Translate

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ.

 Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ

booksonthesites.blogspot.com

 


Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν δημοσιευθεί εκείνη την εποχή, το 1915 υπήρχαν στην ελληνική επικράτεια 8 τραπεζικά ιδρύματα. Το 1929, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο της Αγγλοαμερικανικής Τράπεζας, υπήρχαν 45 τράπεζες. Και όπως χαρακτηριστικά έγραφαν τότε οι εφημερίδες «κάθε μήνα φύτρωνε και μία νέα»! Το παράδοξο ήταν ότι όλη αυτή η τραπεζική …πίστη αναπτύχθηκε και θέριεψε εν μέσω παγκοσμίου πολέμου, μικρασιατικής καταστροφής και άκρατης πολιτικής ανωμαλίας.

Οι τράπεζες λειτουργούσαν τότε με τον νόμο 2190 περί Ανωνύμων Εταιριών που ρύθμιζε και προέβλεπε -υποτίθεται- και τον έλεγχο των εργασιών τους. Η λειτουργία των τραπεζών εκείνη την εποχή είχε χαρακτηριστεί επιεικώς «ασύδοτος». Μία κατάσταση που θύμιζε, σε μικρογραφία, την ανεξέλεγκτη λειτουργία του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος, με τις εκατοντάδες τράπεζες, πριν από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Αποθεματικών των Η.Π.Α, της περίφημης FED, το 1913.

Στις Η.Π.Α  είχε καταστεί αναγκαία η ίδρυσης μίας κεντρικής εκδοτικής ρυθμιστικής τράπεζας, που θα ήλεγχε εκτός όλων των άλλων και τη λειτουργία των εμπορικών τραπεζών. Το μυστικό ήταν ότι η κεντρική αυτή τράπεζα δεν θα ανήκε στο δημόσιο, και το εκδοτικό προνόμιο θα περνούσε στα χέρια των μεγαλοτραπεζιτών του κεφαλαιουχικού λόμπι. Πλέον, οι ιδιώτες τραπεζίτες θα τύπωναν χαρτονόμισμα και θα δάνειζαν στο κράτος τα χρήματα που δικαιωματικά όφειλε να τυπώνει αυτό! Μπίνγκο!

ΒΑΣΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ

Στην Ελλάδα δεν χρειάστηκε να επικαλεστούν τις δεκάδες πτωχεύσεις των τραπεζών, όπως στις Η.Π.Α., για να μας επιβάλλουν την ίδρυση μίας νέας κεντρικής εκδότριας τράπεζας. Απλώς, το είχαν θέσει ως όρο για τη χορήγηση ενός δανείου 9 εκατομμυρίων στερλινών, προς αποπληρωμή των παλαιών μας χρεών που είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι (Αντάντ) δημιουργώντας την «κυβέρνηση εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη!

Η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος έγινε με τον νόμο 3423/7-12-1927/ΦΕΚ Α' 298, με βάση το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου της Γενεύης. Το Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος περιέχεται, ως Παράρτηµα IV, στο Πρωτόκολλο, του οποίου οι όροι ενεκρίθησαν από το Συµβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, «Περί εγκρίσεως της εκδόσεως δανείου Λιρών Στερλινών 9.000.000», και το οποίο υπεγράφη από την Ελληνική Κυβέρνηση στη Γενεύη στις 15η Σεπτεµβρίου 1927.

Σε εκτέλεση του Πρωτοκόλλου, ακολούθησε, στις 27 Οκτωβρίου 1927, η υπογραφή στην Αθήνα της σύμβασης μεταξύ ελληνικού δηµοσίου και Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος «Περί παραιτήσεως της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος από του προνοµίου εκδόσεως τραπεζικών γραµµατίων και περί συστάσεως νέας τραπέζης υπό την επωνυµίαν “Τράπεζα της Ελλάδος”». Η Κοινωνία των Εθνών, μέλος της οποίας ήταν και η Ελλάδα, θεωρούσε ασύμβατο η εκδότρια τράπεζα μίας χώρας να ασκεί ταυτόχρονα και εμπορική δραστηριότητα.

Ήταν φανερό ότι η έγκριση του δανείου των 9 εκατομμυρίων στερλινών περνούσε μέσα από τη διόρθωση αυτής της παρατυπίας. Έτσι, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την ίδρυση μίας νέας τράπεζας στην οποία θα μεταφέρονταν το εκδοτικό προνόμιο και οι λειτουργίες που απορρέουν από αυτό. Η νέα εκδότρια τράπεζα θα ήταν ιδιωτική και το δημόσιο δεν θα μπορούσε να συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο με ποσοστό πάνω από 10%.

Η εν λόγω σύµβαση, καθώς και το προσαρτώµενο σ' αυτήν Καταστατικό, με τα οποία ιδρύεται η Τράπεζα της Ελλάδος, κυρώθηκαν µε άλλο νομοθετικό διάταγμα στις 10 Νοεµβρίου 1927, η επικύρωση του οποίου έγινε µε τον Νόµο 3424/7.12.1927 (ΦΕΚ Α 298).

Στο άρθρο 1 παράγραφος β' του παραπάνω Νοµοθετικού ∆ιατάγµατος ορίζεται ότι οι διατάξεις του Καταστατικού έχουν ισχύ διατάξεων Νόµου και, µάλιστα Νόµου αυξηµένης τυπικής ισχύος, δοθέντος ότι το Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος αποτελεί πάντοτε μέρος διεθνούς σύμβασης επικυρωµένης διά Νόµου  (βλ. άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγµατος). Εξ άλλου, σύµφωνα µε ρητή διάταξη του Καταστατικού (άρθρο 7), τούτο τροποποιείται «δι' αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως των µετόχων, κυρουµένης διά νόµου».

ΟΙ ΓΝΩΣΤΟΙ …ΑΓΝΩΣΤΟΙ

Οι συμβαλλόμενοι που υπέγραψαν ήταν οι κυβερνήσεις Γαλλίας, Μ. Βρετανίας και Ιταλίας αφ' ενός, και η ελληνική κυβέρνηση αφ' ετέρου. Οι λειτουργίες της Τράπεζας άρχισαν την άνοιξη του 1928.  Το δάνειο των 9.000.000 λιρών στερλινών είχε εγκριθεί. Η νέα κυβέρνηση ευρέως συνασπισμού του Ζαΐμη θα επωμιζόταν το βάρος και την ευθύνη της εφαρμογής αυτής της θεμελιώδους εξέλιξης στο οικονομικό σύστημα της χώρας. Πρόεδρος δημοκρατίας ήταν ο Παύλος Κουντουριώτης.

Αποκαλυπτικά είναι όσα γράφει ο ίδιος ο Βενιζέλος στο υπόμνημά του προς την αγγλική κυβέρνηση σχετικά με το πολεμικό χρέος της Ελλάδας, τον Δεκέμβριο του 1926. Τότε δηλαδή που η Ελλάδα είχε ζητήσει βοήθεια από την Κ.τ.Ε. για τη διευθέτηση των παλαιών χρεών και τη σύναψη νέου δανείου. Αρμοδιότερος για το θέμα αυτό ήταν ο πολιτικός που είχε δημιουργήσει αυτό το τεράστιο χρέος! Πραγματικά, ένα αποκαλυπτικό υπόμνημα:

«Θα ήταν ίσως χρήσιμο να αναφερθούμε συντόμως στην ιστορία του πολεμικού χρέους της Ελλάδας προς τους μεγάλους συμμάχους της.

Τον Οκτώβριο του 1917, λίγο μετά την ήττα στο Καπορέτο ήρθα στο Παρίσι για να προτείνω τη γενική κινητοποίηση του ελληνικού στρατού να αγωνιστεί στο πλευρό των συμμάχων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όταν έκανα αυτή την προσφορά δεν έθεσα καμία απαίτηση για εδαφικές παραχωρήσεις για την Ελλάδα. Πράγματι ήμουν ενήμερος του γεγονότος ότι η βρετανική και γαλλική κυβέρνηση είχαν ήδη υποσχεθεί στην Ιταλία παραχωρήσεις, οι οποίες ακριβώς προσέκρουαν στις εθνικές φιλοδοξίες της Ελλάδας και δεν ήταν επιθυμία μου να θέσω τις συμμαχικές κυβερνήσεις σε δύσκολη θέση διατυπώνοντας τέτοιες απαιτήσεις. Δεν επιθυμούσα ακόμη να θέσω απαιτήσεις εναντίον της Βουλγαρίας ή της Τουρκίας για να αποφύγω να σταθώ εμπόδιο σε μία ενδεχόμενη ξεχωριστή ειρήνη με τις δύο αυτές δυνάμεις.

Από την άλλη πλευρά για να διευκολυνθεί η Ελλάδα οικονομικά για την αντιμετώπιση των πολεμικών εξόδων της, η Μεγάλη Βρετανία η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δέχτηκαν να χορηγήσουν προκαταβολές στην Ελλάδα ως ακολούθως: Η Μεγάλη Βρετανία 10 εκατομμύρια στερλίνες και η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες το ίδιο ποσό σε γαλλικά φράνκα και δολάρια, ενώ τη ίδια στιγμή η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία θα μας προμήθευαν με το απαραίτητο πολεμικό υλικό.

Σύμφωνα με τη συμφωνία που συνήφθη εκείνη την περίοδο αυτές οι προκαταβολές σε δολάρια, φράνκα και στερλίνες προορισμένες να καλυφθούν από ισόποσα τραπεζογραμμάτια της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος θα χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια του πολέμου σύμφωνα με τις ανάγκες, μέσω διαταγών πληρωμών για καθένα από τα κράτη – δανειστές σε περίπτωση που τα πιστωτικά διαθέσιμα στο εξωτερικό του Ελληνικού Θησαυροφυλακίου και της Εθνικής Τράπεζας θα έπεφταν κάτω από τα 100 εκατομμύρια φράνκα, (παρ. 1 της Συμφωνίας της 10ης Φεβρουαρίου 1918) ...»

«Με μία μεταγενέστερη συμφωνία, συνεχίζει ο Βενιζέλος, στις 10 Μαΐου 1919 οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας ανέλαβαν να αυξήσουν τις προκαταβολές, η Μεγάλη Βρετανία κατά δύο εκατομμύρια στερλίνες και η Γαλλία κατά 50 εκατομμύρια φράνκα.

Μετά την υπογραφή της Ανακωχής με την Γερμανία όταν ελπίζαμε ότι θα ήμασταν σε θέση να αρχίσουμε την αποστράτευση, η Ελλάδα δέχθηκε ένα πολύ πιεστικό αίτημα, ιδιαίτερα από τον κ. Κλεμανσώ, να στείλει για χάρη των συμμαχικών συμφερόντων δύο ελληνικές μεραρχίες στη Νότια Ρωσία, απ’ όπου επέστρεψαν έξι μήνες αργότερα. Λίγο αργότερα η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία ζήτησαν από την Ελλάδα για τα συμμαχικά συμφέροντα να στείλει στρατεύματα να καταλάβουν τη Σμύρνη. Η Ελλάδα συμμορφώθηκε με αυτές τις δύο απαιτήσεις των Συμμάχων, αν και όχι χωρίς πολλούς δισταγμούς όσον αφορά την πρώτη». (Σ.Σ.: απαίτηση).

Εν κατακλείδι, μας είχαν βγάλει στον πόλεμο στο πλευρό τους με έντοκα δάνεια που μας χορήγησαν για να δημιουργήσουμε μεραρχίες που εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα!

Το θέμα της ίδρυσης της Τράπεζας της Ελλάδος είχε πυροδοτήσει πολιτικές αντιπαραθέσεις με πρώτο απτό αποτέλεσμα την αποχώρηση του Παναγή Τσαλδάρη και του Λαϊκού Κόμματος από την οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη.

 Δύο μέρες πριν το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης Ζαΐμη, ο Τσαλδάρης δημοσιοποίησε τους λόγους της αποχώρησής του από την κυβέρνηση Συνασπισμού εξαιτίας του θέματος των καλυμμάτων, τα οποία κατά τη γνώμη του αυτά θα έπρεπε να ανήκουν στο κοινό που κατέχει τα τραπεζογραμμάτια, «προς κάλυψιν των οποίων χρησιμεύουσι», και όχι στους μετόχους της τράπεζας.

«Κατ’ ακολουθίαν τα εκ φράγκων χρυσών 93.000.000, ήτοι δραχμών 1,176 εκατομμυρίων ποσόν (σ.σ.: 1.176.000.0000 δρχ.), το αποτελούν το κάλυμμα του εκδοτικού προνομίου της Εθνικής Τραπέζης, διχοτομοιμένης ταύτης εις νέαν Εκδοτικήν Τράπεζαν εις ην θα περιέλθη και το εκδοτικόν προνόμιον και ουχί εις τους μετόχους της, ιδιοτικής πλέον Τραπέζης, και προς τους οποίους πάσα τούτων παραχώρησις θα απετέλει αθέμιτον αυτών πλουτισμόν. Επί του σημείου τούτου ουδεμία αμφισβήτησις δύναται να αντιταχθή».

Επομένως, ο Τσαλδάρης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε συζήτηση περί παραχώρησης του 1.716.000.000 δρχ. στην μέλλουσα ιδιωτική εκδοτική τράπεζα και τους μετόχους της δεν θα ήταν παρά συζήτηση χαριστικής πράξης προς αυτούς.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

Ο Βενιζέλος από τον Απρίλιο του 1927 είχε επιστρέψει στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του στο ιστορικό προάστιο, στη Χαλέπα Χανίων. Ο υπουργός Οικονομικών και αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων Γεώργιος Καφαντάρης δεν ήταν δυνατόν να αντέξει το βάρος της παρουσίας –και της κριτικής- του Βενιζέλου.

Ο Καφαντάρης αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το κόμμα των Φιλελευθέρων, το οποίο επέστρεψε στον ιδρυτή και φυσικό αρχηγό του, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο Καφαντάρης δεν έπεσε αμαχητί. Ίδρυσε δικό του κόμμα, το «Προοδευτικό Κόμμα», και εξακολουθούσε να παραμένει στο υπουργείο Οικονομικών. Από τα τέλη του 1910, όταν προσχώρησε στο κόμμα των Φιλελευθέρων, ο Καφαντάρης είχε παραμείνει πιστός στη βενιζελική παράταξη και διετέλεσε στέλεχος σε διάφορα πόστα, καθώς και υπουργός στις βενιζελικές κυβερνήσεις του 1915 και του 1917, ενώ είχε πρωταγωνιστήσει και στις κυβερνήσεις μετά τη μικρασιατική καταστροφή.

 Όμως, οι καιροί είχαν αλλάξει. Ο Βενιζέλος έπρεπε να διευθετήσει τα χρέη που ο ίδιος είχε συσσωρεύσει στη χώρα, και να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία του νέου εκδοτικού τραπεζικού ιδρύματος. Ο Βενιζέλος διαφωνούσε με τον Καφαντάρη στο θέμα των καλυμμάτων. Το κάλυμμα υπάρχει για να διασφαλιστεί ότι ο αγοραστής ενός Συμβολαίου Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του όταν έρθει η ώρα. Τα ΣΜΕ είναι νομικά δεσμευτικές συμφωνίες με τις οποίες αγοραστής και πωλητής αναλαμβάνουν την υποχρέωση να αγοράσουν ή να πουλήσουν συγκεκριμένη ποσότητα της υποκείμενης αξίας, σε προκαθορισμένη μελλοντική ημερομηνία και σε προκαθορισμένη τιμή. Το ποσό της κατάθεσης για επένδυση σε ΣΜΕ εξαρτάται από την αντίστοιχη τιμή του ΣΜΕ και ονομάζεται κάλυμμα ή περιθώριο. Οι τιμές των ΣΜΕ αναφέρονται σε χρηματιστηριακούς δείκτες, μετοχές και εμπορεύματα, σε όρους συναλλαγματικής ισοτιμίας, σε ποσοστά της ονομαστικής αξίας των ομολόγων.

 Αρχές Ιουλίου 1928, και ενώ είχε ήδη ξεσπάσει κυβερνητική κρίση με πιθανότερη εξέλιξη την ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στον Βενιζέλο, οι εκατέρωθεν επιστολές περί καλυμμάτων συνέχιζαν να απασχολούν τις εφημερίδες.

Ο Βενιζέλος ανέφερε μερικά παραδείγματα ευρωπαϊκών χωρών (Γαλλία, Βέλγιο, και Ιταλία) για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν ανάλογα θέματα οι κυβερνήσεις με τις κεντρικές τράπεζες των χωρών τους. Ήταν φανερό ότι ο Βενιζέλος συντηρούσε το θέμα της κυριότητας των καλυμμάτων για να προκαλέσει κυβερνητική κρίση. Ένα θέμα που πρώτος είχε θέσει ο Παναγής Τσαλδάρης, ένα χρόνο πριν, παραιτούμενος από την οικουμενική κυβέρνηση. Άλλωστε, ο Βενιζέλος  ήταν και πάλι αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων. Το ερώτημα ήταν αν ο Κουντουριώτης, ως πρόεδρος Δημοκρατίας, μπορούσε να διαλύσει τη βουλή ή θα έπρεπε η διάλυση της βουλής να γινόταν με απόφαση του ιδίου του Σώματος.

Στις 2 Ιουλίου 1928, οι πολιτικοί αρχηγοί προσήλθαν με τη σειρά στο προεδρικό μέγαρο. Πρώτος, ο Μιχαλακόπουλος δήλωσε ορθά κοφτά στον πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη ότι θεωρεί ενδεδειγμένη λύση την ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον Ελευθέριο Βενιζέλο, και επίσης πρότεινε τη διάλυση της βουλής. Μετά τον Μιχαλακόπουλο, ο Κουντουριώτης δέχθηκε τον Παπαναστασίου. Τα ίδια. Ο Παπαναστασίου τόνισε ότι σύμφωνα με τα κοινοβουλευτικά έθιμα (σ.σ.:!) ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης πρέπει να ανατεθεί στον Βενιζέλο, ως αρχηγού του σχετικώς πλειοψηφούντος κόμματος στη βουλή. Ο Παπαναστασίου ξέχασε, όμως, να πει ότι όταν το κόμμα των Φιλελευθέρων είχε μπει στη βουλή, ως σχετικώς πλειοψηφόν κόμμα, πρόεδρος ήταν ο Καφαντάρης. Ο Βενιζέλος δεν ήταν βουλευτής και είχε πάρει το κόμμα των Φιλελευθέρων κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια του Καφαντάρη. Ένα κόμμα του οποίου οι βουλευτές εξελέγησαν με αρχηγό τον Καφαντάρη!

Στη συνέχεια, ο Κουντουριώτης δέχθηκε τον Μεταξά, ο οποίος δήλωσε ότι η διάλυση της βουλής δεν μπορούσε να γίνει με προεδρικό διάταγμα. Πρότεινε τη σύγκλιση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, με την παρουσία και του Βενιζέλου, για να συζητηθεί αν και κατά πόσο είναι συνταγματική η διάλυση της βουλής με προεδρικό διάταγμα και όχι με απόφαση του ιδίου του Σώματος. Διότι, όπως είπε, η διάλυση της βουλής με προεδρικό διάταγμα θα αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση του συντάγματος. Ο Μεταξάς πρότεινε να δοθεί στον Τσαλδάρη η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης διότι πρώτος αυτός έθεσε το θέμα των καλυμμάτων, που αποτελούσε και την κύρια αιτία της κυβερνητικής κρίσης. Σε αντίθετη περίπτωση, ο Μεταξάς πρότεινε το σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης.

Μετά τον Μεταξά, ο Κουντουριώτης δέχθηκε τον Τσαλδάρη με τον οποίο συζήτησε για αρκετή ώρα. Ο Τσαλδάρης επεσήμανε ότι η αιτία της πολιτικής κρίσης είναι πράγματι το θέμα των καλυμμάτων όπως το έθεσε το Λαϊκό Κόμμα. Επομένως, συνέχισε ο Τσαλδάρης, δεν είναι δυνατόν να δοθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο κόμμα των Φιλελευθέρων, το οποίο είχε άλλη τοποθέτηση επί Καφαντάρη και άλλη με αρχηγό τον Βενιζέλο, ο οποίος «δεν προέρχεται εκ της Βουλής». Ο Τσαλδάρης υποστήριξε ότι μόνο υπηρεσιακή κυβέρνηση θα μπορούσε να αποφασίσει για τη διάλυση της βουλής, και ότι κάθε άλλη λύση θα ήταν πραξικοπηματική.

Ακολούθησε ο Βενιζέλος, ο οποίος απέρριψε την πρόταση για σύγκλιση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών «διότι τούτο δεν έχει σήμερον κανένα λόγο». Ο Βενιζέλος ισχυρίστηκε ότι η διάλυση της βουλής είναι όχι μόνο δικαίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και καθήκον και υποχρέωση αυτού.

Μετά τις δηλώσεις του Βενιζέλου όλοι πλέον είχαν πεισθεί ότι ο Κουντουριώτης θα έδινε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Βενιζέλο. Οι ανταποκριτές του ξένου Τύπου το θεωρούσαν δεδομένο και ήδη έστελναν ανταποκρίσεις ότι ο Βενιζέλος σχηματίζει κυβέρνηση και διαλύσει τη βουλή! Οι γαλλικές εφημερίδες έγραφαν μάλιστα και για τον διακανονισμό των χρεών προς τη Γαλλία, ότι θα έπρεπε να γίνει με βάση τον κανόνα του χρυσού, τώρα που ο Βενιζέλος επέστρεψε στην εξουσία!

Πράγματι. Την επομένη, στις 3 Ιουλίου 1928, στις 11 το πρωί ο Βενιζέλος επισκέφθηκε τον Κουντουριώτη ο οποίος του ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και διάλυσης της βουλής. Ο Κουντουριώτης ανακοίνωσε ότι κατέληξε σ’ αυτή την πεποίθηση «μεθ’ ώριμον σκέψιν ότι επιβάλλεται η εις αυτόν ανάθεσις». Ο Βενιζέλος άρχισε αμέσως τις διερευνητικές επαφές για τον σχηματισμό κυβέρνησης.

Από τις πρώτες επιλογές του Βενιζέλου ήταν ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος για το υπουργείο Εσωτερικών διότι όπως είχε γίνει γνωστό είχε συγκεκριμένες απόψεις σχετικά με το θέμα της νέας εκδοτικής τράπεζας. Επίσης, ο Αντώνιος Χρηστομάνος επιλέχθηκε για το υπουργείο Δημοσίων Συγκοινωνιών. Υπουργός Εξωτερικών έγινε ο Αλέξανδρος Καραπάνος. Ο Μιχαλακόπουλος δήλωσε στον Βενιζέλο ότι δεν μπορεί να κρατήσει το υπουργείο Εξωτερικών διότι συνυπέγραψε έναν «οικονομικό διακανονισμό», ως μέλος της προηγούμενης κυβέρνησης, τον οποίο η νέα κυβέρνηση έχει ως κύριο σκοπό να ανατρέψει. (σ.σ.: σχετικά με τα καλύμματα προφανώς).

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΏΝ

Στην όλη υπόθεση, όμως, υπήρχε και μία ακόμη βασική παράμετρος: Το ζήτημα των μετοχών της εκδοτικής τράπεζας, δηλαδή της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι εφημερίδες έγραφαν με βεβαιότητα ότι στο ζήτημα αυτό η Δημοσιονομική Επιτροπή της Γενεύης θα έδινε μία λύση σύμφωνα με τις απόψεις του Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος επεδίωκε την πλήρη αναθεώρηση και τροποποίηση της σύμβασης σχετικά με τις σχέσεις του κράτους και της Εθνικής Τράπεζας μετά την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Το μεσημέρι της 6ης Ιουλίου 1928, ο υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Μαρής έλαβε επιστολή του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Δροσόπουλου σύμφωνα με την οποία το δ.σ. της Τράπεζας είχε συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση της κυβέρνησης για την έκδοση σε δημόσια εγγραφή μόνο του ενός τρίτου των μετοχών της Εκδοτικής, και όχι του συνόλου των μετοχών.

Την ίδια ημέρα, η Εθνική Τράπεζα έστειλε στις εφημερίδες ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία η αναγγελθείσα έκδοση σε δημόσια εγγραφή του συνόλου των μετοχών της Τραπέζης της Ελλάδος περιοριζόταν επί του παρόντος εις το ένα τρίτο. Δηλαδή, εκδίδονταν για δημόσια εγγραφή, από 9 έως 12 Ιουλίου 1928, 26.666 μετοχές από τις οποίες οι μισές υπέρ των μετόχων της Εθνικής Τράπεζας και οι μισές υπέρ του κοινού. Οι μέτοχοι της Εθνικής Τράπεζας δικαιούνταν να εγγραφούν με αναλογία τριών μετοχών Εθνικής Τράπεζας για δύο μετοχές Εκδοτικής.

Γενικότερα, μετά τη μικρασιατική καταστροφή το καθεστώς λειτουργίας των τραπεζών στην Ελλάδα είχε γίνει ανεξέλεγκτο με αποτέλεσμα να δημοσιεύονται ακόμα και ψευδείς ισολογισμοί. Ένα ενδεικτικό «φρούτο» της αβασίλευτης δημοκρατίας ήταν και η ίδρυση το 1924 της αγγλοαμερικανικής τράπεζας με θεωρητικό αρχικό μετοχικό κεφάλαιο 12,5 εκατομμυρίων δραχμών, το οποίο έως το 1928 είχε γίνει, πάντα θεωρητικά, 30 εκατομμύρια δρχ.

Αμέσως μετά το Πάσχα του 1929, που είχε πέσει στις 5 Μαΐου, η αγγλοαμερικανική τράπεζα βάρεσε «κανόνι»! Στα ταμεία της βρέθηκαν μόλις 4.000 δρχ. αν και υπήρχαν 12 εκατομμύρια σε καταθέσεις όψεως και περισσότερα από 27 εκατομμύρια σε καταθέσεις ταμιευτηρίου. Αν και ο τελευταίος ισολογισμός της τράπεζας ήταν υποδειγματικός και εμφάνιζε σημαντικά κέρδη, ο έλεγχος του υπουργείου Οικονομικών έδειξε ότι το ενεργητικό της τράπεζας ήταν ζήτημα να κάλυπτε το 20% του παθητικού της. Ένα μεγάλο μέρος των κερδών μάλιστα της τράπεζας αναγράφονταν στο έκτακτο αποθεματικό κεφάλαιο που ήταν της τάξης του 1,9 εκατομμυρίου δρχ. Από αυτά το 1.250.000 αν και ήταν κέρδη από την τελευταία χρήση, με την αναγραφή τους στο έκτακτο αποθεματικό κεφάλαιο δεν φορολογήθηκαν. Τότε η φορολογία των κερδών ήταν στο 26%.

Αλλά πώς να μην συνέβαιναν όλα αυτά όταν αποδείχθηκε ότι το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο των 12,5 εκατομμυρίων ήταν «μαϊμού», παραφουσκωμένες μετοχές σε άλλες επενδύσεις; Πώς να μην συνέβαιναν όλα αυτά όταν το κράτος δεν προέτρεπε τους πολίτες να καταθέτουν τα χρήματά τους στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, στα ταχυδρομικά ταμιευτήρια και στα κρατικά χρεώγραφα αλλά τους άφηνε να ρισκάρουν τα χρήματά τους σε ληστρικές τράπεζες;

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

1922-1926: ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ" ΠΑΡΑΤΑΞΗΣ

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ

booksonthesites.blogspot.com



Αποσπάσματα από την ομιλία του συγγραφέα στις 19 Δεκεμβρίου 2023 στο βιβλιοπωλείο Αριστοτέλειον. Παρακολουθήστε όλη την ομιλία και τη συζήτηση που ακολούθησε στον παρακάτω σύνδεσμο, ο οποίος κοινοποιείται για πρώτη φορά:

https://youtu.be/NqawSh0JJ5c?si=vawrO66g5cErBOM5

…Στα τέλη Οκτωβρίου 1922 είχε διαφανεί ότι θα αναλάμβανε την πρωθυπουργία ο πολύπειρος Αλέξανδρος Ζαΐμης, αλλά αυτός αρνήθηκε να αναλάβει την ηγεσία της χώρας γνωρίζοντας τις μεθοδεύσεις της «επαναστατικής επιτροπής» για την εκτέλεση όλων των πολιτικών αντιπάλων του βενιζελισμού. Ο Ζαΐμης δεν ήθελε επ’ ουδενί να χρεωθεί τη δολοφονία των Έξι. Έτσι, το πρωί της 12 Νοεμβρίου 1922, μετά τη συνάντησή του με τα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής, ο Κροκιδάς πήγε στα Ανάκτορα και υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του.

Ο Γονατάς δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι η «Επανάστασις» θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε να πετύχει τον σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης, και μόνον σε περίπτωση αποτυχίας θα σχηματιστεί στρατιωτική κυβέρνηση με τη συμμετοχή και μελών της «Επαναστάσεως». Από την πλευρά του ο Πλαστήρας είχε δηλώσει ότι όλα τα αναγραφόμενα από τις εφημερίδες, περί σχηματισμού στρατιωτικής κυβέρνησης υπό τον Γονατά, ήταν εντελώς ανακριβή και ότι δεν είχε ληφθεί καμία οριστική απόφαση.

Οι εφημερίδες όμως δεν έγραφαν επί ματαίω. Το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου Πλαστήρας, Γονατάς και Χατζηκυριάκος συγκεντρώθηκαν στην οικία του τελευταίου μαζί με άλλους αξιωματικούς και πολιτευόμενους, μεταξύ των οποίων ο Παπανδρέου και ο Καφαντάρης. Η σύσκεψη τελείωσε στις 4 τα ξημερώματα της 12ης Νοεμβρίου. Είχαν πάρει τις αποφάσεις τους. Άλλωστε κανείς δεν είχε διάθεση να αναλάβει μία κυβέρνηση – μαριονέτα στα χέρια του Πλαστήρα και Σία.

ΜΙΑ ΑΘΛΙΑ ΣΤΗΜΕΝΗ ΔΙΚΗ ΑΠΟ ΕΚΤΑΚΤΟ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ.

Ολόκληρη «πολιτική μερίς», λοιπόν, παρέμεινε σε ύποπτη σιγή! Όπως συνέβη δύο μέρες πριν τον σχηματισμό κυβέρνησης από τον πραξικοπηματία Στυλιανό Γονατά και στην αίθουσα του εκτάκτου στρατοδικείου, στην ανάγνωση της έγγραφης απολογίας του Δημητρίου Γούναρη στον ανακριτή. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσίαζε εκείνη η ημέρα, όχι γιατί θα άκουγαν για πρώτη φορά τα αντεπιχειρήματα του Γούναρη αλλά γιατί θα αγόρευαν οι «επαναστατικοί» επίτροποι. Η αίθουσα άδεια και ψυχρή, όπως και η παγερή στάση των ολίγων παρισταμένων. Οι αναπληρωματικοί στρατοδίκες άφωνοι. Δεν χρειάστηκε να παρέμβουν στο ελάχιστο. «Από τα χείλη των επιτρόπων κρέμαται η τύχη των κατηγορουμένων. Τι θα προτείνουν τάχα; Οι περισσότεροι το γνωρίζουν. Υπάρχουν όμως και οι αφελείς, οι πάντοτε αμφιβάλλοντες».

Το κατηγορητήριο περί εσχάτης προδοσίας ήταν εξοργιστικά σαθρό και άθλιο, στο πνεύμα της βενιζελικής φαντασίωσης της ανύπαρκτης συνθήκης των Σεβρών, την οποία η Ελλάδα θα έπρεπε να επιβάλλει δια των όπλων από μόνη της όπως από πολύ νωρίς είχαν προειδοποιήσει οι σύμμαχοι τον Βενιζέλο.

Σαθρόν το σαθρές, συκοφαντικό και άτιμο, λοιπόν, το κατηγορητήριο:

«Κατηγορείσθε ότι από της 1 Νοεμβρίου 1920 και εφ’ εξής μέχρι της 26ης Αυγούστου 1922 συναποφασίσαντες μετά των συνυπουργών υμών περί πράξεως εσχάτης προδοσίας εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστηρίξατε την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου, τουτέστιν εις την υπό της Ελλάδος κατεχομένην και δια της Συνθήκης των Σεβρών κατακεκυρωμένην χώραν της Μ. Ασίας, παραδόσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν πολέμου κτλ. κτλ. δια των επομένων μέσων…».

Ευτυχώς, οι επιμελητές της έκδοσης του 1924-25 με τις απολογίες των θυμάτων του βενιζελισμού διέσωσαν την αλήθεια από τις τραγικές εκείνες στιγμές, αλλά και την πραγματική γραπτή απολογία του Γούναρη στον ανακριτή, διότι στις εφημερίδες δημοσιεύθηκε «πετσοκομμένη» η απολογία του, καθώς οι δημοσιογράφοι την είχαν πάρει από αυτά που διάβασε ο γραμματέας του Έκτακτου Στρατοδικείου. Στη δίκη ο Γούναρης είχε επανειλημμένα ζητήσει να χρησιμοποιήσει το συλημένο αρχείο του, και το αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών, αλλά δεν του επετράπη ποτέ. Το δε προσωπικό του αρχείο είχε εξαφανισθεί από προσώπου γης από την πρώτη ημέρα της σύλληψής του, τη νύκτα της 14ης προς την 15η Σεπτεμβρίου 1922.

Η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα, πόσο μάλλον η Δικτατορία σε κρίσιμες περιστάσεις! Ο Πλαστήρας κατήργησε το 5μελές επαναστατικό συμβούλιο, αναλαμβάνοντας αυτός μόνος την ηγεσία της «Επαναστατικής Επιτροπής». Στη στρατιωτική κυβέρνηση που σχηματίστηκε πρωθυπουργός ανέλαβε ο έτερος των πραξικοπηματιών Στυλιανός Γονατάς. Η κυβέρνηση του Γονατά ορκίστηκε στις 14 Νοεμβρίου 1922 και χαρακτηρίστηκε «Επαναστατική». Η υπόθεση είχε «κλειδώσει».  Την επόμενη ημέρα εκτελέστηκαν οι Έξι.

Από τις 12 Δεκεμβρίου 1922 είχαν αρχίσει οι παραιτήσεις και οι αντικαταστάσεις, με πρώτη παραίτηση του Θεόδωρου Πάγκαλου από υπουργού των Στρατιωτικών. Είναι αδιανόητο να συλλάβει ο ανθρώπινος νους πόσες παραιτήσεις και πόσοι διορισμοί έγιναν στην διάρκειας 14 μηνών κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά. Δεν νομίζουμε να υπήρξε στην πολιτική ιστορία της χώρας άλλη κυβέρνηση με τόσους «ανασχηματισμούς» μέσα σε 14 μήνες.

Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΕΤΕΚΕΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 Στις 16 Δεκεμβρίου 1923 έγιναν «εκλογές» με μόνον υποψήφιους από τη βενιζελική παράταξη! Μα που να βρεθούν άλλοι υποψήφιοι; Τους είχαν δολοφονήσει όλους! Στις 11 Δεκεμβρίου 1923, το Έθνος δημοσίευσε τον επίσημο μικτό συνδυασμό Αθηνών – Πειραιώς των Φιλελευθέρων, της Δημοκρατικής Ενώσεως, των Φιλελευθέρων Δημοκρατών, των προσφύγων. Ο συνδυασμός Βενιζέλου, αν και αποδυναμωμένος σε σχέση με τα παλιά του στελέχη, είχε απ’ όλα. Και από την «αντάρτικη» ομάδα της Κωνσταντινούπολης, και από τον εμπορικό κόσμο Αθηνών και Πειραιώς, και αντιστρατήγους και εκπροσώπους της «Επαναστατικής Επιτροπής» και οσονούπω ξανά πραξικοπηματίες. Όταν έχεις στο πλάι σου τον αρχηγό της «Επαναστάσεως» Νικόλαο Πλαστήρα δεν φοβάσαι τίποτα. Τις επόμενες δύο ημέρες τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει και «επετεύχθη η συγκρότησις ενιαίου συνδυασμού των διαφόρων επαναστατικών αποχρώσεων» υπό «την προεδρίαν του κ. Αρχηγού της Επαναστάσεως»!

Σε όλα αυτά υπήρχε ένα μικρό μυστικό. Ο Βενιζέλος δεν ήταν στην Ελλάδα! Ανήμερα των εκλογών, το βενιζελικό (από τότε) Έθνος κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδη φωτογραφία του Βενιζέλου και με τίτλο: «Να κληθή και να έλθη τάχιστα ο Ελευθέριος Βενιζέλος»!

...Ο Γονατάς με επιστολή του ανακοίνωσε στον Γεώργιο Β΄ την απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, το βράδυ της 17ης Δεκεμβρίου 1923, «περί αποδημίας του» στο εξωτερικό, και ζήτησε άμεση απάντηση εντός της 18ης Δεκεμβρίου! «Σημειωτέον, ότι πρόκειται περί τυπικής απαντήσεως, καθόσον ο Βασιλεύς από της χθεσινής εσπέρας εγνωστοποίησεν εις την Κυβέρνησιν δια του αυλάρχου του κ. Σούτσου και του υπασπιστού του κ. Φιλίππου την κατ’ αρχήν απόφασιν περί αναχωρήσεως…». Ο Γεώργιος Β΄ βιαζόταν να φύγει. Η υπόθεση μύριζε μπαρούτι.

Η «επανάστασις» τα είχε όλα έτοιμα. Είχαν ορίσει ότι η αναχώριση του βασιλιά θα γινόταν με το εύδρομο «Δάφνη». Όρισαν και τιμητική φρουρά! Στον βασιλιά δόθηκαν και οδοιπορικά ένα εκατομμύριο δραχμές, και κατά τη διάρκεια της «απουσίας» του θα λάμβανε κανονικά την επιχορήγησή του! Στις 19 Δεκεμβρίου 1923, ο Γεώργιος Β΄ αναχωρούσε μαζί με τη σύζυγό του από τον Πειραιά με το «Δάφνη». Τους αποχαιρέτησαν ο Γονατάς με τη σύζυγό του, η οποία πρόσφερε και ανθοδέσμη στη βασίλισσα! Όλη αυτή η θεατρική παράσταση είχε το νόημα της δήθεν προσωρινής αποχώρησης του βασιλιά μέχρι να αποφασιζόταν η τύχη του πολιτεύματος. Στις 20 Δεκεμβρίου 1923 ορκίστηκε αντιβασιλέας ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης.

Με την πρώτη συνεδρίαση της νέας βουλής, ο Πλαστήρας παραιτήθηκε και παρέδωσε την εξουσία. Η δουλειά είχε γίνει. Ο Βενιζέλος εμφανίστηκε τελικά στις 4 Ιανουαρίου 1924, και μετά από παλινωδίες δέχτηκε τελικά να αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας στις 11 Ιανουαρίου 1924. Αλλά δεν άντεξε ούτε ένα μήνα.

...Τι ακριβώς εννοούσε ο αρθρογράφος ότι την ταραχή και το καρδιακό επεισόδιο δεν τα προκάλεσαν στον Βενιζέλο αυτά που έλεγε ο Παπαναστασίου στη βουλή εκείνες τις ημέρες, αλλά «αι ίδιαι αυτού φράσεις»; Τι εννοούσε ο αρθρογράφος ότι ο Βενιζέλος δεν άντεχε «τας οξείας φάσεις» του κοινοβουλευτικού αγώνα; Στη βουλή μόνο φιλελεύθεροι και «δημοκράτες» υπήρχαν. Γιατί να εκνευρίζεται ο Βενιζέλος μ’ αυτούς που τον παρακαλούσαν να έρθει και να αναλάβει την πρωθυπουργία;

«Οι θεράποντες ιατροί εξετάσαντες αυτόν επανειλημμένως κατέστησαν αυτόν προσεκτικόν καθ’ όσον διεπιστώθη ότι πάσχει εκ μυοκαρδίτιδος, η δε ασθένειά του δεδομένης της υπερδιεγέρσεώς του νευρικού του συστήματος και της νευρασθενείας υπό της οποίας κατέχεται λόγω υπερκοπώσεως δύναται να έχη σοβαράς συνεπείας». (σ.σ.:!).

Ο Βενιζέλος επικαλούμενος τις συστάσεις των γιατρών του παραιτήθηκε και συνέστησε στα μέλη του υπουργικού συμβουλίου να πράξουν τα δέοντα. Τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου προσπάθησαν να πείσουν τον Βενιζέλο να παραμείνει διορίζοντας αντιπρόεδρο της κυβέρνησης για να τον αντικαθιστά όσο θα διαρκέσει η αποκατάσταση της υγείας του. Ο Βενιζέλος αρνήθηκε.

…Και πριν αλέκτωρ φωνήσαι… Την Παρασκευή 26 Ιουνίου 1925, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων δημοσίευαν αυτό που όλοι γνώριζαν και ανέμεναν. Η στρατιωτική καμαρίλα της «αβασίλευτης δημοκρατίας» και του «φιλελεύθερου» βενιζελισμού είχε επιδοθεί για μία ακόμη φορά στο αγαπημένο «άθλημά» της: «Αι Αθήναι εκοιμήθησαν προχθές με φήμες και εξύπνησαν χθες με στρατιωτικόν κίνημα. Δεν δύναται να λεχθή ότι δεν επεριμένετο. Το ανέμενον όλοι. Κυβέρνησις, Τύπος, πολιτικοί, στρατός, ακόμη και οι ξενύχτηδες των Χαυτείων…».

Ο Τύπος είχε τόσο συνηθίσει και εθιστεί στα αναμενόμενα «κινήματα» που οι δημοσιογράφοι «έσπαγαν και πλάκα». Στις 8 το πρωί, ο Πάγκαλος είχε μεταβεί ένστολος στους στρατώνες του Ρουφ, και στην ημερήσια διαταγή του τόνισε ότι αναγκάστηκε και πάλι να προβεί σε κίνημα, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να κτυπηθεί η φαυλότης του πολιτικού κόσμου, και ότι ο Στρατός και ο Στόλος, έχοντας μαζί τους την κοινή γνώμη, έρχονται να προστατεύσουν τη δημοκρατία!

...Οι εφημερίδες άρχισαν να δημοσιεύουν από την πρώτη κιόλας ημέρα τις λεπτομέρειες του νέου αυτού στρατιωτικού κινήματος των «προοδευτικών» αξιωματικών του βενιζελισμού. Ο «εκ των αρχηγών της Επαναστάσεως» Χατζηκυριάκος (σ.σ.: παντού και πάντα!), στις 12 τα μεσάνυχτα προς την 25 Ιουνίου 1925, συνοδεία και άλλων κινηματιών αξιωματικών πήγαν στο Νέο Φάληρο όπου ναυλοχούσε το θωρηκτό Αβέρωφ. Όταν η ατμάκατος του θωρηκτού πλησίασε στην προκυμαία να παραλάβει τους αξιωματικούς του Αβέρωφ που βρίσκονταν σε έξοδο, οι αξιωματικοί του Χατζηκυριάκου την κατέλαβαν και επιβιβάστηκαν αυτοί! Ο Χατζηκυριάκος έμεινε στον προβλήτα. Ο επί του ελέγχου αξιωματικός του θωρηκτού ήταν μυημένος στο κίνημα, όπως και πολλοί άλλοι επί του Αβέρωφ.

Με την εύκολη κατάληψη του θωρηκτού, ο Χατζηκυριάκος ειδοποιήθηκε και έφθασε με λέμβο στο Αβέρωφ ανακηρυχθείς αρχηγός του στόλου! Αμέσως διαβιβάστηκε σήμα στους κυβερνήτες των δύο αντιτορπιλικών  Ιέραξ και Λέων που βρίσκονταν στον φαληρικό όρμο να προσέλθουν επί του Αβέρωφ. Ο κυβερνήτης του Ιέρακα Λούης, βλέποντας την κατάληψη του Λέοντος από ναύτες του Αβέρωφ επιχείρησε να αποπλεύσει διατάσσοντας πολεμική έγερση. Πολύ σύντομα όμως διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατον να φύγει καθώς από το Αβέρωφ του έγινε γνωστό ότι δεν θα επέτρεπαν τον απόπλου του αντιτορπιλικού. Τελικά οι δύο κυβερνήτες των αντιτορπιλικών αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πλοία τους και αντικαταστάθηκαν αμέσως από πλωτάρχες που συμμετείχαν στο κίνημα.

Ο θρασύς και κυνικός Χατζηκυριάκος διαβίβασε από το θωρηκτό Αβέρωφ στον πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Στόλος ταύτην την νύκτα εκήρυξεν έκπτωτον Κυβέρνησιν. Καθιστώμεν προσωπικώς υπευθύνους Πρόεδρον μέλη κυβερνήσεως δια χύσιν αίματος. Αρχηγός στόλου Χατζηκυριάκος»!

Στις 2 το μεσημέρι της 25ης Ιουνίου, ο Παπαναστασίου με τους Ρέντη και Αραβαντινό επισκέφθηκαν στο Αβέρωφ τον Χατζηκυριάκο και τον συνεχάρησαν για την επιτυχία του κινήματος.

Τηλεγράφημα-τελεσίγραφο είχε στείλει, βεβαίως, και ο Πάγκαλος στον Κουντουριώτη στις 25 Ιουνίου 1925, στις 10 το πρωί. Ο Πάγκαλος απαιτούσε από τον Κουντουριώτη να παραιτήσει την κυβέρνηση γιατί, όπως επικαλέστηκε στο τηλεγράφημα, υπήρχαν ακόμα κάποιοι πιστοί στην κυβέρνηση αξιωματικοί στη Φρουρά Αθηνών.

«Κύριε πρόεδρε. Ο Στρατός και ο Στόλος εξηγέρθησαν δια λόγους, τους οποίους γνωρίζετε ασφαλώς και υμείς, όπως και σύμπας ο Ελληνικός λαός. Η κυβέρνησις αποτυχούσα εσωτερικώς τε και εξωτερικώς, δεν αντιπροσώπευε πλέον την κοινήν γνώμην. Την δυσαρμονίαν ταύτην δεν διεσκέδασεν ατυχώς η Εθνοσυνέλευσις… Θεωρώ μέγιστον έγκλημα την χύσιν και ρανίδος, έστω διττώς αδελφικού Δημοκρατικού αίματος, καθιστώ υπεύθυνον επί τούτου ολόκληρον την Κυβέρνησιν και τους ενισχύοντας αυτήν εις την ματαίαν αντίστασιν και παρακαλώ μέχρι της 4ης μ.μ. προκαλέσητε την παραίτησιν της κυβερνήσεως…».

ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΤΕΛΟΣ. ΑΣ ΠΕΡΑΣΕΙ Ο ΕΠΟΜΕΝΟΣ…

Το καθεστώς Πάγκαλου κράτησε περίπου 14 μήνες. Στο διάστημα αυτό έγιναν πράματα και θάματα, κυρίως στον τομέα της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος. Οι εφημερίδες έγραφαν σε συνέχειες τα φαινόμενα καταλήστευσης των δημοσίων ταμείων. Τον Ιούλιο του 1926, διαβλέποντας το επερχόμενο τέλος της δικτατορίας του, ο Πάγκαλος έκανε μία κίνηση τακτικής. Διόρισε πρωθυπουργό τον Αθανάσιο Ευταξία, ο οποίος είχε διατελέσει πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής επί των Οικονομικών.

Η κυβέρνηση Ευταξία άντεξε έως τον επόμενο μήνα. Με πρόσχημα ότι στη σύνθεσή της υπήρχαν αρκετοί αντιβενιζελικοί υπουργοί, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες που είχαν στηρίξει τη δικτατορία Πάγκαλου άρχισαν να σχεδιάζουν την ανατροπή της κυβέρνησης Ευταξία. Το νέο πραξικόπημα ξεκίνησε από την Κρήτη. Οι φρουρές της περιφέρειας άρχισαν να ετοιμάζονται. Ιθύνων νους, ποιος άλλος, ο Γεώργιος Κονδύλης. Ο καθένας με τη σειρά του. Αυτό που θα επακολουθούσε έως τις 26 Αυγούστου 1926 ξεπερνούσε και το καλύτερο σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.

Στις 22 Αυγούστου 1926, η εφημερίδα Σκρίπ κυκλοφόρησε με κύριο άρθρο την παράδοση του βενιζελισμού «στις στάσεις, στις επαναστάσεις, στη βία, στην τυραννία». Αφορμή υπήρξε το εξελισσόμενο πραξικόπημα Κονδύλη που ανάγκασε την κυβέρνηση Ευταξία να προβεί σε συλλήψεις, μεταξύ των οποίων ήταν και η σύλληψη του πρώην αρχιστρατήγου της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αναστάσιου Παπούλα.

«… Οι σημερινοί αρχηγοί του Βενιζελισμού, πιστοί και ευλαβείς τηρηταί των παραδόσεων αυτού, εφιλοτημήθησαν τίς ταχύτερον και δραστικώτερον θα ανατρέψη την πολιτικήν τάξιν. Προσχήματα εφευρέθησαν πολλά. Όπως το Θέρισσον εύρε πρόσχημα την Ένωσιν, ο σημερινός Βενιζελισμός εύρε πρόσχημα τας Λαϊκάς Ελευθερίας. Υπό το πρόσχημα αυτών ζητείται η ανατροπή. Αλλά ταύτης τυχόν επιτυγχανομένης, αι Λαϊκαί Ελευθερίαι είνε καταδικασμέναι να πνιγούν εις το τέναγος της βενιζελικής τυραννίας».

Η κυβέρνηση Ευταξία έδωσε εντολή και συνελήφθησαν οι Παπαναστασίου, Μεταξάς και Καφαντάρης. Ο Ευταξίας δήλωσε ότι οι δύο πρώτοι θα απολύονταν, αλλά για τον Καφαντάρη υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις εμπλοκής του στο κίνημα καθώς, όπως τόνισε, στην Κρήτη τα γεγονότα τα δημιούργησαν οι πολιτικοί φίλοι του Καφαντάρη, δηλαδή ο Εξηντάρης, ο Γύπαρης και ο Ασκούτσης.

Ο Ευταξίας παραδέχτηκε επίσης ότι όσοι ενεπλάκησαν στην Κρήτη ήταν και πολιτικοί φίλοι του Κονδύλη, ο οποίος εκείνη τη δεδομένη στιγμή είχε εξαφανιστεί και οι αρχές τον έψαχναν για να τον συλλάβουν. Για τον Παπούλα είπε ότι συνελήφθη διότι δημοσίευσε επιστολή στην οποία ανέφερε ότι αν θέλει μπορεί να κάνει κίνημα και να το φέρει εις πέρας. Ο γιός του Παπούλα, ο οποίος υπηρετούσε ως υπολοχαγός στη φρουρά της Χαλκίδας, είχε δηλώσει ότι συμμετείχε στο κίνημα με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του!

Στις 22 Αυγούστου είχε διοργανωθεί συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος, ενώ κάτω από το κτίριο που στεγαζόταν των υπουργείο Συγκοινωνίας η μπάντα της Φρουράς Αθηνών έπαιζε εμβατήρια! Ένας ομιλητής από τον εξώστη του υπουργείου περνούσε τον Πάγκαλο από γενεές δεκατέσσερις: «Ενθυμηθήτε 14 μήνας εν τυραννία. Με ποίας σημαίας δεν ήλθεν ο αλιτήριος. Αποσυνέθεσε τας δυνάμεις της Χώρας τελείως, ενώ ήλθε να τας οργανώση. Και ποία δεν διεχαράχθη ακολασία; Ελεηλατήθησαν τα δημόσια ταμεία. Ήλθε με την σημαίαν της οικονομικής ανακουφίσεως του Λαού από τα βάρη και εγονάτισε τον Λαόν… Εξεμεταλλεύθη την ευπιστίαν και ανεμίχθη με την αχρειότητα και την ηλιθιότητα. Ενηγκαλίσθη ό,τι φαύλον και ελεηλάτησε τον εθνικόν πλούτον…».

Το πλήθος από κάτω φώναζε και ζητούσε ελεύθερες εκλογές. Η οχλοβοή από κάτω έγινε εντονότερη όταν βγήκε να μιλήσει ο Κονδύλης, ο οποίος άρχισε να λέει για τις «μέρες δόξης και καταστροφής» του ελληνικού λαού και κάτι άλλα τέτοια βαθυστόχαστα. Αναφερόμενος στον Πάγκαλο, ο Κονδύλης φώναζε όσο δυνατότερα μπορούσε, για να ακουσθεί, ότι «ουδέποτε τύραννος εφάνη τόσο ανήθικος, τόσον ψευδομανής, τόσον περιφρονητής των δικαιωμάτων του Λαού, τον οποίον είχε κυβερνήσει… Είνε ζήτημα αν η παγκόσμιος ιστορία έχει να επιδείξη κτηνάνθρωπον παρόμοιον προς αυτόν…»!

Το πλήθος από κάτω εξεμάνη: «Εσείς τον φέρατε, μαζί είσαστε, τα ίδια θα πάθης και συ, ζήτω η οικουμενική»!

Ο Κονδύλης είπε ότι η παγκαλική τυραννία κατελύθη και ότι ο στρατός του ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά ότι «εσκέφθην πολύ ίνα αναλάβει τας ευθύνας αυτά»! διότι, όπως είπε, δεν του ήταν ευχάριστο να κάθεται στα κυβερνητικά εδώλια! Για τον Πάγκαλο είπε ότι προσπαθούσε να διαφύγει και ότι τον κυνηγούσαν τρία πολεμικά πλοία!

Πράγματι, ο Πάγκαλος ευρισκόμενος στις Σπέτσες επιβιβάστηκε στο ατμόπλοιο «Πέργαμος», το οποίο όμως δεν κατευθύνθηκε προς τον Πειραιά, όπως είχε διαταχθεί, αλλά προσπάθησε να περάσει τον Ισθμό. Το ατμόπλοιο καταδίωκαν τα πολεμικά πλοία «Κιλκίς» και «Λέων» και τρία υδροπλάνα. Ο Κονδύλης ήταν απόλυτος. Εν ανάγκη, το ατμόπλοιο με τον Πάγκαλο θα βυθιζόταν! Το «Πέργαμος» κάποια στιγμή εντοπίστηκε ανοιχτά της Ύδρας όπου βομβαρδίστηκε ανεπιτυχώς από τα δύο υδροπλάνα, και από το θωρηκτό «Κιλκίς»…

 

 




Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Ο ΕΞΟΒΕΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ ΣΩΤΗΡΩΝ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

 

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ

booksonthesites.blogspot.com


 

https://youtu.be/x0EMz2FVego?si=tvG8jaxc0qopTzij

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1851, ο Εμμανουήλ Ξάνθος κατέβαινε τα σκαλιά του Μέγαρου Κοντόσταυλου, που από τις 18 Μαρτίου 1844 είχε γίνει έδρα της νεοσύστατης τότε ελληνικής βουλής και Γερουσίας, σύμφωνα με το νέο σύνταγμα του 1844 που καθιέρωνε τη συνταγματική μοναρχία. Ο 80χρονος Ξάνθος είχε παρακολουθήσει μία συνεδρίαση της βουλής και κατά την έξοδό του από το κτίριο έπεσε από τις σκάλες. Το Μέγαρο Κοντόσταυλου κάηκε το 1854, και στη θέση του ανεγέρθηκε το κτίριο της Παλαιάς Βουλής, που λειτούργησε από το 1875 έως το 1935.

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος άφησε την τελευταία του πνοή πάμπτωχος. Δεν είχε καταφέρει να του δοθεί έστω και μία πενιχρή σύνταξη για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα του. Στην εμβληματική αυτή μορφή, και στους συντρόφους του, οφείλουμε την ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Ο Ξάνθος υπήρξε γραμματικός, έμπορος μα κυρίως επαναστάτης. Από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Η προσφορά του στο ελληνικό έθνος χαρακτηρίζεται ανεκτίμητη.

Μετά την ατυχή έκβαση της επανάστασης στη Μολδοβλαχία και τον εγκλεισμό του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις αυστριακές φυλακές, ο Ξάνθος κατέβηκε στην Πελοπόννησο, όπου πέρασε απαρατήρητος και εκτός των δομών εξουσίας. Το 1826 αναχωρεί για την Αυστρία με σκοπό να οργανώσει την απόδραση του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Θεωρούσε αδιανόητο να παραμένει ο Γενικός Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας έγκλειστος στις αυστριακές φυλακές.

Τον Ξάνθο όμως τον αποθάρρυνε ο ίδιος ο Υψηλάντης, ο οποίος ήταν σε άσχημη ψυχική κατάσταση και με σοβαρά κλονισμένη την υγεία του, και δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε μία περιπέτεια απόδρασης. Στις 24 Νοεμβρίου 1827, έπειτα από ισχυρές πιέσεις κυρίως από τη ρωσική πλευρά, οι αυστριακές αρχές απελευθέρωσαν τον Υψηλάντη με τον όρο να επιλέξει ως τόπο διαμονής μία από τρεις συγκεκριμένες πόλεις εντός της αυστριακής επικράτειας. Ο Υψηλάντης, όντας υπό συνεχείς κρίσεις βαρέως άσθματος, επέλεξε τη Βιέννη.

Στις 30 Νοεμβρίου 1827, λίγες ημέρες αργότερα, η μητέρα του Υψηλάντη Ελισάβετ ζήτησε από την αυτοκράτειρα της Αυστρίας να απελευθερωθούν οριστικά τα παιδιά της, και να μπορέσει ο Αλέξανδρος να πάει στην Ελλάδα, όπου είχε κληθεί ήδη ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας. Παράλληλα, ο Υψηλάντης έστελνε επιστολές στον τσάρο Νικόλαο Α΄ για να αντικρούσει τα λιβελλογραφήματα των αυστριακών εφημερίδων και τις εναντίον του συκοφαντίες για τον ρόλο του στην εξέγερση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο Νικόλαος Α΄ δεν είχε ιδέα για όλα αυτά, γιατί ως τριτότοκος δεν ανέμενε ποτέ να γίνει τσάρος της ρωσικής αυτοκρατορίας μετά τον θάνατο του αδελφού του Αλέξανδρου Α΄ το 1825.

Σε επιστολή του προς τον Νικόλαο τον Α΄, ο Υψηλάντης αποκαλύπτει πως  «ο κόμης Καποδίστριας, όν συνεβουλεύθην, συνεφώνησε προς την γνώμην μου, εύρε τα σχέδια και τας παρασκευάς μου καλάς και καταλλήλους, και μοι συνεβούλευσεν, ίνα ενεργήσω και επιχειρήσω την έναρξιν τούτων, μη δεικνύων δισταγμόν τινα περί της επιτυχίας. Αύτη εφαίνετο αυτώ συνδεομένη προς την πολιτικήν της Ρωσίας». Επίσης, ο Υψηλάντης πίστευε ότι ο Αλέξανδρος Α΄ «ήν εντελώς σύμφωνος, ως αυτός ούτος ευδοκιμήσας μοί ωμίλησε πλειστάκις εν Πετρουπόλει και εν Τσάρσκοϊ Σελό. Αληθές, ότι η Α.Μ. ωμίλει πάντοτε αορίστως, αλλά πάντοτε επίσης μετ’ ευμενείας τοιαύτης, οία εξήπτεν έτι μάλλον τας ελπίδας μου και μετέτρεψεν εις βέβαιον μέλλον…».

Όπως αναφέρει ο Υψηλάντης στην επιστολή του προς τον Νικόλαο Α΄, ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ του είχε πει τα εξής: «Ουκ αποθανούμαι ευχαριστημένος, ει μη κατορθώσω τι διά τους ατυχείς Έλληνάς μου. Σημείον μόνον εκ του ουρανού αναμένω προς τούτο… Ζητούσι την ελευθερίαν αυτών, εισίν άξιοι ταύτης, βοηθήσωμεν αυτοίς. Πλην μετά φρονήσεως. Πρέπει ίνα σκεφθώ και εγώ επί τούτου. Μία σφαίρα, παρά τον Ίστρον ριπτομένη, πυρπολήσει σύμπασαν την Ευρώπην…».

Δύο μήνες μετά την απελευθέρωσή του από τις αυστριακές φυλακές, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέθανε στη Βιέννη, στις 31 Ιανουαρίου 1828. Ήταν μόλις 36 ετών. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο Υψηλάντης έπασχε κι αυτός από μυοτονική δυστροφία, μία κληρονομική διαταραχή του μυϊκού συστήματος που μειώνει κατά πολύ το προσδόκιμο ζωής. Άλλωστε από την ίδια πάθηση έπασχε και ο μικρόσωμος και φιλάσθενος αδελφός του Δημήτριος, ο οποίος πέθανε στο Ναύπλιο τον Αύγουστο του 1832, σε ηλικία 39 ετών. Ο Δημήτριος είχε κατέβει στην Πελοπόννησο το 1821, ως εκπρόσωπος της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας. Στην α΄ Εθνοσυνέλευση εξελέγη πρόεδρος του βουλευτικού σώματος, αλλά ήδη από το 1822 εξουδετερώθηκε πολιτικά από τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.



Μετά τον θάνατο του Υψηλάντη στη Βιέννη, ο Ξάνθος πηγαίνει στη Βλαχία, όπου για άγνωστο λόγο παραμένει εκεί για μία περίπου δεκαετία, ενώ στην Αθήνα τον περίμενε μία 11μελής οικογένεια. Στις 14 Φεβρουαρίου του 1836, η γυναίκα του Σεβαστή Ξάνθου επισκέπτεται στην Αθήνα τον βαρώνο Κωνσταντίνο Μπέλλιο ή Βέλλιο, ο οποίος πραγματοποιούσε επίσκεψη και είχε γίνει δεκτός από τον Όθωνα. Το 1837, ο Μπέλλιος είχε χρηματοδοτήσει την ίδρυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.

Η Σεβαστή ζητά από τον Μπέλλιο δανεικά, και επίσης να ενεργήσει ώστε να επιστρέψει ο άντρας της από ένα μοναστήρι στη Βλαχία, όπου βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, «όστις από άκραν μελαγχολίαν του έπεσεν εἰς μίαν τοιαύτην μελαγχολίαν και υποχοντρίαν, ώστε κατήντησε να ζητήσει εἰς το μοναστήρι του Μαρτζινένη εἰς Βλαχίαν ως ένας ασκητής και είναι αδύνατον να πεισθεί να έλθει εἰς την γυναίκα του και φαμιλίαν του». Η Σεβαστή Ξάνθου αναφέρει στον Μπέλλιο ότι οι ιθύνοντες στην Αθήνα την κοροϊδεύουν ότι τάχα ενεργούν για την επιστροφή του άντρα της γιατί φοβούνται μήπως τους πάρει τη θέση «καθ΄ ότι αυτού ενταύθα ερχομένου, θα πάρει αυτός το πρώτον και καλύτερον υπούργημα, ίσως και το του Ρίζου, διότι ουχί μόνον ότι είναι πεπαιδευμένος άνθρωπος, αλλά και δικαίωμα μέγα έχει εις την Ελλάδα».

 Ο Μπέλλιος υπόσχεται να ενεργήσει μέσω του προξένου μας στο Βουκουρέστι. Και πράγματι, το 1837 ο Ξάνθος επιστρέφει στην Ελλάδα. Την επόμενη χρονιά, το 1838, ο Μπέλλιος πέθανε στη Βιέννη. Το 1837 στην Ελλάδα υπήρχε κυβέρνηση του βασιλιά. Ο Όθων ήταν πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου, με αναπληρωτές προέδρους τον Γεώργιο Κουντουριώτη και τον Ανδρέα Ζαΐμη. Το 1839, ο Ξάνθος διορίζεται σε διοικητική θέση στην Ύδρα κι αργότερα στο Ελεγκτικό Συνέδριο, απολύθηκε όμως ύστερα από λίγο καιρό με τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση εξαιτίας της δεινής οικονομικής κατάστασης και των πιέσεων των δανειστών του υπέρογκου δανείου των 60 εκατομμυρίων φράγκων του 1832.

Δεν έχει διευκρινιστεί αν ο Ξάνθος απολύθηκε επί κυβέρνησης Όθωνα ή επί κυβέρνησης Μαυροκορδάτου, ο οποίος κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση το 1841. Σημασία έχει πώς ο Ξάνθος έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, για μία δεκαετία, σε πλήρη ανέχεια μάταια αποζητώντας από το Δημόσιο σύνταξη ή έστω ένα ελάχιστο βοήθημα.

Η έσχατη ένδεια στην οποία είχε περιπέσει ο Ξάνθος και η οικογένειά του στα χρόνια μετά την επανάσταση έχει αποτυπωθεί σε πηγές και αναφορές έως και τον θάνατό του. Σε αναφορά του προς την Εθνοσυνέλευση του 1843, στερημένος κι αυτού ακόμη του επιούσιου, παρακαλεί για κάποια θέση και κάποιο εισόδημα, αν και στις 28 Ιανουαρίου του 1838, ο βασιλιάς Όθων με διάταγμα του απένειμε τον Χρυσούν Σταυρόν του Σωτήρος «διά τας εκδουλεύσεις αυτού υπέρ πατρίδος»! Διότι, εκτός όλων των άλλων δεινών και δυσκολιών που αντιμετώπιζε, τον Αύγουστο του 1832 είχε πεθάνει στο Ναύπλιο και ο φιλάσθενος Δημήτριος Υψηλάντης, και ο Ξάνθος είχε χάσει ίσως τον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να του συμπαρασταθεί στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

 


Η ΗΓΕΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

Αν και έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας, όλα κινούνται γύρω από τα ίδια πρόσωπα.  Όπως έγραψε ο Σακελλαρίου, που επιμελήθηκε το αρχείο της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό: «Η δυάς –Σκουφάς και Αναγνωστόπουλος– εγένετο τετρακτύς –Σκουφάς, Αναγνωστόπουλος, Τσακάλωφ και Ξάνθος. Η τετρακτύς εγένετο Πυριφλεγέθων, όστις κατέκαυσε την τουρκικήν τυραννίαν».

Οι αρχηγοί που υπέγραψαν στην Κωνσταντινούπολη, στις 22 Σεπτεμβρίου 1818, το συνυποσχετικό για τις μεταξύ τους σχέσεις και τις μελλοντικές τους ενέργειες ήταν ο Άνθιμος Γαζής, Εμμανουήλ Ξάνθος, Αθανάσιος Ν. Τσακάλωφ, Παναγιώτης Α. Αναγνωστόπουλος, Νικόλαος Πατζιμάδης, Γεώργιος Λεβέντης, Αντώνιος Κομιζόπουλος, Παναγιώτης Σέκερης». Ο Σκουφάς είχε πεθάνει δύο μήνες πριν, αλλά είχε συμβάλλει και αυτός στο άναμμα της σπίθας.

Μετά τον διορισμό του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη θέση του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής, τον Απρίλιο του 1820, ο Ξάνθος έστειλε εγκύκλια γράμματα της Αρχής και του Υψηλάντη στα βασικότερα μέλη-αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας μέσω των αδελφών Αθανασίου και Παναγιώτη Σέκερη. Εκτός από τους αδελφούς Σέκερη ενημερώθηκαν επίσης ο Γρηγόριος Φλέσας (Δικαίος) στην Κωνσταντινούπολη, ο Γεώργιος Λεβέντηςστο Βουκουρέστι και οι Αθανάσιος Τσακάλωφ και Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος που βρίσκονταν τότε στην Πίζα της Ιταλίας.

 

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΣΑΚΑΛΩΦ

Ο Τσακάλωφ, σε όλο το διάστημα της συνωμοτικής και της επαναστατικής του δράσης δεν είχε βγάλει κουβέντα από το στόμα του. Το 1832 είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μόσχα, όπου και πέθανε το 1851. Ο Τσακάλωφ φαίνεται να είχε απογοητευθεί και αηδιάσει με τη δολοφονία του Καποδίστρια, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη σχηματίστηκε μία προσωρινή Διοικητική Επιτροπή από τον αδελφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια προεδρεύοντα, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Ιωάννη Κωλέττη. Ο Αυγουστίνος παραιτήθηκε στις 28 Μαρτίου 1832. Το Πάσχα του 1832 ο Τσακάλωφ έφυγε από το Ναύπλιο για την Κωνσταντινούπολη, από εκεί πήγε στην Οδησσό και κατέληξε στη Μόσχα.



Οι τελευταίες εικόνες του Τσακάλωφ από την ελεύθερη Ελλάδα ήταν θλιβερές. Με πόσο πόνο ψυχής, άραγε, εγκατέλειψε την πατρίδα του, που παρουσίαζε μία εικόνα ερήμωσης και καταστροφής; Εκείνη ακριβώς την περίοδο, της φυγής του Τσακάλωφ από την Ελλάδα, ο Γάλλος ρομαντικός ποιητής και συγγραφέας Λαμαρτίνος ξεκινούσε το ταξίδι του στην Ανατολή. Το ημερολόγιο καταστρώματος που κρατά θα εκδοθεί αρχικά το 1835, και μετέπειτα το 1841 με τον τίτλο Vogage En Orient και θα σημειώσει τεράστια επιτυχία. Στις 15 Αυγούστου 1832 έγραφε για το Ναύπλιο και την Αργολίδα:

«Δεν γράφω τίποτα: η ψυχή μου είναι περίλυπη και σκυθρωπή σαν τη φρικτή χώρα που με περιβάλλει: γυμνά βράχια, γη κοκκινόχρωμη ή μαυριδερή, σκονισμένα χαμόδεντρα, βαλτώδεις πεδιάδες όπου ο παγωμένος βοριάς σφυρίζει ακόμα και τον Αύγουστο μέσα στις αμέτρητες καλαμιές: αυτό είναι όλο. Αυτή η γη της Ελλάδας δεν είναι παρά το σάβανο ενός λαού, μοιάζει με παλιό κενοτάφιο απογυμνωμένο από τα οστά του, που και οι πέτρες του ακόμα σκορπίστηκαν και μαύρισαν σαν το κάρβουνο με τους αιώνες. Που είναι η ομορφιά αυτής της Ελλάδας που τόσο υμνήθηκε; Πού είναι ο χρυσαφένιος και διάφανος ουρανός της. Όλα είναι θαμπά και θολά, όπως σ’ ένα φαράγγι της Σαβοϊας ή της Οβέρνης τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου. Η ένταση του βοριά, που μπαίνει με άγρια κύματα μέχρι το βάθος του κόλπου όπου στέκουμε βρεγμένοι, μας εμποδίζει να φύγουμε».

Το κρίσιμο διάστημα, Νοέμβριος 1819 - Φεβρουάριος 1821, ο Τσακάλωφ βρισκόταν στην Πίζα της Ιταλίας, και υποτίθεται εκτός των βασικών διεργασιών της Εταιρείας, εξαιτίας της υπόθεσης Νικολάου Γαλάτη. Σε μία επιστολή του Κομιζόπουλου από τη Μόσχα προς τον Ξάνθο στην Πετρούπολη, με ημερομηνία 31 Μαΐου 1820, αναφέρεται μεταξύ άλλων: «…Χρεία, κύριε, να ησυχάσωμεν τους φίλους με κανένα γράμμα, ότι εις την παρούσαν περίστασιν ημπορούν πολλά να ακολουθήσουν. Από τον Μαρτάκην (Τσακάλωφ) ούτε φωνή ούτε ακρόασις, και απορώ τη αληθεία. Εις την Πίζαν δεν τον ηύραν και πώς να μη γράψη δύο λόγια αυτός ο άνθρωπος, ο φίλος όμως λέγει ότι έστειλε να ερωτήση καλώς, και πλέον να ιδώμεν με την ερχομένην πόσταν…».

 Ο Γαλάτης «εξουδετερώθηκε» κοντά στην Ερμιόνη με απόφαση των αρχηγών της Φιλικής για αποκλίνουσα και προδοτική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διέσωσε ο Φιλήμων, ο Θεόδωρος Νέγρης είχε στείλει από το Ιάσιο αναφορά προς τους αρχηγούς στην Κωνσταντινούπολη ότι ο Γαλάτης έμαθε για την εκεί μεταφορά της έδρας της Εταιρείας και ετοιμαζόταν να κατέβει στην Πόλη για να τους προδώσει.

 Ο Τσακάλωφ καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης βρισκόταν στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά ο Τσακάλωφ δεν μίλησε ποτέ για τη Φιλική Εταιρεία, ούτε έγραψε λέξη για όσα γνώριζε, αν και ο Φιλήμων έως και την τελευταία στιγμή ήλπιζε περί του αντιθέτου. Ο Φιλήμων είχε συναντήσει δύο φορές τον Τσακάλωφ, το 1823 και το 1829 αλλά δεν κατάφερε να του πάρει κουβέντα. Διότι είχαν προκύψει οι αποκαλύψεις και τα στοιχεία του Πέτρου Σκυλίτση Ομηρίδη για την Ελληνική Εταιρία και το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον των Παρισίων που άλλαζαν το αφήγημα για τους ιδρυτές και τον τόπο ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας:

«Εάν δε παραδεχθώμεν ως αδιαφιλονείκητα τα του φίλου Ομηρίδου, ναυαγούντας βλέπομεν τον Σκουφάν, Ξάνθον, Αναγνωστόπουλον και λοιπούς, σωζόμενον δε εκ του ναυαγίου τούτου ένα μόνον, τον Τσακάλωφ. Επομένως, αυτούς δυνάμεθα αρμοδίως ειπείν αναμορφωτάς αντί θεμελιωτών, και πρώτον τούτων τον Τσακάλωφ, ως τεταγμένον εν τω κώδηκι διά των στοιχείων ΒΑ, εν ώ ο Σκουφάς φαίνεται λαβών τα στοιχεία ΒΓ. Μεθ’ όλα όμως ταύτα επέχομεν, και ουδεμίαν επί των πληροφοριών αυτών φέρομεν γνώμην ωρισμένην. Τον Τσακάλωφ, είδομεν εκ του πλησίον εν τη Ελλάδι κατά το 1823 και 1829, αλλ’ ουδέ λέξιν παρ’ αυτού ηκούσαμεν. Ήτο ομολογουμένως ο Τσακάλωφ ανήρ λίαν εχέμυθος, σκεπτικός πάντοτε και πάσαν επίδειξιν αποφεύγων. Απεβίωσεν ούτος μετά το 1850, και ουδόλως απίθανον θεωρούμεν, ή ότι έγραψεν εν ιδίω τεύχει τα περί της Φιλικής Εταιρείας, και μάλιστα τα περί της αρχής αυτής, ως μόνος εξαιρετικώς αρμόδιος, ή ότι υπεμνημάτισεν επιδιορθώσας τα εσφαλμένα του παρ’ ημών εκδοθέντος κατά το 1834 εν Ναυπλία Δοκιμίου περί της φιλικής Εταιρίας. Ή το εν άρα, ή το άλλο των έργων αυτού, (αν υπάρχωσι,) δημοσιευόμενόν ποτε, δώσει τελειωτικήν την λύσιν ενός ζητήματος, όπερ εκάλυψεν επί τοσούτον η μυστικότης και περιέπλεξε πιθανώς η προσωπικότης. Αλλ’, όπως αν έχη, και αν τουτέστιν ως αναμορφωτάς παραδεχθώμεν τους εν Οδησσώ εργασθέντας Σκουφάν, Τσακάλωφ Αναγνωστόπουλον και λοιπούς, κρίνομεν τούτους ουχί κατωτέρους των πρώτων εν Παρισίοις θεμελιωτων…».

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΚΟΥΦΑΣ



Ο Σκουφάς γεννήθηκε το 1779 στο Κομπότι της Άρτας ως Νικόλαος Κουμπάρος. Το επίθετο Σκουφάς το απέκτησε επειδή ως έμπορος ασχολήθηκε με την κατασκευή και των πώληση σκούφων (πιλών) εξ ου και το προσωνύμιο Σκουφάς. Θεωρείται γενικώς ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας. Είχε επαναστατική παιδεία δεχόμενος επιρροές από τον καρμποναρισμό μέσω του Κωνσταντίνου Ράδου από το Τσεπέλοβο των Ιωαννίνων.

Τον Δεκέμβριο του 1814 ο Σκουφάς μύησε στη Μόσχα τον Γεώργιο Σέκερη, που ήταν ο πρώτος που μυήθηκε ως απλό μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Στη Μόσχα ο Σκουφάς προσπάθησε να μυήσει και άλλους αλλά συνάντηση δυσπιστία, και ίσως και τη χλεύη, καθώς την εποχή εκείνη στα επαγγελματικά δεν ήταν και στα καλύτερά του. Το 1815 ο Σκουφάς μύησε στη Μόσχα τον Νικόλαο Ουζουνίδη. Οι προσπάθειές του συνεχίστηκαν στην Οδησσό.

Μέχρι τον θάνατό του, στις 31 Ιουλίου 1818, είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία περίπου 70 Εταιριστές, και μάλιστα πολλοί από αυτούς τον Ιούνιο και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς. Ο αριθμός αυτός προκύπτει από τον κατάλογο Φιλικών εκ του αρχείου Σέκερη και ανταποκρίνεται εν γένει στην πραγματικότητα καθώς εκείνη την περίοδο ακολουθούσαν με αυστηρότητα το τυπικό των μυήσεων, πλην ελαχίστων μυήσεων που έγιναν χωρίς τις τυπικές διαδικασίες από τον Νικόλαο Γαλάτη, που από υπέρμετρο ενθουσιασμό κόντεψε να τινάξει την όλη υπόθεση στον αέρα. Μετά το θάνατο του Σκουφά και μέχρι τα τέλη του 1818 είχαν μυηθεί άλλα 123 άτομα! Το 1818 ήταν η πρώτη χρονιά που το κίνημα γινόταν μαζικό.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι η πρώτη μύηση που καταγράφεται μετά τον θάνατο του Σκουφά είναι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, στις 2 Αυγούστου 1818, από τον Κυριάκο Καμαρηνό ή Καμαριανό από την Καμάρα Μεσσηνίας. Την εποχή της μύησής του, ο διοικητής της Σπάρτης Πετρόμπεης είχε ενέχυρο για χρέος τους δύο γιούς του Γεώργιο και Αναστάσιο στην Κωνσταντινούπολη. Με τη μύησή του έδωσε 1.000 γρόσια, έταξε άλλα 5.000 γρόσια και 20.000 οπλοφόρους! Τον Καμαρηνό τον είχε στείλει το 1820, ο Μαυρομιχάλης στον Υψηλάντη απαιτώντας ένα μεγάλο ποσό για να ετοιμάσει το στράτευμα της Μάνης. Με απόφαση της Αρχής, ο Καμαρηνός δολοφονήθηκε κάπου στο Δούναβη γιατί αυθαδίασε και απείλησε τον Υψηλάντη.

 


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, γιός του Αναγνώστη Μυλώνα και της Μάριας από την οικογένεια των Χρηστακαίων, γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα το 1790. Για ένα διάστημα εργαζόταν στο κατάστημα του Αθανασίου Σέκερη στην Οδησσό, και εκεί γνώρισε και μυήθηκε από τον Νικόλαο Σκουφά. Θεωρείται από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Ο Αναγνωστόπουλος με τη σειρά του μύησε τον Αναγνωσταρά (Αναγνώστη Παπαγεωργίου), τον Ασημάκη Κροκιδά, τον Γεώργιο Λεβέντη και τον Παναγιώτη Σέκερη, αδελφό του Αθανασίου Σέκερη. Ο μεγάλος καημός του Αναγνωστόπουλου ήταν να αποδείξει ότι αυτός και όχι ο Ξάνθος ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Ακόμη και το 1845, σε μία επιστολή που έστειλε στον Τσακάλωφ στη Μόσχα, ο Αναγνωστόπουλος αναφερόταν στο θέμα αυτό:

 «…Ο κ. Ξάνθος εξέδωκεν εν, ως ο ίδιος το ωνόμασε ιστορικόν υπόμνημα της Φιλικής Εταιρείας. Λέγει δε ότι αυτός κατά το 1813 μεταβάς από Κωνσταντινούπολι εις Πρέβεζαν και εκείθεν εις Οδησσόν όπου ευρών το μακαρίτη Σκουφάν, πρώτον τον ενέπνευσεν και υμάς δεύτερον τον περί ελευθερίας Σκοπόν και ότι καθό μασσών (κτίστης) έκαμε το σχέδιον της εταιρίας. Συμφωνήσαντες δε και υμείς μετ’ αυτού, εκάματε το σύστημα αυτής. Τοιαύτα και πολλά άλλα κακοήθη ψεύδη εκήρυξεν, ενώ ζώσιν εισέτι εξ από τα πρωτενεργά μέλη, τα οποία γνωρίζουν ότι αυτός εκατηχήθη από τον μακαρίτην Σκουφάν εν Κωνσταντινουπόλιν, την ιδίαν ημέραν, καθ’ ήν κατηχήθη και ο Π. Σέκερης από εμέ…».

Ο Αναγνωστόπουλος ήταν με την πλευρά του Δημητρίου Υψηλάντη, τον οποίο είχε συνοδεύσει άλλωστε κατά την κάθοδό τους από τη Μολδοβλαχία τον Απρίλιο του 1821. Αγωνίστηκε με τον Κολοκοτρώνη και τον Αναγνωσταρά, σε πολλές μάχες σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης.  Οι δημόσιες θέσεις που κατέλαβε ήταν επί Καποδίστρια, που τον διόρισε έκτακτο επίτροπο (κάτι σαν τον μετέπειτα νομάρχη) Ηλείας. Τον Σεπτέμβριο του 1831 έως τον Μάρτιο του 1832 διετέλεσε έκτακτος επίτροπος Σπάρτης. Προηγουμένως, εκεί τον είχε στείλει ο Καποδίστριας το καλοκαίρι του 1831 για να εκτιμήσει την κατάσταση. Η δολοφονία του Καποδίστρια βρήκε τον Αναγνωστόπουλο στο Μαραθονήσι. Επέστρεψε στο Ναύπλιο και ασκούσε διοίκηση εξ αποστάσεως. Υπηρέτησε ως διοικητής και νομάρχης σε διάφορες περιοχές. Πέθανε από επιδημία χολέρας το 1854, λαμβάνοντας μία πενιχρή σύνταξη.

Παρά τις αιτιάσεις Αναγνωστόπουλου, ο Ξάνθος έχαιρε της εκτίμησης και του σεβασμού των υπολοίπων μελών, ιδιαιτέρως όλους αυτούς τους κρίσιμους μήνες, όπως τουλάχιστον δείχνει η αλληλογραφία από το αρχείο του. Άλλωστε οι επικεφαλής των εφορειών γνώριζαν τον ρόλο που είχε παίξει ώστε να βρεθεί επιτέλους ο Γενικός Αρχηγός. Να τι έγραφε ο Παπαφλέσσας από την Κωνσταντινούπολη, στις 12 Νοεμβρίου 1820, μόλις πάτησε το πόδι του στην Πόλη. Ο Ξάνθος ήταν τότε στο Ισμαήλιον και, όπως δείχνουν τα στοιχεία, ήταν ο σύνδεσμος από τον οποίο περνούσαν όλες οι πληροφορίες για τις δραστηριότητες της Φιλικής Εταιρείας.

«Περιπόθητέ μοι Ξάνθε,

Δόξα τω θεώ! αφού εις την θαλασσοπορίαν μας εδοκιμάσαμεν και τρικυμίας και δεκακυμίας, εφθάσαμεν ενταύθα υγιώς κατά την τετάρτην του τρέχοντος. Δεν λείπω αμέσως να σοι γράψω, φίλε μου, ηξεύρων πόσην επιθυμίαν και ανυπομονησίαν έχεις εις το να μάθης το κατευόδιόν μου, και περιπλέον να σοι δηλοποιήσω ότι κατά το παρόν καταγίνομαι μετά των λοιπών φίλων μας να βάλωμεν εις τάξιν το εμπόριον μας. Και έπειτα να κινήσω εις τα ίδια. Οι ενταύθα φίλοι ευχάριστοι και πρόθυμοι. Χαίρε λοιπόν διά τούτο, και ειδοποίησον αυτήν την αγαθήν αγγελίαν εις τους καλούς φίλους μας διά να χαρούν, προσφέρων τους εκ ψυχής ασπασμούς μου εις άπαντας. Ο Περραιβός εισέτι δεν εφάνη, το αίτιον αγνοώ. Γράψε μου διά του Καρίμου (Π. Σέκερη). Σήμερον γράφω προς τους φίλους Ιωαννίδην (Αναγνωστόπουλον) και Μαρτάκην (Τσακάλωφ) να έλθουν και αυτοί εις τα 2 (Πελοπόννησον). Από τους εις τα 62 (Κωνσταντινούπολιν) ελπίζονται μεγάλα πράγματα προς εκτέλεσιν του ιερού ημών σκοπού. Υγίαινε, φίλτατε, και ενθυμού πάντοτε το ειλικρινές σου αρμόδιον. Γράψον προς τον Ελευθεριάδην (Κομιζόπουλον) και Ξενοφώντα (Πατζιμάδην) τα πάντα, και ζήτησον την συγνώμην, διατί δεν ευκαίρησα να τους γράψω. Νέον τι άξιον ακοής δεν είχομεν κατά το παρόν διά να σας γράψωμεν, διά τούτο σιωπώντες τα μη βασίμως αδόμενα μένομεν αιωνίως τη ευγενία σας ειλικρινής φίλος σας.

Α.Μ. (Γρηγόριος Δικαίος Φλέσας)

Τα του παλαιοτέρου ήτον ψευδή διά τον Αρμόδιον».

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΕΚΕΡΗΣ

Οι ανεκτίμητες υπηρεσίες που προσέφερε στο έθνος ο Τριπολιτσιώτης έμπορος και πλοιοκτήτης Παναγιώτης Σέκερης θα έμεναν στον χρονοντούλαπο της Ιστορίας, αν δεν είχε δημοσιευθεί το πολύτιμο Αρχείο του, που περιλαμβάνει τον κατάλογο των μελών της Φιλικής Εταιρείας, τους λογαριασμούς των εξόδων και εσόδων της Φιλικής Εταιρείας και του ιδίου, ως αρχηγού, στο διάστημα από 1 Αυγούστου 1818 έως 12 Αυγούστου 1821, και τα αντίγραφα των επιστολών του κατά το ίδιο διάστημα.



Όπως επεσήμανε ο Βαλέριος Μέξας οι υπηρεσίες αυτές του Παναγιώτη Σέκερη παραγνωρίστηκαν, λησμονήθηκαν και έμειναν άγνωστες, χωρίς ποτέ ο ίδιος να παραπονεθεί ή να μεμψιμοιρήσει. Ο Ξάνθος με τον Αναγνωστόπουλο ήταν οι τελευταίοι που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη, στις 19 Φεβρουαρίου 1919, μετά τον θάνατο του Σκουφά και την υπογραφή του συνυποσχετικού των αρχηγών. Έμεινε, λοιπόν, μόνος ο Σέκερης να σηκώσει όλο το βάρος της οργάνωσης. Και όπως έγραψε ο Μέξας «κατά τρόπον αληθινά δραματικόν, ο Σέκερης ευρίσκεται επικεφαλής τότε μιας επαναστάσεως την οποίαν βλέπει να ετοιμάζεται μόνη της, χωρίς αρχηγό, χωρίς οργάνωσι, χωρίς χρήματα».

Με τη μύησή του στις 5 Μαΐου 1818, ο Σέκερης έδωσε στο ταμείο της Φιλικής Εταιρείας το ποσό των 10.000 γροσίων, ένα ποσό πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που είχε συγκεντρωθεί στα 4 χρόνια που μεσολάβησαν από την ίδρυση της Οργάνωσης. Η οικονομική του επιφάνεια και το κύρος που είχε μεταξύ των εμπόρων της Κωνσταντινούπολης είχε ως αποτέλεσμα την ίδια θεαματική αυξητική τάση με τα αποθεματικά να ακολουθήσουν και οι μυήσεις από τον Μάιο έως και τον Δεκέμβριο του 1818.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Σέκερης μετά βίας κατάφερε να διαφύγει με ένα από τα πλοία του προς την Οδησσό. Οι τουρκικές αρχές δήμευσαν την κινητή και ακίνητη περιουσία του, που σύμφωνα με υπολογισμούς ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο γρόσια. Στην Οδησσό παρέμεινε μέχρι το 1830. Εκείνη τη χρονιά έφθασε οικογενειακώς στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Διορίστηκε από τον Καποδίστρια τελώνης πρώτα στην Ύδρα και έπειτα στο Ναύπλιο. Όπως έγραψε ο Φιλήμων στην εφημερίδα του «Αιών» , ο Σέκερης εργάστηκε «εις τα κάθυγρα δια τον άρτον των τέκνων του». Πέθανε πάμπτωχος στις 29 Ιανουαρίου 1847, ένας από τους πλουσιότερους εμπόρους και πλοιοκτήτες της Κωνσταντινούπολης στην προεπαναστατική περίοδο.

 

ΑΝΘΙΜΟΣ ΓΑΖΗΣ

Ο Άνθιμος Γαζής, κατά κόσμον Αναστάσιος Γκάζαλης του Παναγιώτη και της Μαρίας, υπήρξε μία εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού διαφωτισμού και της προετοιμασίας της επανάστασης. Γεννήθηκε το 1758 στις Μηλιές Πηλίου. Στο σχολείο στις Μηλιές και στο Ελληνομουσείον της Ζαγοράς συγκρότησε ο Αναστάσιος Γκάζαλης τις βάσεις της πνευματικής του  συγκρότησης.  Το 1774 χειροτονήθηκε διάκος και ένα χρόνο αργότερα ως Άνθιμος Γαζής ιερέας στο κοντινό χωριό Βυζίτσα.


Τον Μάιο του 1797 έγινε εφημέριος του ναού του Αγίου Γεωργίου στη Βιέννη με τη συνδρομή του επιφανή Κωνσταντινοπολίτη ομογενή άρχοντα Αγγελή Μαρμαρά,  και από το 1799 ανέπτυξε μία αξιοθαύμαστη για την εποχή συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα. Το 1811 άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, το οποίο συνέχισε να κυκλοφορεί μέχρι το 1821 ως μία πρωτοπόρα και φωτεινή έκδοση των προεπαναστατικών χρόνων. Από την 1η Απριλίου του 1813 το περιοδικό απέκτησε και συνεκδότη τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ο Γαζής είχε γνωριστεί με τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, ο οποίος είχε ιδρύσει από το 1810 τη «Φιλολογική Εταιρεία» στο Βουκουρέστι, ένα σωματείο με σημαντική προσφορά στο ξύπνημα του Γένους. Το 1814 σε συνεργασία με τον Καποδίστρια, ο Γαζής ίδρυσε τη Φιλόμουσο Εταιρεία της Βιέννης.

Από τους πρώτους μήνες έκδοσης του Λόγιου Ερμή, η αυστριακή αστυνομία άρχισε να παρακολουθεί στενά και τον Άνθιμο Γαζή αλλά και την έκδοση που κυκλοφορούσε με άδεια της αυστριακής λογοκρισίας. Μάλιστα οι αναφορές των μυστικών πρακτόρων πήγαιναν απευθείας στον αρμόδιο υπουργό. Αξίζει να δούμε μία αναφορά με ημερομηνία 22 Απριλίου 1811:

«… Ίσως είμαι εις θέσιν να σας δώσω πληροφορίας τας οποίας η Ανωτάτη Διεύθυνσις της Αστυνομίας θα συγκέντρωνε μόνον κατόπιν μακρού χρόνου. Ο Άνθιμος Γαζής εκδίδει με την άδειαν της λογοκρισίας περιοδικόν εις νεοελληνικήν γλώσσαν υπό τον τίτλον «Ερμής ο Λόγιος». Το περιοδικόν τούτο καίτοι επιδιώκει να «διαφωτίσει φιλολογικώς το ελληνικόν έθνος» αποτελεί εν τούτοις συγχρόνως το σημείον συγκεντρώσεως των εν διασπορά Ελλήνων οι οποίοι είπερ ποτέ άλλοτε ονειροπολούν την αναγέννησιν της Ελλάδος. Ο Γαζής ευρίσκεται ωσαύτως εις στενωτάτας σχέσεις με τον μητροπολίτην της Βλαχίας Ιγνάτιον, ο οποίος παίζει εκεί έναν σπουδαίον ρόλον, πληρώνει ένα μέρος των εξόδων της έκδόσεως και διανέμει δωρεάν αντίτυπα του «Λογίου Ερμή». Επί την αναγέννησιν αυτήν της Ελλάδος τρέφουν ελπίδα συγχρόνως το Παρίσι και η Πετρούπολις, ενώ η προαγωγή των ελπίδων αυτών φαίνεται ότι αποτελεί την μονομανίαν του Γαζή. Προς αυτήν την κατεύθυνσιν εργάζονται μετά του Γαζή μεταξύ άλλων…».

Αφού αναφέρονται τα ονόματα των επαφών του Γαζή στη Βιέννη, το Παρίσι, το Βουκουρέστι, το Ιάσιο και τη Κωνσταντινούπολη, ο πράκτορας συνεχίζει στην αναφορά του:

«Ο Γαζής εφρόντισεν την εκτύπωσιν πολλών χαρτών. Εργάζεται ακαταπαύστως, κλεισμένος εις τον εαυτόν του περισσότερον από πριν και γενικώς είναι δύσπιστος, πολύ αφωσιωμένος εις την Ρωσίαν, αφ’ ενός μεν ένεκα του θρησκεύματος, αφ’ ετέρου διότι τον εγκωμιάζουν απ’ εκεί εις βαθμόν απίστευτον…».

Ο πράκτορας επισημαίνει στον υπουργό ότι μπορεί να του δώσει λεπτομερέστατες πληροφορίες για τις κινήσεις του Γαζή, και ότι θα του κατονομάσει προφορικώς το όνομα του πληροφοριοδότη!

Ο Γαζής υπήρξε εκ των κυριοτέρων προμάχων της ελευθερίας. Σύμφωνα με μία εκδοχή, στην πρώτη επαφή του με τους Σκουφά και Τσακάλωφ στην Οδησσό ήταν επιφυλακτικός για τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία. Σύμφωνα όμως με τον Βαλέριο Μέξα, που δημοσίευσε τον κατάλογο των Φιλικών εκ του αρχείου Παναγιώτη Σέκερη, ο Άνθιμος Γαζής μυήθηκε το 1816 από τον Νικόλαο Σκουφά μαζί με τους Νικόλαο Γαλάτη και Αθανάσιο Σέκερη. Είναι σίγουρο, όμως, ότι όταν εγκατέλειψε οριστικά τη Βιέννη το Πάσχα του 1817, επιστρέφοντας μέσω Κωνσταντινούπολης, συναντήθηκε με τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας και κατέστη, μετά το θάνατο του Σκουφά, και συναρχηγός και μάλιστα υπέγραψε πρώτος τη τάξει στο συνυποσχετικό των αρχηγών της 22ας Σεπτεμβρίου του 1818.

Έγραφε η πρώτη παράγραφος του συνυποσχετικού: «Αγαθή Τύχη. Οι υπογράφοντες κινούντες όλην την μηχανήν της Φιλικής Εταιρείας και μέλλοντες να χωρισθώσιν καθώς συμφώνως τους εφάνη εύλογον, λαμβάνων καθείς ετέραν διεύθυνσιν δια τας υποθέσεις της ιδίας, κρίνουσι και αποφασίζουσι τα ακόλουθα…».

Ο Γαζής μύησε στα επαναστατικά σχέδιά του τον αρματωλό Κυριάκο Μπασδέκη, που είχε το αρματολίκι του Πηλίου, του Βελεστίνου, του Αλμυρού και του Δομοκού, τον Αλέξανδρο Κασσαβέτη από τη Ζαγορά, τον Χατζηρήγα από την Μακρυνίτσα, που ήταν το δεξί του χέρι και προεστός με μεγάλη επιρροή και άλλους πολλούς. Από τις Μηλιές είχαν περάσει το 1818 και ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος. Αρχές της δεκαετίας του 1950 ήρθε για πρώτη φορά στο φως η επαναστατική προκήρυξη του Γαζή που κυκλοφόρησε στις 7 Μαΐου 1821 σε όλα τα χωριά του Πηλίου.

Ο Γαζής από τον Δεκέμβριο του 1826 εντοπίζεται στη Σκύρο. Το κάστρο της Σκύρου το πολιορκούσε ο Κωλέττης! Ο Γαζής γίνεται έξαλλος με τον Κωλέττη, γιατί αντί να πολεμά τους Τούρκους στη Ρούμελη ήθελε το κάστρο της Σκύρου για δικό του. Το Πάσχα του 1827, ο Γαζής έστειλε επιστολή στον τότε πρόεδρο της κυβέρνησης Ανδρέα Ζαΐμη στην οποία αποκαλύπτει ένα συγκλονιστικό επεισόδιο της επαναστατικής του δράσης.

Όταν ήταν αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου (1822) πέρασε από την περιοχή της Λαμίας και των Θερμοπυλών ο Δράμαλης για να καταπνίξει την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Μπροστά στο τουρκικό ασκέρι, οι αρματολοί διασκορπίστηκαν. Ο Γαζής έδωσε 3.000 γρόσια για τις ανάγκες επισιτισμού και κινητοποίησε τους Γκούρα, Δυοβουνιώτη και Πάνο Πανουργιά για να χτυπήσουν τις ζωοτροφές του Δράμαλη που ακολουθούσαν το στράτευμα σε μία χρονική απόσταση 8 ημερών.

Από το ποσό αυτό κατάφερε και πήρε πίσω μόνον 500 γρόσια, καθώς τα υπόλοιπα που ανέμενε από «τας προσόδους της Τριπολιτσάς» δεν τα πήρε ποτέ γιατί όπως του είπαν υπήρχε έλλειψη χρημάτων. Ζητά, λοιπόν, από την κυβέρνηση να του στείλουν κάποια χρήματα γιατί λιμοκτονεί:

«Εκλαμπρότατε. Κάμε έλεος και εις εμέ τον γέροντα και ασθενή. Στείλατέ μοι μίαν διαταγήν… δια να λάβω την οφειλομένην ποσότητα γροσσίων ή εδώ ή εις άλλη τινα πλησιόχωρον νήσον, διότι είμαι πάντη στερημένος εξόδων και αποθνήσκω σχεδόν της πείνης. Έλεος! Έλεος! Δότε τω γέρο-Γαζή οβολόν!. Είμαι πεποιθώς, ότι θέλει εισακουσθώ από την υμετέραν φιλάνθρωπον Εκλαμπρότητα, υπέρ ής μένω προς Θεόν διάπυρος ευχέτης».

Ο Γαζής δεν άντεξε να περιμένει τον οβολόν της πατρίδας και πέθανε στη Σύρο, στις 28 Νοεμβρίου 1828.

 

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΟΜΙΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Αντώνιος Κομιτζόπουλος μυήθηκε το 1815 στη Μόσχα από τον Νικόλαο Σκουφά. Η μύηση του Κομιτζόπουλου ήταν η μοναδική, ίσως, επιτυχία του Σκουφά στη Μόσχα στην προσπάθειά του να μυήσει ομογενείς με κάποια οικονομική επιφάνεια. Καταγόταν από τη Φιλιππούπολη. Φαίνεται ότι ο Σκουφάς πριν πεθάνει τον επέβαλε ως μέλος της ομάδας των αρχηγών, της λεγόμενης Αόρατης Αρχής της οργάνωσης. Υπέγραφε με τα γράμματα ΑΕ, που σήμαινε ότι ήταν ιεραρχικά πέμπτος τη τάξει.

Τους πρώτους μήνες του 1817, ο Κομιτζόπουλος παρουσίασε μεγάλη δραστηριότητα. Μύησε κατά σειρά στη Μόσχα, τον εξ Ιωαννίνων έμπορο Γεώργιο Κώνστα Γάτζου, τον διπλωματικό υπάλληλο Ιωάννη Μπάϊλα από τη Ζαγορά και κυρίως τον στρατιωτικό, υποχιλίαρχο Χριστόφορο Περραιβό στις 13 Μαρτίου 1817. Ο Περραιβός υπήρξε ο ζωντανός κρίκος μεταξύ της οργάνωσης του Ρήγα Βελεστινλή και της Φιλικής Εταιρείας.

Ενδεικτική των ζυμώσεων εκείνης της περιόδου είναι μία επιστολή των Πατζιμάδη και Κομιζόπουλου προς τον Ξάνθο, πάντα βεβαίως σε συνωμοτική γλώσσα. Ο Πατζιμάδης υπογράφει ως Ξ και ο Κομιζόπουλος ως Ε:

«Τη 14 Δεκεμβρίου 1820, Μόσχα.

Σεβαστοί κύριοι Θ. (Ξάνθε) και Συντροφία,

Την επιστολήν σας ελάβαμεν, όπως υποσχέθητε μεν να γράψητε εκτεταμένως με τον ακόλουθον ταχυδρόμον δεν το ηκολουθήσατε. Έχομεν μεγάλην την ευχαρίστησιν, ότι ο Οινοπλουτών (ο ηγεμών της Μολδαυϊας Μιχαήλ Σούτσος) έγινεν εδικός μας. Ο Ελευθεριάδης (Κομιζόπουλος) περιμένει την προσταγήν του Καλού (Αλ. Υψηλάντου) διά να μισεύση. Αυτός ήθελεν ήτον αυτού, αν η από Βουκουρέστι γραφή σας δεν τον εμπόδιζε. Σας περικλείομεν αντίγραφον του γράμματος από Κωνσταντινούπολιν του Μ. (Γρηγορίου Δικαίου Φλέσα). Οι εκεί επίτροποι Κουμπάρης, Μαύρος και Μπάρμπας γράφουσι προς τους εδώ περί πάντων εκτεταμένως και φανερά, ζητούντες υποδήματα (χρήματα) παρά των εδώ προς συμπλήρωσιν των 400 φατούρων (χιλιάδων), τας οποίας εζήτησεν ο Καλός από τους εν Κωνσταντινουπόλει. Δεν έπρεπε τα πράγματα να ακολουθώσιν ούτως. Μ’ όλον τούτο αύτη η γραφή των δεν θέλει κάμει άλλο, ειμή να γενή πρόξενος μικρού τινού ενθουσιασμού. Οι εδώ δεν απεφάσισαν έτι τι, πλην, ως φαίνεται, θέλουν να στείλουν επί τούτου άνθρωπον προς τον Καλόν με το αντίγραφον της παρά της Κωνσταντινουπόλεως γραφής των επιτρόπων, πυνθανόμενοι περί του ποιητέου. Το ό,τι εδώ αποφασισθή να ενεργηθή θέλομεν σας κάμει γνωστόν. Πάλιν σας λέγομεν ότι δεν έπρεπεν οι επίτροποι των 62 (Κωνσταντινουπόλεως) να γράψουν τόσον φανερά περί πάντων. Και πως δεν υποπτεύθησαν…)

Ο Κομιτζόπουλος πέθανε και ενταφιάστηκε στη Μόσχα σε ηλικία 70 χρόνων, το 1854. Έμεινε εκτός πολιτικών διεργασιών στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και η μόνη ανταμοιβή του υπήρξε το παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος.  

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ

Γεώργιος Λεβέντης (1790-1847), από το Κορακοβούνι Κυνουρίας, από τα ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας. Το 1812 ανέλαβε καθήκοντα διερμηνέα στα ρωσικά προξενεία του Βουκουρεστίου και του Ιασίου. Στις 28 Ιουνίου του 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Θεόδωρο Νέγρη ακολουθώντας το επίσημο τυπικό της κατήχησης. Το 1816, ο Λεβέντης είχε μυηθεί παράτυπα από τον Γαλάτη «άνευ κατηχήσεως». Στον κατάλογο των Φιλικών εκ του αρχείου Σέκερη αναφέρεται ως «δραγουμάνος του γενικού κονσόλου ρώσσου εις Ιάσιον». Ο Λεβέντης είχε αναλάβει και το γενικό ρωσικό προξενείο στη Μολδαβία.

Ήταν επικεφαλής της Εφορίας του Βουκουρεστίου και διέθεσε σημαντικά ποσά για τον εθνικό σκοπό, κυρίως στην προσπάθειά του να προσεταιριστεί Σέρβους και Βούλγαρους οπλαρχηγούς για μία ταυτόχρονη εξέγερση κατά των Οθωμανών. Το 1833 παντρεύτηκε την Ραλλού, αδελφή του γνωστού ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Πέθανε πάμφτωχος από αποπληξία στην Αθήνα, χωρίς να καταλάβει σημαντικές διοικητικές θέσεις ούτε αναμείχθηκε στην πολιτική σκηνή και στις δομές εξουσίας!

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΤΖΙΜΑΔΗΣ

Ο Πατζιμάδης ήταν έμπορος από τα Ιωάννινα με εμπορική δραστηριότητα στη Μόσχα. Εκεί μυήθηκε από τον Γαλάτη στις 28 Οκτωβρίου 1816. Μετά τη δική του μύηση από τον Σκουφά, ο Γαλάτης είχε μυήσει αρκετούς στη ρωσική επικράτεια και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες με τρόπο παράτυπο και αντικανονικό. Δεν ακολουθούσε δηλαδή το τυπικό με το μικρό και μεγάλο όρκο, την επιστροφή των αφιερωτικών στην Αρχή της Φιλικής Εταιρείας κλπ. Έτσι πολλές από τις «μυήσεις» του Γαλάτη επαναλήφθηκαν με το κανονικό τυπικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αρχή της Φιλικής Εταιρείας προφορικά (δια στόματος) έμαθε ότι ο Πατζιμάδης είχε στείλει στον Γαλάτη 1.000 γρόσια στην Πετρούπολη.


Οι αποφάσεις του συνεδρίου της Βιέννης ενταφίαζαν τις προσπάθειες των υπόδουλων λαών για την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

* Ομιλία του συγγραφέα στο βιβλιοπωλείο Αριστοτέλειον στις 28 Μαρτίου 2024.