Translate

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ



Το 2ο μέρος της συζήτησης του Βασίλη Κάρτσιου με τον Γιώργη Έξαρχο



Β. ΚΑΡΤΣΙΟΣ: Στις Η.Π.Α., ήδη από το 1871, μετά την ξέφρενη γιγάντωση της Standard Oil του Ροκφέλερ, κατηγορούσαν τις βιομηχανίες ότι είναι αυτές που «κηρύσσουν πολέμους, συνάπτουν ανακωχές και συνθήκες ειρήνης και αναγκάζουν δικαστήρια, συγκροτημένα κράτη και κυβερνήσεις να υπακούουν στη θέλησή τους». Σχεδόν ταυτόχρονα με την ψήφιση από το αμερικανικό κογκρέσο, του αντιμονοπωλιακού Νόμου του Σέρμαν το 1890, έγινε κατανοητό ότι τα προστατευτικά μέτρα υπέρ του ελεύθερου εμπορίου είχαν ελάχιστες πιθανότητες να επιβληθούν στα οικονομικά μεγαθήρια των τραστ και των κοινοπραξιών. Ο Anthony Sampson έγραψε ότι σε διάστημα 25 ετών, προσεγγιστικά μεταξύ 1880 και 1905, η Standard Oil αποκόμισε καθαρά κέρδη μισό δισεκατομμύρια δολάρια (!). Την ίδια εποχή η Ελλάδα χρεοκόπησε επισήμως το 1893, και μπήκε σε οικονομική επιτήρηση που εντάθηκε μετά τον ανόητο πόλεμο και την ήττα του 1897. Ο Τρικούπης, μετά την επανεκλογή του τον Μάιο του 1886, επιδόθηκε στην προσφιλή τακτική των δανείων. Εκτός από τα τοκοχρεολύσια η κυβέρνηση έπρεπε να δώσει μεγάλα ποσά για στρατιωτικές και ναυτικές δαπάνες αλλά και να αποπληρώσει προκαταβολές που είχε πάρει από τους τραπεζίτες με ενέχυρο τα ομόλογα του δανείου του 1884. Πήρε, λοιπόν, από τις Τράπεζες των Αθηνών 21 εκατομμύρια σε χρυσό εκδίδοντας έντοκα γραμμάτια με 8%. Τα προσωρινά αυτά δάνεια χαρακτηρίστηκαν αργότερα σταθμός στην ιστορία του Δημόσιου Χρέους γιατί δόθηκε για πρώτη φορά, ως εγγύηση στους δανειστές, η διαχείριση των μονοπωλίων αλλά και η άδεια εκχώρησής τους σε εταιρεία! Την περίοδο 1887-1890, σύμφωνα με τον Α.Μ. Ανδρεάδη, «ού μόνον συνήφθησαν δάνεια όσα κατ’ ουδεμίαν τετραετίαν, αλλ’ εισήχθησαν μορφαί και συνδυασμοί δανείων νέοι δια την Ελλάδα: η χώρα μας εγνώριζε δια πρώτην φοράν πάγια δάνεια και μετατροπάς. Προς τούτοις η παροχή ως εγγυήσεως του δανείου του 1887 της διαχειρίσεως ωρισμένων προσόδων απετέλει καινοτομίαν σημαντικήν και περιείχε τα σπέρματα του ξένου ελέγχου». Για την κατανόηση των μεγεθών αναφέρουμε ότι ο προϋπολογισμός του 1887 ήταν περίπου 93 εκατομμύρια, και του 1890 130 εκατομμύρια δραχμές. Δηλαδή, την εποχή που ο Ροκφέλερ κέρδιζε τεράστια ποσά ελέγχοντας μονοπωλιακά την πετρελαϊκή αγορά, ο Τρικούπης εκχωρούσε τις προσόδους των κρατικών μονοπωλίων στα …μονοπώλια. Μπορούμε, λοιπόν, να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο της ανάπτυξης, όταν η οικονομική επιφάνεια τραστ και πολυεθνικών ξεπερνά κατά πολύ τα οικονομικά μεγέθη των κρατών ;

Γ. ΕΞΑΡΧΟΣ: Σπερματικές αναφορές σε ζητήματα ανάπτυξης έχουν γίνει και διατυπωθεί από τα αρχαία χρόνια, αλλά η οικονομική ανάπτυξη, ως κλάδος της οικονομικής επιστήμης, έχει πάρει αυτόνομη υπόσταση μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με κύριο βάρος την αναζήτηση των βασικών όρων που διέπουν τη διαδικασία της ανάπτυξης. Το ερώτημα, που εύλογα προκύπτει, είναι το ακόλουθο: «Υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει μια γενική θεωρία οικονομικής ανάπτυξης διαχρονικής και διαχωρικής ισχύος;» Με βάση τα μέχρι σήμερα μεταπολεμικά δεδομένα μπορούμε να οδηγηθούμε στην ακόλουθη απάντηση: «Όχι! Διότι, μεταξύ των χωρών/ κρατών, υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές στα οικονομικά και κοινωνικά συστήματα τους –τα οποία σχεδόν στο σύνολο τους εκφράζουν τα διάφορα στάδια εξέλιξης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος–, και διότι η κάθε χώρα διανύει το δικό της στάδιο, γεγονός που απαγορεύει τη διατύπωση μιας σταθερής και πάγιας γενικής θεωρίας ανάπτυξης, παγκόσμιας ισχύος. Εξ άλλου, είναι κοινός τόπος ότι σε κάθε ιστορική περίοδο και εποχή η οικονομική επιστήμη μελετά ορισμένες μόνον πλευρές της πραγματικότητας, γεγονός που πείθει για ποιο λόγο η Επιστήμη της Οικονομικής της Ανάπτυξης αδυνατεί να διατυπώσει πάγια γενική θεωρία ανάπτυξης παγκόσμιας και διαχρονικής ισχύος».
Μεταπολεμικά –και σχεδόν μέχρι τη λήξη του 20ού αιώνα– οι αναπτυξιακές προσπάθειες των περισσότερων χωρών της γης είχαν στραφεί στο να αυξήσουν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, μέσω της επίτευξης υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης του συνολικού όγκου παραγωγής. Ο στόχος αυτός θεωρήθηκε ότι μπορεί να πραγματωθεί με την αύξηση της συμβολής του βιομηχανικού τομέα στη δημιουργία της συνολικής εγχώριας και εθνικής παραγωγής, γεγονός που οδήγησε πολλούς στο να ερμηνεύσουν και να αποδεχθούν το σχήμα: οικονομική μεγέθυνση = εκβιομηχάνιση = οικονομική ανάπτυξη. Αναμφίβολα, η εκβιομηχάνιση συμβάλλει στη μεγέθυνση της οικονομίας, αλλά ήδη έχει τονιστεί πως η οικονομική μεγέθυνση δεν συνεπάγεται απαραιτήτως και ανάπτυξη. Διότι ο όρος ανάπτυξη έχει ευρύτερο περιεχόμενο από τον όρο οικονομική ανάπτυξη. Μπορεί η συνολική αύξηση του εγχώριου προϊόντος να ορίζει την οικονομική μεγέθυνση, αλλά μόνον όταν αυτή συνοδεύεται και από διαρθρωτικές αλλαγές στο οικονομικό σύστημα, και μόνον τότε, μπορεί να σημαίνει ότι αυτή η αύξηση στο προϊόν αποτελεί οπωσδήποτε και διαδικασία ανάπτυξης.
Δεν πρέπει να λησμονηθεί και τούτο: η οικονομική μεγέθυνση μπορεί να προκύψει και ως αποτέλεσμα βραχυχρόνιων διεργασιών, ενώ η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να πραγματωθεί μόνο μέσα από μακροχρόνιες διαδικασίες. Όμως η θεωρία της ανάπτυξης –με περιεχόμενο σαφώς ευρύτερο από αυτό της θεωρίας της οικονομικής ανάπτυξης– έχει καθολικό χαρακτήρα και είναι επιστήμη που αφορά στην ανθρώπινη κοινωνία στο σύνολό της.
Η ανάπτυξη μιας χώρας συνδέεται με πολλούς παράγοντες, σημαντικότεροι των οποίων μπορούν να θεωρηθούν οι: η οικονομία της, το πολίτευμά της, ο κυβερνητικός προγραμματισμός της, ο πολιτισμός της, ο χαρακτήρας των πολιτών της, η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων, η συμμετοχή των πολιτών στη δημιουργία του εθνικού πλούτου, το επίπεδο απόλαυσης των πολιτών σε σχέση με τον δημιουργούμενο εθνικό πλούτο κ.ο.κ.  Ώστε, για τον σύγχρονο κόσμο, ανάπτυξη σημαίνει και ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα το οποίο πρέπει να επιλυθεί με ευθύνη του κράτους, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην εφαρμοζόμενη κοινωνική πολιτική, η οποία συμβάλλει καθοριστικά στην άνοδο του επιπέδου ζωής των πολιτών και στην ταυτόχρονη ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου αυτών. Διαχρονικά, όλες οι θεωρητικές αναζητήσεις του περιεχομένου και της έννοιας του όρου ανάπτυξη είχαν ως κύριο στόχο τον άνθρωπο και την κοινωνία, και βάση εκκίνησής τους υπήρξε το πλέγμα των αντιλήψεων περί ευνομούμενης κοινωνίας και περί κράτους δικαίου.

Β. ΚΑΡΤΣΙΟΣ: Η εκχώρηση στους δανειστές των προσόδων των κρατικών μονοπωλίων του 1887 φαντάζει πλημμέλημα μπροστά στην Πασοκική σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης του 2010. Αναρωτιέται κανείς έως που μπορεί να φθάσει το καθεστώς της υποτέλειας στους εκάστοτε δανειστές. Οι χώρες – προτεκτοράτα, με οικονομικά μεγέθη μικρών θυγατρικών εταιρειών του πολυεθνικού κεφαλαίου, διευκόλυναν και εξυπηρετούσαν διαχρονικά το ξένο κεφάλαιο. Στο Ν.Δ. 2686/53 για την προστασία του ξένου Κεφαλαίου υπάρχουν άρθρα αποικιοκρατικής – ληστρικής σύμβασης, που μπορεί μεν σε πραγματικό χρόνο να εξυπηρετούσαν την οικονομική μεγέθυνση, αλλά αποδείχθηκε ότι δεν συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη. Οι επιχειρήσεις και βιομηχανίες που είχαν ιδρυθεί με κεφάλαια εξωτερικού, και ιδιαιτέρως οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις, είχαν μία σειρά από διοικητικά, οικονομικά και κυρίως φορολογικά προνόμια, με εξόφθαλμη απαγόρευση επιβολής αναδρομικής φορολογίας στις ίδιες και τις θυγατρικές τους, ανεξαρτήτως της προέλευσης των κεφαλαίων. Με τις διατάξεις του άρθρου 11 τα περιουσιακά στοιχεία αυτών των επιχειρήσεων εξαιρούνταν πάσης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ενώ μπορούσαν να κρατούν λογιστικά βιβλία και να καταρτίζουν ισολογισμούς στο νόμισμα των εισαχθέντων κεφαλαίων! Όπως καταλαβαίνουμε το έγκλημα είναι διαρκές και η προσέγγιση του προβλήματος από την πολιτική ιθύνουσα τάξη αποκαρδιωτική. Πριν από είκοσι χρόνια ο Jeremy Rifkin, έχοντας το βλέμμα κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες, έγραψε το περίφημο βιβλίο του «Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της». Ο Rifkin διείδε την αναπόφευκτη μείωση των θέσεων εργασίας και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, τα υψηλότερα από τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930. Αλλά η καίρια επισήμανση του Rifkin ήταν η διάκριση των «δύο δυνητικά ασυμβίβαστων δυνάμεων»: της αριστοκρατίας της πληροφορικής, που διαχειρίζεται την παγκόσμια οικονομία της προηγμένης τεχνολογίας, και από την άλλη τη μάζα των εκτοπισμένων από την αγορά εργασίας προλετάριων (ακαδημαϊκών και μη), που έχουν πια ελάχιστες ελπίδες για μία θέση εργασίας σε έναν αυτοματοποιημένο κόσμο. Πού κολλάει όλο αυτό με την κλασσική θεώρηση της οικονομικής ανάπτυξης;

Γ. ΕΞΑΡΧΟΣ: Ας δούμε στην εποχή των αποικιοκρατικών συμβάσεων, όπως τις απεκάλεσες, τα χαρακτηριστικά των αναπτυγμένων χωρών, κατά Kuznets S. (1966). Αυτές, λοιπόν, οι χώρες παρουσίαζαν:
1. Υψηλό βαθμό εκμηχάνισης της αγροτικής παραγωγής και χαμηλή απασχόληση εργατικού δυναμικού σε αυτόν.
2. Υψηλό βαθμό οργάνωσης των παραγωγικών τομέων της οικονομίας, με αναπτυγμένο τον βιομηχανικό τομέα και με ικανοποιητικό ποσοστό απασχόλησης σε αυτόν.
3. Τεχνολογικό εκσυγχρονισμό ολόκληρου του οικονομικού συστήματος παραγωγής (= πρωτογενής, δευτερογενής, τριτογενής τομέας).
4. Υψηλή απασχόληση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στον τριτογενή τομέα ή τομέα των υπηρεσιών.
5. Υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας και υψηλή αποδοτικότητα εδάφους και μηχανών.
6. Υψηλό όγκο παραγωγής, σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό.
7. Υψηλό κατά κεφαλήν όγκο εξωτερικού εμπορίου.
8. Σχετικά μεγάλη “ισοκατανομή” του εθνικού εισοδήματος, ιδίως προς τα μεσαία και προς τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
9. Υψηλό δείκτη αστικοποίησης του πληθυσμού.
10. Υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης, υγείας, κατοικίας και, γενικά, υψηλό επίπεδο ζωής –τουλάχιστον– για τα δύο τρίτα (2/3) του συνολικού πληθυσμού.
Ας δούμε τώρα τις επισημάνσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, για τα χαρακτηριστικά των αναπτυγμένων χωρών 40 χρόνια αργότερα (2006): Τα χαρακτηριστικά αυτών των χωρών αποκαλύπτουν ταυτόχρονα και τις αρνητικές επιπτώσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή ορισμένων οικονομικών πολιτικών, όπως είναι λ.χ.: i) Η οικονομική εξαθλίωση ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων, μέχρι του σημείου να μη διαθέτουν ούτε καν το στοιχειώδες εισόδημα το οποίο θεωρείται ως το ελάχιστο αναγκαίο για την επιβίωση των ατόμων. ii) Η ρύπανση και η μόλυνση του φυσικού περιβάλλοντος και η καταστροφή του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και των οικοσυστημάτων, με τρομακτικές συνέπειες πάνω στη ζωή των ανθρώπων και στην οικολογική ισορροπία στον πλανήτη γη. iii) Η κοινωνική αλλοτρίωση και αποξένωση, η εξαφάνιση της κοινωνικής αλληλεγγύης, η επέκταση των ανθρωποφοβικών συνδρόμων κ.ά., τα οποία έχουν ως άμεση συνέπεια: την αύξηση της εγκληματικότητας και τη διάδοση των ναρκωτικών ουσιών στη νεολαία και στα εξαθλιωμένα τμήματα του πληθυσμού, την επέκταση των ψυχικών παθήσεων και των αυτοκτονιών, τη διόγκωση όλων των μορφών βίας κ.λπ.
Γίνεται έτσι σαφές ότι η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί μια διαδικασία οικονομικών –κυρίως– μεταβολών, που αποσκοπούν στην προγραμματισμένη και ορθολογική χρησιμοποίηση των συντελεστών της παραγωγής, με σκοπό την πραγμάτωση-επίτευξη μιας παρατεταμένης και μακροχρόνιας αύξησης τού κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος και –κατά συνέπεια– την πραγμάτωση-επίτευξη μιας παρατεταμένης βελτίωσης και ανύψωσης του επιπέδου ζωής των ατόμων της κοινωνίας. Μιλώντας για διαδικασία ανάπτυξης σημαίνει πως υποθέτουμε ή εννοούμε ύπαρξη ορισμένων πρότυπων ή κριτηρίων που “ενσαρκώνονται” στην έννοια της ανάπτυξης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επισημάνσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις αναπτυσσόμενες χώρες: Τα χαρακτηριστικά αυτών των χωρών πείθουν ότι το οικονομικό και το κοινωνικό σύστημά τους διέπονται από εσωτερικές αντιφάσεις, με συνέπεια τη μακροχρόνια αστάθεια σε όλα τα επίπεδα, μηδέ εξαιρουμένου και του πολιτικού επιπέδου (πολιτική αστάθεια). Πρόκειται –μάλλον– για χώρες δορυφορικές των αναπτυγμένων χωρών ή αλλιώς για οικονομικά εξαρτημένες χώρες, δέσμιες ενός «μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης», σε σύγκριση με αυτό των αναπτυγμένων, και με «υψηλό επίπεδο ανάπτυξης» ή πλούσιων ή βιομηχανικών χωρών. Διαχρονικά διαπιστώνεται πως –με ελάχιστες εξαιρέσεις– αυτό το χάσμα μεγαλώνει όλο και περισσότερο και γίνεται αγεφύρωτο, παρ’ όλο που πολλάκις παρατηρείται ότι επιτυγχάνονται και πραγματώνονται ικανοποιητικοί ρυθμοί στους πιο πολλούς οικονομικούς δείκτες αυτών των χωρών. Η απαγκίστρωση και η απεμπλοκή τους από το «μεσαίο επίπεδο ανάπτυξης», στο οποίο συνυπάρχουν ταυτόχρονα στοιχεία των καθυστερημένων/ φτωχών και των αναπτυγμένων/ πλούσιων χωρών, είναι μια εξόχως δύσκολη υπόθεση που δεν ξεπερνιέται εύκολα.


Β. ΚΑΡΤΣΙΟΣ: Επομένως, ή θα δεχθούμε ότι η παγκοσμιοποιημένη οικονομία ελέγχεται από αυτούς που έχουν το προνόμιο του ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των χρηματαγορών, ή θα αναζητήσουμε δικαιολογίες στις σοφιστείες του Σόρος ότι «ο συνδυασμός των θεωρητικών υποδείξεων και της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχει οδηγήσει στη σημερινή χαοτική κατάσταση». Ο Σόρος στο βιβλίο του «Η κρίση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού» κριτικάρει την κλασσική θεώρηση των οικονομολόγων αναφέροντας πως «η αδιαμφισβήτητη πίστη στις δυνάμεις της Αγοράς μας τυφλώνει σε βαθμό, που να μην μπορούμε να διακρίνουμε αστάθειες κρισίμου χαρακτήρα και πως αυτές οι αστάθειες, με μία μορφή αλυσιδωτής αντίδρασης, προκαλούν τη σημερινή κρίση – μία κρίση που εμπεριέχει το δυναμικό για να επιδεινώνεται όλο και περισσότερο». Βεβαίως, η επωδός του Σόρος είναι γνωστή. Θεωρεί ότι είναι εσφαλμένη η άποψη ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές τείνουν προς την ισορροπία, και ότι οι αποκλίσεις από αυτή είναι τυχαίες, και μας προτρέπει να αναζητήσουμε το νέο εννοιολογικό πλαίσιο για το πώς πραγματικά λειτουργούν οι αγορές, για να μπορέσουμε να αποφύγουμε την οικονομική καταστροφή και να επέλθει έτσι κάποια στιγμή η οικονομική ανάπτυξη. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί εξεταστέα ύλη για τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων. Στην ουσία, ο Σόρος επαναλαμβάνει με άλλο τρόπο, και με τη γνώση της κρίσης του 2008, αυτά που έγραψε το 1987 στο βιβλίο του «Η αλχημεία των Οικονομικών», στο οποίο διατυπώνει την προσφιλή του θεωρία ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν μπορούν να θεωρούνται ως απόλυτα αποδοτικές, επειδή οι τιμές είναι αντανακλάσεις άγνοιας και προκαταλήψεων εκατομμυρίων επενδυτών και συχνά στερούνται λογικής. Εάν η οικονομική ανάπτυξη, κατά ένα μεγάλο μέρος, στηρίζεται στις «αντανακλάσεις άγνοιας και προκαταλήψεων» τότε για ποια ανάπτυξη μιλάμε;

Γ. ΕΞΑΡΧΟΣ: Η ανάλυση των οικονομικών και των κοινωνικών στοιχείων και των δομών των σύγχρονων χωρών/ κρατών πείθει όλο και περισσότερο ότι η διαμορφούμενη νέα διεθνής τάξη πραγμάτων –στο πλαίσιο της λεγόμενης Νέας Οικονομίας– είναι αυτή που επιβάλλεται μέσω της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ, ενώ εκείνο που απαιτεί η παγκόσμια κοινωνία είναι η επέκταση των αρχών της δικαιοσύνης, της ισότητας και της ορθολογικής οικολογικής χρήσης των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και πόρων, ώστε να υπάρξει σμίκρυνση και ελαχιστοποίηση των ανισοτήτων και διαφορών μεταξύ των διαφόρων χωρών και συνάμα να υπάρξει προοπτική μελλοντικής εξίσωσης των επιπέδων ανάπτυξης των χωρών/ κρατών του κόσμου. Τα επεσήμανε ο Constantinescu ήδη από το 1980.
Το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας αποτελεί έκφραση «βαθμού ανάπτυξης» των δυνάμεων παραγωγής στο πλαίσιο του εθνικού ή κρατικού χώρου, και δηλώνει την εξέλιξη του επιπέδου του συστήματος παραγωγής, του συστήματος κοινωνικής οργάνωσης, αλλά και του επιπέδου των τεχνολογικών δυνατοτήτων και του βαθμού εξειδίκευσης της εργασίας, καθώς και του επιπέδου των ρυθμών παραγωγικότητας της εργατικής δύναμης κ.λπ. Στο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης ενσωματώνονται και διαδικασίες σχετιζόμενες άμεσα με καλύτερες αξιοποιήσεις των πλεονεκτημάτων που παρέχει ο καταμερισμός της εργασίας, το συνεργατικό πνεύμα και η συνεταιριστική οργάνωση της παραγωγής και η κοινωνική αλληλεγγύη.
Οι διεθνείς συναλλαγές και το εξωτερικό εμπόριο λειτουργούν καθοριστικά στη διαμόρφωση του επιπέδου ανάπτυξης, διότι σε αυτό απεικονίζονται και ο «βαθμός ανάπτυξης» και η ποιότητα των παραγωγικών δραστηριοτήτων, δηλαδή στην ανάπτυξη κατ’ ουσίαν απεικονίζεται και το επίπεδο των ξένων επενδύσεων στη χώρα, και το επίπεδο της χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής οργάνωσης του κράτους κ.λπ. Για διεθνείς συγκρίσεις του επιπέδου ανάπτυξης χρησιμοποιείται κυρίως το Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ: α) γιατί είναι ο πιο εύχρηστος και αποδεκτός δείκτης από τη διεθνή στατιστική, β) γιατί εκφράζει τόσο το επίπεδο του τεχνολογικού εξοπλισμού και οργάνωσης/ εξειδίκευσης της εργασίας όσο και το επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Δηλαδή είναι ένας δείκτης που «προσωποποιεί» τα αποτελέσματα των οικονομικών δραστηριοτήτων μιας χώρας.
Η ανάπτυξη συνεχίζει να παραμένει ένα μακρινό όνειρο –για την πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη μας– και ένας συνειδητός στόχος για τις περισσότερες χώρες του κόσμου, αφού μέχρι σήμερα οι οικονομικές στρατηγικές και πολιτικές που έχουν εφαρμοσθεί ή εφαρμόζονται δεν έχουν οδηγήσει κατ’ ουσίαν πουθενά ή, μάλλον, δεν έχουν μπορέσει να συμβάλουν στη γεφύρωση του τεράστιου χάσματος που υπήρχε και υπάρχει μεταξύ πλούσιων από τη μία και φτωχών ή και αναπτυσσόμενων χωρών από την άλλη. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν κοινά αποδεκτές αναπτυξιακές πολιτικές, που η εφαρμογή τους να εγγυάται επίλυση των μέγιστων και ήδη οξυμένων παγκόσμιων προβλημάτων, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε όξυνση των υφιστάμενων αντιθέσεων, όξυνση που θα εκφρασθεί με μορφή θρησκευτικών πολέμων, ή πολέμων μεταναστών προς γηγενείς, ή πολέμων ανήλικων μη-ενταγμένων προς τους ενταγμένους ηλικιακά μεγαλύτερους, ή πολέμων φυλετικά, γλωσσικά και κοινωνικά καταπιεσμένων προς την κυρίαρχη οικονομικά και κοινωνικά τάξη, ή πολέμων των κοινωνικά αποκλεισμένων προς τους καταπιεστές τους, κ.ο.κ., ή πολέμων που τα «πεδία των μαχών» θα είναι οι μεγάλες πόλεις του αναπτυγμένου κόσμου, κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ , με ενδεχόμενη πυροδότηση παρόμοιων καταστάσεων (εξεγέρσεων) και σε χώρες όπως είναι η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία και άλλες.
Το χρήμα και ο πλουτισμός, ως παγκόσμια ιδεολογήματα, δεν μπορούν να προοιωνίσουν έναν καλύτερο κόσμο σε σύγκριση με αυτόν που τώρα ζούμε, οπότε μάλλον είναι κατανοητό το γιατί πολύ σύντομα διάφορες κοινωνικές εξεγέρσεις θα εξελίσσονται σε πολέμους –για τις αιτίες που προαναφέραμε–, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως θα υπάρξει και επίλυση των ζωτικών προβλημάτων που σχετίζονται με την ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισονομία. Ίδωμεν!