπά αντικείμενα αρχαίας τέχνης πάντα ταύτα εφορτώθησαν εις 18 ημιόνους και μεταφέρθησαν εις Δράμαν. Την ιστορικήν αξίαν αυτών ουδείς θα δυνηθεί να περιγράψη. Μετά την αναχώρησιν των κακούργων, μόλις εμείναμεν ελεύθεροι διεσκορπίσθημεν άπαντες οι Μοναχοί εις τα κελλία μας πεφοβισμένοι…».
ΛΗΣΤΡΙΚΗ ΛΑΙΛΑΠΑ
Ο ληστρικός χαρακτήρας της βουλγαρικής επιδρομής στα ελληνικά μοναστήρια συμβάδιζε σε βαρβαρότητα με το συστηματικό λιμό και το κλίμα τρομοκρατίας, που είχαν επιβάλλει οι βουλγαρικές αρχές στους Έλληνες της ανατολικής Μακεδονίας.
Στον κατάλογο που απέστειλε στις 22 Οκτωβρίου 1918 ο επόπτης (τοποτηρητής) της μητρόπολης Σερρών, ο επίσκοπος Καμπανίας Διόδωρος προς τον υπουργό Εξωτερικών περιγράφονται όλα τα κειμήλια και τα αντικείμενα που λεηλατήθηκαν από τη μονή Τιμίου Προδρόμου, την οποία οι Βούλγαροι κυριολεκτικά απογύμνωσαν ακόμη και από τα κουφώματα θυρών και παραθύρων!
Στην περίπτωση της μονής Τιμίου Προδρόμου των Σερρών, οι Βούλγαροι άφησαν τα προσχήματα και η λεηλασία της μονής άρχισε τις δύο τελευταίες ημέρες του Ιουνίου 1917. Ένα βουλγαρικό απόσπασμα με επικεφαλής τον λοχαγό Πετρώφ κατέλαβε τη μονή από τις 23 Ιουνίου και εκτόπισε όλους τους πατέρες στη Βουλγαρία. Με οδηγό τις καταγραφές και πάλι του αρχαιοκάπηλου Βλαδίμηρου Σις απογύμνωσαν τη μονή. Τα κλοπιμαία παραδόθηκαν στη διοίκηση της 8ης βουλγαρικής μεραρχίας που στρατοπέδευε στο χωριό Άγιο Πνεύμα Σερρών.
Ο κατάλογος του Διόδωρου έπεσε στην αφάνεια καθώς το 1923 οι βουλγαρικές αρχές επέστρεψαν μέρος των κλεμμένων χειρογράφων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν από τη μονή του Τιμίου Προδρόμου. Δεν επρόκειτο όμως μόνο για τα χειρόγραφα. Οι Βούλγαροι λεηλάτησαν το καθολικό της μονής, το σκευοφυλάκιο, τη βιβλιοθήκη, τα κελιά των μοναχών, τις αποθήκες με δεκάδες τόνων εφοδίων, έκλεψαν εκατοντάδες ζώα και πτηνά διαφόρων ειδών και «εξήκοντα κυψέλας μελίσσια», το ταμείο της μονής και τους ίδιους τους μοναχούς και τα χρήματα τα μοιράστηκαν λοχαγοί του βουλγαρικού στρατού και ο φρούραρχος Σερρών Φιλίπωφ.
Αξίζει να αναφέρουμε τα κλαπέντα από τη βιβλιοθήκη, όπως καταγράφονται στον κατάλογο του Διόδωρου:
1)               Οκτώ χειρόγραφα ευαγγέλια επί μεμβράνης, ών τα δύο με μικρογραφίας.
2)               Ενενήκοντα πέντε χειρόγραφα επί μεμβράνης.
3)               Διακόσια δέκα χειρόγραφα επί χάρτου.
4)               Χίλιοι διακόσιοι εβδομήκοντα δύο τόμοι έντυπα συγγράμματα.
5)               Είς κώδιξ αρχαίος του κτήτορος, ο λεγόμενος Κτητορικός.
6)               Είς έτερος κώδιξ αρχόμενος από του 1300 μ. Χ. με διάφορα έγγραφα.
7)               Τέσσαρες μεταγενέστερους κώδικες της Μονής.
8)               Τριάκοντα πέντε λογιστικά βιβλία.
9)               Μία υδρόγειος σφαίρα.
10)          Άπαντες οι τίτλοι των ιδιοκτησιών της Μονής.
Συνολικά από τη βιβλιοθήκη και τις διάφορες κρύπτες οι Βούλγαροι επιδρομείς πήραν 313 χειρόγραφα, 100 μεμβράνης και 200 χαρτώα, 4 χρυσόβουλα βυζαντινών αυτοκρατόρων, 5 πατριαρχικά σιγίλια και 4 αρχαίους κώδικες.
«Εμβόλιμα σημειώνεται πως, από τούς σημαντικότερους κώδικες της Μονής ήταν οι δύο Κώδικές της, γνωστοί ως Συλλογή Α και Συλλογή Β. Η Συλλογή Α περιείχε το Τυπικό της Μονής και 14 αντίγραφα από χρυσόβουλα, αυτοκρατορικά προστάγματα και Πατριαρχικά Σιγίλλια. Ο κώδικας αυτός που κλάπηκε το 1917 τελικά εντοπίστηκε στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Πράγας με αρίθμηση XXVC9. Ἡ Συλλογή Β περιέχει έγγραφα χρονολογημένα από το 1279 έως και το 1800. Σήμερα βρίσκεται στην βιβλιοθήκη τοῦ Κέντρου Σλαβοβυζαντινῶν Σπουδών Ivan Dujcev με αριθμό D 80».
Οι  Βούλγαροι πήραν επίσης όλα τα προσωπικά αντικείμενα από τους μοναχούς, κιβώτια με αφιερώματα, «επτακόσιους είκοσι οκάδας χάλκινα σκεύη της τραπέζης και του μαγειρίου, τραπεζομάντηλα, μαχαιροπήρουνα και εν γένει παν ό,τι ήτο δυνατόν να μετακομισθή».

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ Η ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΜΙΑΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ


ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ


Γράφει ο Βασίλης Σ. Κάρτσιος*

Η εκκωφαντική σιωπή για τις βουλγαρικές φρικαλεότητες στην ανατολική Μακεδονία έρχεται να προστεθεί στην ένοχη σιωπή για τη γενοκτονία του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού, για να καλυφθεί ο ένας και μοναδικός ηθικός αυτουργός τους, ο οποίος με την αλλοπρόσαλλη, κατευθυνόμενη από ξένα κέντρα πολιτική του, οδήγησε τον ελληνισμό της Μακεδονίας και της Μικράς Ασίας στα τάρταρα.

Χάριν μίας κακώς εννοούμενης σχέσης καλής γειτονίας (αποδεδειγμένα εγκληματικής από τη μία πλευρά) και η πλέον τεκμηριωμένη και αυταπόδεικτη τέλεση γενοκτονικών κακουργημάτων ακυρώνεται από την παντελή έλλειψη πολιτικής βούλησης, με αποτέλεσμα να προκύπτει ο κίνδυνος να περάσουν τα ιστορικά γεγονότα στη σφαίρα του μύθου.
Συνεπώς δεν προκαλεί καμία εντύπωση στον γράφοντα η κατάπληξη με την οποία αντιμετώπισαν κάποιοι αναγνώστες το άρθρο μου με τίτλο «Έγκλημα και ατιμωρησία», με επωδό: «μα πότε συνέβησαν όλα αυτά»;
Μία από τις πλέον τεκμηριωμένες γενοκτονίες σε βάρος του ελληνισμού ήταν η μεθοδευμένη και συστηματική προσπάθεια της Βουλγαρίας να αλλάξει τον εθνολογικό χάρτη της ανατολικής Μακεδονίας παρά τη συντριπτική ήττα της από τον ελληνικό στρατό στον β΄ βαλκανικό πόλεμο το καλοκαίρι του 1913.
Ήδη από το 1919, λίγους μήνες μετά τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1918, είχαν όχι μόνο συνταχθεί αλλά και εκδοθεί τρία σημαντικά διεθνούς νομικού κύρους ντοκουμέντα, που περιέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια τα αποτελέσματα της βάρβαρης και απάνθρωπης βουλγαρικής κατοχής 1916-1918, που δυστυχώς ήταν προάγγελος της τρίτης δολοφονικής βουλγαρικής κατοχής 1941-1944.
Πρόκειται για την έκθεση της Πανεπιστημιακής Επιτροπής, την έκθεση της Διασυμμαχικής Επιτροπής και την έκθεση του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, τις οποίες η πολιτική και πανεπιστημιακή μας «διανόηση» φρόντισαν επιμελώς να εξαφανίσουν από το προσκήνιο και από αυτήν ακόμη τη βραβευμένη «ιστορία του ελληνικού έθνους».
Εκτός όμως από τα τρία αυτά συγκλονιστικά ντοκουμέντα, στο Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών υπάρχουν ογκωδέστατοι φάκελοι με τηλεγραφήματα, αναφορές, έγγραφα, προσωπικές μαρτυρίες και καταστάσεις με χιλιάδες ονόματα εκτοπισθέντων, πολλές από τις οποίες είναι αναλυτικότατες για την αιτία και τον τόπο θανάτου των δύστυχων Μακεδόνων: «εκ δαρμού, βαρείας εργασίας, κακουχιών και τύφου».
Επίσης, μπορεί κανείς να μελετήσει το σχετικό υλικό από τις διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνθήκης του Neuilly, που αποτέλεσε μία από τις συνθήκες ειρήνευσης στο λεγόμενο «σύστημα των Παρισίων» 1919-1920 και αφορούσε στη συνθηκολόγηση της ηττημένης Βουλγαρίας.
Ενώ λοιπόν υπήρξε από πολύ νωρίς, σε πραγματικό χρόνο, ένα ικανό διεθνές νομικό και διπλωματικό υπόβαθρο για την καταδίκη της Βουλγαρίας και την ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ της γενοκτονίας του ελληνισμού της ανατολικής Μακεδονίας, το θέμα τέθηκε στο περιθώριο για τους γνωστούς πολιτικούς λόγους. 


*Ο Βασίλης Σ. Κάρτσιος είναι ιστορικός ερευνητής.