Translate

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Ο ΟΛΕΘΡΙΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ ΤΟΥ 1821

 

ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΕ ΜΟΛΔΟΒΛΑΧΙΑ 

ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΕΧΘΗΚΑΝ ΙΣΧΥΡΑ ΠΛΗΓΜΑΤΑ


Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ

booksonthesites.blogspot.com


Ο Ιούνιος του 1821 υπήρξε ο πιο καταστροφικός μήνας για τις επαναστάσεις στη Μολδοβλαχία και στη Χαλκιδική. Τα ολέθρια αποτελέσματα της μάχης στο Δραγατσάνι, στις 7 Ιουνίου 1821, έδειξαν ότι ο Υψηλάντης δεν είχε τον χρόνο και την πολυτέλεια να προετοιμάσει τους επαναστάτες στο σύστημα πειθαρχίας και οργάνωσης ενός σώματος τακτικού στρατού. Οι συνέπειες υπήρξαν τραγικές αν και ο Υψηλάντης (σε αντίθεση με τον Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική) είχε υπό τις διαταγές του και επαγγελματίες στρατιωτικούς, όπως τους Μακεδόνες οπλαρχηγούς Γεωργάκη Ολύμπιο και Ιωάννη Φαρμάκη, τους αδελφούς του Γεώργιο και Νικόλαο, τον συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού Έλληνα ευγενή Γ. Καντακουζηνό, τον πολωνό ταγματάρχη Γαρνόφσκυ, και άλλους Έλληνες και Σέρβους κατώτερους αξιωματικούς. Στο επιτελείο του ήταν και ο Κοζανίτης Γεώργιος Λασσάνης[1], ο οποίος εκτελούσε καθήκοντα υπασπιστή. 
    
    Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν ήταν αρκετό, όπως αποδείχθηκε με την εγκληματική ανυπακοή του Καραβιά ο οποίος ήταν επικεφαλής 800 ιππέων. Αν και οι οδηγίες του Υψηλάντη ήταν σαφείς να μην δοθεί η μάχη στις 7 Ιουνίου, αλλά την επαύριον για να προλάβει να συγκεντρωθεί το σύνολο του στρατεύματος, και παρά τις προσωπικές συστάσεις του Γεωργάκη Ολύμπιου, ο παρορμητικός Καραβιάς[2] ξεκίνησε τη μάχη πέφτοντας στην παγίδα των Τούρκων οδηγώντας στην καταστροφή και τον Ιερό Λόχο που έσπευσε σε βοήθεια. Από τους 373 Ιερολοχίτες σκοτώθηκαν περισσότεροι από 200 αξιωματικοί και στρατιώτες, ενώ 37 αιχμαλωτίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Μετά βίας διασώθηκαν την τελευταία στιγμή, ο επικεφαλής του Ιερού Λόχου Νικόλαος Υψηλάντης, ο Γεώργιος Λασσάνης και ο πρωτεργάτης της Φιλικής Εταιρείας Αθανάσιος Τσακάλωφ.

«Η καταστροφική αυτή μάχη μπορούσε και έπρεπε να έχη αποφευχθή. Έγινε από την αλόγιστη πρωτοβουλία γενναίου αξιωματικού, που από φιλοδοξία και φιλοπρωτία παρακινημένος έδρασε με ασυγχώρητη επιπολαιότητα και αντιπειθαρχικά σε βαρύτατο βαθμό, υποτιμώντας τις δυνάμεις του εχθρού και παρανοώντας τις προθέσεις του, εκτιμώντας εσφαλμένα τις δυνατότητες και τις ανάγκες της ώρας και παραβιάζοντας καίρια το πολεμικό σχέδιο του Αρχιστρατήγου. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό θα δινόταν μάχη στην περιοχή εκείνη, αφού εξασφαλιζόταν πριν υπεροχή απέναντι του εχθρού με την άφιξη από το Ρίμνικο του συνόλου των φιλίων δυνάμεων. Η πρωτοβουλία του Καραβιά να κινηθή στην πεδιάδα με μόνο το τμήμα του αρχικά, χωρίς να ειδοποιήση καν τον Αρχιστράτηγο, είχε αποτέλεσμα να δοθή η μάχη εναντίον εχθρού κατά πολύ ισχυρότερου, και μάλιστα να παρασυρθή σε αυτήν από αλληλεγγύη και να εξοντωθή μικρό τμήμα πεζικού, ο Ιερός Λόχος, προορισμένο σύμφωνα με το σχέδιο να είναι σε θέση γενικής εφεδρείας».[3]

Μετά την καταστροφική μάχη στο Δραγατσάνι, οι εξελίξεις υπήρξαν καταιγιστικές. Το πρωί της 17ης Ιουνίου 1821 ξεκίνησε η μάχη στο Σκουλένι, στην όχθη του Προύθου ποταμού. Με τη μάχη αυτή τερματίστηκε η οργανωμένη προσπάθεια των επαναστατών στη Μολδαβία. Οι συνολικές απώλειες υπολογίστηκαν σε 300 νεκρούς και πολλούς τραυματίες, ενώ στην τελική φάση της μάχης έπεσαν νεκροί και όλοι οι αρχηγοί, όπως οι Καρπενησιώτης, Κοντογόνης, Σταύρακας, Μίγγλερης, Δαιμονάκης, Σφαέλλος, Δαγκλιόστρος, Σεβαστόπουλος, Σοφιανός, Κόντος, Ιντσές, Λαγός, Βαλσαμάκης Μπαμπαλιάρης και ο 15χρονος Νικόλαος Μπιτζακτσής. Η ήττα των επαναστατών στο Σκουλένι προκάλεσε όμως και τουρκική πανωλεθρία με εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες.

Η ιστορία της ελληνικής εξέγερσης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες είναι γεμάτη με μικρές ή μεγάλες συγκρούσεις μικρών –κατά κανόνα– επαναστατικών σωμάτων με τον πολυάριθμο τουρκικό στρατό (Στίγκα, μονή Κόζιας, μονή Σλάτινας, όρος Κόλτσι). Μετά από κάθε σύγκρουση οι Τούρκοι προέβαιναν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Εκατοντάδες αιχμάλωτοι αποκεφαλίστηκαν στους δρόμους και τις πλατείες στο Βουκουρέστι, στη Σιλίστρια αλλά και στη Κωνσταντινούπολη. Ο κύκλος έκλεισε με την εποποιία στη μονή Σέκου, τον Σεπτέμβριο του 1821, και τη θυσία του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Ιωάννη Φαρμάκη και των Φιλικών που τους ακολούθησαν μέχρι την τελευταία στιγμή.

ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ

Στις 2 Ιουνίου 1821 οι πρόκριτοι της Καλαμαρίας, της δυτικής περιοχής της Χαλκιδικής, στέλνουν αναφορά[4] στον Εμμανουήλ Παπά στη μονή Εσφιγμένου για τα επαναστατικά δρώμενα στον τομέα δράσης τους. Υπογράφει ο Παύλος Κώνστα και οι υπόλοιποι «τζορμπατζίδες» τα ονόματα των οποίων δεν αναφέρονται. Από την έκθεση αυτή των πεπραγμένων μαθαίνουμε ότι εκείνες τις ημέρες οι επαναστάτες «την περισότεριν καλαμαρίαν την έκαναν ζάπ», όπου έκαψαν πολλά τουρκικά χωριά. Οι πρόκριτοι ζητούν συγχώρεση από τον Εμμανουήλ «οπού ευγήκαμε έξο από την ορδινήαν σας», αιτιολογώντας αυτήν τους την ανυπακοή επειδή «εστενεύθημεν δια τους χριστιανούς οπού είχεν εκήνος ο τόπος».

Ο Εμμανουήλ προφανώς είχε δώσει εντολή να μην πειράξουν οι επαναστάτες τους τουρκικούς οικισμούς διότι αυτό θα προκαλούσε την άμεση κινητοποίηση του τουρκικού στρατού της Θεσσαλονίκης, κάτι το οποίο θα λειτουργούσε αποτρεπτικά στο σχέδιο για την περικύκλωση της πόλης. Ο Εμμανουήλ είχε δώσει τις εντολές αυτές και για έναν ακόμη πολύ σοβαρό λόγο. Οι επαναστάτες δεν ήταν επαρκώς εξοπλισμένοι.  Όπως επισημαίνεται στην αναφορά «το περισσότερον στράτευμα είναι δίχως τυφέκια μόνον με ταξύλα εις το χέρι». Από την αναφορά αυτή προκύπτουν και άλλα δύο ονόματα ιθυνόντων. Κάποιος «κυρ άγγελος» ο οποίος στάλθηκε από τους επαναστάτες στις πόρτες (στη σημερινή Ν. Ποτίδαια) «να συνομηλίση με τον κυρ Ιωάνη κασανδρινόν».

Στις 4 Ιουνίου 1821, δύο ημέρες μετά, ο Άγγελος Βασιλικού ενημερώνει τον Εμμανουήλ Παπά ότι οι επαναστάτες έφθασαν «έως τα τείχη της Θεσσαλονίκης», όμως «προμένοντες τον καλόν ερχομόν σας εστάθημεν έως εκεί. Όθεν παρακαλούμεν να μην μας λυπήσητε εις τούτο, μόνον να μας χαροποιήσητε με τον καλόν ερχομόν σας εντάχι». Επομένως, στις 4 Ιουνίου 1821, οι επαναστάτες περίμεναν τον Εμμανουήλ να ηγηθεί της πολιορκίας της Θεσσαλονίκης. Ο Άγγελος Βασιλικού ενημερώνει τον Εμμανουήλ Παπά και για τις παρασπονδίες του «κυρ γιανιού κασσανδριανού» που «πειράζει τους χριστιανούς κατά πολλά» και τους απειλεί να τους πάρει το σιτάρι από τον Άγιο Μάμα (καθότι Ιούνιος μήνας)! Ο Βασιλικού ζητά την παρέμβαση του Εμμανουήλ να συνετίσει τον Γιαννιό τον Κασσανδρινό γιατί «εις τούτο θέλει γείνει κανένας τράκος εις το αναμεταξή μας και δεν είναι καλά»[5].

Από γράμμα-αναφορά της 6ης Ιουνίου 1821 του Ιωάννη Χ΄΄χρήστου προς τον Εμμανουήλ Παπά μαθαίνουμε ότι οι επαναστάτες είχαν πλησιάσει σε απόσταση τριών ωρών από τη Θεσσαλονίκη αλλά αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Σιθωνία «στενοχωρηθέντες ημείς μεγάλως από τους τυράννους». Επίσης, ζητούν από τον Εμμανουήλ να παρθούν αποφάσεις: «Αυθέντα, όσον τάχιστα να επιταχύνετε τους σκοπούς σας, επειδή είμεθα γυμνοί καθ’ όλα. Προχωρούμεν όμως, καίτοι αδύνατοι από τζιπχανέ (εφόδια), θριαμβευτικώς και ελπίζομεν να μας προφθάσητε. Ταύτα και μένω εις τους ορισμούς της ευγενείας της».

Από το γράμμα της 6ης Ιουνίου προκύπτουν πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες. Τα καράβια που είχε ζητήσει ο Εμμανουήλ (μία μοίρα του εθνικού στόλου), για να δράσουν εναντίον της Θεσσαλονίκης, δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους και έτσι οι επαναστάτες ευρισκόμενοι στη Σιθωνία αποφάσισαν να μισθώσουν προσωρινά δύο καράβια «έως να φθάσωσιν τα αποφασισθέντα». Όμως, ο κυρ Αγγελής (ο κυρ Άγγελος που είχε πάει στις πόρτες για συνομιλίες με τον Ιωάννη Κασσανδρινό) «δεν το έστερξε προφασιζόμενος ότι χρείαν καραβίων δεν έχομε». Και μάλιστα, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, χαρακτήρισε τους καπετάνιους των καραβιών και τους επαναστάτες κουρσάρους! Από το γράμμα προκύπτει ότι ο Εμμανουήλ είχε στείλει επιστολές σε καπετάνιους από το Μεγάλο Έμβολο του κόλπου της Θεσσαλονίκης, την Κασσάνδρα, και τις Σποράδες αναζητώντας να μισθώσει πλοία[6].

Από γράμμα της 9ης Ιουνίου 1821 προς τον Εμμανουήλ Παπά προκύπτει ξεκάθαρα η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου του 1821. Υπογράφουν οι (Γ)ιανουλάκης Αγγέλου, Αναγνώστης Γεωργίου από Κασσάνδρα και κάποιος Αθανάσιος από τον Πολύγυρο. Παρά τις πρόσκαιρες νίκες των διαφόρων τμημάτων (κολόνες) των επαναστατών, οι όποιες επιθετικές ενέργειες προς τα δυτικά είχαν σταματήσει: «…μάλιστα έως τώρα πέντε έξη πολέμους οπού κάμαμεν». Οι επαναστάτες είχαν αποσυρθεί στον Πολύγυρο και στην Κασσάνδρα και περίμεναν εφόδια και οδηγίες για το τι μέλλει γενέσθαι: «… και καμμία ορδινία δεν έχομεν, και δεν ηξεύρομεν, την διωρισμένην ημέραν οπού θε να γένη το κίνημα, δια να γένουν ητοιμασίαις».


Η σημαντικότερη όμως πληροφορία που διασώζεται από αυτό το γράμμα της 9ης Ιουνίου είναι ότι ο Εμμανουήλ Παπάς δεν είχε αναθέσει ακόμη σε κανένα να ηγηθεί των επαναστατών που θα δρούσαν δυτικά προς τη Θεσσαλονίκη: «Προς τούτοις, αυθέντα, αν είναι εύλογον οπού να μας στείλης έναν άνθρωπον ιδικόν σας, δια να κάμη ένα κουμάντο απάνω εις το ασκέρι, επειδή σε ρέπελο ευρισκόμασθε. Λοιπόν ανάγκη είναι να μας στείλης άνθρωπον, οπού να έμβη το ασκέρι εις τάξιν, να μη μας τύχη ασκέρι του εχθρού μας περισσό, και ημπορούνε να μας γένη χαλασμός»[7].

Είναι περίεργο, αλλά το όνομα του Στάμου Χάψα δεν εμφανίζεται πουθενά στην αλληλογραφία των επαναστατών με τον Εμμανουήλ Παπά, εκείνο το κρίσιμο δεκαήμερο του Ιουνίου του 1821. Αν ο Χάψας είχε ορισθεί επικεφαλής του δυτικού τμήματος τότε γιατί στις 9 Ιουνίου οι επαναστάτες γράφουν ότι βρίσκονται σε «ρέπελο» και ζητούν από τον Εμμανουήλ να τους στείλει έναν αρχηγό να βάλει το ασκέρι σε τάξη; Αλλά το όνομα του Στάμου Χάψα δεν εμφανίζεται πουθενά σε όλο το αρχείο του Εμμανουήλ Παπά, ούτε στο ευρετήριο των κυρίων ονομάτων του Απόστολου Βακαλόπουλου στο βιβλίο του για τον αρχηγό και υπερασπιστή της Μακεδονίας.

Το αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιπέσει οι επαναστατικές ενέργειες, κυρίως λόγω της έλλειψης εφοδίων και πυρομαχικών, διαφαίνεται καθαρά από την επιστολή των 20 ηγουμένων των μοναστηριών του Αγίου Όρους (9 Ιουνίου 1821) προς τον Δημήτριο Υψηλάντη. Οι προϊστάμενοι των μονών ζητούν απεγνωσμένα την αποστολή πολεμοφοδίων: «… Ορέξασα γουν ημίν χείρα βοηθείας, επιχορηγήση και όπλα και πυρίτιδα κόνιν και παν ό,τι άλλο αρμόδιον τω πολέμω, διορίζουσα και πλοία εις το περιφέρεσθαι εις εκάτερα τα μέρη του αγιωνύμου τούτου Όρους προς εμπόδιον πάσης ορμής και εφόδου των απίστων Αγαρηνών. Την επιστολή μετέφεραν στον Δημήτριο Υψηλάντη ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Βατοπεδινός και ο καθηγούμενος του ιερού κοινοβίου Κωνσταμονής Χρύσανθος για να ενημερώσουν και δια ζώσης τον Υψηλάντη ότι «… ο τόπος ούτος κινδυνεύει και εις παντελή πανολεθρίαν έρχεται, εφορμούντων των Αγαρηνών μετά μεγάλου θυμού και ανειλεότητος»[8].

Άλλωστε, στις 12 Ιουνίου 1821, ο Εμμανουήλ Παπάς ζητά με επιστολή του από τον Πολύγυρο προς τους Σπετσιώτες καραβοκυραίους ν’ αγοράσει χίλιες οκάδες μπαρούτη διότι «…όσην κι αν είχωμεν μέχρι τούδε δια τας πολλάς μας εκστρατείας, και δια την έλλειψιν εδώ εις πάντας τους ομογενείς αδελφούς και ως περιωρισμένοι πανταχόθεν υπό των εχθρών, το κατεξοδεύσαμεν σχεδόν». Όπως αναφέρεται στην επιστολή, ο Εμμανουήλ έστειλε το γράμμα με τον Κασσανδρινό Ιωάννη Γκουτζιά στον οποίο έδωσε και τα χιλιάδες γρόσια για να πληρωθούν οι 1.000 οκάδες μπαρούτη τουφεκίου άμεσα: «…παρ’ ού θέλετε λάβει και την τιμήν»[9].

Ο Εμμανουήλ, λοιπόν, στις 12 Ιουνίου βρίσκεται στον Πολύγυρο και ζητά να προμηθευτεί μπαρούτη. Ο Εμμανουήλ κάνει λόγο για ασυγκράτητη ορμή των επαναστατών και ότι το μόνο που την εμποδίζει είναι η έλλειψη μπαρουτιού. Δεν αναφέρει τίποτα για την καταστροφή των Βασιλικών (στις 9 Ιουνίου), ούτε για την εξολόθρευση του σώματος του Στάμου Χάψα (10 ή 13 Ιουνίου;) και τον σφαγιασμό των μοναχών του μοναστηριού της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας. Λογικά θα έπρεπε να τα αναφέρει στην επιστολή του για να τονίσει την κατεπείγουσα ανάγκη προμήθειας μπαρουτιού.

Η απάντηση στα ερωτήματα που προκύπτουν έρχεται από την επιστολή, της 14ης Ιουνίου 1821, των ηγουμένων των μονών του Αγίου Όρους προς τους προκρίτους των Σπετσών από τους οποίους ζητούν μπαρούτη και καράβια για την προστασία του Αγίου Όρους. Δεν είναι τυχαίο ότι, μέσα σε λίγες ημέρες, τις επιστολές του Εμμανουήλ Παπά ακολουθούν επιστολές των προϊσταμένων των μονών με τα ίδια αιτήματα, επισημαίνοντας ότι αν δεν σταλεί βοήθεια τα μοναστήρια οδηγούνται σε αφανισμό[10].

«Οι κάτοικοι της χερσονήσου Κασσάνδρας και οι της Σκιάς, ή της Συκιάς, καθοπλισθέντες προχωρούσιν εις το μέρος της Θεσσαλονίκης νικηταί, ως εμάθομεν. Οι ημέτεροι εκίνησαν με ορμήν και ανδρίαν προς το μέρος του Σταυρού λεγομένου χωρίου, και πολεμούσι με τους εκεί συναχθέντας Αγαρηνούς. Αλλ’ επειδή και προς το μέρος εκείνο έμαθον ότι έρχεται πασσιάς με πλήθος οχθρών, απέστειλαν ζητούντες παρ’ ημών και άλλο μπαρούτι και βόλια, και άλλα προς πολεμικήν παράταξιν επιτήδεια».

Έτσι, λοιπόν, στις 14 Ιουνίου οι ηγούμενοι των μονών του Αγίου Όρους δεν αναφέρουν για την εξολόθρευση του σώματος των Συκιωτών υπό τον Στάμο Χάψα στις παρυφές του μοναστηριού της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας, και θεωρούν ότι αυτοί προχωρούν προς τη Θεσσαλονίκη νικητές! Είναι αδύνατον να έγινε η μάχη στις 10 Ιουνίου και να μην το είχαν πληροφορηθεί στο Άγιον Όρος στις 14 Ιουνίου, μετά από τρεις ημέρες, ή να μην είχαν πληροφορηθεί την καταστροφή των Βασιλικών στις 9 Ιουνίου.

Επίσης, από την επιστολή προκύπτει ότι στις 14 Ιουνίου βρίσκονταν ήδη στο Στρατωνικό όρος, κοντά στο Σταυρό, οι μοναχοί με τους υπόλοιπους Μαντεμοχωρίτες και Ιερισσιώτες για να προλάβουν να ανακόψουν τις δυνάμεις του Μπαϊράμ (Μπεχράμ) πασά.

«… ο ενταύθα παρά της κοινότητος της ελευθερίας αποσταλείς ευγενέστατος Κύριος Μανουήλ όχι ολίγον θάρρος και μεγαλοψυχίαν ενέπνευσεν εις τας καρδίας ημών, πληροφορών ημίν την φιλελεύθερον των γενναίων Σπετσιωτών διάθεσιν και την προς πάντας μεγαλόδωρον χορηγίαν αυτών και βοήθειαν, και ότι εικοσιτέσσαρα αυτών καράβια είχον έτοιμα, τα μεν είκοσι κατά της Θεσσαλονίκης να πέμψωσι, τα δε τέσσαρα προς φύλαξιν του αγιωνύμου Όρους και των πέριξ χριστιανών. Και ούτω συναθροίσας τους ενταύθα και τους πέριξ εγχωρίους χριστιανούς εκίνησε με μεγαλοψυχίαν και γενναιότητα κατά των εχθρών, εις το στράτευμα του οποίου εδόθησαν παρ’ ημίν όπλα, μπαρούτι και άλλα…».

Δυστυχώς, είναι αχρονολόγητο ένα κρίσιμο γράμμα-έκκληση[11] των κατοίκων του Πολυγύρου και των πέριξ χωριών για βοήθεια προς τον Εμμανουήλ Παπά. Στο γράμμα αυτό υπάρχει χρονικός προσδιορισμός του χαλασμού που έγινε στα Βασιλικά, το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, τη Γαλάτιστα: «…εχθές ος καθώς έγινεν εκήνον το κακόν και μεγάλος θρίνος εις εκίθεν θεσσαλονικία χορία…». Χιλιάδες άμαχοι, γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι είχαν καταφύγει στον Πολύγυρο και «παρηγορίαν δεν έχον». Επίσης, από το γράμμα αυτό συνάγεται ότι 50 Πολυγυρινοί βρέθηκαν μέσα στα Βασιλικά και κατόρθωσαν να επιστρέψουν στον Πολύγυρο, και συνεπώς περιέγραψαν ως αυτόπτες μάρτυρες την καταστροφή της πόλης και τις σφαγές των κατοίκων της.

Όμως, στο αχρονολόγητο αυτό γράμμα υπάρχει μία επιπρόσθετη πληροφορία για την εμφάνιση έξι καραβιών στην Κασσάνδρα, και το ένα εξ αυτών μάλιστα φάνηκε να πλέει προς τον κόλπο της Θεσσαλονίκης. Την πληροφορία αυτή αξιοποιεί ο Εμμανουήλ Παπάς σε επιστολή του από τον Πολύγυρο προς τους καπετάνιους των καραβιών αυτών (χωρίς να γνωρίζει ποιοι είναι και από πού είναι τα καράβια αυτά), στις 16 Ιουνίου 1821: «…χθες ακόμη εμάθομεν τον καλόν σας ενταύθα ερχομόν…». Επομένως, η επιστολή-έκκληση των κατοίκων του Πολυγύρου είναι της 15ης Ιουνίου και συνεπώς όλα τα δραματικά γεγονότα μεταξύ Βασιλικών και Γαλάτιστας συνέβησαν στις 13 και 14 Ιουνίου 1821.

Ο Εμμανουήλ είχε στείλει την επιστολή προς τους καπετάνιους με τον γιό του τον Γιαννάκη και τον Νικηφόρο τον Ιβηρίτη για να πληροφορηθούν αν πρόκειται για τα καράβια που περίμεναν για την επίθεση εναντίον της Θεσσαλονίκης. Ο Εμμανουήλ προτρέπει τους καπετάνιους (χωρίς να γνωρίζει ποιος τους έστειλε τελικά) να κινήσουν κατά της Θεσσαλονίκης για αντιπερισπασμό «…και ίσως με τούτο καταπαύσομεν των εχθρών την ορμήν και την έξω και την έσω…». Ο Εμμανουήλ σκιαγραφεί με τον πλέον τραγικό τρόπο το τέλος της πρώτης φάσης της επανάστασης στη Χαλκιδική: «… διότι, αδελφοί, όλα τα πέριξ χωρία τα κατεφάνησαν οι εχθροί, και πολλούς αδελφούς μας χριστιανούς κατέσφαξαν, καθώς θέλετε βεβαιωθή περί αυτού σαφέστερον παρά του υιού μου, και του λογιωτάτου Νικηφόρου»[12].



[1] Σύμφωνα με τον κατάλογο των Φιλικών εκ του Αρχείου Σέκερη, ο Λασσάνης μυήθηκε την 1η Μαρτίου 1818. Ήταν από τις πρώτες μυήσεις εκείνου του έτους: «Γεώργιος Ιωάννη Λασσάνης. – Από Κοζάνην της Μακεδονίας. Σπουδαίος. Χρόνων 25. Διά Κωνσταντίνου Χριστοδ. Πεντεδέκα. Φλ. 30. α΄ Μαρτίου 1818. Προς Γεώργιον Παπά Λαζάρου, εις Θεσσαλονίκην». Εντύπωση προκαλεί η αναφορά ως «σπουδαίος» εκεί που σε όλες σχεδόν τις εκατοντάδες άλλες «εγγραφές» υπάρχει η ιδιότητα του Φιλικού (έμπορος, διδάσκαλος, στρατιωτικός, καπετάνιος κ.λπ.). Υπάρχουν, όμως, ισχυρές ενδείξεις ότι ο Λασσάνης είχε μυηθεί από τους πρώτους το 1816, από τον Γαλάτη και ότι ο έμπορος από τα Ιωάννινα Κωνσταντίνος Πεντεδέκας απλώς «τελειοποίησε» τη μύηση το 1818 (Κανδηλώρος). Πολλές από τις μυήσεις του Γαλάτη δεν είχαν ακολουθήσει το τυπικό της Φιλικής Εταιρείας. Μάλιστα, ο Θεόδωρος Νέγρης «μέγας Κόμισος εις Ιάσιον», σε υπόμνημά του προς την Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, με ημερομηνία 12 Απριλίου 1819, χαρακτήρισε τον Γαλάτη «μισογενές τέρας»! που μόλυνε όσους είχε πλησιάσει: «…Ούτω τον Λασσάνην, ούπω ηθικώς διαφθαρέντα ως άσχετον, μολυνόμενον δε παρά του τέρατος, άφησα να μεταβή, εφόδια δους, όπου αι πρόωροί του επιθυμίαι παρέφερον. Και ιδού, ως μανθάνω, καθημερινώς τελειοποιείται…» (Φιλήμονος, τ. 1ος , σελ. 142). Το πολυσέλιδο υπόμνημα Νέγρη είναι σημαντικό διότι περιέχει πολλές πληροφορίες για την κατάσταση της Φιλικής Εταιρείας εκείνη την περίοδο.

[2] Φωτεινός Ηλίας, Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής επαναστάσεως το 1821 έτος, Λειψία 1846. Αναδημοσίευσις, Αθήνα 1956.

[3] Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (1821-1832), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, 1975, σελ. 55.

[4] Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Εμμανουήλ Παπάς, «Αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας», Η ιστορία και το αρχείο της οικογένειάς του, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1981, έγγραφο της ΙΕΕΕ, σελ. 67.

[5] Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Εμμανουήλ Παπάς, «Αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας», ό.π., έγγραφο της ΙΕΕΕ, σελ. 72-74.

[6] Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Εμμανουήλ Παπάς, «Αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας», ό.π., έγγραφο της ΙΕΕΕ, σελ. 75-76.

[7] Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος τέταρτος, Εκ του Τυπογραφείου Π. Β. Μωραϊτίνη, Αθήναι 1861, σελ. 434.

[8] Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος τέταρτος, Εκ του Τυπογραφείου Π. Β. Μωραϊτίνη, Αθήναι 1861, σελ. 437-438.

[9] Χ΄΄Αναργύρου Ανάργυρος, Σπετσιωτικά, Αθήναι 1861, τ. 1, σελ. 379-380.

[10] Χ΄΄Αναργύρου, ό.π., σελ. 372-377. Επίσης, Λιγνός Αντώνιος, Αρχεία Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου 1821-1822, τ. 1, σελ. 7-10.

[11] Βακαλόπουλος, ό.π., σελ. 87-89.

[12] Βακαλόπουλος, ό.π., σελ. 89-90.