Translate

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ



Το 2ο μέρος της συζήτησης του Βασίλη Κάρτσιου με τον Γιώργη Έξαρχο



Β. ΚΑΡΤΣΙΟΣ: Στις Η.Π.Α., ήδη από το 1871, μετά την ξέφρενη γιγάντωση της Standard Oil του Ροκφέλερ, κατηγορούσαν τις βιομηχανίες ότι είναι αυτές που «κηρύσσουν πολέμους, συνάπτουν ανακωχές και συνθήκες ειρήνης και αναγκάζουν δικαστήρια, συγκροτημένα κράτη και κυβερνήσεις να υπακούουν στη θέλησή τους». Σχεδόν ταυτόχρονα με την ψήφιση από το αμερικανικό κογκρέσο, του αντιμονοπωλιακού Νόμου του Σέρμαν το 1890, έγινε κατανοητό ότι τα προστατευτικά μέτρα υπέρ του ελεύθερου εμπορίου είχαν ελάχιστες πιθανότητες να επιβληθούν στα οικονομικά μεγαθήρια των τραστ και των κοινοπραξιών. Ο Anthony Sampson έγραψε ότι σε διάστημα 25 ετών, προσεγγιστικά μεταξύ 1880 και 1905, η Standard Oil αποκόμισε καθαρά κέρδη μισό δισεκατομμύρια δολάρια (!). Την ίδια εποχή η Ελλάδα χρεοκόπησε επισήμως το 1893, και μπήκε σε οικονομική επιτήρηση που εντάθηκε μετά τον ανόητο πόλεμο και την ήττα του 1897. Ο Τρικούπης, μετά την επανεκλογή του τον Μάιο του 1886, επιδόθηκε στην προσφιλή τακτική των δανείων. Εκτός από τα τοκοχρεολύσια η κυβέρνηση έπρεπε να δώσει μεγάλα ποσά για στρατιωτικές και ναυτικές δαπάνες αλλά και να αποπληρώσει προκαταβολές που είχε πάρει από τους τραπεζίτες με ενέχυρο τα ομόλογα του δανείου του 1884. Πήρε, λοιπόν, από τις Τράπεζες των Αθηνών 21 εκατομμύρια σε χρυσό εκδίδοντας έντοκα γραμμάτια με 8%. Τα προσωρινά αυτά δάνεια χαρακτηρίστηκαν αργότερα σταθμός στην ιστορία του Δημόσιου Χρέους γιατί δόθηκε για πρώτη φορά, ως εγγύηση στους δανειστές, η διαχείριση των μονοπωλίων αλλά και η άδεια εκχώρησής τους σε εταιρεία! Την περίοδο 1887-1890, σύμφωνα με τον Α.Μ. Ανδρεάδη, «ού μόνον συνήφθησαν δάνεια όσα κατ’ ουδεμίαν τετραετίαν, αλλ’ εισήχθησαν μορφαί και συνδυασμοί δανείων νέοι δια την Ελλάδα: η χώρα μας εγνώριζε δια πρώτην φοράν πάγια δάνεια και μετατροπάς. Προς τούτοις η παροχή ως εγγυήσεως του δανείου του 1887 της διαχειρίσεως ωρισμένων προσόδων απετέλει καινοτομίαν σημαντικήν και περιείχε τα σπέρματα του ξένου ελέγχου». Για την κατανόηση των μεγεθών αναφέρουμε ότι ο προϋπολογισμός του 1887 ήταν περίπου 93 εκατομμύρια, και του 1890 130 εκατομμύρια δραχμές. Δηλαδή, την εποχή που ο Ροκφέλερ κέρδιζε τεράστια ποσά ελέγχοντας μονοπωλιακά την πετρελαϊκή αγορά, ο Τρικούπης εκχωρούσε τις προσόδους των κρατικών μονοπωλίων στα …μονοπώλια. Μπορούμε, λοιπόν, να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο της ανάπτυξης, όταν η οικονομική επιφάνεια τραστ και πολυεθνικών ξεπερνά κατά πολύ τα οικονομικά μεγέθη των κρατών ;

Γ. ΕΞΑΡΧΟΣ: Σπερματικές αναφορές σε ζητήματα ανάπτυξης έχουν γίνει και διατυπωθεί από τα αρχαία χρόνια, αλλά η οικονομική ανάπτυξη, ως κλάδος της οικονομικής επιστήμης, έχει πάρει αυτόνομη υπόσταση μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με κύριο βάρος την αναζήτηση των βασικών όρων που διέπουν τη διαδικασία της ανάπτυξης. Το ερώτημα, που εύλογα προκύπτει, είναι το ακόλουθο: «Υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει μια γενική θεωρία οικονομικής ανάπτυξης διαχρονικής και διαχωρικής ισχύος;» Με βάση τα μέχρι σήμερα μεταπολεμικά δεδομένα μπορούμε να οδηγηθούμε στην ακόλουθη απάντηση: «Όχι! Διότι, μεταξύ των χωρών/ κρατών, υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές στα οικονομικά και κοινωνικά συστήματα τους –τα οποία σχεδόν στο σύνολο τους εκφράζουν τα διάφορα στάδια εξέλιξης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος–, και διότι η κάθε χώρα διανύει το δικό της στάδιο, γεγονός που απαγορεύει τη διατύπωση μιας σταθερής και πάγιας γενικής θεωρίας ανάπτυξης, παγκόσμιας ισχύος. Εξ άλλου, είναι κοινός τόπος ότι σε κάθε ιστορική περίοδο και εποχή η οικονομική επιστήμη μελετά ορισμένες μόνον πλευρές της πραγματικότητας, γεγονός που πείθει για ποιο λόγο η Επιστήμη της Οικονομικής της Ανάπτυξης αδυνατεί να διατυπώσει πάγια γενική θεωρία ανάπτυξης παγκόσμιας και διαχρονικής ισχύος».
Μεταπολεμικά –και σχεδόν μέχρι τη λήξη του 20ού αιώνα– οι αναπτυξιακές προσπάθειες των περισσότερων χωρών της γης είχαν στραφεί στο να αυξήσουν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, μέσω της επίτευξης υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης του συνολικού όγκου παραγωγής. Ο στόχος αυτός θεωρήθηκε ότι μπορεί να πραγματωθεί με την αύξηση της συμβολής του βιομηχανικού τομέα στη δημιουργία της συνολικής εγχώριας και εθνικής παραγωγής, γεγονός που οδήγησε πολλούς στο να ερμηνεύσουν και να αποδεχθούν το σχήμα: οικονομική μεγέθυνση = εκβιομηχάνιση = οικονομική ανάπτυξη. Αναμφίβολα, η εκβιομηχάνιση συμβάλλει στη μεγέθυνση της οικονομίας, αλλά ήδη έχει τονιστεί πως η οικονομική μεγέθυνση δεν συνεπάγεται απαραιτήτως και ανάπτυξη. Διότι ο όρος ανάπτυξη έχει ευρύτερο περιεχόμενο από τον όρο οικονομική ανάπτυξη. Μπορεί η συνολική αύξηση του εγχώριου προϊόντος να ορίζει την οικονομική μεγέθυνση, αλλά μόνον όταν αυτή συνοδεύεται και από διαρθρωτικές αλλαγές στο οικονομικό σύστημα, και μόνον τότε, μπορεί να σημαίνει ότι αυτή η αύξηση στο προϊόν αποτελεί οπωσδήποτε και διαδικασία ανάπτυξης.
Δεν πρέπει να λησμονηθεί και τούτο: η οικονομική μεγέθυνση μπορεί να προκύψει και ως αποτέλεσμα βραχυχρόνιων διεργασιών, ενώ η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να πραγματωθεί μόνο μέσα από μακροχρόνιες διαδικασίες. Όμως η θεωρία της ανάπτυξης –με περιεχόμενο σαφώς ευρύτερο από αυτό της θεωρίας της οικονομικής ανάπτυξης– έχει καθολικό χαρακτήρα και είναι επιστήμη που αφορά στην ανθρώπινη κοινωνία στο σύνολό της.
Η ανάπτυξη μιας χώρας συνδέεται με πολλούς παράγοντες, σημαντικότεροι των οποίων μπορούν να θεωρηθούν οι: η οικονομία της, το πολίτευμά της, ο κυβερνητικός προγραμματισμός της, ο πολιτισμός της, ο χαρακτήρας των πολιτών της, η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων, η συμμετοχή των πολιτών στη δημιουργία του εθνικού πλούτου, το επίπεδο απόλαυσης των πολιτών σε σχέση με τον δημιουργούμενο εθνικό πλούτο κ.ο.κ.  Ώστε, για τον σύγχρονο κόσμο, ανάπτυξη σημαίνει και ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα το οποίο πρέπει να επιλυθεί με ευθύνη του κράτους, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην εφαρμοζόμενη κοινωνική πολιτική, η οποία συμβάλλει καθοριστικά στην άνοδο του επιπέδου ζωής των πολιτών και στην ταυτόχρονη ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου αυτών. Διαχρονικά, όλες οι θεωρητικές αναζητήσεις του περιεχομένου και της έννοιας του όρου ανάπτυξη είχαν ως κύριο στόχο τον άνθρωπο και την κοινωνία, και βάση εκκίνησής τους υπήρξε το πλέγμα των αντιλήψεων περί ευνομούμενης κοινωνίας και περί κράτους δικαίου.

Β. ΚΑΡΤΣΙΟΣ: Η εκχώρηση στους δανειστές των προσόδων των κρατικών μονοπωλίων του 1887 φαντάζει πλημμέλημα μπροστά στην Πασοκική σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης του 2010. Αναρωτιέται κανείς έως που μπορεί να φθάσει το καθεστώς της υποτέλειας στους εκάστοτε δανειστές. Οι χώρες – προτεκτοράτα, με οικονομικά μεγέθη μικρών θυγατρικών εταιρειών του πολυεθνικού κεφαλαίου, διευκόλυναν και εξυπηρετούσαν διαχρονικά το ξένο κεφάλαιο. Στο Ν.Δ. 2686/53 για την προστασία του ξένου Κεφαλαίου υπάρχουν άρθρα αποικιοκρατικής – ληστρικής σύμβασης, που μπορεί μεν σε πραγματικό χρόνο να εξυπηρετούσαν την οικονομική μεγέθυνση, αλλά αποδείχθηκε ότι δεν συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις και βιομηχανίες που είχαν ιδρυθεί με κεφάλαια εξωτερικού, και ιδιαιτέρως οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις, είχαν μία σειρά από διοικητικά, οικονομικά και κυρίως φορολογικά προνόμια, με εξόφθαλμη απαγόρευση επιβολής αναδρομικής φορολογίας στις ίδιες και τις θυγατρικές τους, ανεξαρτήτως της προέλευσης των κεφαλαίων. Με τις διατάξεις του άρθρου 11 τα περιουσιακά στοιχεία αυτών των επιχειρήσεων εξαιρούνταν πάσης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ενώ μπορούσαν να κρατούν λογιστικά βιβλία και να καταρτίζουν ισολογισμούς στο νόμισμα των εισαχθέντων κεφαλαίων! Όπως καταλαβαίνουμε το έγκλημα είναι διαρκές και η προσέγγιση του προβλήματος από την πολιτική ιθύνουσα τάξη αποκαρδιωτική. Πριν από είκοσι χρόνια ο Jeremy Rifkin, έχοντας το βλέμμα κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες, έγραψε το περίφημο βιβλίο του «Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της». Ο Rifkin διείδε την αναπόφευκτη μείωση των θέσεων εργασίας και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, τα υψηλότερα από τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930. Αλλά η καίρια επισήμανση του Rifkin ήταν η διάκριση των «δύο δυνητικά ασυμβίβαστων δυνάμεων»: της αριστοκρατίας της πληροφορικής, που διαχειρίζεται την παγκόσμια οικονομία της προηγμένης τεχνολογίας, και από την άλλη τη μάζα των εκτοπισμένων από την αγορά εργασίας προλετάριων (ακαδημαϊκών και μη), που έχουν πια ελάχιστες ελπίδες για μία θέση εργασίας σε έναν αυτοματοποιημένο κόσμο. Πού κολλάει όλο αυτό με την κλασσική θεώρηση της οικονομικής ανάπτυξης;

Γ. ΕΞΑΡΧΟΣ: Ας δούμε στην εποχή των αποικιοκρατικών συμβάσεων, όπως τις απεκάλεσες, τα χαρακτηριστικά των αναπτυγμένων χωρών, κατά Kuznets S. (1966). Αυτές, λοιπόν, οι χώρες παρουσίαζαν:
1. Υψηλό βαθμό εκμηχάνισης της αγροτικής παραγωγής και χαμηλή απασχόληση εργατικού δυναμικού σε αυτόν.
2. Υψηλό βαθμό οργάνωσης των παραγωγικών τομέων της οικονομίας, με αναπτυγμένο τον βιομηχανικό τομέα και με ικανοποιητικό ποσοστό απασχόλησης σε αυτόν.
3. Τεχνολογικό εκσυγχρονισμό ολόκληρου του οικονομικού συστήματος παραγωγής (= πρωτογενής, δευτερογενής, τριτογενής τομέας).
4. Υψηλή απασχόληση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στον τριτογενή τομέα ή τομέα των υπηρεσιών.
5. Υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας και υψηλή αποδοτικότητα εδάφους και μηχανών.
6. Υψηλό όγκο παραγωγής, σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό.
7. Υψηλό κατά κεφαλήν όγκο εξωτερικού εμπορίου.
8. Σχετικά μεγάλη “ισοκατανομή” του εθνικού εισοδήματος, ιδίως προς τα μεσαία και προς τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
9. Υψηλό δείκτη αστικοποίησης του πληθυσμού.
10. Υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης, υγείας, κατοικίας και, γενικά, υψηλό επίπεδο ζωής –τουλάχιστον– για τα δύο τρίτα (2/3) του συνολικού πληθυσμού.
Ας δούμε τώρα τις επισημάνσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, για τα χαρακτηριστικά των αναπτυγμένων χωρών 40 χρόνια αργότερα (2006): Τα χαρακτηριστικά αυτών των χωρών αποκαλύπτουν ταυτόχρονα και τις αρνητικές επιπτώσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή ορισμένων οικονομικών πολιτικών, όπως είναι λ.χ.: i) Η οικονομική εξαθλίωση ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων, μέχρι του σημείου να μη διαθέτουν ούτε καν το στοιχειώδες εισόδημα το οποίο θεωρείται ως το ελάχιστο αναγκαίο για την επιβίωση των ατόμων. ii) Η ρύπανση και η μόλυνση του φυσικού περιβάλλοντος και η καταστροφή του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και των οικοσυστημάτων, με τρομακτικές συνέπειες πάνω στη ζωή των ανθρώπων και στην οικολογική ισορροπία στον πλανήτη γη. iii) Η κοινωνική αλλοτρίωση και αποξένωση, η εξαφάνιση της κοινωνικής αλληλεγγύης, η επέκταση των ανθρωποφοβικών συνδρόμων κ.ά., τα οποία έχουν ως άμεση συνέπεια: την αύξηση της εγκληματικότητας και τη διάδοση των ναρκωτικών ουσιών στη νεολαία και στα εξαθλιωμένα τμήματα του πληθυσμού, την επέκταση των ψυχικών παθήσεων και των αυτοκτονιών, τη διόγκωση όλων των μορφών βίας κ.λπ.
Γίνεται έτσι σαφές ότι η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί μια διαδικασία οικονομικών –κυρίως– μεταβολών, που αποσκοπούν στην προγραμματισμένη και ορθολογική χρησιμοποίηση των συντελεστών της παραγωγής, με σκοπό την πραγμάτωση-επίτευξη μιας παρατεταμένης και μακροχρόνιας αύξησης τού κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος και –κατά συνέπεια– την πραγμάτωση-επίτευξη μιας παρατεταμένης βελτίωσης και ανύψωσης του επιπέδου ζωής των ατόμων της κοινωνίας. Μιλώντας για διαδικασία ανάπτυξης σημαίνει πως υποθέτουμε ή εννοούμε ύπαρξη ορισμένων πρότυπων ή κριτηρίων που “ενσαρκώνονται” στην έννοια της ανάπτυξης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επισημάνσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις αναπτυσσόμενες χώρες: Τα χαρακτηριστικά αυτών των χωρών πείθουν ότι το οικονομικό και το κοινωνικό σύστημά τους διέπονται από εσωτερικές αντιφάσεις, με συνέπεια τη μακροχρόνια αστάθεια σε όλα τα επίπεδα, μηδέ εξαιρουμένου και του πολιτικού επιπέδου (πολιτική αστάθεια). Πρόκειται –μάλλον– για χώρες δορυφορικές των αναπτυγμένων χωρών ή αλλιώς για οικονομικά εξαρτημένες χώρες, δέσμιες ενός «μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης», σε σύγκριση με αυτό των αναπτυγμένων, και με «υψηλό επίπεδο ανάπτυξης» ή πλούσιων ή βιομηχανικών χωρών. Διαχρονικά διαπιστώνεται πως –με ελάχιστες εξαιρέσεις– αυτό το χάσμα μεγαλώνει όλο και περισσότερο και γίνεται αγεφύρωτο, παρ’ όλο που πολλάκις παρατηρείται ότι επιτυγχάνονται και πραγματώνονται ικανοποιητικοί ρυθμοί στους πιο πολλούς οικονομικούς δείκτες αυτών των χωρών. Η απαγκίστρωση και η απεμπλοκή τους από το «μεσαίο επίπεδο ανάπτυξης», στο οποίο συνυπάρχουν ταυτόχρονα στοιχεία των καθυστερημένων/ φτωχών και των αναπτυγμένων/ πλούσιων χωρών, είναι μια εξόχως δύσκολη υπόθεση που δεν ξεπερνιέται εύκολα.


Β. ΚΑΡΤΣΙΟΣ: Επομένως, ή θα δεχθούμε ότι η παγκοσμιοποιημένη οικονομία ελέγχεται από αυτούς που έχουν το προνόμιο του ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των χρηματαγορών, ή θα αναζητήσουμε δικαιολογίες στις σοφιστείες του Σόρος ότι «ο συνδυασμός των θεωρητικών υποδείξεων και της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχει οδηγήσει στη σημερινή χαοτική κατάσταση». Ο Σόρος στο βιβλίο του «Η κρίση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού» κριτικάρει την κλασσική θεώρηση των οικονομολόγων αναφέροντας πως «η αδιαμφισβήτητη πίστη στις δυνάμεις της Αγοράς μας τυφλώνει σε βαθμό, που να μην μπορούμε να διακρίνουμε αστάθειες κρισίμου χαρακτήρα και πως αυτές οι αστάθειες, με μία μορφή αλυσιδωτής αντίδρασης, προκαλούν τη σημερινή κρίση – μία κρίση που εμπεριέχει το δυναμικό για να επιδεινώνεται όλο και περισσότερο». Βεβαίως, η επωδός του Σόρος είναι γνωστή. Θεωρεί ότι είναι εσφαλμένη η άποψη ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές τείνουν προς την ισορροπία, και ότι οι αποκλίσεις από αυτή είναι τυχαίες, και μας προτρέπει να αναζητήσουμε το νέο εννοιολογικό πλαίσιο για το πώς πραγματικά λειτουργούν οι αγορές, για να μπορέσουμε να αποφύγουμε την οικονομική καταστροφή και να επέλθει έτσι κάποια στιγμή η οικονομική ανάπτυξη. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί εξεταστέα ύλη για τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων. Στην ουσία, ο Σόρος επαναλαμβάνει με άλλο τρόπο, και με τη γνώση της κρίσης του 2008, αυτά που έγραψε το 1987 στο βιβλίο του «Η αλχημεία των Οικονομικών», στο οποίο διατυπώνει την προσφιλή του θεωρία ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν μπορούν να θεωρούνται ως απόλυτα αποδοτικές, επειδή οι τιμές είναι αντανακλάσεις άγνοιας και προκαταλήψεων εκατομμυρίων επενδυτών και συχνά στερούνται λογικής. Εάν η οικονομική ανάπτυξη, κατά ένα μεγάλο μέρος, στηρίζεται στις «αντανακλάσεις άγνοιας και προκαταλήψεων» τότε για ποια ανάπτυξη μιλάμε;

Γ. ΕΞΑΡΧΟΣ: Η ανάλυση των οικονομικών και των κοινωνικών στοιχείων και των δομών των σύγχρονων χωρών/ κρατών πείθει όλο και περισσότερο ότι η διαμορφούμενη νέα διεθνής τάξη πραγμάτων –στο πλαίσιο της λεγόμενης Νέας Οικονομίας– είναι αυτή που επιβάλλεται μέσω της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ, ενώ εκείνο που απαιτεί η παγκόσμια κοινωνία είναι η επέκταση των αρχών της δικαιοσύνης, της ισότητας και της ορθολογικής οικολογικής χρήσης των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και πόρων, ώστε να υπάρξει σμίκρυνση και ελαχιστοποίηση των ανισοτήτων και διαφορών μεταξύ των διαφόρων χωρών και συνάμα να υπάρξει προοπτική μελλοντικής εξίσωσης των επιπέδων ανάπτυξης των χωρών/ κρατών του κόσμου. Τα επεσήμανε ο Constantinescu ήδη από το 1980.
Το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας αποτελεί έκφραση «βαθμού ανάπτυξης» των δυνάμεων παραγωγής στο πλαίσιο του εθνικού ή κρατικού χώρου, και δηλώνει την εξέλιξη του επιπέδου του συστήματος παραγωγής, του συστήματος κοινωνικής οργάνωσης, αλλά και του επιπέδου των τεχνολογικών δυνατοτήτων και του βαθμού εξειδίκευσης της εργασίας, καθώς και του επιπέδου των ρυθμών παραγωγικότητας της εργατικής δύναμης κ.λπ. Στο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης ενσωματώνονται και διαδικασίες σχετιζόμενες άμεσα με καλύτερες αξιοποιήσεις των πλεονεκτημάτων που παρέχει ο καταμερισμός της εργασίας, το συνεργατικό πνεύμα και η συνεταιριστική οργάνωση της παραγωγής και η κοινωνική αλληλεγγύη.
Οι διεθνείς συναλλαγές και το εξωτερικό εμπόριο λειτουργούν καθοριστικά στη διαμόρφωση του επιπέδου ανάπτυξης, διότι σε αυτό απεικονίζονται και ο «βαθμός ανάπτυξης» και η ποιότητα των παραγωγικών δραστηριοτήτων, δηλαδή στην ανάπτυξη κατ’ ουσίαν απεικονίζεται και το επίπεδο των ξένων επενδύσεων στη χώρα, και το επίπεδο της χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής οργάνωσης του κράτους κ.λπ. Για διεθνείς συγκρίσεις του επιπέδου ανάπτυξης χρησιμοποιείται κυρίως το Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ: α) γιατί είναι ο πιο εύχρηστος και αποδεκτός δείκτης από τη διεθνή στατιστική, β) γιατί εκφράζει τόσο το επίπεδο του τεχνολογικού εξοπλισμού και οργάνωσης/ εξειδίκευσης της εργασίας όσο και το επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Δηλαδή είναι ένας δείκτης που «προσωποποιεί» τα αποτελέσματα των οικονομικών δραστηριοτήτων μιας χώρας.
Η ανάπτυξη συνεχίζει να παραμένει ένα μακρινό όνειρο –για την πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη μας– και ένας συνειδητός στόχος για τις περισσότερες χώρες του κόσμου, αφού μέχρι σήμερα οι οικονομικές στρατηγικές και πολιτικές που έχουν εφαρμοσθεί ή εφαρμόζονται δεν έχουν οδηγήσει κατ’ ουσίαν πουθενά ή, μάλλον, δεν έχουν μπορέσει να συμβάλουν στη γεφύρωση του τεράστιου χάσματος που υπήρχε και υπάρχει μεταξύ πλούσιων από τη μία και φτωχών ή και αναπτυσσόμενων χωρών από την άλλη. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν κοινά αποδεκτές αναπτυξιακές πολιτικές, που η εφαρμογή τους να εγγυάται επίλυση των μέγιστων και ήδη οξυμένων παγκόσμιων προβλημάτων, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε όξυνση των υφιστάμενων αντιθέσεων, όξυνση που θα εκφρασθεί με μορφή θρησκευτικών πολέμων, ή πολέμων μεταναστών προς γηγενείς, ή πολέμων ανήλικων μη-ενταγμένων προς τους ενταγμένους ηλικιακά μεγαλύτερους, ή πολέμων φυλετικά, γλωσσικά και κοινωνικά καταπιεσμένων προς την κυρίαρχη οικονομικά και κοινωνικά τάξη, ή πολέμων των κοινωνικά αποκλεισμένων προς τους καταπιεστές τους, κ.ο.κ., ή πολέμων που τα «πεδία των μαχών» θα είναι οι μεγάλες πόλεις του αναπτυγμένου κόσμου, κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ , με ενδεχόμενη πυροδότηση παρόμοιων καταστάσεων (εξεγέρσεων) και σε χώρες όπως είναι η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία και άλλες.
Το χρήμα και ο πλουτισμός, ως παγκόσμια ιδεολογήματα, δεν μπορούν να προοιωνίσουν έναν καλύτερο κόσμο σε σύγκριση με αυτόν που τώρα ζούμε, οπότε μάλλον είναι κατανοητό το γιατί πολύ σύντομα διάφορες κοινωνικές εξεγέρσεις θα εξελίσσονται σε πολέμους –για τις αιτίες που προαναφέραμε–, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως θα υπάρξει και επίλυση των ζωτικών προβλημάτων που σχετίζονται με την ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισονομία. Ίδωμεν!

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ



Μία συζήτηση του Βασίλη Κάρτσιου με τον Γιώργη Έξαρχο


Η εντυπωσιακή γκραβούρα του 16ου αιώνα του Πιέτερ φαν ντερ Χέυντεν "Η μάχη για το Χρήμα". Η χαοτική σύρραξη εξανθρωπισμένων μπαούλων, κουμπαράδων και βαρελιών με νομίσματα. Αυτή η μάχη και όλες οι μάχες της ιστορίας έγιναν για τα χρήματα και τα αγαθά.


Β. ΚΑΡΤΣΙΟΣ: Το 1545 ένας Ινδιάνος, ονόματι Ντιέγκο Γκουάλπα, ανακάλυψε στο Περού, στην οροσειρά Σέρο Ρίκο, ένα από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα ατόφιου αργυρομεταλλεύματος που βρέθηκαν ποτέ σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ο Γκουάλπα «χτύπησε» πέντε μεγάλες φλέβες αργύρου που, μεταξύ των ετών 1556 και 1783, απέδωσαν στην Ισπανία 45.000 τόνους καθαρό ασήμι, οι οποίοι μετατράπηκαν σε νομίσματα και σε ράβδους. Ο άγνωστος Ντιέγκο Γκουάλπα είχε καταστήσει την Ισπανία οικονομική υπερδύναμη και ταυτόχρονα άλλαξε την οικονομική ιστορία του κόσμου. Όμως ο φουκαράς Γκουάλπα άθελά του είχε καταστεί ηθικός αυτουργός στη γενοκτονία των Ινδιάνων της περιοχής του Ποτοσί, που πέθαιναν κατά χιλιάδες στα διαβολικά έγκατα των ορυχείων. Τους αφανισμένους συντοπίτες του αντικατέστησαν, με την πάροδο του χρόνου, σκλάβοι από την Αφρική οι οποίοι συνέχισαν να γεμίζουν τα θησαυροφυλάκια του ισπανικού στέμματος. Ένα είναι σίγουρο: Εάν υπήρχε τρόπος επιστροφής από τα καζάνια της κόλασης, θα τον είχε βρει ο Φρανσίσκο Πιζάρο ο οποίος, αρχής γενομένης από το 1524, είχε εξολοθρεύσει τον στρατό των Ίνκας και τον τελευταίο τους βασιλιά Αταχουάλπα το 1533. Οι Ισπανοί επιδόθηκαν σε ένα όργιο λεηλασιών για τους επόμενους τρεις αιώνες. Ο Πιζάρο δολοφονήθηκε στη Λίμα το 1541 και δεν πρόλαβε να δει το ασημένιο βουνό του Γκουάλπα. Σίγουρα θα είχε ζητήσει να τον θάψουν εκεί. Υπενθυμίζεται ότι αυτήν ακριβώς την περίοδο εμφανίζεται, ίσως για πρώτη φορά μετά το μεσαίωνα, το ισπανικό ρεάλι ως ισχυρό νόμισμα σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο, και το οποίο έδωσε τη νομισματική ώθηση για τις ισπανικές κατακτήσεις. Έκτοτε, η ύπαρξη ενός ισχυρού παγκόσμιου νομίσματος – επιβήτορος υπήρξε αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για τις δυνάμεις εκείνες που επεδίωκαν  την παγκόσμια ηγεμονία, αν και η μεταποίηση ενός πολυτίμου μετάλλου σε νομίσματα με προκαθορισμένο βάρος ανάγεται στα χρόνια της αρχαιότητας. Όμως στον 20ο αιώνα προέκυψε και μία άλλη αβεβαιότητα. Η αξία του χρήματος δεν παρέμενε ποτέ σταθερή και κανείς πλέον δεν γνώριζε ποια θα ήταν η αξία του χρήματος, ανεξαρτήτως του τρόπου απόκτησής του. Τα πράγματα, από πολύ νωρίς, είχαν φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε η ύπαρξη ενός σταθερού εισοδήματος να οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε πτώχευση. Για παράδειγμα, το 1967 η αγοραστική αξία του δολαρίου ήταν 91 σεντς και στην αρχή του 1975 είχε κατρακυλήσει στα 64 σεντς. Τι συμβαίνει, λοιπόν, με το χρήμα;

Γ. ΕΞΑΡΧΟΣ: Το χρήμα δεν αποτελεί μόνο δέλεαρ αλλά υπάρχει και κάτι το ακόρεστο στη φύση του, που εκδηλώνεται ως ακόρεστη πλεονεξία των όσων το κατέχουν ή το επιζητούν, και έχει σχέση όχι με τις ανάγκες του ανθρώπου μα με τα πάθη του και την αντίληψη ότι το χρήμα μπορεί να οδηγήσει σε απόλυτη ικανοποίηση, στην «ευτυχία». Σε ορισμένους αντιπροσωπεύει το "ονειρεμένο" αντικείμενο για μία απόλυτη και παθιασμένη επένδυση, πρόκειται δε για το πάθος που το ενσαρκώνει ο φιλάργυρος. Η φιλαργυρία είναι καταδικασμένη και στιγματισμένη από την αρχαιότητα –στην ελληνική γραμματολογία– και ο χριστιανισμός έχει υιοθετήσει την ίδια αντίληψη και καταδικάζει σε αιώνιο θάνατο όσους ποθούν και επιζητούν διακαώς το χρήμα, διότι εκτός από τη χαρά που προκαλεί, κάνει και ακόρεστο το πάθος του ανθρώπου γι’ αυτό. Για λόγους δικαιοσύνης ο πλούτος είναι καταδικαστέος, γιατί αποτελεί ύβριν προς τους φτωχούς και γι’ αυτόν τον λόγο είναι καταραμένος, η δε φιλαργυρία αποτελεί, για τον χριστιανικό κόσμο, ύψιστη διαστροφή. Το χρήμα, ένα κατ’ ουσίαν κοινωνικό φαινόμενο, τόσο ως νόμισμα (κέρματα και χαρτονομίσματα) όσο και ως μέσο συναλλαγής, είναι φορτωμένο (ως έννοια) με περισσότερες "αξίες" – από όσες συνήθως του αποδίδονται – εξαρτάται από μία υπέρτατη εξουσία και ξεπερνάει κατά πολύ τις οικονομικές λειτουργίες.
Ο Χριστιανισμός, ορθόδοξοι και καθολικοί, θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχή του χρήματος, βασιζόμενος στα κείμενα των ευαγγελίων, τα οποία καταδικάζουν απερίφραστα τους «πλουτούντες», οι οποίοι δύσκολα θα μπορούν να μπουν στη Βασιλεία των Ουρανών. Το χρήμα ταυτίζεται με τον μαμωνά, οπότε οι πιστοί του Θεού δεν επιτρέπεται να έχουν σχέση με τον μαμωνά, ήτοι με το χρήμα. Έτσι, η φτώχεια αξιολογείται από τη χριστιανική παράδοση ως διαδικασία ιδιάζουσα, που μπορεί να φτάσει ως την απόλυτη ένδεια, και ως οδός που οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών.
Τούτη η αντίληψη έχει αφετηρία το γεγονός ότι και τότε ήταν και τώρα είναι κοινός τόπος ότι το χρήμα αυτονομήθηκε και απομακρύνθηκε από τα αγαθά των οποίων αποτελούσε κοινό μέτρο ανταλλαγής και επέτρεψε την ισοτιμία του συνόλου των διαθέσιμων αντικειμένων μέσα στον κόσμο. Φάνηκε ότι έγινε ένα λειτουργικό ισοδύναμο της ιδέας του Θεού, χρήσιμο για την επίλυση της διαφορετικότητας και των αντιφάσεων του κόσμου, λες και το χρήμα με αυτόν τον τρόπο έπαιρνε τη θέση του Θεού! Η χριστιανική αντίληψη για το χρήμα φαίνεται να έχει περάσει και σε πολιτικά ιδεολογήματα συγκαιρινά μας, εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι εκφραστές αυτών των ιδεολογημάτων στρέφονται πολλάκις ρητά ή ρητορικά κατά του χρήματος, κατά των δυνάμεων του χρήματος, του χρήματος που διαφθείρει ή που αγοράζει, ή που συνθλίβει, ή που σκοτώνει, ή που καταστρέφει, «του χρήματος που διαβρώνει ακόμα και την ανθρώπινη συνείδηση». Ο φόβος θεοποίησης του χρήματος υποκίνησε πολλές κοινωνικές και πολιτικές ουτοπίες που απέρριπταν το χρήμα,  θεωρώντας το πηγή παγκόσμιας δυστυχίας, και κατ’ αυτόν τον τρόπο θεώρησαν ότι αντιστέκονται στη νομισματική οικονομία, οπότε εισηγήθηκαν οργάνωση ενός συστήματος ανταλλαγής των αγαθών χωρίς χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση, για να υπάρξουν κοινωνικές σχέσεις τέτοιες που δεν θα στηρίζονταν στο κυνήγι του κέρδους.

Β. ΚΑΡΤΣΙΟΣ: Αντιλαμβάνομαι την «ηθική» διάσταση που θέτεις, αλλά νομίζω ότι για τους έχοντες και κατέχοντες αυτή η προσέγγιση ανάγεται και πάλι στη νομισματική – δημοσιονομική της εκδοχή. Δηλαδή, σαφώς και οι ηγεμόνες της Ισπανίας διαπίστωσαν από πολύ νωρίς ότι αυτή η υπεραφθονία του ασημιού, οδήγησε στην πτώση της αξίας του μετάλλου, εξαιτίας της υπερπροσφοράς ασημένιων νομισμάτων. Εκείνη την εποχή και για σειρά δεκαετιών, το κόστος ζωής αυξήθηκε κατακόρυφα και όχι μόνον στην Ισπανία. Στην Ανδαλουσία μέσα σ’ έναν αιώνα οι τιμές αυξήθηκαν πέντε φορές. Στην Αγγλία από το 1550 έως και τα τέλη του 17ου αιώνα η αύξηση των τιμών ήταν 3,5 φορές πάνω από το επίπεδο πριν την εποχή του Κολόμβου, του Κορτέζ και του Πιζάρο. Αντιθέτως, στην αρχαία Ρώμη υπήρξε μία παρατεταμένη μακραίωνη περίοδος συνεχούς νομισματικού εξευτελισμού, που είχε φθάσει σε σημείο τα νομίσματα να έχουν περιεκτικότητα σε άργυρο μόλις το 2%. Για την οικονομία της συζήτησης, μεταφέρω τη ρήση του Niall Ferguson: «Το χρήμα αξίζει μόνον όσο προτίθεται κάποιος να σας πληρώσει γι’ αυτό. Μία αύξηση στο απόθεμά του δεν θα κάνει την κοινωνία πλουσιότερη, παρόλο που μπορεί να κάνει πλουσιότερη την κυβέρνηση η οποία μονοπωλεί την παραγωγή χρήματος. Από τη στιγμή που τα υπόλοιπα παραμένουν ως έχουν, η νομισματική επέκταση απλώς θα ανεβάσει τις τιμές». Με τη δική μας επισήμανση ότι γίνονται πλουσιότεροι αυτοί που μονοπωλούν την παραγωγή χρήματος, αλλά στην εποχή μας «αυτοί» δεν είναι οι κυβερνήσεις και ούτε η παραγωγή χρήματος έχει αποκλειστικά σχέση με τη νομισματοκοπία. Πριν μερικά χρόνια η αύξηση στην τιμή του πετρελαίου συμπαρέσυρε προς τα πάνω, δημιουργώντας έντονες πληθωριστικές πιέσεις, όλα τα καταναλωτικά είδη και τις υπηρεσίες. Εδώ και ένα χρόνο η κατακόρυφη πτώση της τιμής του πετρελαίου προκαλεί τρόμο σε ορισμένους κύκλους καθώς προκύπτουν πληθωριστικές τάσεις από τον … αποπληθωρισμό των οικονομιών. Με τέτοιες χαμηλές τιμές στο πετρέλαιο, μειώνονται οι ανάγκες δανεισμού για τις καταναλώτριες χώρες και πηγαίνουν στα τάρταρα οι χώρες - παραγωγοί. Η Βενεζουέλα κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης οικονομικής ανάγκης καθώς η ύφεση έφθασε στο 7,1% και ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε στο 141,5%. Δηλαδή, αυτή καθαυτή η αξία του προϊόντος δημιουργεί υφεσιακές τάσεις είτε βρίσκεται στα 120 δολάρια, είτε στα 30 δολάρια το βαρέλι. Συνεπώς, πως ερμηνεύεται η αξία ενός μετάλλου ενός νομίσματος ή ενός προϊόντος, στην περίπτωσή μας του πετρελαίου, ως νομισματικό ισοδύναμο;

Γ. ΕΞΑΡΧΟΣ: Η διαδεδομένη αντίληψη για το χρήμα είναι ότι αυτό υπάρχει και λειτουργεί για να διευκολύνει τις ανταλλαγές. Η άποψη πολλών οικονομολόγων ότι το χρήμα συμβάλλει στις συναλλαγές που αποτελούν πηγή συλλογικού πλούτου, κατ’ ουσίαν υπογραμμίζει τη συμβολή του χρήματος στην πρόοδο του εμπορίου και της βιομηχανίας, όχι όμως και στη δημιουργία του κοινωνικού εισοδήματος που εξακολουθεί να καθορίζεται από το προϊόν της γης και της εργασίας. Το χρήμα, κατά τον Αριστοτέλη, επινοήθηκε λόγω της αναγκαιότητας της ανταλλαγής. Το σχήμα Ε-Χ-Ε΄ ή Χ-Ε-Χ΄ (Εμπόρευμα – Χρήμα) έχει διαμορφώσει και εξηγεί την ισχύουσα τάση της οικονομικής επιστήμης να διακρίνει: α) την πραγματική σφαίρα της οικονομίας που έχει βασικές μεταβλητές: την παραγωγή, την απασχόληση, την κατανάλωση· β) την νομισματική σφαίρα της οικονομίας που έχει βασικές μεταβλητές: τις ονομαστικές τιμές, τον πληθωρισμό, που από μια πρώτη σκοπιά ιδωμένες φαίνεται να μην έχουν επιπτώσεις στην πρώτη σφαίρα, ενώ η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν τέτοιες επιπτώσεις – πολλάκις πολύ δυσμενείς. Η αντίληψη ότι το νόμισμα / το χρήμα είναι «ουδέτερο» και ότι αποτελεί «πέπλο» κάλυψης της πραγματικής οικονομίας, αποτελεί είδος πρόκλησης που δεν δικαιώνει τη φύση του νομίσματος, σαν μια αμιγώς λειτουργιστική διάσταση, σαν ένα απλό μέσο ανταλλαγών.
Το χρήμα-νόμισμα αποτελεί κοινωνική πραγματικότητα και είναι φορέας συμβόλων με ακατάληπτες χρήσεις, όταν δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν η κουλτούρα και το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων εντός των οποίων κυκλοφορεί. Το νόμισμα-χρήμα δεν πρέπει να αποσπάται από τα κοινωνικά σύνολα στα οποία ανήκει και είναι αναγκαίες οι πνευματικές και συναισθηματικές αναπαραστάσεις μέσα στις κοινωνικές ομάδες. Κατ’ ουσίαν η οικονομική επιστήμη δεν υιοθετεί τη θεωρία του νομίσματος-πέπλου και η υπόθεση της ουδετερότητας του χρήματος αμφισβητείται ευθέως. Ο Κέυνς είναι εκείνος που πρώτος προσμετρά τη διάσταση του χρόνου, ενδιαφερόμενος για τα κίνητρα κατοχής και ζήτησης του χρήματος (κερδοσκοπία, προφύλαξη κ.λπ.), και αποσαφηνίζει ότι η κατοχή χρημάτων απαλύνει την ανησυχία των αβέβαιων ως προς το μέλλον φορέων και ότι το νόμισμα είναι ένας δεσμός ανάμεσα στο παρόν και στο μέλλον.
Στις κοινωνίες των δυτικών δημοκρατιών, η πολιτική αρχή διασφαλίζει τον ρόλο του θεσμικού εγγυητή της αξιοπιστίας του χρήματος. Τα κράτη δημιουργούν τα μέσα σταθεροποίησης της αξίας του χρήματος στον χρόνο, μονοπωλώντας προοδευτικά την έκδοση του χρήματος και τη νομισματοκοπία. Αυτή η ενέργεια καθιστά τη νομισματική υπεροχή συστατικό στοιχείο της πολιτικής υπεροχής. Το χρήμα υπάρχει μόνο εγγυημένο από μια πολιτική αρχή, τείνει –κατά συνέπεια– να γίνει προνομιούχος έκφραση αυτής της αρχής, χρησιμεύοντας ως συμβολικό υποκατάστατό της. Το χρήμα, ως προερχόμενο από μια εξουσία, αποτελεί θεμελιώδη αναπαράσταση της εξουσίας, και γι’ αυτόν τον λόγο είναι κάτι παραπάνω από απλό νόμισμα. Από τη στιγμή που το χρήμα γίνεται προνόμιο της ηγεμονικής αρχής, κάθε ανταγωνιστικό εγχείρημα υπόκειται στις πλέον αυστηρές ποινικές κυρώσεις. Η πλαστογραφία και η παραχάραξη νομισμάτων θεωρούνται παραβάσεις κατά του κράτους, του έθνους, της δημόσιας ειρήνης και προβλέπονται αυστηρές ποινικές κυρώσεις γι’ αυτές τις παραβάσεις.
Τα εθνικά νομίσματα δεν κατορθώνουν στην πράξη να καλύψουν το πεδίο των νομισματικών πρακτικών. Η ιδέα απόλυτης κυριαρχίας ενός οικουμενικού νομίσματος προσκρούει στην πραγματικότητα της συνύπαρξης πλειάδας εθνικών νομισμάτων. Η περίπτωση του ευρώου θέτει το ζήτημα της πολιτικής και κοινωνικής σημασίας ενός νομίσματος πραγματικά αποσπασμένου από την πολιτική ηγεμονία. Το ευρώον δεν στηρίζεται σε αναγνωρίσιμη ηγεμονική εξουσία, δεν έχει την πολιτική νομιμότητα των λαών, δεν υποκρύπτει ισχυρό σύμβολο κρατικής εξουσίας –πράγμα σύνηθες στα εθνικά νομίσματα-σύμβολα–, αποτελεί (ως κέρματα και ως χαρτονομίσματα) ένα πραγματικό κενό ταυτότητας, γεγονός που το κάνει ευάλωτο σε κερδοσκοπικές επιθέσεις. Αυτό συνειδητοποιώντας η Γερμανία, κατά την ενοποίηση του Δυτικού και Ανατολικού τμήματος της, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, την οδήγησε στο να παράσχει προστασία στο ευρώον, και διά μέσου αυτής της προστασίας να ασκήσει ευρωπαϊκή ηγεμονία, διότι ως ηγεμονική δύναμη, που θα εκφράζεται και μέσα από το νόμισμα ευρώον-ευρώ, θα πραγματώσει ότι δεν κατόρθωσε να επιβάλει στον ευρωπαϊκό κόσμο με τους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα, των οποίων υπήρξε η κύρια υπαίτιος.
Το χρήμα στον σύγχρονο κόσμο της κυριαρχίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και των αγορών έχει και τη μορφή ενός ηθικού αντικειμένου, διότι σχετίζεται με αξίες αντί να τελεί υπό καθεστώς αξιολογικής ουδετερότητας. Στα θεμέλια των οικονομικών πρακτικών παρατηρείται ότι το χρήμα ενέχει αξία με περιεχόμενο ηθικό, πολιτισμικό, θρησκευτικό, αξία κατά πολύ διαφορετική από εκείνη του μέσου ανταλλαγής των αρχέγονων οικονομιών. Η σχέση των ανθρώπων με το χρήμα είναι περίπλοκη και συχνά αντιφατική και διαπιστώνεται πως μεγάλο μέρος της ζωής τους οι άνθρωποι το αφιερώνουν σε δραστηριότητες απόκτησης χρημάτων και πως συχνά γίνεται επίκληση του χρήματος (διακριτική ή μη, αμήχανη ή μη) σε ποικίλες περιπτώσεις. Κατά το παρελθόν έχουν κυριαρχήσει εχθρικές  στάσεις απέναντι στο χρήμα και αφετηρία τους υπήρξε η καχυποψία που εκδηλώθηκε απέναντι στην κρατούσα άποψη ότι το χρήμα είναι το γενικό ισοδύναμο των συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα, και καταγγέλθηκε δε ως το μέσο γέννησης της απληστίας, ενώ καταδικάστηκε για την ηθικά αθέμιτη πρακτική του – της τοκογλυφίας.
Το θέμα της ηθικής διάστασης του χρήματος και του πλούτου έχει θιχτεί από τους ποιητές Θέογνη και Αριστοφάνη, από τους φιλόσοφους Πλάτωνα και Αριστοτέλη, από τον Ξενοφώντα και από άλλους σημαντικούς της αρχαιοελληνικής γραμματολογίας, όπως λ.χ. ο Πλούταρχος, αλλά και από εξέχουσες προσωπικότητες της μεταχριστιανικής περιόδου, των οποίων οι απόψεις και θέσεις εδράζονταν πάνω στις θρησκευτικές αρχές. Ως γνωστόν, οι θρησκευτικές αρχές από τις οποίες διέπεται κάποιος συμβάλλουν καθοριστικά στη δημιουργία καχύποπτων διαθέσεων απέναντι στο χρήμα.

Β. ΚΑΡΤΣΙΟΣ: Επομένως, για να αντιστρέψω την τελευταία σου επισήμανση, αν κάποιος δεν διέπεται από κάποιες συγκεκριμένες θρησκευτικές αρχές, αλλά από ένα είδος απροσδιόριστης «πανθρησκείας», θα μπορούσε κάλλιστα να μην διαθέτει καχύποπτες διαθέσεις απέναντι στο χρήμα. Πόσον μάλλον εάν βρίσκεται στην προνομιακή θέση να «κόβει» χρήμα, χωρίς αντίκρισμα σε κάποιο πολύτιμο μέταλλο, και να προσδιορίζει να διαχειρίζεται και να αξιολογεί κατά το δοκούν τα χρηματιστηριακά προϊόντα και τις δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών. Η επιδίωξη απόκτησης χρήματος και η κάθε είδους συσχέτιση με αυτό, είναι ικανή συνθήκη για να προκαλέσει μία εντελώς διεστραμμένη αντικοινωνική συμπεριφορά. Το «ισπανικό» ασήμι είχε διαχυθεί σε όλη την Ευρώπη, γεγονός που οδήγησε σε μία ευρεία γκάμα νομισμάτων, συνήθως νοθευμένων. Το 1606 το ολλανδικό κοινοβούλιο είχε καταγράψει την κυκλοφορία 341 αργυρών και 505 χρυσών νομισμάτων, που για όλα έπρεπε να υπάρχει μία επίσημη πιστοποίηση για την πραγματική τους αξία. Δημιουργήθηκαν έτσι οι τράπεζες – φύλακες που καθόριζαν και ήλεγχαν την «κυκλοφορία» των νομισμάτων και όχι βεβαίως με το αζημίωτο. Μετά την «ανακάλυψη» της πίστωσης από τις τράπεζες, η έκδοση ομολόγων ήταν η δεύτερη μεγάλη τομή στην ανέλιξη του χρήματος στη σύγχρονη εποχή. Για τον Χριστιανισμό ο έντοκος δανεισμός χρημάτων υπήρξε ανέκαθεν αμαρτία. Οι «τοκιστές» αφορίζονταν και κάθε αντίθετη άποψη περί αυτού καταδικαζόταν ως αίρεση. Εντυπωσιάζει η ξεχωριστή κόλαση για τους χριστιανούς τοκογλύφους στη Ραψωδία του Δάντη Αλιγκιέρι: «Θλίψη ανάβλυζε κι έτρεχε από τα μάτια τους/ καθώς τίναζαν πέρα – δώθε τα χέρια τους για να ανακουφιστούν/ πότε από το φλογισμένο ατμό και πότε από το καυτό χώμα/ Να ξύνονται ολόιδια όπως κάνουν τα σκυλιά το καλοκαίρι/ πότε με τη μουσούδα και πότε με τα πόδια τους/ όταν τα τρώνε οι ψύλλοι και οι μύγες και οι οίστροι/». Επομένως, δεν προκαλεί εντύπωση ότι ο έντοκος δανεισμός είχε καταστεί ελεύθερο και προνομιακό πεδίο των Εβραίων, από την εποχή ακόμη της υπερπόντιας εμπορικής κυριαρχίας της Βενετίας.

Γ. ΕΞΑΡΧΟΣ: Η κακή χρηματιστική (καπηλευτική), κατά τον Αριστοτέλη, δεν έχει καμιά δικαιολογία, γι’ αυτό και κατακρίνεται εάν οδηγεί το «πλείστον ποιήσει κέρδος», όπως κατακρίνεται και η πρακτική του έντοκου δανείου, η οποία είναι απεχθής για τον λόγο ότι είναι απολύτως αντίθετο στη φύση να αποσπά κάποιος κέρδος από το ίδιο το νόμισμα, να αποσπά κέρδος από το χρήμα. Η καταδίκη του κέρδους από το χρήμα κυριάρχησε και κατά τους χρόνους του Μεσαίωνα, ο δε Θωμάς Ακινάτης καταδίκαζε ανοιχτά την ανταλλαγή χρήματος έναντι χρήματος με σκοπό το κέρδος, καταδίκαζε το έντοκο δάνειο. Η Εκκλησία θεώρησε κάθε δάνειο που αποδίδει –με υπέρβαση του αρχικού ποσού– ότι είναι τοκογλυφία, οπότε έπρεπε να παραγράφεται. Ο όρος τοκογλυφία σχετιζόταν με κάθε έντοκο δάνειο και όχι με το δάνειο που έχει υπερβολικό τόκο, όπως ως σήμερα νοείται. Ώστε, υπήρξε θρησκευτική απαγόρευση του τοκογλυφικού κέρδους ή θρησκευτική απαγόρευση κάθε έντοκου δανείου. Έτσι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρέμειναν υπό υψηλή εκκλησιαστική επιτήρηση ο οικονομικός τομέας και το τραπεζικό σύστημα, σε πολλές καθολικές χώρες της Δ. Ευρώπης, σχεδόν μέχρι το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, αφού υπήρχε απόρριψη του έντοκου δανείου λόγω της απαγόρευσης της τοκογλυφίας από τη θρησκεία.
Ο χριστιανισμός, ακολουθώντας την αριστοτελική παράδοση, καταδικάζει το χρήμα και τον πλούτο και προσπαθεί να αξιοποιήσει συστηματικά τη φτώχεια, ενώ ο ιουδαϊσμός και η εβραϊκή Βίβλος θεωρεί τον πλούτο «σημάδι θείας ευλογίας». Ίδια αντίληψη έχει και ο ισλαμικός κόσμος και το Κοράνι. Αν και τα «ιερά κείμενα» επιτρέπουν το εμπορικό κέρδος, αυστηρά περιχαρακωμένο, που δεν μπορεί να ξεπερνάει το ένα έκτο (1/6) της τιμής κόστους, το Ισλάμ τιμά τον έμπορο και θεωρεί το εμπόριο ότι αντιπροσωπεύει έναν έντιμο τρόπο να κερδίσει κάποιος τη ζωή του, και δεν καταδικάζει τον πλούτο, γιατί, για τον ισλαμικό κόσμο, φτάνει η περιουσία να μη διογκώνει την αλαζονεία των πλουσίων και να μη τους απομακρύνει από τον Θεό. Έτσι, οι μεν Εβραίοι επιδόθηκαν στην «τοκογλυφία», οι δε Ισλαμιστές καταδίκασαν το «έντοκο δάνειο» και τον πλουτισμό που προκύπτει μόνο από χρηματικό δανεισμό.
Οι Προτεστάντες είναι οι πρώτοι που συνέβαλαν στην άρση της καχυποψίας των χριστιανών απέναντι στο χρήμα, γεγονός που αποτέλεσε την αναγκαία συνθήκη ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ο Καλβινισμός δέχεται τον πλούτο και την οικονομική επιτυχία ως προνομιούχο σημάδι θεϊκής επιλογής, ενθαρρύνει τη δημιουργία της πρωτόγονης συσσώρευσης, που καθορίζει την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη. Τώρα το θρησκευτικό κώλυμα αίρεται, ο καπιταλισμός αναπτύσσει τη δική του λογική ανεξάρτητα από οποιοδήποτε θρησκευτικό πλαίσιο. Η εμμονή της δυσπιστίας στο χρήμα δεν εμπόδισε την ανάπτυξη του καπιταλισμού ούτε την ανάδυση της αστικής τάξης. Η οικονομική υπεροχή των μεγαλοαστών του καπιταλιστικού κόσμου, παρ’ όλα αυτά, δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τον σεβασμό που απαιτεί, ούτε την άσκηση αξιοπρεπών επαγγελμάτων, μιας και το χρήμα παραγκωνίζεται όλο και πιο πολύ, από το αριστοκρατικό μοντέλο που αντιπαραθέτει την ηθική της τιμής στην αξιοπρέπεια του χρήματος, κάτι που εξακολουθεί ακόμα να γοητεύσει τον αστικό κόσμο.

Β. ΚΑΡΤΣΙΟΣ: Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει αρκετά σοφότεροι καθώς ζήσαμε, σε πραγματικό χρόνο, τις συνέπειες του υπερδανεισμού, τόσο σε επίπεδο φυσικών προσώπων όσο και σε επίπεδο κρατών. Η σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης του 2010 οδήγησε τη χώρα μας στα τρία μνημόνια και σε ακόμη χειρότερο υπερδανεισμό. Μέσα σε μόλις 4 χρόνια υποχρεωθήκαμε σε δανεισμό πολύ μεγαλύτερο από την περίοδο που δανειζόμασταν από τις «αγορές». Αν και αυτή η ιστορία του υπερδανεισμού και της εξάρτησης ανάγεται στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, η πολιτική ελίτ όχι μόνο δεν προφύλαξε τη χώρα αλλά την έσπρωχνε συστηματικά, ιδιαιτέρως μετά το 1981, σε ένα φαύλο κύκλο που νομοτελειακά θα οδηγούσε στη σημερινή οικτρή κατάσταση με τα δυσθεώρητα ποσοστά ανεργίας και την παρατεταμένη ύφεση. Οι τράπεζες πλήρωσαν αυτή την έξαλλη χρηματοπιστωτική πολιτική, με την εξαϋλωση των τιμών των μετοχών τους, αλλά πριν από αυτές καταστράφηκε η οικονομία της χώρας και η δυνατότητα της πολιτείας για ασφαλιστική και κοινωνική μέριμνα.

Γ. ΕΞΑΡΧΟΣ: Μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού και των βιομηχανικών εργατών μέχρι και στα μέσα του 20ού αιώνα δεν είχε καμία σχέση με τις τράπεζες, στον καπιταλιστικό κόσμο. Οι πιο πολλοί αγρότες και εργάτες διέθεταν ένα βιβλιάριο ταμιευτηρίου-καταθέσεων, μέσω του οποίου το κράτος συγκέντρωνε τους φόρους ή διέθετε τις επιχορηγήσεις. Το βιβλιάριο ταμιευτηρίου λειτούργησε ως άξονας διαπαιδαγώγησης των κοινωνιών για το τι εστί το χρήμα, ενώ η πρόνοια και η αποταμίευση ανακηρύχθηκαν από τα σχολεία σε ύψιστες πολιτειακές αρετές. Έτσι, τα δημοκρατικά σχολεία επέβαλλαν το ήθος της αποταμίευσης στις οικογένειες, με διοργάνωση μαθητικών διαγωνισμών έξαρσης του ήθους και της πράξης της αποταμίευσης, με έπαθλα «κουμπαράδες» και «βιβλιάρια καταθέσεων». Οι καταθέσεις, οι τόκοι, τα επιτόκια, οι ημέρες εργασίας, τα κεφάλαια, τα έσοδα, τα έξοδα κ.λπ. εισήλθαν ως διδακτέα ύλη και ασκήσεις στο μάθημα των Μαθηματικών. Έτσι, η  μύηση στα μυστικά του χρήματος αποτέλεσε πρώτιστο καθήκον στα σχολεία του καπιταλιστικού κόσμου, στα οποία δίδασκαν ότι το χρήμα από μέσο ανταλλαγής, μπορούσε να αποτελέσει πηγή κέρδους, ότι το χρήμα… μπορεί και φέρνει και άλλο χρήμα!
     Οι τράπεζες ως πρώτο σκοπό είχαν την αύξηση των «πρώτων υλών» τους, ήτοι την αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων, κατόπιν συνέχισαν να εξειδικεύονται σε χρηματοδοτικά ιδρύματα, οπότε προέκυψαν οι τράπεζες καταθέσεων, οι τράπεζες των επιχειρήσεων, οι τράπεζες μακροπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων πιστώσεων κ.ο.κ. Στην πορεία οι τράπεζες επέκτειναν το δίκτυό τους στα νοικοκυριά, προτείνοντας μια πλούσια γκάμα προϊόντων, όπως λ.χ. τις καταναλωτικές πιστώσεις κ.λπ., ενώ και οι μισθοί καταβάλλονται πια μέσω τραπεζών. Αυτών των "διευκολύνσεων" συνέπεια είναι η –μετά το έτος 2000– αύξηση των τιμολογίων των  τραπεζών για το σύνολο των παρεχόμενων από αυτές υπηρεσιών, εκ των οποίων μέγας αριθμός «χρεώσεων» γίνεται παράνομα και καταχρηστικά. Όμως, η δυναμική εισβολή των τραπεζών στον σύγχρονο κόσμο συνοδεύεται και: *από ισχυρή χρήση του λογιστικού νομίσματος (με εγγραφή σε λογιστικά βιβλία των τραπεζών του νομίσματος, με το οποίο γίνονται πληρωμές μέσω τράπεζας)· *από διαχωρισμό του λογιστικού νομίσματος από το πιστωτικό νόμισμα (χαρτονομίσματα, κέρματα)· *από καθιέρωση πληρωμών μέσω τραπεζών διαμεσολαβητικού χαρακτήρα (επιταγές, εμβάσματα, αναλήψεις, κάρτες )· *από μεταφορά χρημάτων υπό μορφή διακίνησης εγγράφων μεταξύ δύο τραπεζικών λογαριασμών, χωρίς υλική υπόσταση· *από απώλεια της υλικής υπόστασης του νομίσματος και της μετατροπής του σε ηλεκτρονικό.
Διαπιστώνεται ότι σήμερα ο εκδημοκρατισμός της πίστωσης θεμελιώνεται όχι στα περιουσιακά στοιχεία, αλλά στο μόνιμο εισόδημα των προσώπων, κυρίως αυτών που έχουν διασφαλίσει σταθερή σταδιοδρομία μισθωτού. Τα χορηγούμενα προσωπικά δάνεια ήταν γρήγορης απόδοσης και συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της μαζικής κατανάλωσης. Τούτη η διαδικασία οδήγησε πολλούς σε υπερχρεώσεις, για να αποκαλυφθεί ότι στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο οι τράπεζες ανήκουν στους πιο στυγνούς κερδοσκόπους, οπότε όχι αδικαιολόγητα οι δανειστές κατηγορούνται για ανευθυνότητα και άγρια εκμετάλλευση.
Οι εύκολες και χωρίς περιορισμούς δαπάνες αποτελούν το ιδεολόγημα των σύγχρονων κοινωνιών και θέτουν στο περιθώριο την ασκητική πρακτική και την παραδοσιακή οικονομική αρετή τής αποταμίευσης (των προηγούμενων γενεών), και το ιδεολόγημα αυτό πραγματώνεται μέσω των πιστωτικών καρτών, και η πιστωτική κάρτα γίνεται συνώνυμη της ηδονιστικής διαχείρισης του χρήματος. Στις ΗΠΑ αντιστοιχούν 10 κάρτες ανά κάτοικο και στην Ευρώπη 6 κάρτες ανά κάτοικο! Το χρήμα έχει χάσει τον υλικό του χαρακτήρα και απαιτεί ειδικές ικανότητες, οπότε,  για να θεωρείται φυσιολογική η κοινωνική ζωή του ανθρώπου –στον καπιταλιστικό κόσμο–, απαιτείται κατοχή τραπεζικού λογαριασμού, μέσω του οποίου: *γίνεται καταβολή του μισθού· *καταβάλλονται τα κοινωνικά επιδόματα· *εξοφλείται το ενοίκιο· *καταβάλλονται τα δίδακτρα σπουδών· *καταβάλλονται οι φόροι· *γίνονται ποικίλες δοσοληψίες κ.λπ.
Οι νέες μορφές νομίσματος, ήτοι οι πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες, οι πληρωμές μέσω Ιντερνέτ  («ηλεκτρονικό χρήμα»), μπορούν να παίξουν ρόλο τραπεζικού λογαριασμού, ξεπερνώντας τις δυσκολίες του ρευστού χρήματος. Ο βαθμός ευχέρειας χειρισμού του άυλου χρήματος μεταφράζει την εξοικείωση με την κοινωνία της πληροφορίας. Όσοι ελέγχουν αυτούς τους τρόπους διαχείρισης του χρήματος, τους θεωρούν εργαλεία βελτίωσης της καθημερινής τους διαχείρισης. Για έναν άνθρωπο που ταξιδεύει πολύ, η διαχείριση των λογαριασμών του μέσω Ιντερνέτ είναι πραγματικά χρήσιμα. Όμως, για μια μειονότητα ανθρώπων, το εν δυνάμει χρήμα είναι πηγή φόβου και ενίοτε υποβάθμισης της καθημερινής χρήσης, που  γίνεται πιο επώδυνη όταν διαπιστώνεται ότι η πλειονότητα των ανθρώπων είναι μέσα στα νερά της και οι ίδιοι (ως μειονότητα) εντάσσονται στους τραπεζικά αποκλεισμένους, αφού δυσκολεύονται στη διαχείριση του «νέου χρήματος».
Οι τραπεζιτικά αποκλεισμένοι δεν είναι μόνον τα πρόσωπα που δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό, αλλά όλα εκείνα που έχουν περιορισμένη πρόσβαση στα τραπεζικά προϊόντα και που αντιμετωπίζουν δυσκολίες χρήσης των τραπεζικών προϊόντων. Αποκλεισμένοι είναι και οι υπερχρεωμένοι και όσοι έχουν χαμηλά εισοδήματα. Σε ό,τι αφορά στο ευρώον, έχει αποδειχτεί πολύ κερδοφόρο μόνο για τους πολύ πλούσιους, που μπόρεσαν να κερδίσουν στις χρηματοοικονομικές αγορές, και πολύ κερδοφόρο για τους εμπόρους που στρογγύλεψαν τις τιμές των προϊόντων «προς τα πάνω», και πολύ κερδοφόρο για τις τράπεζες, των οποίων η ύπαρξη οφείλεται αποκλειστικά στη ληστρική κερδοσκοπία, ενώ για τα λαϊκά στρώματα και τη μεσαία τάξη η διαπίστωση είναι ότι με το ευρώον έχει μειωθεί η αγοραστική τους δυνατότητα.