Translate

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

ΔΡΑΜΑ 1941


ΔΡΑΜΑ 1941
Η παρτίδα δεν σώνεται με τίποτα
ή αλλιώς η εξέγερση των «πρωτόγονων μηδενιστών»

Ανοιχτή επιστολή
του συγγραφέα
Βασίλη Σ. Κάρτσιου

Όταν ειδοποίησαν τον 40χρονο Αποστόλη Κανλή, ότι τον ψάχνουν οι βουλγαρικές αρχές και έπρεπε να εμφανιστεί αμέσως στα γραφεία της κοινότητας, γνώριζε ότι δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Γυναίκα και έξι ανήλικα ήταν στα χέρια των Βουλγάρων.
Από διαίσθηση πήγε πρώτα στο σπίτι σαν σε αποχαιρετισμό. Οι Βούλγαροι τον περίμεναν εκεί.
Η Παναγή, χρόνια γειτόνισσα στο χωριό και στη Θεσσαλονίκη, μου είπε σε ανύποπτο χρόνο, δεν έχει πολύ καιρό τώρα, ότι τον Αποστόλη τον είδε και όταν τον έπαιρναν για το κοινοτικό γραφείο και όταν τον έσερναν διαλυμένο πίσω στο σπίτι, μετά το θανάσιμο ξυλοφόρτωμα.
Το σπίτι της Παναγής είναι στη γωνία στο μαχαλά και μπορείς να δεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στο σοκάκι.
Η γυναίκα του η Νάσω δεν μίλησε ποτέ για εκείνη την ημέρα. Τον Οκτώβριο του 1941 ήταν 36 ετών και έπρεπε να κρατήσει ζωντανά τα έξι παιδιά της μέσα στην πιο επαίσχυντη κατοχή.
Στην οικογενειακή φωτογραφία που είναι κολλημένη στη βεβαίωση του προέδρου της Κοινότητας "για την ταυτότητα των εικονιζομένων και το γνήσιον της υπογραφής" με ημερομηνία 9-4-1949, το πρόσωπο της Νάσως είναι πέτρινο. Είναι μόλις 44 χρόνων και είναι γριά!
Για το μαρτύριο του Αποστόλη έγραψε, σ’ ένα τετράδιο, ένας συγχωριανός του, ο Αθανάσιος Ξακουστός:
"...ένα άλλο γκρουπ βασάνιζαν στο γραφείο της κοινότητας τον Αποστόλη Κανλή. Τον βασάνιζαν από ώρα μία το μεσημέρι ως τις οκτώ το βράδυ, τον χτυπούσαν με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους για να τους πει ποιοί από το χωριό είχαν όπλα, αυτός όμως δεν άνοιγε το στόμα του για να βγάλει λέξη. Οι κομιτατζήδες είχαν τόσο πολύ νευριάσει από τη σιωπή του που του έσπασαν και το τελευταίο κοκαλάκι που είχε μείνει άσπαστο στο σώμα του και μετά τον άρπαξαν από τα πόδια και σέρνοντας τον κατέβασαν από τις σκάλες και τον πέταξαν καταμεσής του δρόμου, όπου τον βρήκαν οι Αρμεναίοι και τον πήγαν στο σπίτι του και ύστερα από μία ώρα πέθανε στο σπίτι του κοντά στα παιδιά του."
Όταν «ξενάχωσαν» τον Αποστόλη (αποκομιδή οστών στο οστεοφυλάκιο) όλα του τα κόκαλα ήταν σπασμένα. Οι κλειδώσεις, τα πλευρά, η μέση, τα οστά του προσώπου.
Αυτός που «έδωσε» τον Αποστόλη, πριν πεθάνει φώναξε μία από τις θυγατέρες του και της ζήτησε συγχώρεση για το τραγικό θάνατο του πατέρα της.
«Στεργιανή, της είπε, ήταν αδύνατον να αντέξει κανείς τέτοιο ξύλο. Έπρεπε να πω ένα όνομα για να γλυτώσω».
Η Στεργιανή δεν αποκάλυψε ποτέ το όνομα του συγχωριανού. Τί σημασία έχει άλλωστε. Ήταν αδύνατον να αντέξει κανείς τόσο ξυλοφόρτωμα. Ο Αποστόλης όμως άντεξε και δεν είπε κανένα όνομα.
Ο Αποστόλης δεν έμαθε ποτέ ότι το Μακεδονικό Γραφείο «κατέβαζε τους συντρόφους  σε πρωτόγονους μηδενιστές». Ούτε ότι «κατάφερε μ’ αυτή του την οργανωτική πολιτική και με εξ ίσου εσφαλμένη πολιτική γραμμή (σοβιετική Ελλάδα, σοβιετική εξουσία) να μείνει μία οργάνωση σεχταριστική, συμπαθών συντρόφων βέβαια, αλλά ανίσχυρη από κάθε άποψη».
Ο Αποστόλης δεν έμαθε ποτέ ότι συμμετείχε σε μία «παρεξηγημένη» λαϊκή εξέγερση, που γνώριζαν ότι θα ξεσπάσει περισσότεροι βούλγαροι κομιτατζήδες, στρατιώτες και χωροφύλακες παρά Έλληνες αντιστασιακοί.
Ο Αποστόλης δεν έμαθε ποτέ ότι κάποιος Χαμαλίδης διαφήμιζε την εξέγερση και ότι «συζητήθηκαν οι επαφές που είχε με Βούλγαρους φαντάρους και αστυνομικούς» και ότι «του δόθηκε εντολή να κόψει κάθε επαφή μαζί τους» αλλά ότι αυτός τους έγραψε όλους στα παλιά του τα παπούτσια και προχώρησε στην εξέγερση ως νέος Καραϊσκάκης σοβιετικού τύπου για αντιπερισπασμό στη γερμανική επέλαση στο έδαφος της πρώην ΕΣΣΔ! Μα, γιατί δεν του έδιναν ένα χάρτη της Ευρώπης για να δει κατά πού πέφτει η Δράμα;
Ο Αποστόλης δεν έμαθε ποτέ ότι «ο σύνδεσμος που εστάλη από το Θρακικό Γραφείο για να φέρει το σημείωμα το οποίο έγραφε για την αστραπιαία ματαίωση κάθε είδους δράσης, επειδή ήταν η 28η Σεπτεμβρίου Κυριακή, έκρινε καλό να μείνει εκείνη την ημέρα στο χωριό του στον Αμυγδαλεώνα, που ήταν και αρραβωνιασμένος και να ΄ρθει την άλλη μέρα, στις 29-9-1941, που δεν ήταν πλέον δυνατόν να σταματήσει τίποτα γιατί ό,τι ήταν να γίνει έγινε».
Η Νάσω δεν διάβασε ποτέ στο τρίτομο έργο του Θανάση Χατζή ότι «η ιστορία των επαναστάσεων είναι γεμάτη από παραδείγματα πρόωρων ξεσπασμάτων, ακόμα και έντεχνα οργανωμένων από τις εχθρικές ντόπιες ή ξένες αντεπαναστατικές δυνάμεις, για να τις πνίξουν στο αίμα και να εμποδίσουν τη γενίκευση της ένοπλης εξέγερσης» για να …απαλύνει λίγο τον πόνο της από το χαμό του συντρόφου της και πατέρα των έξι παιδιών της.
Ο μεγάλος του γιός ο Γιώργης θα πάει στην Κοινότητα στις 14 Σεπτεμβρίου του 1945 και θα δηλώσει τον θάνατο του πατέρα του Αποστόλη Κανλή που "επήλθεν εξ αγρίου ξυλοδαρμού παρά των Βουλγάρων". Ο Αποστόλης ήταν γιός του Αθανασίου Κανλή και της Πασχάλως. Η ύπαρξή του έμελλε να τελειώσει και επίσημα με την τελευταία φράση της ληξιαρχικής πράξης θανάτου "...συνταχθείσης της παρούσης πράξεως κατόπιν της υπ' αριθ. 2331 εξ διαταγής του κ. εισαγγελέως Σερρών..."
Με τον ίδιο τρόπο τελείωσε και η φυσική ύπαρξη χιλιάδων αθώων θυμάτων της βουλγαρικής κτηνωδίας και της ηλιθιότητας των «ανίσχυρων σεχταριστών».
Χιλιάδες αθώες υπάρξεις, σαν κι’ αυτή του Αποστόλη, έσβησαν με τον πιο τραγικό τρόπο, επειδή ο άκαπνος Χαμαλίδης έζησε για μία ώρα τη «μεγάλη στιγμή της επαναστατικής του δράσης» και μετά περιφερόταν στα βουνά για να γλυτώσει το τομάρι του, ενώ στα χωριά και τις πόλεις οι βουλγαροφασίστες μακέλευαν τον ελληνισμό.
ΔΕΝ σώνεται η παρτίδα σύντροφοι. Τα μνημόσυνα φυλάξτε τα για τα θύματα και όχι για τους εκ προμελέτης ή εξ αμελείας θύτες.