Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com
Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν δημοσιευθεί εκείνη
την εποχή, το 1915 υπήρχαν στην ελληνική επικράτεια 8 τραπεζικά ιδρύματα. Το
1929, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο της Αγγλοαμερικανικής Τράπεζας, υπήρχαν 45
τράπεζες. Και όπως χαρακτηριστικά έγραφαν τότε οι εφημερίδες «κάθε μήνα φύτρωνε
και μία νέα»! Το παράδοξο ήταν ότι όλη αυτή η τραπεζική …πίστη αναπτύχθηκε και
θέριεψε εν μέσω παγκοσμίου πολέμου, μικρασιατικής καταστροφής και άκρατης
πολιτικής ανωμαλίας.
Οι τράπεζες λειτουργούσαν τότε με τον νόμο 2190 περί
Ανωνύμων Εταιριών που ρύθμιζε και προέβλεπε -υποτίθεται- και τον έλεγχο των
εργασιών τους. Η λειτουργία των τραπεζών εκείνη την εποχή είχε χαρακτηριστεί
επιεικώς «ασύδοτος». Μία κατάσταση που θύμιζε, σε μικρογραφία, την ανεξέλεγκτη
λειτουργία του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος, με τις εκατοντάδες τράπεζες,
πριν από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Αποθεματικών των Η.Π.Α, της
περίφημης FED, το 1913.
Στις Η.Π.Α είχε καταστεί αναγκαία η ίδρυσης μίας κεντρικής εκδοτικής ρυθμιστικής τράπεζας, που θα ήλεγχε εκτός όλων των άλλων και τη λειτουργία των εμπορικών τραπεζών. Το μυστικό ήταν ότι η κεντρική αυτή τράπεζα δεν θα ανήκε στο δημόσιο, και το εκδοτικό προνόμιο θα περνούσε στα χέρια των μεγαλοτραπεζιτών του κεφαλαιουχικού λόμπι. Πλέον, οι ιδιώτες τραπεζίτες θα τύπωναν χαρτονόμισμα και θα δάνειζαν στο κράτος τα χρήματα που δικαιωματικά όφειλε να τυπώνει αυτό! Μπίνγκο!
ΒΑΣΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ
Στην Ελλάδα δεν χρειάστηκε να επικαλεστούν τις δεκάδες
πτωχεύσεις των τραπεζών, όπως στις Η.Π.Α., για να μας επιβάλλουν την ίδρυση μίας
νέας κεντρικής εκδότριας τράπεζας. Απλώς, το είχαν θέσει ως όρο για τη χορήγηση
ενός δανείου 9 εκατομμυρίων στερλινών, προς αποπληρωμή των παλαιών μας χρεών που
είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι (Αντάντ) δημιουργώντας την «κυβέρνηση εθνικής Αμύνης»
στη Θεσσαλονίκη!
Η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος έγινε με τον νόμο
3423/7-12-1927/ΦΕΚ Α' 298, με βάση το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου της Γενεύης. Το
Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος περιέχεται, ως Παράρτηµα IV, στο
Πρωτόκολλο, του οποίου οι όροι ενεκρίθησαν από το Συµβούλιο της Κοινωνίας των
Εθνών, «Περί εγκρίσεως της εκδόσεως δανείου Λιρών Στερλινών 9.000.000», και το
οποίο υπεγράφη από την Ελληνική Κυβέρνηση στη Γενεύη στις 15η Σεπτεµβρίου 1927.
Σε εκτέλεση του Πρωτοκόλλου, ακολούθησε, στις 27
Οκτωβρίου 1927, η υπογραφή στην Αθήνα της σύμβασης μεταξύ ελληνικού δηµοσίου
και Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος «Περί παραιτήσεως της Εθνικής Τραπέζης της
Ελλάδος από του προνοµίου εκδόσεως τραπεζικών γραµµατίων και περί συστάσεως
νέας τραπέζης υπό την επωνυµίαν “Τράπεζα της Ελλάδος”». Η Κοινωνία των Εθνών,
μέλος της οποίας ήταν και η Ελλάδα, θεωρούσε ασύμβατο η εκδότρια τράπεζα μίας
χώρας να ασκεί ταυτόχρονα και εμπορική δραστηριότητα.
Ήταν φανερό ότι η έγκριση του δανείου των 9
εκατομμυρίων στερλινών περνούσε μέσα από τη διόρθωση αυτής της παρατυπίας.
Έτσι, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την ίδρυση μίας νέας τράπεζας στην
οποία θα μεταφέρονταν το εκδοτικό προνόμιο και οι λειτουργίες που απορρέουν από
αυτό. Η νέα εκδότρια τράπεζα θα ήταν ιδιωτική και το δημόσιο δεν θα μπορούσε να
συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο με ποσοστό πάνω από 10%.
Η εν λόγω σύµβαση, καθώς και το προσαρτώµενο σ' αυτήν
Καταστατικό, με τα οποία ιδρύεται η Τράπεζα της Ελλάδος, κυρώθηκαν µε άλλο
νομοθετικό διάταγμα στις 10 Νοεµβρίου 1927, η επικύρωση του οποίου έγινε µε τον
Νόµο 3424/7.12.1927 (ΦΕΚ Α 298).
Στο άρθρο 1 παράγραφος β' του παραπάνω Νοµοθετικού ∆ιατάγµατος ορίζεται ότι οι διατάξεις του Καταστατικού έχουν ισχύ διατάξεων Νόµου και, µάλιστα Νόµου αυξηµένης τυπικής ισχύος, δοθέντος ότι το Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος αποτελεί πάντοτε μέρος διεθνούς σύμβασης επικυρωµένης διά Νόµου (βλ. άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγµατος). Εξ άλλου, σύµφωνα µε ρητή διάταξη του Καταστατικού (άρθρο 7), τούτο τροποποιείται «δι' αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως των µετόχων, κυρουµένης διά νόµου».
ΟΙ ΓΝΩΣΤΟΙ …ΑΓΝΩΣΤΟΙ
Οι συμβαλλόμενοι που υπέγραψαν ήταν οι κυβερνήσεις Γαλλίας,
Μ. Βρετανίας και Ιταλίας αφ' ενός, και η ελληνική κυβέρνηση αφ' ετέρου. Οι
λειτουργίες της Τράπεζας άρχισαν την άνοιξη του 1928. Το δάνειο των 9.000.000 λιρών στερλινών είχε
εγκριθεί. Η νέα κυβέρνηση ευρέως συνασπισμού του Ζαΐμη θα επωμιζόταν το βάρος
και την ευθύνη της εφαρμογής αυτής της θεμελιώδους εξέλιξης στο οικονομικό
σύστημα της χώρας. Πρόεδρος δημοκρατίας ήταν ο Παύλος Κουντουριώτης.
Αποκαλυπτικά είναι όσα γράφει ο ίδιος ο Βενιζέλος στο
υπόμνημά του προς την αγγλική κυβέρνηση σχετικά με το πολεμικό χρέος της
Ελλάδας, τον Δεκέμβριο του 1926. Τότε δηλαδή που η Ελλάδα είχε ζητήσει βοήθεια
από την Κ.τ.Ε. για τη διευθέτηση των παλαιών χρεών και τη σύναψη νέου δανείου.
Αρμοδιότερος για το θέμα αυτό ήταν ο πολιτικός που είχε δημιουργήσει αυτό το
τεράστιο χρέος! Πραγματικά, ένα αποκαλυπτικό υπόμνημα:
«Θα ήταν ίσως
χρήσιμο να αναφερθούμε συντόμως στην ιστορία του πολεμικού χρέους της Ελλάδας
προς τους μεγάλους συμμάχους της.
Τον Οκτώβριο
του 1917, λίγο μετά την ήττα στο Καπορέτο ήρθα στο Παρίσι για να προτείνω τη
γενική κινητοποίηση του ελληνικού στρατού να αγωνιστεί στο πλευρό των συμμάχων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όταν έκανα αυτή την προσφορά δεν έθεσα καμία
απαίτηση για εδαφικές παραχωρήσεις για την Ελλάδα. Πράγματι ήμουν ενήμερος του
γεγονότος ότι η βρετανική και γαλλική κυβέρνηση είχαν ήδη υποσχεθεί στην Ιταλία
παραχωρήσεις, οι οποίες ακριβώς προσέκρουαν στις εθνικές φιλοδοξίες της Ελλάδας
και δεν ήταν επιθυμία μου να θέσω τις συμμαχικές κυβερνήσεις σε δύσκολη θέση
διατυπώνοντας τέτοιες απαιτήσεις. Δεν επιθυμούσα ακόμη να θέσω απαιτήσεις
εναντίον της Βουλγαρίας ή της Τουρκίας για να αποφύγω να σταθώ εμπόδιο σε μία
ενδεχόμενη ξεχωριστή ειρήνη με τις δύο αυτές δυνάμεις.
Από την άλλη
πλευρά για να διευκολυνθεί η Ελλάδα οικονομικά για την αντιμετώπιση των
πολεμικών εξόδων της, η Μεγάλη Βρετανία η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες
δέχτηκαν να χορηγήσουν προκαταβολές στην Ελλάδα ως ακολούθως: Η Μεγάλη Βρετανία
10 εκατομμύρια στερλίνες και η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες το ίδιο ποσό σε
γαλλικά φράνκα και δολάρια, ενώ τη ίδια στιγμή η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία
θα μας προμήθευαν με το απαραίτητο πολεμικό υλικό.
Σύμφωνα με τη
συμφωνία που συνήφθη εκείνη την περίοδο αυτές οι προκαταβολές σε δολάρια,
φράνκα και στερλίνες προορισμένες να καλυφθούν από ισόποσα τραπεζογραμμάτια της
Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος θα χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια του πολέμου
σύμφωνα με τις ανάγκες, μέσω διαταγών πληρωμών για καθένα από τα κράτη –
δανειστές σε περίπτωση που τα πιστωτικά διαθέσιμα στο εξωτερικό του Ελληνικού
Θησαυροφυλακίου και της Εθνικής Τράπεζας θα έπεφταν κάτω από τα 100 εκατομμύρια
φράνκα, (παρ. 1 της Συμφωνίας της 10ης Φεβρουαρίου 1918) ...»
«Με μία
μεταγενέστερη συμφωνία, συνεχίζει ο
Βενιζέλος, στις 10 Μαΐου 1919 οι
κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας ανέλαβαν να αυξήσουν τις
προκαταβολές, η Μεγάλη Βρετανία κατά δύο εκατομμύρια στερλίνες και η Γαλλία
κατά 50 εκατομμύρια φράνκα.
Μετά την
υπογραφή της Ανακωχής με την Γερμανία όταν ελπίζαμε ότι θα ήμασταν σε θέση να
αρχίσουμε την αποστράτευση, η Ελλάδα δέχθηκε ένα πολύ πιεστικό αίτημα,
ιδιαίτερα από τον κ. Κλεμανσώ, να στείλει για χάρη των συμμαχικών συμφερόντων
δύο ελληνικές μεραρχίες στη Νότια Ρωσία, απ’ όπου επέστρεψαν έξι μήνες
αργότερα. Λίγο αργότερα η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία ζήτησαν από την
Ελλάδα για τα συμμαχικά συμφέροντα να στείλει στρατεύματα να καταλάβουν τη
Σμύρνη. Η Ελλάδα συμμορφώθηκε με αυτές τις δύο απαιτήσεις των Συμμάχων, αν και
όχι χωρίς πολλούς δισταγμούς όσον αφορά την πρώτη». (Σ.Σ.: απαίτηση).
Εν κατακλείδι, μας είχαν βγάλει στον πόλεμο στο πλευρό
τους με έντοκα δάνεια που μας χορήγησαν για να δημιουργήσουμε μεραρχίες που εξυπηρετούσαν
τα δικά τους συμφέροντα!
Το θέμα της ίδρυσης της Τράπεζας της Ελλάδος είχε
πυροδοτήσει πολιτικές αντιπαραθέσεις με πρώτο απτό αποτέλεσμα την αποχώρηση του
Παναγή Τσαλδάρη και του Λαϊκού Κόμματος από την οικουμενική κυβέρνηση του
Αλέξανδρου Ζαΐμη.
Δύο μέρες πριν
το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης Ζαΐμη, ο Τσαλδάρης δημοσιοποίησε τους λόγους
της αποχώρησής του από την κυβέρνηση Συνασπισμού εξαιτίας του θέματος των
καλυμμάτων, τα οποία κατά τη γνώμη του αυτά θα έπρεπε να ανήκουν στο κοινό που
κατέχει τα τραπεζογραμμάτια, «προς κάλυψιν των οποίων χρησιμεύουσι», και όχι
στους μετόχους της τράπεζας.
«Κατ’
ακολουθίαν τα εκ φράγκων χρυσών 93.000.000, ήτοι δραχμών 1,176 εκατομμυρίων
ποσόν (σ.σ.: 1.176.000.0000 δρχ.), το αποτελούν το κάλυμμα του εκδοτικού
προνομίου της Εθνικής Τραπέζης, διχοτομοιμένης ταύτης εις νέαν Εκδοτικήν
Τράπεζαν εις ην θα περιέλθη και το εκδοτικόν προνόμιον και ουχί εις τους
μετόχους της, ιδιοτικής πλέον Τραπέζης, και προς τους οποίους πάσα τούτων
παραχώρησις θα απετέλει αθέμιτον αυτών πλουτισμόν. Επί του σημείου τούτου
ουδεμία αμφισβήτησις δύναται να αντιταχθή».
Επομένως, ο Τσαλδάρης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε συζήτηση περί παραχώρησης του 1.716.000.000 δρχ. στην μέλλουσα ιδιωτική εκδοτική τράπεζα και τους μετόχους της δεν θα ήταν παρά συζήτηση χαριστικής πράξης προς αυτούς.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Ο Βενιζέλος από τον Απρίλιο του 1927 είχε επιστρέψει
στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του στο ιστορικό προάστιο, στη Χαλέπα
Χανίων. Ο υπουργός Οικονομικών και αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων
Γεώργιος Καφαντάρης δεν ήταν δυνατόν να αντέξει το βάρος της παρουσίας –και της
κριτικής- του Βενιζέλου.
Ο Καφαντάρης αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το κόμμα
των Φιλελευθέρων, το οποίο επέστρεψε στον ιδρυτή και φυσικό αρχηγό του, τον
Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο Καφαντάρης δεν έπεσε αμαχητί. Ίδρυσε δικό του κόμμα, το
«Προοδευτικό Κόμμα», και εξακολουθούσε να παραμένει στο υπουργείο Οικονομικών.
Από τα τέλη του 1910, όταν προσχώρησε στο κόμμα των Φιλελευθέρων, ο Καφαντάρης
είχε παραμείνει πιστός στη βενιζελική παράταξη και διετέλεσε στέλεχος σε
διάφορα πόστα, καθώς και υπουργός στις βενιζελικές κυβερνήσεις του 1915 και του
1917, ενώ είχε πρωταγωνιστήσει και στις κυβερνήσεις μετά τη μικρασιατική
καταστροφή.
Όμως, οι καιροί
είχαν αλλάξει. Ο Βενιζέλος έπρεπε να διευθετήσει τα χρέη που ο ίδιος είχε
συσσωρεύσει στη χώρα, και να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία του νέου
εκδοτικού τραπεζικού ιδρύματος. Ο Βενιζέλος διαφωνούσε με τον Καφαντάρη στο
θέμα των καλυμμάτων. Το κάλυμμα υπάρχει για να διασφαλιστεί ότι ο αγοραστής
ενός Συμβολαίου Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί
στις υποχρεώσεις του όταν έρθει η ώρα. Τα ΣΜΕ είναι νομικά δεσμευτικές
συμφωνίες με τις οποίες αγοραστής και πωλητής αναλαμβάνουν την υποχρέωση να
αγοράσουν ή να πουλήσουν συγκεκριμένη ποσότητα της υποκείμενης αξίας, σε
προκαθορισμένη μελλοντική ημερομηνία και σε προκαθορισμένη τιμή. Το ποσό της
κατάθεσης για επένδυση σε ΣΜΕ εξαρτάται από την αντίστοιχη τιμή του ΣΜΕ και
ονομάζεται κάλυμμα ή περιθώριο. Οι τιμές των ΣΜΕ αναφέρονται σε
χρηματιστηριακούς δείκτες, μετοχές και εμπορεύματα, σε όρους συναλλαγματικής
ισοτιμίας, σε ποσοστά της ονομαστικής αξίας των ομολόγων.
Αρχές Ιουλίου
1928, και ενώ είχε ήδη ξεσπάσει κυβερνητική κρίση με πιθανότερη εξέλιξη την
ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στον Βενιζέλο, οι εκατέρωθεν επιστολές περί
καλυμμάτων συνέχιζαν να απασχολούν τις εφημερίδες.
Ο Βενιζέλος ανέφερε μερικά παραδείγματα ευρωπαϊκών
χωρών (Γαλλία, Βέλγιο, και Ιταλία) για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν
ανάλογα θέματα οι κυβερνήσεις με τις κεντρικές τράπεζες των χωρών τους. Ήταν
φανερό ότι ο Βενιζέλος συντηρούσε το θέμα της κυριότητας των καλυμμάτων για να
προκαλέσει κυβερνητική κρίση. Ένα θέμα που πρώτος είχε θέσει ο Παναγής
Τσαλδάρης, ένα χρόνο πριν, παραιτούμενος από την οικουμενική κυβέρνηση.
Άλλωστε, ο Βενιζέλος ήταν και πάλι
αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων. Το ερώτημα ήταν αν ο Κουντουριώτης, ως
πρόεδρος Δημοκρατίας, μπορούσε να διαλύσει τη βουλή ή θα έπρεπε η διάλυση της
βουλής να γινόταν με απόφαση του ιδίου του Σώματος.
Στις 2 Ιουλίου 1928, οι πολιτικοί αρχηγοί προσήλθαν με
τη σειρά στο προεδρικό μέγαρο. Πρώτος, ο Μιχαλακόπουλος δήλωσε ορθά κοφτά στον
πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη ότι θεωρεί ενδεδειγμένη λύση την
ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον Ελευθέριο Βενιζέλο, και επίσης
πρότεινε τη διάλυση της βουλής. Μετά τον Μιχαλακόπουλο, ο Κουντουριώτης δέχθηκε
τον Παπαναστασίου. Τα ίδια. Ο Παπαναστασίου τόνισε ότι σύμφωνα με τα
κοινοβουλευτικά έθιμα (σ.σ.:!) ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης πρέπει να
ανατεθεί στον Βενιζέλο, ως αρχηγού του σχετικώς πλειοψηφούντος κόμματος στη
βουλή. Ο Παπαναστασίου ξέχασε, όμως, να πει ότι όταν το κόμμα των Φιλελευθέρων
είχε μπει στη βουλή, ως σχετικώς πλειοψηφόν κόμμα, πρόεδρος ήταν ο Καφαντάρης.
Ο Βενιζέλος δεν ήταν βουλευτής και είχε πάρει το κόμμα των Φιλελευθέρων
κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια του Καφαντάρη. Ένα κόμμα του οποίου οι βουλευτές
εξελέγησαν με αρχηγό τον Καφαντάρη!
Στη συνέχεια, ο Κουντουριώτης δέχθηκε τον Μεταξά, ο
οποίος δήλωσε ότι η διάλυση της βουλής δεν μπορούσε να γίνει με προεδρικό
διάταγμα. Πρότεινε τη σύγκλιση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, με την
παρουσία και του Βενιζέλου, για να συζητηθεί αν και κατά πόσο είναι
συνταγματική η διάλυση της βουλής με προεδρικό διάταγμα και όχι με απόφαση του
ιδίου του Σώματος. Διότι, όπως είπε, η διάλυση της βουλής με προεδρικό διάταγμα
θα αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση του συντάγματος. Ο Μεταξάς πρότεινε να δοθεί
στον Τσαλδάρη η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης διότι πρώτος αυτός έθεσε το θέμα
των καλυμμάτων, που αποτελούσε και την κύρια αιτία της κυβερνητικής κρίσης. Σε
αντίθετη περίπτωση, ο Μεταξάς πρότεινε το σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης.
Μετά τον Μεταξά, ο Κουντουριώτης δέχθηκε τον Τσαλδάρη
με τον οποίο συζήτησε για αρκετή ώρα. Ο Τσαλδάρης επεσήμανε ότι η αιτία της
πολιτικής κρίσης είναι πράγματι το θέμα των καλυμμάτων όπως το έθεσε το Λαϊκό
Κόμμα. Επομένως, συνέχισε ο Τσαλδάρης, δεν είναι δυνατόν να δοθεί εντολή
σχηματισμού κυβέρνησης στο κόμμα των Φιλελευθέρων, το οποίο είχε άλλη
τοποθέτηση επί Καφαντάρη και άλλη με αρχηγό τον Βενιζέλο, ο οποίος «δεν
προέρχεται εκ της Βουλής». Ο Τσαλδάρης υποστήριξε ότι μόνο υπηρεσιακή κυβέρνηση
θα μπορούσε να αποφασίσει για τη διάλυση της βουλής, και ότι κάθε άλλη λύση θα
ήταν πραξικοπηματική.
Ακολούθησε ο Βενιζέλος, ο οποίος απέρριψε την πρόταση
για σύγκλιση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών «διότι τούτο δεν έχει σήμερον
κανένα λόγο». Ο Βενιζέλος ισχυρίστηκε ότι η διάλυση της βουλής είναι όχι μόνο
δικαίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και καθήκον και υποχρέωση αυτού.
Μετά τις δηλώσεις του Βενιζέλου όλοι πλέον είχαν
πεισθεί ότι ο Κουντουριώτης θα έδινε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον
Βενιζέλο. Οι ανταποκριτές του ξένου Τύπου το θεωρούσαν δεδομένο και ήδη
έστελναν ανταποκρίσεις ότι ο Βενιζέλος σχηματίζει κυβέρνηση και διαλύσει τη
βουλή! Οι γαλλικές εφημερίδες έγραφαν μάλιστα και για τον διακανονισμό των
χρεών προς τη Γαλλία, ότι θα έπρεπε να γίνει με βάση τον κανόνα του χρυσού,
τώρα που ο Βενιζέλος επέστρεψε στην εξουσία!
Πράγματι. Την επομένη, στις 3 Ιουλίου 1928, στις 11 το
πρωί ο Βενιζέλος επισκέφθηκε τον Κουντουριώτη ο οποίος του ανέθεσε την εντολή
σχηματισμού κυβέρνησης και διάλυσης της βουλής. Ο Κουντουριώτης ανακοίνωσε ότι
κατέληξε σ’ αυτή την πεποίθηση «μεθ’ ώριμον σκέψιν ότι επιβάλλεται η εις αυτόν
ανάθεσις». Ο Βενιζέλος άρχισε αμέσως τις διερευνητικές επαφές για τον
σχηματισμό κυβέρνησης.
Από τις πρώτες επιλογές του Βενιζέλου ήταν ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος για το υπουργείο Εσωτερικών διότι όπως είχε γίνει γνωστό είχε συγκεκριμένες απόψεις σχετικά με το θέμα της νέας εκδοτικής τράπεζας. Επίσης, ο Αντώνιος Χρηστομάνος επιλέχθηκε για το υπουργείο Δημοσίων Συγκοινωνιών. Υπουργός Εξωτερικών έγινε ο Αλέξανδρος Καραπάνος. Ο Μιχαλακόπουλος δήλωσε στον Βενιζέλο ότι δεν μπορεί να κρατήσει το υπουργείο Εξωτερικών διότι συνυπέγραψε έναν «οικονομικό διακανονισμό», ως μέλος της προηγούμενης κυβέρνησης, τον οποίο η νέα κυβέρνηση έχει ως κύριο σκοπό να ανατρέψει. (σ.σ.: σχετικά με τα καλύμματα προφανώς).
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΏΝ
Στην όλη υπόθεση, όμως, υπήρχε και μία ακόμη βασική
παράμετρος: Το ζήτημα των μετοχών της εκδοτικής τράπεζας, δηλαδή της Τράπεζας
της Ελλάδος. Οι εφημερίδες έγραφαν με βεβαιότητα ότι στο ζήτημα αυτό η
Δημοσιονομική Επιτροπή της Γενεύης θα έδινε μία λύση σύμφωνα με τις απόψεις του
Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος επεδίωκε την πλήρη αναθεώρηση και τροποποίηση της
σύμβασης σχετικά με τις σχέσεις του κράτους και της Εθνικής Τράπεζας μετά την
ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το μεσημέρι της 6ης Ιουλίου 1928, ο
υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Μαρής έλαβε επιστολή του διοικητή της Εθνικής
Τράπεζας Δροσόπουλου σύμφωνα με την οποία το δ.σ. της Τράπεζας είχε συμμορφωθεί
πλήρως με την απόφαση της κυβέρνησης για την έκδοση σε δημόσια εγγραφή μόνο του
ενός τρίτου των μετοχών της Εκδοτικής, και όχι του συνόλου των μετοχών.
Την ίδια ημέρα, η Εθνική Τράπεζα έστειλε στις
εφημερίδες ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία η αναγγελθείσα έκδοση σε δημόσια
εγγραφή του συνόλου των μετοχών της Τραπέζης της Ελλάδος περιοριζόταν επί του
παρόντος εις το ένα τρίτο. Δηλαδή, εκδίδονταν για δημόσια εγγραφή, από 9 έως 12
Ιουλίου 1928, 26.666 μετοχές από τις οποίες οι μισές υπέρ των μετόχων της
Εθνικής Τράπεζας και οι μισές υπέρ του κοινού. Οι μέτοχοι της Εθνικής Τράπεζας
δικαιούνταν να εγγραφούν με αναλογία τριών μετοχών Εθνικής Τράπεζας για δύο
μετοχές Εκδοτικής.
Γενικότερα, μετά τη μικρασιατική καταστροφή το
καθεστώς λειτουργίας των τραπεζών στην Ελλάδα είχε γίνει ανεξέλεγκτο με
αποτέλεσμα να δημοσιεύονται ακόμα και ψευδείς ισολογισμοί. Ένα ενδεικτικό «φρούτο»
της αβασίλευτης δημοκρατίας ήταν και η ίδρυση το 1924 της αγγλοαμερικανικής
τράπεζας με θεωρητικό αρχικό μετοχικό κεφάλαιο 12,5 εκατομμυρίων δραχμών, το
οποίο έως το 1928 είχε γίνει, πάντα θεωρητικά, 30 εκατομμύρια δρχ.
Αμέσως μετά το Πάσχα του 1929, που είχε πέσει στις 5
Μαΐου, η αγγλοαμερικανική τράπεζα βάρεσε «κανόνι»! Στα ταμεία της βρέθηκαν
μόλις 4.000 δρχ. αν και υπήρχαν 12 εκατομμύρια σε καταθέσεις όψεως και
περισσότερα από 27 εκατομμύρια σε καταθέσεις ταμιευτηρίου. Αν και ο τελευταίος
ισολογισμός της τράπεζας ήταν υποδειγματικός και εμφάνιζε σημαντικά κέρδη, ο
έλεγχος του υπουργείου Οικονομικών έδειξε ότι το ενεργητικό της τράπεζας ήταν
ζήτημα να κάλυπτε το 20% του παθητικού της. Ένα μεγάλο μέρος των κερδών μάλιστα
της τράπεζας αναγράφονταν στο έκτακτο αποθεματικό κεφάλαιο που ήταν της τάξης
του 1,9 εκατομμυρίου δρχ. Από αυτά το 1.250.000 αν και ήταν κέρδη από την
τελευταία χρήση, με την αναγραφή τους στο έκτακτο αποθεματικό κεφάλαιο δεν
φορολογήθηκαν. Τότε η φορολογία των κερδών ήταν στο 26%.
Αλλά πώς να μην συνέβαιναν όλα αυτά όταν αποδείχθηκε
ότι το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο των 12,5 εκατομμυρίων ήταν «μαϊμού»,
παραφουσκωμένες μετοχές σε άλλες επενδύσεις; Πώς να μην συνέβαιναν όλα αυτά
όταν το κράτος δεν προέτρεπε τους πολίτες να καταθέτουν τα χρήματά τους στο
Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, στα ταχυδρομικά ταμιευτήρια και στα κρατικά
χρεώγραφα αλλά τους άφηνε να ρισκάρουν τα χρήματά τους σε ληστρικές τράπεζες;