Translate

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ



…ΚΑΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΦΑΣΙΑΣ

ΜΕΤΑ ΑΠΟ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΤΑΥΤΙΣΤΕΙ ΟΙ 70 ΗΡΩΙΚΟΙ ΕΥΖΩΝΟΙ ΤΟΥ 1/38 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ 12ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1917 ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΡΟΚΙΝΟΥΣ ΣΠΑΧΗΔΕΣ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com

 


«Την 13/26 Ιουνίου ο κ. Βενιζέλος συνεκρότησεν επί του γαλλικού πολεμικού «Ζουριέν δε λα Γκραβιέρ» το υπουργείον του. Τον κατάλογον των υπουργών του έφερεν ο γραμματεύς του κ. Ζοννάρ, ο κ. Δαυίδ, εις τα ανάκτορα και τον παρέδωσεν εις τον αυλάρχην κ. Μερκάτην, όστις τον παρουσίασεν εις τον βασιλέα Αλέξανδρον, ο οποίος δεν έφερεν ουδεμίαν παρατήρησιν (Ρεκουλύ, «Ο κ. Ζοννάρ εν Ελλάδι»).
Και τώρα ας αφηγηθώμεν κατά ποίον τρόπον ησφαλίσθη υπό των γαλλικών στρατευμάτων η είσοδος του κ. Βενιζέλου και του υπουργείου του εις Αθήνας, όπως ορκισθώσι και παραλάβωσι την εξουσίαν. Τας λεπτομερείας της επιχειρήσεως ταύτης παραλαμβάνομεν από το έργον του στρατηγού Ρενιώ, διοικητού της 30ης Μεραρχίας, «Η κατάκτησις των Αθηνών»:
“Την 12/25 Ιουνίου το εσπέρας, ένα τάγμα κατέλαβε τον Λυκαβηττόν, ένα έτερον το ύψωμα του Σταδίου, ένα τρίτον ανήλθεν επί της Ακροπόλεως και ένα τέταρτον κατέλαβε την Πνύκα και το Θησείον. Δύο έτερα τάγματα έμειναν εν εφεδρεία, παρά το μνημείον του Φιλοππάπου. Τρεις πυροβολαρχίαι των 75 ετέθησαν εις επιτηρητικήν στάσιν εις το ύψος του μνημείου του Φιλοππάπου, μεταξύ της οδού Πειραιώς και της λεωφόρου Συγγρού. Πυροβόλα των 37 και πολυβόλα ετοποθετήθησαν επί των δεσποζόντων σημείων, εις τρόπον ώστε να απειλώσι τας κυρίας οδούς κατά τον άξονα αυτών”
(Από το 62ο άρθρο του Ιωάννη Μεταξά, στις 31 Δεκεμβρίου 1934, στην Καθημερινή).

Με τα γαλλικά πυροβόλα! Όπως ακριβώς ο αρχι-στασιαστής δημιούργησε το «κράτος» της Θεσσαλονίκης, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο υφάρπαξε την εξουσία στην Αθήνα και έγινε δοτός δικτάτορας της Αντάντ Κορντιάλ, ο κατ’ ομολογίαν του ιδίου στη Βουλή, υπεύθυνος του Εθνικού Διχασμού, και ο κατ’ ομολογίαν των αποδεσμευμένων αρχείων υπεύθυνος του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος.
Αλλά στις 12 Ιουνίου του 1917 οι Γάλλοι τελείωναν και μία άλλη δουλειά. Από τις 10 Ιουνίου 20.000 άνδρες, με τέσσερα συντάγματα ιππικού από Μαροκινούς σπαχήδες και δύο μοίρες πυροβολικού, ξεκίνησαν την κατάληψη της Θεσσαλίας με κύριο στόχο τη λεηλασία των σιτηρών του κάμπου, ως συνέχεια του συστηματικού λιμού που επέφερε στη χώρα ο ναυτικός αποκλεισμός από τα βρετανικά και γαλλικά θωρηκτά και αντιτορπιλικά.
Για την κατάληψη της Θεσσαλίας από τους Γάλλους τον Ιούνιο του 1917, τη σφαγή των 70 Ευζώνων του 1/38 συντάγματος Ευζώνων του ηρωικού αντισυνταγματάρχη Αθανασίου Φράγκου και τη μάχη της Σημαίας, στις 12 Ιουνίου του 1917 στη Λάρισα, μίλησε στις 25 Μαΐου 2017 ο ιστορικός ερευνητής Κωνσταντίνος Βαϊούλης στο βιβλιοπωλείο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ.
Ο κ. Βαϊούλης, ο οποίος έχει στα χέρια του, μεταξύ άλλων, την τετρασέλιδη έκθεση του αντιστράτηγου Θωμά Πεντζόπουλου, που τραυματίστηκε τότε στη μάχη ως νεαρός ανθυπίλαρχος, περιέγραψε τα δραματικά γεγονότα και την ηρωική προσπάθεια των Ευζώνων να σώσουν τη σημαία τους, μετά την απαίτηση των Γάλλων να παραδώσουν οι Έλληνες αξιωματικοί τα ξίφη τους και οι οπλίτες τα όπλα τους. Εκτός από τους 70 νεκρούς, υπήρξαν και δεκάδες τραυματίες.
Εκατό χρόνια μετά, το ΓΕΣ δεν έχει ταυτίσει τα ονόματα των 70 ηρωικών Ευζώνων, (οι 66 από την Καρδίτσα), με μία πιθανή αντιπαραβολή των ατομικών φακέλων και του αρχείου των πεσόντων, ούτε έχει γίνει γνωστό αν υπήρξε αίτημα προς τις γαλλικές αρχές για την επιστροφή της Εμβληματικής Σημαίας του 1/38 συντάγματος Ευζώνων, που για τους Γάλλους δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα «ακατανόητο» τρόπαιο, καθώς δεν ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ελλάδα.

Ο ομιλητής αναφέρθηκε στο πρώτο μνημείο – κενοτάφιο που στήθηκε το 1931 κοντά στο πεδίο της μάχης από τον δήμαρχο Λάρισας Μιχαήλ Σάπκα, με αναφορά μόνο των 4 Λαρισαίων Ευζώνων. Επίσης, ο κ. Βαϊούλης αναφέρθηκε και στο πογκρόμ διώξεων, που ακολούθησε την κατάληψη της Θεσσαλίας, πολιτών όλων των κοινωνικών και εισοδηματικών τάξεων. Επί Ανταντικής δικτατορίας Ελευθερίου Βενιζέλου, 1917-1920, δημιουργήθηκαν τα πρώτα τάγματα ασφαλείας για την επιβολή του βενιζελικού καθεστώτος και «άνοιξαν» τα νησιά ως τόποι μαζικής εκτόπισης πολιτών.
Έγραφε ο Ιωάννης Μεταξάς το 1934:
«Ποιος δεν ενθυμείται την δεινήν αστυνομικήν κατασκοπείαν και τον νόμον «περί δυσμενείας κατά του καθεστώτος»!
Τι έγινε το σύνταγμα και αι πολιτικαί και ατομικαί ελευθερίαι, χάριν των οποίων δήθεν κατήργησαν οι ξένοι την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος χειροκροτούντος του κ. Βενιζέλου;
Απήτει ο κατά της Βουλγαρίας πόλεμος την αναστολήν της ισοβιότητας των δικαστών και την άρσιν της μονιμότητας των υπαλλήλων;
570 δικασταί απεβλήθησαν εκ του δικαστικού σώματος.
6.500 περίπου υπάλληλοι των διαφόρων υπουργείων απελύθησαν.
2.300 περίπου αξιωματικοί απεβλήθησαν εκ των τάξεων του στρατού.
600 αξιωματικοί της εφεδρείας εξέπεσαν του βαθμού του αξιωματικού εις την τάξιν του απλού στρατιώτου.
3.000 υπαξιωματικοί και οπλίται της χωροφυλακής απεβλήθησαν.
300 αξιωματικοί του πολεμικού ναυτικού απεβλήθησαν.
430 αξιωματικοί εξετοπίσθησαν εις διαφόρους νήσους.
150 αξιωματικοί εφυλακίσθησαν.
Δηλαδή, άνω των 10 χιλιάδων προσώπων, από αρεοπαγιτών, αρχιεπισκόπων, στρατηγών και πρέσβεων, μέχρι κλητήρων, διακόνων και χωροφυλάκων, απεβλήθησαν των θέσεών των, διότι δεν είχον ακολουθήσει τον κ. Βενιζέλον εις την κατά του βασιλέως εκστρατείαν του».
Έγραψε το 1928 ο Δημήτριος Πολύζος στην κριτική του μελέτη «επί των πολεμικών γεγονότων της Βαλκανικής 1915-1918»:
«Μία γενεά ολόκληρος υπερεπηδήθη ειδικώτερον εν τω Στρατώ, αχρηστευθέντων δι’ ενός πλήγματος των τε υπερπηδηθέντων και των υπερπηδησάντων. Οι πρώτοι ανέκοψαν την φυσιολογικήν εξέλιξίν των, ήτις θα παρεσκεύαζε και θα κατεδείκνευε τους ικανούς δια τας ανωτάτας πολεμικάς θέσεις. Οι δεύτεροι ευρεθέντες εξαίφνης από Ταγματάρχαι στρατηγοί ηδίκησαν περισσότερον την πατρίδα παρά εαυτούς διότι στερήσαντες αυτήν αρίστων ταγματαρχών, οίτινες θα εξειλίσσοντο εις αξίους Στρατηγούς, έδωκαν εις αντάλλαγμα κακούς Στρατηγούς.
Αι ορμητικαί επαναστατικαί ψυχαί των αφελών εκείνων, οίτινες επίστευσαν ότι η στασιαστική Ελληνική περίοδος ήτο πραγματικώς Επανάστασις και ωραματίσθησαν Ροβεσπιέρους και Ναπολέοντας διευψεύσθησαν.
Εθνικόφρονες και οι μεν και οι δε μη έχοντες σχεδόν ουδεμίαν διαφοράν αντιλήψεως κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως δεν αντελήφθημεν ότι ευρέθημεν εν Επαναστάσει εκ λόγων, οίτινες δεν απέρρεον εξ ημών αλλά εξ άλλων…
Οι απορρεύσαντες εξ ημών λόγοι είναι μόνον το φίλερι και εγωκεντρικόν της Ελληνικής νοοτροπίας μας και η έλλειψις εθνικής υπερηφανείας.
Οι Ιακωβίνοί μας λοιπόν, οίτινες ανέμενον να εκπηδήσουν εκ της Επαναστατικής αναδημιουργίας οι γίγαντες οδηγηταί των Ελληνικών λαϊκών και στρατιωτικών φαλάγγων, δεν εδικαιώθησαν.
Και υπήρξαμεν κατά επιγραμματικήν αλήθειαν τελευταίως λεχθείσαν: “Ως τε στρατιωτικοί και ως πολιτικοί, ως τε διανοούμενοι και ως πολίται ΚΑΤΩΤΕΡΟΙ πάντες των περιστάσεων, ας εζήσαμεν”».

Παρακολουθήστε την ομιλία του κ. Βαϊούλη στους παρακάτω συνδέσμους:



Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ




Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com

 


Στις 18 Μαΐου 2017 κληθήκαμε να παρουσιάσουμε το ιστορικό μυθιστόρημα του Χάρη Τσιρκινίδη «Γιέλενα Απολλώνεια, το κορίτσι των Βαλκανίων», σε μία επανέκδοση από τις εκδόσεις Ερωδιός.
Ο συγγραφέας αφηγείται την προγονική ιστορία της Γιέλενας Απολλώνειας, μακρινής απογόνου του Σέρβου Ιβάν Μπράγκοβιτς και της Ελληνίδας Απολλώνειας του 2ου μισού του 18ου αιώνα, μέσα από ένα χειρόγραφο οικογενειακό ημερολόγιο. Στο ημερολόγιο η αφήγηση του Ιβάν σταματά στον Φεβρουάριο του 1798, αν και ίδιος πέθανε στις 26 Μαρτίου του 1816. Την ιστορία της οικογένειας Μπράγκοβιτς τη συνέχισε ο μικρότερος γιός του Τηλέμαχος έως και το 1828, χρονιά θανάτου της μητέρας του Απολλώνειας.
Το 1983, το οικογενειακό αυτό κειμήλιο βρισκόταν στα χέρια της Γιέλενας Απολλώνειας, υπηκόου της σοσιαλιστικής ομοσπονδιακής δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Αντίγραφο του ημερολογίου ήρθε στην κατοχή του τότε αντισυνταγματάρχη ονόματι, μυθιστορηματική αδεία, Μιλτιάδη Κομνηνού, κατά τη διάρκεια μίας εκπαιδευτικής αποστολής, για πρώτη φορά σε κομμουνιστική χώρα, 150 αξιωματικών της Σχολής Πολέμου της Γαλλίας, μεταξύ των οποίων ήταν και 19 ξένοι αξιωματικοί από διάφορες χώρες του κόσμου.
Η αφήγηση ξεκινά ουσιαστικά με τα τεκταινόμενα από το έτος 1756 στην πόλη Ούζιτσε, διακόσια χιλιόμετρα νότια του Βελιγραδίου, όπου ζούσε, οκτώ χρονών τότε, ο Ιβάν με τον παππού του, τη μητέρα του και τ’ αδέλφια του, τον 12χρονο Ντράγκαν, τον δεκάχρονο Σλόμπονταν και την πεντάχρονη Γιέλενα. Οι σφαγές της πρωτομαγιάς του 1756 στην Αλάνα του Ούζιτσε θα χαρακώσουν βαθιά την ψυχή του μικρού Ιβάν σε τέτοιο βαθμό ώστε βρήκε τα ψυχικά αποθέματα να καταγράψει την ιστορία της οικογένειάς του ένα μόλις χρόνο πριν το θάνατό του το 1816. Οι Οθωμανοί είχαν ανασκολοπίσει και αποκεφαλίσει τον παππού του και τον πατέρα του, είχαν σκοτώσει τη μητέρα του και τον αδελφό του Ντράγκαν, ενώ ο άλλος του αδελφός Σλόμπονταν και η Γιέλενα πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα, εξισλαμίσθηκαν και χάθηκαν για το γένος των Σέρβων.
Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται με μία ακόμη δυνατή σκηνή, με φόντο τον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας. Η Γιέλενα Απολλώνεια σβήνει από τα χτυπήματα και τις κακουχίες, στις 13 Νοεμβρίου 1992, λίγες μόνον στιγμές από την είσοδό της στο ελληνικό έδαφος από τον ορεινό όγκο του Καϊμακτσαλάν, στην προσπάθειά της να ξεφύγει από το όνειδος του γιουγκοσλαβικού φρενοκομείου, που είχε ως σύνθημα Bratstvo i jedinstvo, δηλαδή «αδελφοσύνη και ενότητα»! Την ίδια στιγμή, μουσουλμάνοι μαφιόζοι και ένας Σερβοβόσνιος ελεύθερος σκοπευτής αποτελειώνουν τον σύζυγό της Σουλεϊμάν Τσολάκοβιτς, μουσουλμάνο δικηγόρο στο Σεράγεβο, το πτώμα του οποίου παρασύρεται από τα νερά του ποταμού Βόσνα.
Το 1996 ο Μιλτιάδης Κομνηνός βυθίζει τα οστά τη Γιέλενας Απολλώνειας στην Κορώνη, στον Μεσσηνιακό κόλπο, τόπο καταγωγής της μακρινής προγιαγιάς της, της Απολλώνειας. Τον επόμενο χρόνο, ο Κομνηνός ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά του και αγκαλιάζει μαζί με την γυναίκα του την κόρη της Γιέλενας Απολλώνειας, τη Μανταλένα. Εκείνο το περιπετειώδες εκπαιδευτικό ταξίδι, του 1983 στη Γιουγκοσλαβία, του χάρισε μία κόρη και σ’ αυτήν αφιέρωσε το βιβλίο.

ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Αν θέλουμε να διερευνήσουμε το θεωρητικό πλαίσιο ενός ιστορικού μυθιστορήματος, που προϋποθέτει μία δραματική δομή μυθοπλασίας μέσα σε μία καθορισμένη ιστορική περίοδο, τότε έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
1. Η ύπαρξη του παλιού, χειρόγραφου οικογενειακού ημερολογίου με την ιστορία της οικογένειας Μπράγκοβιτς, από το 1756 έως το 2001, θα μπορούσε να είναι ένα πραγματικό γεγονός, ή μία θαυμάσια επινόηση του συγγραφέα. Ανεξάρτητα από την κατηγορηματική προλογική τοποθέτηση του συγγραφέα και τη δημοσίευση του οικογενειακού δένδρου της οικογένειας Μπράγκοβιτς, ο αναγνώστης παρασύρεται από την πλοκή του έργου και αποκομίζει την εντύπωση πως πρόκειται για μία ιστορική μυθοπλασία, βασισμένη όμως σε πραγματικά γεγονότα, και μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Προσωπικά θα προτιμούσα το ημερολόγιο της οικογένειας Μπράγκοβιτς να ήταν μία ευρηματική επινόηση.
2. Ο συγγραφέας, κατά μία αυτοβιογραφική περιγραφή, διάβαζε άπληστα από μικρός και απέκτησε βαθιές ιστορικές γνώσεις: «Το ανήσυχο μυαλό του δεν υποτασσόταν στη λογική των «μαθηματικών» στα θέματα που σχετίζονταν με την πορεία της ανθρωπότητας. Μελετούσε, ερευνούσε, άνοιγε το μυαλό του, για ν’ αποφύγει τους δογματισμούς και το φανατισμό, για ν’ αυξήσει τις πιθανότητες να πλησιάσει την αλήθεια». Αυτό το γεγονός, στον πραγματικό κόσμο, αντανακλάται στο σημαντικό ιστορικό του έργο για τη γενοκτονία του Ελληνισμού της Ανατολής. Δηλαδή, ως ιστορικός, θα έπρεπε να συμβιβάσει δύο αντικρουόμενες έννοιες, της μυθοπλασίας και της ιστορίας.
Κορυφαίοι ιστορικοί δεν επιχείρησαν ή απέτυχαν να γράψουν ιστορικό μυθιστόρημα, αν και η ιστορική τεκμηρίωση θα αποτελούσε επαρκές στοιχείο για να απαλύνει τις όποιες αδυναμίες στη λογοτεχνική έκφραση. Αντιθέτως, σημαντικά ιστορικά μυθιστορήματα έγραψαν λογοτέχνες που είχαν το θείο χάρισμα να αναπλάθουν με ακρίβεια και με φαντασία τα δρώμενα μίας παρελθούσης ιστορικής περιόδου, και να διαχειρίζονται με περίσσεια λογοτεχνική μαεστρία τη ροή της μυθοπλασίας. Επιτομή ιστορικού μυθιστορήματος θεωρείται το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Λέοντος Τολστόι του 1869, στο οποίο σκιαγραφείται με πολλές λεπτομέρειες η εποχή της Ναπολεόντειας εισβολής στη Ρωσία, με εκατοντάδες χαρακτήρες και με φιλοσοφικές τοποθετήσεις. Δηλαδή, θεμέλιος λίθος για τη συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος είναι πάντοτε ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός ή μία σειρά τέτοιων γεγονότων.
3. Ο Χάρης Τσιρκινίδης επιχειρεί να δώσει σάρκα και οστά στην «τοιχογραφία» μίας εποχής, των λαών της Βαλκανικής, στην πράξη μέσα από τη συλλογική οδυνηρή εμπειρία της ολέθριας οθωμανικής επικυριαρχίας. Αναπλάθεται η τραγική πορεία του Ιβάν Μπράγκοβιτς, των προγόνων και των απογόνων του, μέσα από μία αέναη πάλη ενάντια στο εωσφορικό κακό. Για να θυμηθούμε και από τον πρόλογο του Βασίλη Φίλια στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Γκαμπριέλ Γκάρσια Μαρκές, για τον Αουρελιάνο Μπουενδία: «Ένας ήρωας, που γύρω του μπλέκονται φοβερά πεπρωμένα, που αγγίζουν και τελικά συνθλίβουν τα πιο στενά του συγγενικά πρόσωπα, τους ανθρώπους του τόπου που γεννήθηκε και τελικά όλους όσους σταθήκανε δίπλα του στον μεγάλο αγώνα». Και στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές ακολουθείται η «τεχνική» του γενεαλογικού δένδρου του ήρωα.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι κυρίως κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, στο βορειοδυτικό τμήμα των Βαλκανίων. Οι ιστορικές αναφορές ανατρέχουν στην εποχή του τσάρου της Ρωσίας Μέγα Πέτρου του Α΄, ο οποίος κυβέρνησε θεωρητικά επί 43 έτη, από το 1682 έως και τον θάνατό του το 1725, σε ηλικία 53 ετών. Η περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας ήταν βεβαίως υπό οθωμανική κατοχή, αλλά υπήρξαν συχνές οι παρεμβάσεις στην περιοχή τόσο της Αυστρίας, όσο και της Ρωσίας. Αν και οι ρωσικές και μολδαβικές δυνάμεις απέτυχαν να εισβάλουν τελικά στη βαλκανική χερσόνησο, ένα από τα συνεπακόλουθα του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1710-1711 υπήρξε και ο διορισμός για πρώτη φορά χριστιανών ηγεμόνων Φαναριωτών ως πρίγκιπες - διοικητές, στη Μολδαβία και τη Βλαχία.
Ο επόμενος Ρωσοτουρκικός πόλεμος έγινε την περίοδο 1736-1739, χωρίς ουσιαστικά εδαφικά κέρδη για τη Ρωσία. Από το 1737 στον πόλεμο ενεπλάκη και η Αυστρία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ηττήθηκε από τους Οθωμανούς, οι οποίοι επιδόθηκαν σε σφαγές εναντίον των Σέρβων, μετά την αποχώρηση των Αυστριακών από την περιοχή του Βελιγραδίου. Ο επόμενος Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1768-1774 άπτεται και ελληνικού ενδιαφέροντος αλλά και της πλοκής του μυθιστορήματος, καθώς τμήμα του πολέμου αυτού υπήρξαν και τα λεγόμενα Ορλωφικά του 1770. Θέατρα αυτού του πολέμου, επί Μεγάλης Αικατερίνης της Β΄, υπήρξαν η Μολδαβία, η Βεσσαραβία, η Βλαχία, η Πελοπόννησος και οι επιχειρήσεις στο Αιγαίο Πέλαγος.
Το «ξανθό γένος» για μία ακόμη φορά δεν κατάφερε να απελευθερώσει τους ομόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής, τους οποίους χρησιμοποιούσε κάθε φορά για αντιπερισπασμό. Μετά την αποτυχία της Ορλωφικής εξέγερσης οι Οθωμανοί επιδόθηκαν στο προσφιλές τους επάγγελμα, στις σφαγές των ελληνικών πληθυσμών της Πελοποννήσου. Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774 οδήγησε στην υποτιθέμενη ανακήρυξη της Ρωσίας, ως προστάτιδας δύναμης των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ούτε αυτό, όμως, ίσχυσε τελικά αν κρίνουμε από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, τόσο στη σύντομη διάρκειά της στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όσο και στον κύριο κορμό του Ελλαδικού χώρου από το 1821 έως και το 1829. Να μην ξεχνούμε ότι η τσαρική Ρωσία επέτρεψε στις οθωμανικές δυνάμεις να περάσουν το Δούναβη και να καταπνίξουν την επανάσταση του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Ένα σημαντικό κομμάτι της πλοκής του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στην πόλη – κράτος της Ραγούσας, το Ντουμπρόβνικ στα κροατικά. Επρόκειτο για μία θαλάσσια δημοκρατία, τύπου Βενετίας, εγκλωβισμένη μεταξύ των ακτών της Αδριατικής και των Δειναρικών Άλπεων, που κατόρθωσε να επιζήσει από το 1358 έως την εισβολή των στρατευμάτων του Ναπολέοντα το 1808. Η παράλια και νησιώτικη αυτή δημοκρατία ήκμασε κυρίως μεταξύ του 16ου και του 17ου αιώνα, και υπήρξε ένας τόπος διαφυγής, για όσους τυχερούς κατάφερναν να ξεφύγουν από τη ζοφερή πραγματικότητα της οθωμανικής επικυριαρχίας στη βαλκανική χερσόνησο.



Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Ο ΦΙΛΙΚΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ



Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΡΤΣΙΟΥ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΚΗΡΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΝ ΜΑΙΟ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
"Ποια ήταν η κινητή και ακίνητη (κτήματα, οικίες, καταστήματα κλπ) περιουσία του Εμμανουήλ Παπά, που δαπανήθηκε εξ ολοκλήρου για την ελευθερία αυτού του έθνους;  Ο μικρότερος γιός του Κωνσταντίνος είχε προσκομίσει στην αρμόδια στρατιωτική επιτροπή, ένα μαρτυρικό γερόντων εμπόρων των Σερρών, με επικύρωση του υποπροξενείου Σερρών και με ημερομηνία 20 Μαϊου 1865, με το οποίο πιστοποιείται ότι η περιουσία του Εμμανουήλ υπερέβαινε τις τριακόσιες χιλιάδες δίστηλα τάλληρα.  Η ισοτιμία του αργυρού ισπανικού τάλληρου ήταν την εποχή του 1821 ίση με 100 οβολούς, ή με ισοτιμία του 1825 1 δίστηλο ήταν ίσο με 8 γρόσια, δηλαδή με 400 παράδες. Αυτό σημαίνει 2.400.000 γρόσια ή 120.000.000 παράδες. Αλλά αυτές οι μεταγενέστερες εκτιμήσεις ήταν μετριοπαθείς. Διότι, μόνο στον διοικητή Σερρών Γιουσούφ Μπέη, ο Εμμανουήλ είχε δανείσει 40.000 μαχμουτιέδες, το χρυσό νόμισμα επί Σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄, αξίας 36 γροσίων. Δηλαδή, ο Εμμανουήλ είχε δανείσει στον Τούρκο μπέη 1.440.000 γρόσια! ή όπως έλεγαν οι γέροντες έμποροι 1.000.000  δρχ. Ήταν δυνατόν να δάνειζε μόνο σε ένα άτομο πάνω από το μισό των νομισμάτων του;
Να σημειωθεί ότι «τα εξ εγχωρίων Ελλήνων εισπραχθέντα υπό του δημοσίου εις χρήμα καθ’ όλα τα έτη της Επαναστάσεως κατά τας επισήμους δηλώσεις της Λογιστικής Επιτροπής προς την Συνέλευσιν του Άργους (Δ΄ Εθνοσυνέλευση 11 Ιουλίου -6 Αυγούστου 1829) δεν υπερέβησαν τα 23 εκατομμύρια γροσίων»!
Αλλά τι σημαίνει αυτό; Γράφει ο καθηγητής Α. Μ. Ανδρεάδης για την οικονομική συνεισφορά των εφοπλιστών της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρρών: «Εκ των εφοπλιστών οι συνεισενεγκότες τα πλείονα ήσαν εν Ύδρα οι οίκοι Κουντουριώτη: 2.141.806, Βουδούρη: 764.114 και Τομπάζη 559.170. Εν Σπέτσαις οι των Αναργύρου: 609.000, Μπόταση: 453.000 και Μέξη: 430.000. Εν Ψαροίς, οι των Κοτζιά: 459.000 και Αποστόλου: 448.133».
Με λίγα λόγια η οικονομική συνεισφορά του Εμμανουήλ Παπά στον Αγώνα της Παλιγγενεσίας ξεπερνά αυτή του εφοπλιστικού Οίκου Κουντουριώτη και είναι μεγαλύτερη από την οικονομική συνεισφορά όλων των άλλων εφοπλιστών στις Σπέτσες και τα Ψαρά. Όμως δεν ήταν μόνο αυτή".