Translate

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

AUKUS, BELH@RRA ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ

booksonthesites.blogspot.com




AUKUS or JoBo & Scott Co.


Δεν γνωρίζουμε αν το σχέδιο για τον εξοπλισμό του πολεμικού ναυτικού της Αυστραλίας (Royal Australian Navy), με 8 αμερικανικής και βρετανικής κατασκευής πυρηνοκίνητα υποβρύχια, είχε δρομολογηθεί πολύ πριν τη σύνοδο κορυφής της G7 αλλά αυτή καθ’ εαυτή η ακύρωση από την Αυστραλία της σύμβασης για τη ναυπήγηση σε γαλλικά ναυπηγεία 12 συμβατικών υποβρυχίων αποτέλεσε μία πράξη ατιμίας,  ακόμη και για τα δεδομένα του πολυπλόκαμου κόσμου των πολεμικών βιομηχανιών. Διότι επρόκειτο για ένα πρόγραμμα εν εξελίξει στο οποίο εργάζονταν 3.500 εξειδικευμένοι τεχνικοί και εργάτες, με τη συμμετοχή μάλιστα και δεκάδων Αυστραλών τεχνικών.

Η σύμβαση είχε υπογραφεί το 2016 και προέβλεπε την κατασκευή 12 ντιζελοκίνητων υποβρυχίων αξίας 66 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο διευθύνων σύμβουλος της Naval Group, Pierre Eric Pommellet, δήλωσε ότι η κυβέρνηση της Αυστραλίας ανακοίνωσε την ακύρωση της σύμβασης με την εταιρεία του χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση και με απίστευτη ωμότητα (Independent.co.uk). O Pommellet επεσήμανε, επίσης, στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro ότι η εταιρεία του θα διεκδικήσει όχι μόνον τις δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί, αλλά και τις αποζημιώσεις για το σύνολο των υποδομών και των εργαζομένων που χρησιμοποιήθηκαν για να υλοποιηθεί η σύμβαση κατασκευής των υποβρυχίων.

Ενδεικτικό των διεργασιών που προκάλεσε στα πολυεθνικά μεγαθήρια της πολεμικής βιομηχανίας η ωμή ανακοίνωση της ακύρωσης της σύμβασης της Naval Group από την κυβέρνηση της Αυστραλίας είναι το δημοσίευμα της Μύριαμ Ρόμπιν  στο Financial Review με τον ειρωνικό τίτλο «Το χαμένο συμβόλαιο για τα υποβρύχια της Naval Group δεν μπορεί να βλάψει την Rheinmetall». Η Rheinmetall είναι μία πολυεθνική πολεμική βιομηχανία με έδρα το Μόναχο και κεντρικά στο Ντίσελντορφ, που εμπλέκεται στην κατασκευή της επόμενης γενιάς των τεθωρακισμένων του αυστραλιανού στρατού, ως τμήμα του προγράμματος εκσυχρονισμού Land 400 ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όπως έγραψε η Ρόμπιν, η πρόταση του γερμανικού κολοσσού έγινε και με εκλογικά κριτήρια καθώς η συμπαραγωγή θα έχει έδρα στο Κουίνσλαντ, όπου ο εκλογικός συνασπισμός του Σκοτ Μόρισον είχε λάβει 23 από τις 30 έδρες. Εκεί εκλέγεται και ο υπουργός Άμυνας Πίτερ Ντάτον, ο οποίος δήλωσε ότι η Αυστραλία ήταν «ειλικρινής, ανοικτή και έντιμη» με τη Γαλλία στο θέμα των υποβρυχίων! Το «σύστημα» του Μπάζιλ Ζαχάρωφ πλανάται πάνω από την υφήλιο.

Παραφράζοντας τη ρήση του λόρδου Πάλμερστον  ότι «τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς, αλλά μόνον σταθερά συμφέροντα», θα λέγαμε ότι «τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς γιατί οι πολυεθνικοί κολοσσοί έχουν μόνον σταθερά συμφέροντα». Ο Πάλμερστον, παλιά πολιτική «καραβάνα» του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1807 έως και τον θάνατό του το 1865 όντας στο πρωθυπουργικό αξίωμα, διετέλεσε υπουργός των στρατιωτικών μέχρι το 1828, και υπουργός Εξωτερικών από το 1830 και για πολλά χρόνια στη συνέχεια. Ως εκ τούτου διαμόρφωσε εν πολλοίς και τη διπλωματική στάση της Αγγλίας όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης του 1821 αλλά και κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών ύπαρξης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ο αυταρχικός Πάλμερστον, που υπήρξε κατά καιρούς μέλος όλων των κομμάτων (Ουίγοι, Τόρις, Φιλελεύθεροι), υπήρξε ο βασικότερος θιασώτης των βρετανικών συμφερόντων και του δόγματος της αγγλικής ηγεμονίας του κόσμου του 19ου αιώνα.

Έτσι, λοιπόν, δικαιολογείται και το Brexit, και η σπουδή του Μπόρις Τζόνσον να συμμετάσχει στην AUKUS με στόχο να ηγεμονεύει η Βρετανία στον Ειρηνικό και στον Ινδικό ωκεανό, έστω και στη σκιά της Ουάσιγκτον. Γιατί η τριμερής αυτή αγγλοσαξονική στρατηγική συμμαχία, με πρόσχημα τον κίνδυνο από τον «κινέζικο δράκο», δεν αποτελεί μόνο ένα εμπορικό συμβόλαιο για την κατασκευή 8 πυρηνοκίνητων υποβρυχίων, αλλά περιλαμβάνει και όλο το πλέγμα της κυβερνοασφάλειας, τον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και τον τομέα των εξελιγμένων πυρηνικών συστημάτων. Οι Βρετανοί απλώς ακολούθησαν την πεπατημένη τους, που την είχε συνοψίσει κάποτε (1995) ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Μάλκομ Ρίφκιντ: «Οποιαδήποτε ευρωπαϊκή δράση στον τομέα της άμυνας πρέπει να αφορά διακρατικές συνεργασίες, όχι νέες υπερεθνικές δομές».

Η «θορυβώδης» αντίδραση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, και του συνόλου της γαλλικής διπλωματίας, ήταν φυσικό να πυροδοτήσει μία σειρά δημοσιευμάτων στα οποία μπορεί κανείς να ανιχνεύσει προσπάθειες ανάγνωσης αυτής νέας τριμερούς συμμαχίας Ηνωμένων Πολιτειών, Βρετανίας και Αυστραλίας, την οποία μάλιστα πληροφορήθηκε ο πλανήτης από τον ίδιο τον Τζο Μπάιντεν με «έκτακτο ανακοινωθέν». Το Λονδίνο κατηγορήθηκε για καιροσκοπισμό, αλλά στη βρετανική πρωτεύουσα δεν ίδρωσε το αυτί κανενός. Η αντίδραση του Μπάιντεν στις διαμαρτυρίες της γαλλικής διπλωματίας ήταν κατευναστική, όπως σ’ ένα παιδί που κάποιος άλλος πιτσιρικάς του παίρνει το γλειφιτζούρι από τα χέρια.

Οι Αγγλοσάξωνες υπενθύμισαν στον Μακρόν ότι η Γαλλία, μετά την οριστική συντριβή του Ναπολέοντα στο Βατερλό, εξακολουθεί να παίζει το ρόλο του βαστάζου των συμφερόντων τους ανά τον κόσμο και υπέδειξαν στο Παρίσι να περιοριστεί στην ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, λοιπόν, μας προέκυψε η αμυντική συμφωνία Γαλλίας – Ελλάδας με τα 24 Rafale και τις 3+1 φρεγάτες Belh@rra. Διότι όπως δήλωσε ο Γάλλος πρόεδρος, η συνεργασία Ελλάδας – Γαλλίας εντάσσεται στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και ότι συνεισφέρει στην ευρωπαϊκή ανεξαρτησία. Τώρα, πώς νοείται «ευρωπαϊκή ανεξαρτησία» στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, όπου ηγεμονεύουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία, αυτό μόνον ο Εμμανουέλ Μακρόν μπορεί να μας το εξηγήσει.

Μεγάλο κομμάτι της παραφιλολογίας -που συνεχίζεται- για τη δήθεν υπονόμευση του ΝΑΤΟ από τις προσπάθειες για την αμυντική ανεξαρτησία της ΕΕ είναι βρετανικής προέλευσης. Η βρετανική αντιπάθεια σε θέματα ευρωπαϊκής συνεργασίας είναι μόνιμη και δεδομένη και πριν την αποχώρηση από την ΕΕ, πόσο μάλλον για τα θέματα της κοινής αμυντικής πολιτικής, του «Ευρωστρατού» κλπ. Όλη αυτή η απέχθεια είχε φθάσει στην κορύφωσή της επί Μάργκαρετ Θάτσερ, και δεν έπαυσε έκτοτε ποτέ με αποτέλεσμα την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ.

Καμία συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), του Άμστερνταμ (1997) ή της Νίκαιας (2002) δεν κατοχύρωσε τη σύσταση μίας κοινής αμυντικής ανεξαρτησίας των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά την πρόβλεψη του Μάαστριχτ για μία πολιτική ασφάλειας. Οι χώρες του «προτεσταντισμού» (Ολλανδία, Γερμανία, Δανία κλπ) ως μέλη του άτυπου δόγματος της «κλειστής λίμνης του Ατλαντικού», με τις ΗΠΑ και τον Καναδά στην απέναντι «όχθη», αδυνατούν να δουν εαυτούς εκτός της αμερικανικής πυρηνικής ομπρέλας προστασίας στην Ευρώπη. Το ίδιο συμβαίνει, ίσως με περισσότερη ένταση, και με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης που έχουν στα ανατολικά τους την πανίσχυρη πυρηνική Ρωσία, η οποία αναγεννήθηκε από τις στάχτες της μετά τα διαλυτικά φαινόμενα από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Επομένως, αυτή τη στιγμή θιασώτες της αμυντικής ανεξαρτησίας της Ευρώπης παραμένουν, όπως θέλουν να δείχνουν τουλάχιστον, η Γαλλία και η Ελλάδα. Ο πραγματικός λόγος είναι ότι η Γαλλία θέλει να ισχυροποιήσει τη θέση της στην ανατολική Μεσόγειο και να δείξει ότι είναι μία πυρηνική δύναμη που μπορεί να παίξει περιφερειακό ρόλο στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα μετά τον εξοβελισμό της από την AUKUS. Από την πλευρά της, η Ελλάδα ισχυροποιεί τις δυνατότητες αποτροπής σε αέρα και θάλασσα και καλώς πράττει. Στην πράξη η Αθήνα αναγκάζεται να ακολουθήσει το δόγμα Ρίφκιντ περί διακρατικών  συνεργασιών στον τομέα της άμυνας. Έτσι μας προέκυψαν η Γαλλία, το Ισραήλ, τα ΗΑΕ, η Αίγυπτος. Τα περί «αμυντικής ανεξαρτησίας της Ευρώπης» είναι τα φούμαρα σε ένα φαγητό που δεν τρώγεται με τίποτα γιατί έχει ξινίσει στο πιάτο εδώ και 30 χρόνια.

Για παράδειγμα, διαβάστε τα παρακάτω:

«Η αυτόνομη αμυντική ύπαρξη της κοινοτικής Ευρώπης είναι από την άλλη πλευρά αναγκαία για να μην εξαρτάται από τις βίαιες μεταστροφές και την ασυνέπεια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και για να παίξει ένα ισοδύναμο ρόλο με αυτόν των πραγματικά μεγάλων δυνάμεων, δηλαδή των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Κίνας και της Ιαπωνίας».

Αυτό το απόσπασμα από άρθρο θα μπορούσε να είναι επιχείρημα υπέρ της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας μετά τις τελευταίες εξελίξεις, μόνο που έχει γραφεί πριν από 26 χρόνια (Γιώργος Δαράτος, Καθημερινή, 12 Φεβρουαρίου 1995).

«Για την Ελλάδα και με βάση τα σημερινά δεδομένα (σ.σ.: 1995), κάθε σκέψη για κοινή ευρωπαϊκή άμυνα είναι ευπρόσδεκτη για πολλούς λόγους και διότι θα άφηνε εκτός αυτής την Τουρκία, που θα έπαιζε το ρόλο της μέσα από μία αποδυναμωμένη ΔΕΕ και ένα υπερειδικευμένο ΝΑΤΟ, μακριά από το στενό κοινοτικό κέντρο λήψης πολιτικών αποφάσεων για τις εξωτερικές σχέσεις της Κοινότητας, την ασφάλεια και την άμυνά της. Όμως η ΔΕΕ είναι χρήσιμη, διότι όλες οι ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να είναι μέλη της χωρίς να είναι μέλη της Κοινότητας και χωρίς να υπάρχει λόγος να γίνουν, αφού μέσω αυτής και του ΝΑΤΟ, θα εξασφαλίζεται η προστασία όσων ανησυχούν κυρίως από τη Ρωσία με τις απρόβλεπτες αντιδράσεις και βλέψεις». (Δαράτος, 1995).

Η «χρήσιμη», όμως, Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ, στρατιωτική συμμαχία ευρωπαϊκών χωρών) διαλύθηκε επισήμως στις 30 Ιουνίου 2011. Προηγουμένως, η ρήτρα αμοιβαίας άμυνας της ΔΕΕ είχε αντικατασταθεί από μία ρήτρα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Όλα αυτά οδήγησαν με μία ανύπαρκτη ευρωπαϊκή αμυντική ανεξαρτησία, που ψάχνουν να βρουν τώρα ο Μακρόν με τον Μητσοτάκη στο πλαίσιο του …ΝΑΤΟ!