Translate

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Ο ΕΞΟΒΕΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ ΣΩΤΗΡΩΝ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

 

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ

booksonthesites.blogspot.com


 

https://youtu.be/x0EMz2FVego?si=tvG8jaxc0qopTzij

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1851, ο Εμμανουήλ Ξάνθος κατέβαινε τα σκαλιά του Μέγαρου Κοντόσταυλου, που από τις 18 Μαρτίου 1844 είχε γίνει έδρα της νεοσύστατης τότε ελληνικής βουλής και Γερουσίας, σύμφωνα με το νέο σύνταγμα του 1844 που καθιέρωνε τη συνταγματική μοναρχία. Ο 80χρονος Ξάνθος είχε παρακολουθήσει μία συνεδρίαση της βουλής και κατά την έξοδό του από το κτίριο έπεσε από τις σκάλες. Το Μέγαρο Κοντόσταυλου κάηκε το 1854, και στη θέση του ανεγέρθηκε το κτίριο της Παλαιάς Βουλής, που λειτούργησε από το 1875 έως το 1935.

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος άφησε την τελευταία του πνοή πάμπτωχος. Δεν είχε καταφέρει να του δοθεί έστω και μία πενιχρή σύνταξη για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα του. Στην εμβληματική αυτή μορφή, και στους συντρόφους του, οφείλουμε την ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Ο Ξάνθος υπήρξε γραμματικός, έμπορος μα κυρίως επαναστάτης. Από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Η προσφορά του στο ελληνικό έθνος χαρακτηρίζεται ανεκτίμητη.

Μετά την ατυχή έκβαση της επανάστασης στη Μολδοβλαχία και τον εγκλεισμό του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις αυστριακές φυλακές, ο Ξάνθος κατέβηκε στην Πελοπόννησο, όπου πέρασε απαρατήρητος και εκτός των δομών εξουσίας. Το 1826 αναχωρεί για την Αυστρία με σκοπό να οργανώσει την απόδραση του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Θεωρούσε αδιανόητο να παραμένει ο Γενικός Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας έγκλειστος στις αυστριακές φυλακές.

Τον Ξάνθο όμως τον αποθάρρυνε ο ίδιος ο Υψηλάντης, ο οποίος ήταν σε άσχημη ψυχική κατάσταση και με σοβαρά κλονισμένη την υγεία του, και δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε μία περιπέτεια απόδρασης. Στις 24 Νοεμβρίου 1827, έπειτα από ισχυρές πιέσεις κυρίως από τη ρωσική πλευρά, οι αυστριακές αρχές απελευθέρωσαν τον Υψηλάντη με τον όρο να επιλέξει ως τόπο διαμονής μία από τρεις συγκεκριμένες πόλεις εντός της αυστριακής επικράτειας. Ο Υψηλάντης, όντας υπό συνεχείς κρίσεις βαρέως άσθματος, επέλεξε τη Βιέννη.

Στις 30 Νοεμβρίου 1827, λίγες ημέρες αργότερα, η μητέρα του Υψηλάντη Ελισάβετ ζήτησε από την αυτοκράτειρα της Αυστρίας να απελευθερωθούν οριστικά τα παιδιά της, και να μπορέσει ο Αλέξανδρος να πάει στην Ελλάδα, όπου είχε κληθεί ήδη ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας. Παράλληλα, ο Υψηλάντης έστελνε επιστολές στον τσάρο Νικόλαο Α΄ για να αντικρούσει τα λιβελλογραφήματα των αυστριακών εφημερίδων και τις εναντίον του συκοφαντίες για τον ρόλο του στην εξέγερση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο Νικόλαος Α΄ δεν είχε ιδέα για όλα αυτά, γιατί ως τριτότοκος δεν ανέμενε ποτέ να γίνει τσάρος της ρωσικής αυτοκρατορίας μετά τον θάνατο του αδελφού του Αλέξανδρου Α΄ το 1825.

Σε επιστολή του προς τον Νικόλαο τον Α΄, ο Υψηλάντης αποκαλύπτει πως  «ο κόμης Καποδίστριας, όν συνεβουλεύθην, συνεφώνησε προς την γνώμην μου, εύρε τα σχέδια και τας παρασκευάς μου καλάς και καταλλήλους, και μοι συνεβούλευσεν, ίνα ενεργήσω και επιχειρήσω την έναρξιν τούτων, μη δεικνύων δισταγμόν τινα περί της επιτυχίας. Αύτη εφαίνετο αυτώ συνδεομένη προς την πολιτικήν της Ρωσίας». Επίσης, ο Υψηλάντης πίστευε ότι ο Αλέξανδρος Α΄ «ήν εντελώς σύμφωνος, ως αυτός ούτος ευδοκιμήσας μοί ωμίλησε πλειστάκις εν Πετρουπόλει και εν Τσάρσκοϊ Σελό. Αληθές, ότι η Α.Μ. ωμίλει πάντοτε αορίστως, αλλά πάντοτε επίσης μετ’ ευμενείας τοιαύτης, οία εξήπτεν έτι μάλλον τας ελπίδας μου και μετέτρεψεν εις βέβαιον μέλλον…».

Όπως αναφέρει ο Υψηλάντης στην επιστολή του προς τον Νικόλαο Α΄, ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ του είχε πει τα εξής: «Ουκ αποθανούμαι ευχαριστημένος, ει μη κατορθώσω τι διά τους ατυχείς Έλληνάς μου. Σημείον μόνον εκ του ουρανού αναμένω προς τούτο… Ζητούσι την ελευθερίαν αυτών, εισίν άξιοι ταύτης, βοηθήσωμεν αυτοίς. Πλην μετά φρονήσεως. Πρέπει ίνα σκεφθώ και εγώ επί τούτου. Μία σφαίρα, παρά τον Ίστρον ριπτομένη, πυρπολήσει σύμπασαν την Ευρώπην…».

Δύο μήνες μετά την απελευθέρωσή του από τις αυστριακές φυλακές, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέθανε στη Βιέννη, στις 31 Ιανουαρίου 1828. Ήταν μόλις 36 ετών. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο Υψηλάντης έπασχε κι αυτός από μυοτονική δυστροφία, μία κληρονομική διαταραχή του μυϊκού συστήματος που μειώνει κατά πολύ το προσδόκιμο ζωής. Άλλωστε από την ίδια πάθηση έπασχε και ο μικρόσωμος και φιλάσθενος αδελφός του Δημήτριος, ο οποίος πέθανε στο Ναύπλιο τον Αύγουστο του 1832, σε ηλικία 39 ετών. Ο Δημήτριος είχε κατέβει στην Πελοπόννησο το 1821, ως εκπρόσωπος της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας. Στην α΄ Εθνοσυνέλευση εξελέγη πρόεδρος του βουλευτικού σώματος, αλλά ήδη από το 1822 εξουδετερώθηκε πολιτικά από τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.



Μετά τον θάνατο του Υψηλάντη στη Βιέννη, ο Ξάνθος πηγαίνει στη Βλαχία, όπου για άγνωστο λόγο παραμένει εκεί για μία περίπου δεκαετία, ενώ στην Αθήνα τον περίμενε μία 11μελής οικογένεια. Στις 14 Φεβρουαρίου του 1836, η γυναίκα του Σεβαστή Ξάνθου επισκέπτεται στην Αθήνα τον βαρώνο Κωνσταντίνο Μπέλλιο ή Βέλλιο, ο οποίος πραγματοποιούσε επίσκεψη και είχε γίνει δεκτός από τον Όθωνα. Το 1837, ο Μπέλλιος είχε χρηματοδοτήσει την ίδρυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.

Η Σεβαστή ζητά από τον Μπέλλιο δανεικά, και επίσης να ενεργήσει ώστε να επιστρέψει ο άντρας της από ένα μοναστήρι στη Βλαχία, όπου βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, «όστις από άκραν μελαγχολίαν του έπεσεν εἰς μίαν τοιαύτην μελαγχολίαν και υποχοντρίαν, ώστε κατήντησε να ζητήσει εἰς το μοναστήρι του Μαρτζινένη εἰς Βλαχίαν ως ένας ασκητής και είναι αδύνατον να πεισθεί να έλθει εἰς την γυναίκα του και φαμιλίαν του». Η Σεβαστή Ξάνθου αναφέρει στον Μπέλλιο ότι οι ιθύνοντες στην Αθήνα την κοροϊδεύουν ότι τάχα ενεργούν για την επιστροφή του άντρα της γιατί φοβούνται μήπως τους πάρει τη θέση «καθ΄ ότι αυτού ενταύθα ερχομένου, θα πάρει αυτός το πρώτον και καλύτερον υπούργημα, ίσως και το του Ρίζου, διότι ουχί μόνον ότι είναι πεπαιδευμένος άνθρωπος, αλλά και δικαίωμα μέγα έχει εις την Ελλάδα».

 Ο Μπέλλιος υπόσχεται να ενεργήσει μέσω του προξένου μας στο Βουκουρέστι. Και πράγματι, το 1837 ο Ξάνθος επιστρέφει στην Ελλάδα. Την επόμενη χρονιά, το 1838, ο Μπέλλιος πέθανε στη Βιέννη. Το 1837 στην Ελλάδα υπήρχε κυβέρνηση του βασιλιά. Ο Όθων ήταν πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου, με αναπληρωτές προέδρους τον Γεώργιο Κουντουριώτη και τον Ανδρέα Ζαΐμη. Το 1839, ο Ξάνθος διορίζεται σε διοικητική θέση στην Ύδρα κι αργότερα στο Ελεγκτικό Συνέδριο, απολύθηκε όμως ύστερα από λίγο καιρό με τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση εξαιτίας της δεινής οικονομικής κατάστασης και των πιέσεων των δανειστών του υπέρογκου δανείου των 60 εκατομμυρίων φράγκων του 1832.

Δεν έχει διευκρινιστεί αν ο Ξάνθος απολύθηκε επί κυβέρνησης Όθωνα ή επί κυβέρνησης Μαυροκορδάτου, ο οποίος κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση το 1841. Σημασία έχει πώς ο Ξάνθος έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, για μία δεκαετία, σε πλήρη ανέχεια μάταια αποζητώντας από το Δημόσιο σύνταξη ή έστω ένα ελάχιστο βοήθημα.

Η έσχατη ένδεια στην οποία είχε περιπέσει ο Ξάνθος και η οικογένειά του στα χρόνια μετά την επανάσταση έχει αποτυπωθεί σε πηγές και αναφορές έως και τον θάνατό του. Σε αναφορά του προς την Εθνοσυνέλευση του 1843, στερημένος κι αυτού ακόμη του επιούσιου, παρακαλεί για κάποια θέση και κάποιο εισόδημα, αν και στις 28 Ιανουαρίου του 1838, ο βασιλιάς Όθων με διάταγμα του απένειμε τον Χρυσούν Σταυρόν του Σωτήρος «διά τας εκδουλεύσεις αυτού υπέρ πατρίδος»! Διότι, εκτός όλων των άλλων δεινών και δυσκολιών που αντιμετώπιζε, τον Αύγουστο του 1832 είχε πεθάνει στο Ναύπλιο και ο φιλάσθενος Δημήτριος Υψηλάντης, και ο Ξάνθος είχε χάσει ίσως τον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να του συμπαρασταθεί στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

 


Η ΗΓΕΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

Αν και έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας, όλα κινούνται γύρω από τα ίδια πρόσωπα.  Όπως έγραψε ο Σακελλαρίου, που επιμελήθηκε το αρχείο της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό: «Η δυάς –Σκουφάς και Αναγνωστόπουλος– εγένετο τετρακτύς –Σκουφάς, Αναγνωστόπουλος, Τσακάλωφ και Ξάνθος. Η τετρακτύς εγένετο Πυριφλεγέθων, όστις κατέκαυσε την τουρκικήν τυραννίαν».

Οι αρχηγοί που υπέγραψαν στην Κωνσταντινούπολη, στις 22 Σεπτεμβρίου 1818, το συνυποσχετικό για τις μεταξύ τους σχέσεις και τις μελλοντικές τους ενέργειες ήταν ο Άνθιμος Γαζής, Εμμανουήλ Ξάνθος, Αθανάσιος Ν. Τσακάλωφ, Παναγιώτης Α. Αναγνωστόπουλος, Νικόλαος Πατζιμάδης, Γεώργιος Λεβέντης, Αντώνιος Κομιζόπουλος, Παναγιώτης Σέκερης». Ο Σκουφάς είχε πεθάνει δύο μήνες πριν, αλλά είχε συμβάλλει και αυτός στο άναμμα της σπίθας.

Μετά τον διορισμό του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη θέση του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής, τον Απρίλιο του 1820, ο Ξάνθος έστειλε εγκύκλια γράμματα της Αρχής και του Υψηλάντη στα βασικότερα μέλη-αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας μέσω των αδελφών Αθανασίου και Παναγιώτη Σέκερη. Εκτός από τους αδελφούς Σέκερη ενημερώθηκαν επίσης ο Γρηγόριος Φλέσας (Δικαίος) στην Κωνσταντινούπολη, ο Γεώργιος Λεβέντηςστο Βουκουρέστι και οι Αθανάσιος Τσακάλωφ και Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος που βρίσκονταν τότε στην Πίζα της Ιταλίας.

 

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΣΑΚΑΛΩΦ

Ο Τσακάλωφ, σε όλο το διάστημα της συνωμοτικής και της επαναστατικής του δράσης δεν είχε βγάλει κουβέντα από το στόμα του. Το 1832 είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μόσχα, όπου και πέθανε το 1851. Ο Τσακάλωφ φαίνεται να είχε απογοητευθεί και αηδιάσει με τη δολοφονία του Καποδίστρια, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη σχηματίστηκε μία προσωρινή Διοικητική Επιτροπή από τον αδελφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια προεδρεύοντα, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Ιωάννη Κωλέττη. Ο Αυγουστίνος παραιτήθηκε στις 28 Μαρτίου 1832. Το Πάσχα του 1832 ο Τσακάλωφ έφυγε από το Ναύπλιο για την Κωνσταντινούπολη, από εκεί πήγε στην Οδησσό και κατέληξε στη Μόσχα.



Οι τελευταίες εικόνες του Τσακάλωφ από την ελεύθερη Ελλάδα ήταν θλιβερές. Με πόσο πόνο ψυχής, άραγε, εγκατέλειψε την πατρίδα του, που παρουσίαζε μία εικόνα ερήμωσης και καταστροφής; Εκείνη ακριβώς την περίοδο, της φυγής του Τσακάλωφ από την Ελλάδα, ο Γάλλος ρομαντικός ποιητής και συγγραφέας Λαμαρτίνος ξεκινούσε το ταξίδι του στην Ανατολή. Το ημερολόγιο καταστρώματος που κρατά θα εκδοθεί αρχικά το 1835, και μετέπειτα το 1841 με τον τίτλο Vogage En Orient και θα σημειώσει τεράστια επιτυχία. Στις 15 Αυγούστου 1832 έγραφε για το Ναύπλιο και την Αργολίδα:

«Δεν γράφω τίποτα: η ψυχή μου είναι περίλυπη και σκυθρωπή σαν τη φρικτή χώρα που με περιβάλλει: γυμνά βράχια, γη κοκκινόχρωμη ή μαυριδερή, σκονισμένα χαμόδεντρα, βαλτώδεις πεδιάδες όπου ο παγωμένος βοριάς σφυρίζει ακόμα και τον Αύγουστο μέσα στις αμέτρητες καλαμιές: αυτό είναι όλο. Αυτή η γη της Ελλάδας δεν είναι παρά το σάβανο ενός λαού, μοιάζει με παλιό κενοτάφιο απογυμνωμένο από τα οστά του, που και οι πέτρες του ακόμα σκορπίστηκαν και μαύρισαν σαν το κάρβουνο με τους αιώνες. Που είναι η ομορφιά αυτής της Ελλάδας που τόσο υμνήθηκε; Πού είναι ο χρυσαφένιος και διάφανος ουρανός της. Όλα είναι θαμπά και θολά, όπως σ’ ένα φαράγγι της Σαβοϊας ή της Οβέρνης τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου. Η ένταση του βοριά, που μπαίνει με άγρια κύματα μέχρι το βάθος του κόλπου όπου στέκουμε βρεγμένοι, μας εμποδίζει να φύγουμε».

Το κρίσιμο διάστημα, Νοέμβριος 1819 - Φεβρουάριος 1821, ο Τσακάλωφ βρισκόταν στην Πίζα της Ιταλίας, και υποτίθεται εκτός των βασικών διεργασιών της Εταιρείας, εξαιτίας της υπόθεσης Νικολάου Γαλάτη. Σε μία επιστολή του Κομιζόπουλου από τη Μόσχα προς τον Ξάνθο στην Πετρούπολη, με ημερομηνία 31 Μαΐου 1820, αναφέρεται μεταξύ άλλων: «…Χρεία, κύριε, να ησυχάσωμεν τους φίλους με κανένα γράμμα, ότι εις την παρούσαν περίστασιν ημπορούν πολλά να ακολουθήσουν. Από τον Μαρτάκην (Τσακάλωφ) ούτε φωνή ούτε ακρόασις, και απορώ τη αληθεία. Εις την Πίζαν δεν τον ηύραν και πώς να μη γράψη δύο λόγια αυτός ο άνθρωπος, ο φίλος όμως λέγει ότι έστειλε να ερωτήση καλώς, και πλέον να ιδώμεν με την ερχομένην πόσταν…».

 Ο Γαλάτης «εξουδετερώθηκε» κοντά στην Ερμιόνη με απόφαση των αρχηγών της Φιλικής για αποκλίνουσα και προδοτική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διέσωσε ο Φιλήμων, ο Θεόδωρος Νέγρης είχε στείλει από το Ιάσιο αναφορά προς τους αρχηγούς στην Κωνσταντινούπολη ότι ο Γαλάτης έμαθε για την εκεί μεταφορά της έδρας της Εταιρείας και ετοιμαζόταν να κατέβει στην Πόλη για να τους προδώσει.

 Ο Τσακάλωφ καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης βρισκόταν στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά ο Τσακάλωφ δεν μίλησε ποτέ για τη Φιλική Εταιρεία, ούτε έγραψε λέξη για όσα γνώριζε, αν και ο Φιλήμων έως και την τελευταία στιγμή ήλπιζε περί του αντιθέτου. Ο Φιλήμων είχε συναντήσει δύο φορές τον Τσακάλωφ, το 1823 και το 1829 αλλά δεν κατάφερε να του πάρει κουβέντα. Διότι είχαν προκύψει οι αποκαλύψεις και τα στοιχεία του Πέτρου Σκυλίτση Ομηρίδη για την Ελληνική Εταιρία και το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον των Παρισίων που άλλαζαν το αφήγημα για τους ιδρυτές και τον τόπο ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας:

«Εάν δε παραδεχθώμεν ως αδιαφιλονείκητα τα του φίλου Ομηρίδου, ναυαγούντας βλέπομεν τον Σκουφάν, Ξάνθον, Αναγνωστόπουλον και λοιπούς, σωζόμενον δε εκ του ναυαγίου τούτου ένα μόνον, τον Τσακάλωφ. Επομένως, αυτούς δυνάμεθα αρμοδίως ειπείν αναμορφωτάς αντί θεμελιωτών, και πρώτον τούτων τον Τσακάλωφ, ως τεταγμένον εν τω κώδηκι διά των στοιχείων ΒΑ, εν ώ ο Σκουφάς φαίνεται λαβών τα στοιχεία ΒΓ. Μεθ’ όλα όμως ταύτα επέχομεν, και ουδεμίαν επί των πληροφοριών αυτών φέρομεν γνώμην ωρισμένην. Τον Τσακάλωφ, είδομεν εκ του πλησίον εν τη Ελλάδι κατά το 1823 και 1829, αλλ’ ουδέ λέξιν παρ’ αυτού ηκούσαμεν. Ήτο ομολογουμένως ο Τσακάλωφ ανήρ λίαν εχέμυθος, σκεπτικός πάντοτε και πάσαν επίδειξιν αποφεύγων. Απεβίωσεν ούτος μετά το 1850, και ουδόλως απίθανον θεωρούμεν, ή ότι έγραψεν εν ιδίω τεύχει τα περί της Φιλικής Εταιρείας, και μάλιστα τα περί της αρχής αυτής, ως μόνος εξαιρετικώς αρμόδιος, ή ότι υπεμνημάτισεν επιδιορθώσας τα εσφαλμένα του παρ’ ημών εκδοθέντος κατά το 1834 εν Ναυπλία Δοκιμίου περί της φιλικής Εταιρίας. Ή το εν άρα, ή το άλλο των έργων αυτού, (αν υπάρχωσι,) δημοσιευόμενόν ποτε, δώσει τελειωτικήν την λύσιν ενός ζητήματος, όπερ εκάλυψεν επί τοσούτον η μυστικότης και περιέπλεξε πιθανώς η προσωπικότης. Αλλ’, όπως αν έχη, και αν τουτέστιν ως αναμορφωτάς παραδεχθώμεν τους εν Οδησσώ εργασθέντας Σκουφάν, Τσακάλωφ Αναγνωστόπουλον και λοιπούς, κρίνομεν τούτους ουχί κατωτέρους των πρώτων εν Παρισίοις θεμελιωτων…».

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΚΟΥΦΑΣ



Ο Σκουφάς γεννήθηκε το 1779 στο Κομπότι της Άρτας ως Νικόλαος Κουμπάρος. Το επίθετο Σκουφάς το απέκτησε επειδή ως έμπορος ασχολήθηκε με την κατασκευή και των πώληση σκούφων (πιλών) εξ ου και το προσωνύμιο Σκουφάς. Θεωρείται γενικώς ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας. Είχε επαναστατική παιδεία δεχόμενος επιρροές από τον καρμποναρισμό μέσω του Κωνσταντίνου Ράδου από το Τσεπέλοβο των Ιωαννίνων.

Τον Δεκέμβριο του 1814 ο Σκουφάς μύησε στη Μόσχα τον Γεώργιο Σέκερη, που ήταν ο πρώτος που μυήθηκε ως απλό μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Στη Μόσχα ο Σκουφάς προσπάθησε να μυήσει και άλλους αλλά συνάντηση δυσπιστία, και ίσως και τη χλεύη, καθώς την εποχή εκείνη στα επαγγελματικά δεν ήταν και στα καλύτερά του. Το 1815 ο Σκουφάς μύησε στη Μόσχα τον Νικόλαο Ουζουνίδη. Οι προσπάθειές του συνεχίστηκαν στην Οδησσό.

Μέχρι τον θάνατό του, στις 31 Ιουλίου 1818, είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία περίπου 70 Εταιριστές, και μάλιστα πολλοί από αυτούς τον Ιούνιο και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς. Ο αριθμός αυτός προκύπτει από τον κατάλογο Φιλικών εκ του αρχείου Σέκερη και ανταποκρίνεται εν γένει στην πραγματικότητα καθώς εκείνη την περίοδο ακολουθούσαν με αυστηρότητα το τυπικό των μυήσεων, πλην ελαχίστων μυήσεων που έγιναν χωρίς τις τυπικές διαδικασίες από τον Νικόλαο Γαλάτη, που από υπέρμετρο ενθουσιασμό κόντεψε να τινάξει την όλη υπόθεση στον αέρα. Μετά το θάνατο του Σκουφά και μέχρι τα τέλη του 1818 είχαν μυηθεί άλλα 123 άτομα! Το 1818 ήταν η πρώτη χρονιά που το κίνημα γινόταν μαζικό.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι η πρώτη μύηση που καταγράφεται μετά τον θάνατο του Σκουφά είναι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, στις 2 Αυγούστου 1818, από τον Κυριάκο Καμαρηνό ή Καμαριανό από την Καμάρα Μεσσηνίας. Την εποχή της μύησής του, ο διοικητής της Σπάρτης Πετρόμπεης είχε ενέχυρο για χρέος τους δύο γιούς του Γεώργιο και Αναστάσιο στην Κωνσταντινούπολη. Με τη μύησή του έδωσε 1.000 γρόσια, έταξε άλλα 5.000 γρόσια και 20.000 οπλοφόρους! Τον Καμαρηνό τον είχε στείλει το 1820, ο Μαυρομιχάλης στον Υψηλάντη απαιτώντας ένα μεγάλο ποσό για να ετοιμάσει το στράτευμα της Μάνης. Με απόφαση της Αρχής, ο Καμαρηνός δολοφονήθηκε κάπου στο Δούναβη γιατί αυθαδίασε και απείλησε τον Υψηλάντη.

 


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, γιός του Αναγνώστη Μυλώνα και της Μάριας από την οικογένεια των Χρηστακαίων, γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα το 1790. Για ένα διάστημα εργαζόταν στο κατάστημα του Αθανασίου Σέκερη στην Οδησσό, και εκεί γνώρισε και μυήθηκε από τον Νικόλαο Σκουφά. Θεωρείται από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Ο Αναγνωστόπουλος με τη σειρά του μύησε τον Αναγνωσταρά (Αναγνώστη Παπαγεωργίου), τον Ασημάκη Κροκιδά, τον Γεώργιο Λεβέντη και τον Παναγιώτη Σέκερη, αδελφό του Αθανασίου Σέκερη. Ο μεγάλος καημός του Αναγνωστόπουλου ήταν να αποδείξει ότι αυτός και όχι ο Ξάνθος ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Ακόμη και το 1845, σε μία επιστολή που έστειλε στον Τσακάλωφ στη Μόσχα, ο Αναγνωστόπουλος αναφερόταν στο θέμα αυτό:

 «…Ο κ. Ξάνθος εξέδωκεν εν, ως ο ίδιος το ωνόμασε ιστορικόν υπόμνημα της Φιλικής Εταιρείας. Λέγει δε ότι αυτός κατά το 1813 μεταβάς από Κωνσταντινούπολι εις Πρέβεζαν και εκείθεν εις Οδησσόν όπου ευρών το μακαρίτη Σκουφάν, πρώτον τον ενέπνευσεν και υμάς δεύτερον τον περί ελευθερίας Σκοπόν και ότι καθό μασσών (κτίστης) έκαμε το σχέδιον της εταιρίας. Συμφωνήσαντες δε και υμείς μετ’ αυτού, εκάματε το σύστημα αυτής. Τοιαύτα και πολλά άλλα κακοήθη ψεύδη εκήρυξεν, ενώ ζώσιν εισέτι εξ από τα πρωτενεργά μέλη, τα οποία γνωρίζουν ότι αυτός εκατηχήθη από τον μακαρίτην Σκουφάν εν Κωνσταντινουπόλιν, την ιδίαν ημέραν, καθ’ ήν κατηχήθη και ο Π. Σέκερης από εμέ…».

Ο Αναγνωστόπουλος ήταν με την πλευρά του Δημητρίου Υψηλάντη, τον οποίο είχε συνοδεύσει άλλωστε κατά την κάθοδό τους από τη Μολδοβλαχία τον Απρίλιο του 1821. Αγωνίστηκε με τον Κολοκοτρώνη και τον Αναγνωσταρά, σε πολλές μάχες σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης.  Οι δημόσιες θέσεις που κατέλαβε ήταν επί Καποδίστρια, που τον διόρισε έκτακτο επίτροπο (κάτι σαν τον μετέπειτα νομάρχη) Ηλείας. Τον Σεπτέμβριο του 1831 έως τον Μάρτιο του 1832 διετέλεσε έκτακτος επίτροπος Σπάρτης. Προηγουμένως, εκεί τον είχε στείλει ο Καποδίστριας το καλοκαίρι του 1831 για να εκτιμήσει την κατάσταση. Η δολοφονία του Καποδίστρια βρήκε τον Αναγνωστόπουλο στο Μαραθονήσι. Επέστρεψε στο Ναύπλιο και ασκούσε διοίκηση εξ αποστάσεως. Υπηρέτησε ως διοικητής και νομάρχης σε διάφορες περιοχές. Πέθανε από επιδημία χολέρας το 1854, λαμβάνοντας μία πενιχρή σύνταξη.

Παρά τις αιτιάσεις Αναγνωστόπουλου, ο Ξάνθος έχαιρε της εκτίμησης και του σεβασμού των υπολοίπων μελών, ιδιαιτέρως όλους αυτούς τους κρίσιμους μήνες, όπως τουλάχιστον δείχνει η αλληλογραφία από το αρχείο του. Άλλωστε οι επικεφαλής των εφορειών γνώριζαν τον ρόλο που είχε παίξει ώστε να βρεθεί επιτέλους ο Γενικός Αρχηγός. Να τι έγραφε ο Παπαφλέσσας από την Κωνσταντινούπολη, στις 12 Νοεμβρίου 1820, μόλις πάτησε το πόδι του στην Πόλη. Ο Ξάνθος ήταν τότε στο Ισμαήλιον και, όπως δείχνουν τα στοιχεία, ήταν ο σύνδεσμος από τον οποίο περνούσαν όλες οι πληροφορίες για τις δραστηριότητες της Φιλικής Εταιρείας.

«Περιπόθητέ μοι Ξάνθε,

Δόξα τω θεώ! αφού εις την θαλασσοπορίαν μας εδοκιμάσαμεν και τρικυμίας και δεκακυμίας, εφθάσαμεν ενταύθα υγιώς κατά την τετάρτην του τρέχοντος. Δεν λείπω αμέσως να σοι γράψω, φίλε μου, ηξεύρων πόσην επιθυμίαν και ανυπομονησίαν έχεις εις το να μάθης το κατευόδιόν μου, και περιπλέον να σοι δηλοποιήσω ότι κατά το παρόν καταγίνομαι μετά των λοιπών φίλων μας να βάλωμεν εις τάξιν το εμπόριον μας. Και έπειτα να κινήσω εις τα ίδια. Οι ενταύθα φίλοι ευχάριστοι και πρόθυμοι. Χαίρε λοιπόν διά τούτο, και ειδοποίησον αυτήν την αγαθήν αγγελίαν εις τους καλούς φίλους μας διά να χαρούν, προσφέρων τους εκ ψυχής ασπασμούς μου εις άπαντας. Ο Περραιβός εισέτι δεν εφάνη, το αίτιον αγνοώ. Γράψε μου διά του Καρίμου (Π. Σέκερη). Σήμερον γράφω προς τους φίλους Ιωαννίδην (Αναγνωστόπουλον) και Μαρτάκην (Τσακάλωφ) να έλθουν και αυτοί εις τα 2 (Πελοπόννησον). Από τους εις τα 62 (Κωνσταντινούπολιν) ελπίζονται μεγάλα πράγματα προς εκτέλεσιν του ιερού ημών σκοπού. Υγίαινε, φίλτατε, και ενθυμού πάντοτε το ειλικρινές σου αρμόδιον. Γράψον προς τον Ελευθεριάδην (Κομιζόπουλον) και Ξενοφώντα (Πατζιμάδην) τα πάντα, και ζήτησον την συγνώμην, διατί δεν ευκαίρησα να τους γράψω. Νέον τι άξιον ακοής δεν είχομεν κατά το παρόν διά να σας γράψωμεν, διά τούτο σιωπώντες τα μη βασίμως αδόμενα μένομεν αιωνίως τη ευγενία σας ειλικρινής φίλος σας.

Α.Μ. (Γρηγόριος Δικαίος Φλέσας)

Τα του παλαιοτέρου ήτον ψευδή διά τον Αρμόδιον».

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΕΚΕΡΗΣ

Οι ανεκτίμητες υπηρεσίες που προσέφερε στο έθνος ο Τριπολιτσιώτης έμπορος και πλοιοκτήτης Παναγιώτης Σέκερης θα έμεναν στον χρονοντούλαπο της Ιστορίας, αν δεν είχε δημοσιευθεί το πολύτιμο Αρχείο του, που περιλαμβάνει τον κατάλογο των μελών της Φιλικής Εταιρείας, τους λογαριασμούς των εξόδων και εσόδων της Φιλικής Εταιρείας και του ιδίου, ως αρχηγού, στο διάστημα από 1 Αυγούστου 1818 έως 12 Αυγούστου 1821, και τα αντίγραφα των επιστολών του κατά το ίδιο διάστημα.



Όπως επεσήμανε ο Βαλέριος Μέξας οι υπηρεσίες αυτές του Παναγιώτη Σέκερη παραγνωρίστηκαν, λησμονήθηκαν και έμειναν άγνωστες, χωρίς ποτέ ο ίδιος να παραπονεθεί ή να μεμψιμοιρήσει. Ο Ξάνθος με τον Αναγνωστόπουλο ήταν οι τελευταίοι που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη, στις 19 Φεβρουαρίου 1919, μετά τον θάνατο του Σκουφά και την υπογραφή του συνυποσχετικού των αρχηγών. Έμεινε, λοιπόν, μόνος ο Σέκερης να σηκώσει όλο το βάρος της οργάνωσης. Και όπως έγραψε ο Μέξας «κατά τρόπον αληθινά δραματικόν, ο Σέκερης ευρίσκεται επικεφαλής τότε μιας επαναστάσεως την οποίαν βλέπει να ετοιμάζεται μόνη της, χωρίς αρχηγό, χωρίς οργάνωσι, χωρίς χρήματα».

Με τη μύησή του στις 5 Μαΐου 1818, ο Σέκερης έδωσε στο ταμείο της Φιλικής Εταιρείας το ποσό των 10.000 γροσίων, ένα ποσό πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που είχε συγκεντρωθεί στα 4 χρόνια που μεσολάβησαν από την ίδρυση της Οργάνωσης. Η οικονομική του επιφάνεια και το κύρος που είχε μεταξύ των εμπόρων της Κωνσταντινούπολης είχε ως αποτέλεσμα την ίδια θεαματική αυξητική τάση με τα αποθεματικά να ακολουθήσουν και οι μυήσεις από τον Μάιο έως και τον Δεκέμβριο του 1818.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Σέκερης μετά βίας κατάφερε να διαφύγει με ένα από τα πλοία του προς την Οδησσό. Οι τουρκικές αρχές δήμευσαν την κινητή και ακίνητη περιουσία του, που σύμφωνα με υπολογισμούς ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο γρόσια. Στην Οδησσό παρέμεινε μέχρι το 1830. Εκείνη τη χρονιά έφθασε οικογενειακώς στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Διορίστηκε από τον Καποδίστρια τελώνης πρώτα στην Ύδρα και έπειτα στο Ναύπλιο. Όπως έγραψε ο Φιλήμων στην εφημερίδα του «Αιών» , ο Σέκερης εργάστηκε «εις τα κάθυγρα δια τον άρτον των τέκνων του». Πέθανε πάμπτωχος στις 29 Ιανουαρίου 1847, ένας από τους πλουσιότερους εμπόρους και πλοιοκτήτες της Κωνσταντινούπολης στην προεπαναστατική περίοδο.

 

ΑΝΘΙΜΟΣ ΓΑΖΗΣ

Ο Άνθιμος Γαζής, κατά κόσμον Αναστάσιος Γκάζαλης του Παναγιώτη και της Μαρίας, υπήρξε μία εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού διαφωτισμού και της προετοιμασίας της επανάστασης. Γεννήθηκε το 1758 στις Μηλιές Πηλίου. Στο σχολείο στις Μηλιές και στο Ελληνομουσείον της Ζαγοράς συγκρότησε ο Αναστάσιος Γκάζαλης τις βάσεις της πνευματικής του  συγκρότησης.  Το 1774 χειροτονήθηκε διάκος και ένα χρόνο αργότερα ως Άνθιμος Γαζής ιερέας στο κοντινό χωριό Βυζίτσα.


Τον Μάιο του 1797 έγινε εφημέριος του ναού του Αγίου Γεωργίου στη Βιέννη με τη συνδρομή του επιφανή Κωνσταντινοπολίτη ομογενή άρχοντα Αγγελή Μαρμαρά,  και από το 1799 ανέπτυξε μία αξιοθαύμαστη για την εποχή συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα. Το 1811 άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, το οποίο συνέχισε να κυκλοφορεί μέχρι το 1821 ως μία πρωτοπόρα και φωτεινή έκδοση των προεπαναστατικών χρόνων. Από την 1η Απριλίου του 1813 το περιοδικό απέκτησε και συνεκδότη τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ο Γαζής είχε γνωριστεί με τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, ο οποίος είχε ιδρύσει από το 1810 τη «Φιλολογική Εταιρεία» στο Βουκουρέστι, ένα σωματείο με σημαντική προσφορά στο ξύπνημα του Γένους. Το 1814 σε συνεργασία με τον Καποδίστρια, ο Γαζής ίδρυσε τη Φιλόμουσο Εταιρεία της Βιέννης.

Από τους πρώτους μήνες έκδοσης του Λόγιου Ερμή, η αυστριακή αστυνομία άρχισε να παρακολουθεί στενά και τον Άνθιμο Γαζή αλλά και την έκδοση που κυκλοφορούσε με άδεια της αυστριακής λογοκρισίας. Μάλιστα οι αναφορές των μυστικών πρακτόρων πήγαιναν απευθείας στον αρμόδιο υπουργό. Αξίζει να δούμε μία αναφορά με ημερομηνία 22 Απριλίου 1811:

«… Ίσως είμαι εις θέσιν να σας δώσω πληροφορίας τας οποίας η Ανωτάτη Διεύθυνσις της Αστυνομίας θα συγκέντρωνε μόνον κατόπιν μακρού χρόνου. Ο Άνθιμος Γαζής εκδίδει με την άδειαν της λογοκρισίας περιοδικόν εις νεοελληνικήν γλώσσαν υπό τον τίτλον «Ερμής ο Λόγιος». Το περιοδικόν τούτο καίτοι επιδιώκει να «διαφωτίσει φιλολογικώς το ελληνικόν έθνος» αποτελεί εν τούτοις συγχρόνως το σημείον συγκεντρώσεως των εν διασπορά Ελλήνων οι οποίοι είπερ ποτέ άλλοτε ονειροπολούν την αναγέννησιν της Ελλάδος. Ο Γαζής ευρίσκεται ωσαύτως εις στενωτάτας σχέσεις με τον μητροπολίτην της Βλαχίας Ιγνάτιον, ο οποίος παίζει εκεί έναν σπουδαίον ρόλον, πληρώνει ένα μέρος των εξόδων της έκδόσεως και διανέμει δωρεάν αντίτυπα του «Λογίου Ερμή». Επί την αναγέννησιν αυτήν της Ελλάδος τρέφουν ελπίδα συγχρόνως το Παρίσι και η Πετρούπολις, ενώ η προαγωγή των ελπίδων αυτών φαίνεται ότι αποτελεί την μονομανίαν του Γαζή. Προς αυτήν την κατεύθυνσιν εργάζονται μετά του Γαζή μεταξύ άλλων…».

Αφού αναφέρονται τα ονόματα των επαφών του Γαζή στη Βιέννη, το Παρίσι, το Βουκουρέστι, το Ιάσιο και τη Κωνσταντινούπολη, ο πράκτορας συνεχίζει στην αναφορά του:

«Ο Γαζής εφρόντισεν την εκτύπωσιν πολλών χαρτών. Εργάζεται ακαταπαύστως, κλεισμένος εις τον εαυτόν του περισσότερον από πριν και γενικώς είναι δύσπιστος, πολύ αφωσιωμένος εις την Ρωσίαν, αφ’ ενός μεν ένεκα του θρησκεύματος, αφ’ ετέρου διότι τον εγκωμιάζουν απ’ εκεί εις βαθμόν απίστευτον…».

Ο πράκτορας επισημαίνει στον υπουργό ότι μπορεί να του δώσει λεπτομερέστατες πληροφορίες για τις κινήσεις του Γαζή, και ότι θα του κατονομάσει προφορικώς το όνομα του πληροφοριοδότη!

Ο Γαζής υπήρξε εκ των κυριοτέρων προμάχων της ελευθερίας. Σύμφωνα με μία εκδοχή, στην πρώτη επαφή του με τους Σκουφά και Τσακάλωφ στην Οδησσό ήταν επιφυλακτικός για τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία. Σύμφωνα όμως με τον Βαλέριο Μέξα, που δημοσίευσε τον κατάλογο των Φιλικών εκ του αρχείου Παναγιώτη Σέκερη, ο Άνθιμος Γαζής μυήθηκε το 1816 από τον Νικόλαο Σκουφά μαζί με τους Νικόλαο Γαλάτη και Αθανάσιο Σέκερη. Είναι σίγουρο, όμως, ότι όταν εγκατέλειψε οριστικά τη Βιέννη το Πάσχα του 1817, επιστρέφοντας μέσω Κωνσταντινούπολης, συναντήθηκε με τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας και κατέστη, μετά το θάνατο του Σκουφά, και συναρχηγός και μάλιστα υπέγραψε πρώτος τη τάξει στο συνυποσχετικό των αρχηγών της 22ας Σεπτεμβρίου του 1818.

Έγραφε η πρώτη παράγραφος του συνυποσχετικού: «Αγαθή Τύχη. Οι υπογράφοντες κινούντες όλην την μηχανήν της Φιλικής Εταιρείας και μέλλοντες να χωρισθώσιν καθώς συμφώνως τους εφάνη εύλογον, λαμβάνων καθείς ετέραν διεύθυνσιν δια τας υποθέσεις της ιδίας, κρίνουσι και αποφασίζουσι τα ακόλουθα…».

Ο Γαζής μύησε στα επαναστατικά σχέδιά του τον αρματωλό Κυριάκο Μπασδέκη, που είχε το αρματολίκι του Πηλίου, του Βελεστίνου, του Αλμυρού και του Δομοκού, τον Αλέξανδρο Κασσαβέτη από τη Ζαγορά, τον Χατζηρήγα από την Μακρυνίτσα, που ήταν το δεξί του χέρι και προεστός με μεγάλη επιρροή και άλλους πολλούς. Από τις Μηλιές είχαν περάσει το 1818 και ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος. Αρχές της δεκαετίας του 1950 ήρθε για πρώτη φορά στο φως η επαναστατική προκήρυξη του Γαζή που κυκλοφόρησε στις 7 Μαΐου 1821 σε όλα τα χωριά του Πηλίου.

Ο Γαζής από τον Δεκέμβριο του 1826 εντοπίζεται στη Σκύρο. Το κάστρο της Σκύρου το πολιορκούσε ο Κωλέττης! Ο Γαζής γίνεται έξαλλος με τον Κωλέττη, γιατί αντί να πολεμά τους Τούρκους στη Ρούμελη ήθελε το κάστρο της Σκύρου για δικό του. Το Πάσχα του 1827, ο Γαζής έστειλε επιστολή στον τότε πρόεδρο της κυβέρνησης Ανδρέα Ζαΐμη στην οποία αποκαλύπτει ένα συγκλονιστικό επεισόδιο της επαναστατικής του δράσης.

Όταν ήταν αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου (1822) πέρασε από την περιοχή της Λαμίας και των Θερμοπυλών ο Δράμαλης για να καταπνίξει την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Μπροστά στο τουρκικό ασκέρι, οι αρματολοί διασκορπίστηκαν. Ο Γαζής έδωσε 3.000 γρόσια για τις ανάγκες επισιτισμού και κινητοποίησε τους Γκούρα, Δυοβουνιώτη και Πάνο Πανουργιά για να χτυπήσουν τις ζωοτροφές του Δράμαλη που ακολουθούσαν το στράτευμα σε μία χρονική απόσταση 8 ημερών.

Από το ποσό αυτό κατάφερε και πήρε πίσω μόνον 500 γρόσια, καθώς τα υπόλοιπα που ανέμενε από «τας προσόδους της Τριπολιτσάς» δεν τα πήρε ποτέ γιατί όπως του είπαν υπήρχε έλλειψη χρημάτων. Ζητά, λοιπόν, από την κυβέρνηση να του στείλουν κάποια χρήματα γιατί λιμοκτονεί:

«Εκλαμπρότατε. Κάμε έλεος και εις εμέ τον γέροντα και ασθενή. Στείλατέ μοι μίαν διαταγήν… δια να λάβω την οφειλομένην ποσότητα γροσσίων ή εδώ ή εις άλλη τινα πλησιόχωρον νήσον, διότι είμαι πάντη στερημένος εξόδων και αποθνήσκω σχεδόν της πείνης. Έλεος! Έλεος! Δότε τω γέρο-Γαζή οβολόν!. Είμαι πεποιθώς, ότι θέλει εισακουσθώ από την υμετέραν φιλάνθρωπον Εκλαμπρότητα, υπέρ ής μένω προς Θεόν διάπυρος ευχέτης».

Ο Γαζής δεν άντεξε να περιμένει τον οβολόν της πατρίδας και πέθανε στη Σύρο, στις 28 Νοεμβρίου 1828.

 

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΟΜΙΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Αντώνιος Κομιτζόπουλος μυήθηκε το 1815 στη Μόσχα από τον Νικόλαο Σκουφά. Η μύηση του Κομιτζόπουλου ήταν η μοναδική, ίσως, επιτυχία του Σκουφά στη Μόσχα στην προσπάθειά του να μυήσει ομογενείς με κάποια οικονομική επιφάνεια. Καταγόταν από τη Φιλιππούπολη. Φαίνεται ότι ο Σκουφάς πριν πεθάνει τον επέβαλε ως μέλος της ομάδας των αρχηγών, της λεγόμενης Αόρατης Αρχής της οργάνωσης. Υπέγραφε με τα γράμματα ΑΕ, που σήμαινε ότι ήταν ιεραρχικά πέμπτος τη τάξει.

Τους πρώτους μήνες του 1817, ο Κομιτζόπουλος παρουσίασε μεγάλη δραστηριότητα. Μύησε κατά σειρά στη Μόσχα, τον εξ Ιωαννίνων έμπορο Γεώργιο Κώνστα Γάτζου, τον διπλωματικό υπάλληλο Ιωάννη Μπάϊλα από τη Ζαγορά και κυρίως τον στρατιωτικό, υποχιλίαρχο Χριστόφορο Περραιβό στις 13 Μαρτίου 1817. Ο Περραιβός υπήρξε ο ζωντανός κρίκος μεταξύ της οργάνωσης του Ρήγα Βελεστινλή και της Φιλικής Εταιρείας.

Ενδεικτική των ζυμώσεων εκείνης της περιόδου είναι μία επιστολή των Πατζιμάδη και Κομιζόπουλου προς τον Ξάνθο, πάντα βεβαίως σε συνωμοτική γλώσσα. Ο Πατζιμάδης υπογράφει ως Ξ και ο Κομιζόπουλος ως Ε:

«Τη 14 Δεκεμβρίου 1820, Μόσχα.

Σεβαστοί κύριοι Θ. (Ξάνθε) και Συντροφία,

Την επιστολήν σας ελάβαμεν, όπως υποσχέθητε μεν να γράψητε εκτεταμένως με τον ακόλουθον ταχυδρόμον δεν το ηκολουθήσατε. Έχομεν μεγάλην την ευχαρίστησιν, ότι ο Οινοπλουτών (ο ηγεμών της Μολδαυϊας Μιχαήλ Σούτσος) έγινεν εδικός μας. Ο Ελευθεριάδης (Κομιζόπουλος) περιμένει την προσταγήν του Καλού (Αλ. Υψηλάντου) διά να μισεύση. Αυτός ήθελεν ήτον αυτού, αν η από Βουκουρέστι γραφή σας δεν τον εμπόδιζε. Σας περικλείομεν αντίγραφον του γράμματος από Κωνσταντινούπολιν του Μ. (Γρηγορίου Δικαίου Φλέσα). Οι εκεί επίτροποι Κουμπάρης, Μαύρος και Μπάρμπας γράφουσι προς τους εδώ περί πάντων εκτεταμένως και φανερά, ζητούντες υποδήματα (χρήματα) παρά των εδώ προς συμπλήρωσιν των 400 φατούρων (χιλιάδων), τας οποίας εζήτησεν ο Καλός από τους εν Κωνσταντινουπόλει. Δεν έπρεπε τα πράγματα να ακολουθώσιν ούτως. Μ’ όλον τούτο αύτη η γραφή των δεν θέλει κάμει άλλο, ειμή να γενή πρόξενος μικρού τινού ενθουσιασμού. Οι εδώ δεν απεφάσισαν έτι τι, πλην, ως φαίνεται, θέλουν να στείλουν επί τούτου άνθρωπον προς τον Καλόν με το αντίγραφον της παρά της Κωνσταντινουπόλεως γραφής των επιτρόπων, πυνθανόμενοι περί του ποιητέου. Το ό,τι εδώ αποφασισθή να ενεργηθή θέλομεν σας κάμει γνωστόν. Πάλιν σας λέγομεν ότι δεν έπρεπεν οι επίτροποι των 62 (Κωνσταντινουπόλεως) να γράψουν τόσον φανερά περί πάντων. Και πως δεν υποπτεύθησαν…)

Ο Κομιτζόπουλος πέθανε και ενταφιάστηκε στη Μόσχα σε ηλικία 70 χρόνων, το 1854. Έμεινε εκτός πολιτικών διεργασιών στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και η μόνη ανταμοιβή του υπήρξε το παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος.  

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ

Γεώργιος Λεβέντης (1790-1847), από το Κορακοβούνι Κυνουρίας, από τα ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας. Το 1812 ανέλαβε καθήκοντα διερμηνέα στα ρωσικά προξενεία του Βουκουρεστίου και του Ιασίου. Στις 28 Ιουνίου του 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Θεόδωρο Νέγρη ακολουθώντας το επίσημο τυπικό της κατήχησης. Το 1816, ο Λεβέντης είχε μυηθεί παράτυπα από τον Γαλάτη «άνευ κατηχήσεως». Στον κατάλογο των Φιλικών εκ του αρχείου Σέκερη αναφέρεται ως «δραγουμάνος του γενικού κονσόλου ρώσσου εις Ιάσιον». Ο Λεβέντης είχε αναλάβει και το γενικό ρωσικό προξενείο στη Μολδαβία.

Ήταν επικεφαλής της Εφορίας του Βουκουρεστίου και διέθεσε σημαντικά ποσά για τον εθνικό σκοπό, κυρίως στην προσπάθειά του να προσεταιριστεί Σέρβους και Βούλγαρους οπλαρχηγούς για μία ταυτόχρονη εξέγερση κατά των Οθωμανών. Το 1833 παντρεύτηκε την Ραλλού, αδελφή του γνωστού ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Πέθανε πάμφτωχος από αποπληξία στην Αθήνα, χωρίς να καταλάβει σημαντικές διοικητικές θέσεις ούτε αναμείχθηκε στην πολιτική σκηνή και στις δομές εξουσίας!

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΤΖΙΜΑΔΗΣ

Ο Πατζιμάδης ήταν έμπορος από τα Ιωάννινα με εμπορική δραστηριότητα στη Μόσχα. Εκεί μυήθηκε από τον Γαλάτη στις 28 Οκτωβρίου 1816. Μετά τη δική του μύηση από τον Σκουφά, ο Γαλάτης είχε μυήσει αρκετούς στη ρωσική επικράτεια και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες με τρόπο παράτυπο και αντικανονικό. Δεν ακολουθούσε δηλαδή το τυπικό με το μικρό και μεγάλο όρκο, την επιστροφή των αφιερωτικών στην Αρχή της Φιλικής Εταιρείας κλπ. Έτσι πολλές από τις «μυήσεις» του Γαλάτη επαναλήφθηκαν με το κανονικό τυπικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αρχή της Φιλικής Εταιρείας προφορικά (δια στόματος) έμαθε ότι ο Πατζιμάδης είχε στείλει στον Γαλάτη 1.000 γρόσια στην Πετρούπολη.


Οι αποφάσεις του συνεδρίου της Βιέννης ενταφίαζαν τις προσπάθειες των υπόδουλων λαών για την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

* Ομιλία του συγγραφέα στο βιβλιοπωλείο Αριστοτέλειον στις 28 Μαρτίου 2024.