Translate

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΡΩΣΙΩΝ Ή ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ;



Καταπατώντας το consensus και αμφισβητώντας τα πρωτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com


 «Αὐρήλιος ἐπίσκοπος εἶπε· Τί πρὸς ταῦτα λέγει ἡ ὑμετέρα ἁγιωσύνη; Ἀπὸ πάντων τῶν ἐπισκόπων ἐλέχθη. Ὀφείλει παρ᾽ ἡμῶν τὰ ὁρισθέντα ἐκ τῶν πρὸ ἡμῶν φυλαχθῆναι, ὧν τινων ὡς ἔτυχεν ἀβούλως οἱ πρωτεύοντες τῆς οἱασδήποτε ἐπαρχίας ἀμελεῖν κατατολμῶσι. Πολλοὶ οὖν ἐπίσκοποι συναχθέντες, ἐπίσκοπον χειροτονήσουσιν. Εἰ δὲ ἀνάγκη γένηται, τρεῖς ἐπίσκοποι, ἐν οἱῳδήποτε ἂν τόπῳ ὦσι, τῷ τοῦ πρωτεύοντος παραγγέλματι χειροτονήσουσι τὸν ἐπίσκοπον. Καὶ ἐάν τις ἔν τινι ἐναντιωθῇ τῇ ἰδίᾳ ὁμολογίᾳ ἢ τῇ ὑπογραφῇ, αὐτὸς ἑαυτὸν ἀποστερήσει τῆς τιμῆς».
Κανὼν ΙΓ´ της εν Καρθαγένη της Αφρικής Τοπικής Συνόδου (419 μ.Χ.)



Δεν αποτέλεσαν κεραυνό εν αιθρία οι ηχηρές αλλά και οι «ανεπαίσθητες» απουσίες στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, για όσους διάβασαν στην istorikimnimi την ανάρτηση της 27ης Μαϊου 2016, με τίτλο «Όταν η Ορθοδοξία εμπνέει ξένους ηγέτες».
 Το άρθρο είχε αναρτηθεί με αφορμή την επίσκεψη στην Ελλάδα του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν και του Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Κυρίλλου. Ούτε, βεβαίως, περιμέναμε να έχει διαφορετική σύνθεση η άτυπη ομάδα των Εκκλησιών του Ρωσικού μπλοκ που  παρότι δήλωσαν συμμετοχή λίγους μήνες πριν, και παρά τις εκκλήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη και των άλλων Πατριαρχείων και Εκκλησιών, αρνήθηκαν να παραστούν στην Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης. (Οι προσπάθειες για να μεταπειστούν συνεχίστηκαν σε όλα τα επίπεδα μέχρι και την τελευταία στιγμή).
Στις 6 Ιουνίου είχε συγκληθεί εκτάκτως η Ιερά Ενδημούσα Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου για να εξετάσει την πορεία των εργασιών ενόψη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Κρήτη καθώς ήδη είχαν εκφραστεί ενδοιασμοί και αποχωρήσεις:
«Ἡ Ἱερά Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, μετ᾿ ἐκπλήξεως καί ἀπορίας ἐπληροφορήθη τάς ἐσχάτως ἐκφρασθείσας θέσεις καί ἀπόψεις ἐνίων ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί, ἀξιολογήσασα αὐτάς, διεπίστωσεν ὅτι οὐδέν θεσμικόν πλαίσιον ὑφίσταται πρός ἀναθεώρησιν τῆς ἤδη δρομολογηθείσης συνοδικῆς διαδικασίας. Ὅθεν, ἀναμένεται, οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, συμφώνως πρός τόν Κανονισμόν Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, νά προσκομίσουν τάς τυχόν «προτάσεις τροπολογιῶν, διορθώσεων ἤ προσθηκῶν εἰς τά ὁμοφώνως ἐγκριθέντα κείμενα ὑπό Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων καί τῶν Συνάξεων τῶν Προκαθημένων ἐπί τῶν θεμάτων τῆς ἡμερησίας διατάξεως» (βλ. ἄρθρον 11), πρός τελικήν διαμόρφωσιν καί ἀπόφανσιν κατά τάς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τῇ ἐπικλήσει τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος.
Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς πρωτεύθυνος Ἐκκλησία διά τήν διασφάλισιν τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδοξίας, καλεῖ ἅπαντας νά ἀρθοῦν εἰς τό ὕψος τῶν περιστάσεων καί νά μετάσχουν εἰς τάς, κατά τάς προκαθωρισμένας ἡμερομηνίας, ἐργασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὡς πανορθοδόξως ἀπεφασίσθη καί ὑπεγράφη τόσον ὑπό τῶν Προκαθημένων εἰς τάς Ἱεράς Συνάξεις αὐτῶν ὅσον καί ὑπό τῶν ἐξουσιοδοτημένων ἑκάστοτε Ἀντιπροσωπειῶν καθ᾿ ὅλην τήν μακράν προπαρασκευαστικήν τῆς Συνόδου διαδικασίαν».
ΟΙ ΓΝΩΣΤΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ
Απόντες λοιπόν μέχρι και την ημερομηνία της ανάρτησης, η σχισματική, και με διακριτά στοιχεία εθνοφυλετισμού από τα γεννοφάσκιά της, Εκκλησία της Βουλγαρίας, ο Πατριάρχης Αντιοχείας των Συρο-Ορθοδόξων, η Εκκλησία της Γεωργίας και φυσικά το Πατριαρχείο Μόσχας. Στην Ιερά Σύναξη των Προκαθήμενων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, στο Σαμπεζύ από 21-28 Ιανουαρίου 2016, οι Εκκλησίες Αντιοχείας και Γεωργίας δεν είχαν υπογράψει και το κείμενο «Το Μυστήριον του Γάμου και τα κωλύματα αυτού». Το Πατριαρχείο Γεωργίας αυτοπροσδιορίζεται ως θεματοφύλακας της Ορθοδοξίας, δηλώνει πίστη στο παλαιό ημερολόγιο και φαίνεται ότι έχει κωλύματα με τις θέσεις του κ. Βαρθολομαίου περί «Οικουμενισμού». Για το λόγο αυτό η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου της Γεωργίας είχε απορρίψει την απόφαση «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», της Ε΄ Προσυνεδριακής Πανορθόδοξης Διάσκεψης του Σαμπεζύ-Γενεύης, 10-17 Οκτωβρίου 2015. Διαβάζουμε στα εδάφια 3 και 4 της απόφασης:
«3. Ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τήν ἑνότητα, ὡς καί ἡ οἰκουμενική αὐτῆς ἀποστολή ἐξεφράσθησαν ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὗται ἰδιαιτέρως προέβαλον τόν μεταξύ τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας ὑφιστάμενον ἄρρηκτον δεσμόν.
4. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς. Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χάρις εἰς τό διακρῖνον αὐτήν οἰκουμενικόν καί φιλάνθρωπον πνεῦμα, θεοκελεύστως αἰτούμενον «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ.2, 4), ἀείποτε ἠγωνίσθη ὑπέρ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Διό, ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρός τήν φύσιν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως, ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν».
Στο εδάφιο 6 αναφέρεται:
«6. Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων  χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς,  ἀλλά καί πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά διαφόρων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα».
Ο Πατριάρχης Αντιοχείας αποφάσισε να μην συμμετάσχει στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο για λόγους …εισπήδησης του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στα όρια του Πατριαρχείου Αντιοχείας. Το μήλον της έριδος είναι η εκκλησιαστική δικαιοδοσία στο …Κατάρ! Εάν προϋπόθεση για την οργάνωση Πανορθόδοξης Συνόδου, μετά από προετοιμασία 55 ετών, ήταν η εκ των προτέρων επίλυση των διμερών ή τριμερών διαφορών των Πατριαρχείων και των Εκκλησιών, τότε πολύ πιθανόν τέτοια Σύνοδος δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί ποτέ. Άλλωστε πώς θα επιλυθούν οι διαφορές στους κόλπους της Εκκλησίας χωρίς θεολογικό διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων Εκκλησιών; Και αν αυτό δεν μπορεί να γίνει μεταξύ Ορθοδόξων, πώς περιμένουμε να γίνει με τους εκπροσώπους άλλων δογμάτων και ομολογιών; Υπενθυμίζεται ότι οι Ορθόδοξοι Εκκλησίες της Γεωργίας και της Βουλγαρίας αποχώρησαν από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το 1997 και το 1998 αντιστοίχως, «ως έχουσαι ιδίαν αυτών γνώμην περί του έργου του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και ούτω δεν συμμετέχουν εις τας υπ’ αυτού και των άλλων διαχριστιανικών οργανισμών δραστηριότητας».
«ΒΑΛΛΙΣΤΙΚΟΣ» ΕΓΩΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ
 Έκπληξη θα αποτελούσε αν τελικά ο Πατριάρχης Σερβίας Ειρηναίος υπέκυπτε στις πιέσεις και δεν εμφανιζόταν στην Κρήτη. Όμως λειτούργησε η σύνεση και ο Ειρηναίος μετέβη στην Πανορθόδοξη Σύνοδο επικεφαλής πολυμελούς αντιπροσωπείας από κορυφαία εκκλησιαστικά στελέχη και μητροπολίτες. Γιατί την αποκαλούμε «Πανορθόδοξη», ενώ ο κ. Βαρθολομαίος διπλωματικά την ονόμασε «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο»; Μα γιατί η ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΝΩΝ ΚΡΑΤΕΙ, («Η των πλειόνων ψήφος κρατείτω»), παρά το γεγονός ότι ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος επικαλείται το τεράστιο ποίμνιό του όχι μόνον στη Ρωσία αλλά και σε μία σειρά άλλων Εκκλησιών, όπως της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας κλπ., τις οποίες έχει ή επιθυμεί να έχει υπό τη «σκέπη» του. Ο Κύριλλος άφησε να διαφανεί στην επιστολή του ότι στην Κρήτη δεν πραγματοποιείται Πανορθόδοξη Σύνοδος, κάτι που θα αποδεχόταν, βεβαίως, εάν η Σύνοδος γινόταν στη Μόσχα.
Συνεπώς, η ρήση του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου ότι «η μητέρα των αιρέσεων είναι ο εγωκεντρισμός», μπορεί να εμπεριέχει φιλοσοφικά ψήγματα, ψυχοθεραπευτικές προεκτάσεις και εκκλησιαστικές νόρμες αλλά δεν λαμβάνει υπόψη τους 3.000 Ρωσικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς στη Συρία, τους Ρωσικούς S400 - S600, ούτε τα «πολυμορφικά» ρωσικά προηγμένα εξοπλιστικά συστήματα που περνούν καθημερινά με τα ρωσικά καταδρομικά από το Βόσπορο, κάτω από τη μύτη του Ερντογάν. Όμως, θα μου πείτε, ότι δεν υπάγεται στις αρμοδιότητες του κ. Αναστασίου να αναλύσει τον εγωκεντρισμό του κ. Κυρίλλου μέσω των βαλλιστικών πυραύλων, που η Ρωσία του Πούτιν μπορεί να εκτοξεύει με ακρίβεια χιλιοστού από την …Κασπία Θάλασσα. Σωστό. Αλλά εάν ο Πατριάρχης Μόσχας δεν αναδείξει τώρα τον «εγωκεντρισμό» του, πότε θα το κάνει;
Η απάντηση στον Πατριάρχη Μόσχας δόθηκε από τον κ. Βαρθολομαίο με την υπ’ αριθμ. 314 «Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο επί τη Συγκλήσει της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας»:
«…Ἡ διάκρισις μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους, ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως, δὲν εἶναι πάντοτε εὐχερής. Καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίστευον καὶ πιστεύουν ὅτι κατέχουν τὴν ἀλήθειαν, καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θὰ χαρακτηρίζουν ὡς «αἱρετικοὺς» τοὺς μὴ συμφωνοῦντας πρὸς τὰς ἀπόψεις των. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν μίαν καὶ μόνον αὐθεντίαν ἀναγνωρίζει: τὴν Σύνοδον τῶν κανονικῶν ἐπισκόπων της. Ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἡ διάκρισις μεταξὺ ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως δὲν εἶναι δυνατή. Ὅλα τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες της φέρουν τὴν σφραγῖδα τῆς συνοδικότητος. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς συνοδικότητος.
Τὴν ἐκκλησιολογικὴν ταύτην ἀρχὴν ἀνέκαθεν ἐτόνισεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καὶ τὴν ἐφαρμόζει πιστῶς εἰς τοπικὸν ἐπίπεδον. Τοῦτο ἴσχυεν ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνας καὶ ἐπὶ ἐπιπέδου οἰκουμενικοῦ ἢ πανορθοδόξου, διεκόπη ὅμως λόγῳ ἱστορικῶν συγκυριῶν ἐπὶ μακρόν. Σήμερον εὑρισκόμεθα εἰς τὴν εὐχάριστον θέσιν νὰ ἀναγγείλωμεν καὶ ἐπισήμως ἀπὸ τῆς ἱερᾶς ταύτης οἰκουμενικῆς καθέδρας ὅτι, χάριτι Θεοῦ, συμφωνίᾳ πάντων τῶν Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θέλει πραγματοποιηθῆ ἡ ἀπὸ πεντήκοντα καὶ πλέον ἐτῶν ἀποφασισθεῖσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος συνόλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῇ νήσῳ Κρήτῃ ἀπὸ 18ης ἕως 27ης Ἰουνίου ἐ. ἔ., τῆς ὁποίας αἱ ἐργασίαι θὰ ἀρχίσουν διὰ πανορθοδόξου Θείας Λειτουργίας ἐν τῷ ἐν Ἡρακλείῳ Ἱερῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ κατὰ τὴν μεγάλην καὶ εὔσημον ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, θὰ συνεχισθοῦν δὲ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀκαδημίᾳ παρὰ τὸ Κολυμβάριον Χανίων. Τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης ταύτης Συνόδου θέλει προεδρεύσει ἡ ἡμετέρα Μετριότης περιστοιχιζόμενος ὑπὸ τῶν λοιπῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θὰ μετάσχουν δὲ ὡς μέλη αὐτῆς ἀντιπροσωπεῖαι ἐξ ἀρχιερέων ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν τούτων.
Πρώτιστος σκοπὸς καὶ σπουδαιότης τῆς Πανορθοδόξου ταύτης Συνόδου εἶναι νὰ καταδειχθῇ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡνωμένη ἐν τοῖς Μυστηρίοις, καὶ μάλιστα τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, καὶ τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ συνοδικότητι. Διὸ καὶ προητοιμάσθη αὕτη ἐπὶ μακρὸν χρονικὸν διάστημα διὰ σειρᾶς Προπαρασκευαστικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, ὥστε τὰ Κείμενα τῶν ἀποφάσεών της νὰ διαπνέωνται ὑπὸ ὁμοφωνίας, καὶ ὁ λόγος της νὰ ἐκφέρεται "ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ".
...Ἡ ἐπιτυχία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου εἶναι ὑπόθεσις ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα καὶ καλοῦνται νὰ ἐπιδείξουν τὸ ἐνδιαφέρον των δι᾿ αὐτήν. Ἤδη, τὰ συμφωνηθέντα πανορθοδόξως καὶ ὑποβαλλόμενα εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον κείμενα δημοσιοποιοῦνται καὶ τίθενται εἰς τὴν διάθεσιν παντὸς καλοπροαιρέτου πιστοῦ πρὸς πληροφορίαν καὶ ἐνημέρωσίν του, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἔκφρασιν τῆς γνώμης του καὶ τῶν προσδοκιῶν του ἀπὸ τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον».
ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
Οι ηγεμονικές τάσεις του Πατριαρχείου Μόσχας είναι μία πολύ παλαιά ιστορία. Στις 27 Μαϊου 2004 ο κ. Βαρθολομαίος απέστειλε την υπ΄αριθμ 909 Πατριαρχική Επιστολή προς τον τότε Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο για την απροκάλυπτη ανάμιξη της Ρωσίας στα εκκλησιαστικά πράγματα του Αγίου Όρους. Αξίζει να τη διαβάσουμε καθώς προκύπτουν ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία για τις διαχρονικές βλέψεις της Μόσχας:
«Μακαριώτατε καί Ἁγιώτατε Πατριάρχα Μόσχας καί πάσης Ρωσσίας, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ λίαν ἀγαπητέ ἀδελφέ    καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν Μετριότητος κύριε Ἀλέξιε, τήν Ὑμετέραν σεβασμίαν Μακαριότητα ἀδελφικῶς ἐν Κυρίῳ περιπτυσσόμενοι, ὑπερήδιστα προσαγορεύομεν.
Θά ἔδει, μετά τό ὑπ᾽ ἀρ. Πρωτ. 35 καί ἀπό κγ´    Μαρτίου /βγ´    Γράμμα τῆς ἡμετέρας Μετριότητος, ἡ Ὑμετέρα Μακαριότης νά εἶχε κατανοήσει ὅσα ἔδει διά τό Ἁγιορειτικόν καθεστώς, διότι τοῦτο διέπει τάς σχέσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστον τμῆμα, καί τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ὑπάρχει ἀπαύγασμα καί δημιούργημα, καί νά ἦτο περιττή ἡ παροῦσα ἐπιστολή.
Ἐάν ἀνατρέξωμεν εἰς τήν ἱστορίαν, δέν πρέπει νά διαφεύγῃ τήν προσοχήν τῆς Ὑμετέρας φίλης Μακαριότητος ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος ὑφίσταται ὡς Μοναστικόν Κέντρον πρίν ἤ τό Ὑμέτερον Ἔθνος δεχθῇ τήν Ὀρθόδοξον πίστιν παρά τῆς καθ᾽ ἡμᾶς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μητρός Ἐκκλησίας, ἐξ ἧς ἐπί πολλούς αἰῶνας    ὁ Μητροπολίτης Κιέβου ἐξελέγετο, τῆς ὁποίας ἀπετέλει ἐπαρχίαν ἄχρι τῆς ἀνακηρύξεως τῆς Αὐτοκεφαλίας αὐτῆς καί τῆς ἀνυψώσεως αὐτῆς εἰς Πατριαρχικόν Θρόνον.
Ὡς ὑπερεκπερισσοῦ ὑπομιμνήσκομεν, Μακαριώτατε    ἀδελφέ, ὅτι ὁ Ἁγιορειτικός Μοναχισμός ἀποτελεῖ συνέχειαν τοῦ Μοναχισμοῦ τῆς Αἰγύπτου, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Συρίας καί τῆς Παλαιστίνης, μετατεθείς ἐκεῖθεν, ἰδίᾳ μετά τήν ἐκεῖσε ἐπικράτησιν ἄλλων ἐθνοτήτων καί θρησκευτικῶν παραδόσεων. Ἦτο δέ ἑπόμενον, ἡ φιλόστοργος Μήτηρ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γαλουχοῦσα τά κατά Βορρᾶν νέα τέκνα αὐτῆς, ὅπως ἀπέστειλεν ἀρχιτέκτονας καί ζωγράφους διά νά οἰκοδομήσουν καί διακοσμήσουν ὀρθοδόξως τούς ναούς τῆς θυγατρός κατά Βορρᾶν Ἐκκλησίας, νά ἐνδιαφερθῇ διά νά ἐγκεντρίσῃ καί τό μοναχικόν ἰδεῶδες ἐν Ρωσσίᾳ, ἤτοι τήν πεμπτουσίαν τῆς Ὀρθοδοξίας. Οὕτως, ἀνεδείχθησαν μεγάλοι πνευματικοί Πατέρες, Θεολόγοι, ὑμνῳδοί καί μελουργοί, δι᾽ ὧν κατηγλα>ίσθη ἡ Λειτουργική παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας καί ἄνευ τοῦ ὁποίου ἰδεώδους θά ἦτο ἐλλιπής ὁ ἐγκεντρισμός εἰς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τοῦ ὑμετέρου Ρωσσικοῦ ἔθνους.
Κατά συνέπειαν, οἱ ἀοίδιμοι ὀρθόδοξοι Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί οἱ προκάτοχοι ἡμῶν Οἰκουμενικοί Πατριάρχαι δέν ᾐσθάνοντο ἀνασφάλειαν ἤ μειονεξίαν ἐπιτρέποντες εἰς τά ὅρια τῆς Κρατικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας αὐτῶν τήν ἐγκατάστασιν ἐν τῷ Ὄρει τοῦ Ἄθω ὁμοδόξων ἀδελφῶν σλαύων, καί μάλιστα τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, τῶν ἄρτι δεχθέντων τήν Ὀρθοδοξίαν. Οἱ ἀοίδιμοι ὅμως πολιτικοί καί ἐκκλησιαστικοί πρόγονοι ἡμῶν ἦσαν ἀπηλλαγμένοι παντός φθόνου καί ἐγωϊστικῆς κατοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἥν πάντοτε ἐθεώρουν οὐχί ἑλληνικήν ἰδιοκτησίαν, ἀλλά οἰκουμενικήν αὐτῶν εὐθύνην, ἤτοι ὑποχρέωσιν νά μεταλαμπαδεύσουν ταύτην εἰς τήν κοινήν Οἰκουμένην κατά τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου πρός τούς Ἀποστόλους: «πορευθέντες εἰς τόν κόσμον ἅπαντα, κηρύξατε τό εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει...».
Διά τούς λόγους τούτους ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Κύριος, μέχρι σήμερον ἐσταυρωμένη, αἰσθάνεται ἑαυτήν Ἀποστολικήν καί Οἰκουμενικήν, ἀσχέτως τῆς συγχρόνου ἐπαχθοῦς συγκυρίας. Ἡ καθολικότης, ἄλλωστε, καί ἡ οἰκουμενικότης ποτέ ἐν τῇ ἀντιλήψει τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπῆρξεν ἀριθμητική ἤ ποσοτική, ἀλλά ποιοτική ἔννοια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς, τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί τῆς ἐντεῦθεν χαρακτηριζούσης αὐτήν πείρας. Ἄλλοι εἰς τήν ἱστορίαν ἐταύτισαν τήν οἰκουμενικότητα μετά τῆς ποσότητος καί τῆς κοσμικῆς δυνάμεως, πράγματα τά ὁποῖα τυγχάνουν παντελῶς ξένα πρός τήν Ὀρθόδοξον Θεολογίαν.
Δυστυχῶς ὅμως τήν ἀλήθειαν ταύτην, τῆς φιλοξενίας ἐν χώραις, ἐπί αἰῶνας μέ ρωμαϊκούς πληθυσμούς, ὁμοδόξων σλαύων ἀδελφῶν μοναχῶν, διά λόγους καθαρῶς πνευματικούς, ἐλησμόνησαν κατά καιρούς τά τέκνα ὁμοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ὑπερετόνισαν τήν ἐθνικήν των αὐτοσυνειδησίαν, εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως αὐτῶν καί τῆς καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας, δι᾽ὅ καί ἀπεπειράθησαν νά διασαλεύσουν τήν καθεστηκυῖαν τῶν πραγμάτων τάξιν, καί δή εἰς καιρούς χαλεπούς διά τήν καθ᾽ ἡμᾶς Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Διά τούς λόγους τούτους διεμορφώθη    τό σήμερον ἰσχῦον ἐν Ἁγίῳ Ὄρει    νομικόν καθεστώς, ἐκφραζόμενον διά τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἵνα ἀποτρέψῃ εἰς τό μέλλον τοιαύτας ἀπό τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ παρεκκλίσεις, ἐπικυρωθέν μάλιστα διά τοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας καί διά διεθνῶν συμβάσεων.
Ὡς καί αὖθις ἐτονίσθη τῇ Ὑμετέρᾳ Μακαριότητι, ὁ Καταστατικός οὗτος Χάρτης δέν περιλαμβάνει μεταξύ τῶν Σκητῶν τό κτιριακόν συγκρότημα τῆς Θηβα´ϊδος. Τό ἄρθρον 142 αὐτοῦ, τό ὁποῖον ἀναφέρει ρητῶς τάς Σκήτας, οὐδέν ἀναφέρει περί τῆς Θηβα´ϊδος, προφανῶς διότι οὐδέποτε αὕτη εἶχεν ἀναγνωρισθῆ ὡς Σκήτη. Τό νομικόν καθεστώς τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κεκυρωμένον διά τοῦ Νομοθετικοῦ Διατάγματος 10/16.09.1926, περιβάλλεται μέ τό συνταγματικόν κῦρος τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας καί ἔχει ἀναγνωρισθῆ ὑπό τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως μέ τήν κοινήν δήλωσιν τῶν κρατῶν αὐτῆς, ὅτε ἡ Ἑλλάς κατέστη πλῆρες μέλος αὐτῆς. Τό εἰδικόν τοῦτο καθεστώς προβλέπει ὅτι ἑκάστη Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Ὄρους προσλαμβάνει δοκίμους, ὁποθενδήποτε προερχομένους, αὐτούς τούς ὁποίους πρωτίστως ἐκείνη κρίνει, ὡς δεικνύει ἡ καθημερινή πρᾶξις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει. Εἰδικώτερον ὅμως διά τάς Ὀρθοδόξους χώρας, ἐπειδή εἰς τό Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχουν τρεῖς σλαβόφωνοι Ἱεραί Μοναί, αἱ ὁποῖαι ὅμως τυγχάνουν Πατριαρχικαί καί Σταυροπηγιακαί, ὡς καί αἱ λοιπαί δεκαεπτά, καί ὡς ἐκ τούτου εὑρίσκονται ὑπό τήν ἄμεσον κανονικήν δικαιοδοσίαν τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἤτοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, δι᾽ αὐτό ἀκριβῶς, ἐκτός ἀπό τήν γνώμην τῆς Μονῆς, ἀπαιτεῖται διά τήν πρόσληψιν δοκίμων ὄχι μόνον ἡ σύμφωνος γνώμη τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, διότι θά γίνουν πολῖται αὐτῆς καί δι᾽ αὐτῆς πολῖται τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, ἀλλά καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος δίδει ἤ ὄχι εὐλογίαν πρός ἐγκαταβίωσιν, ὡς ὁ κανονικός κυριάρχης Ἐπίσκοπος τοῦ Ἱεροῦ Τόπου.
Ὅθεν, ἵνα μή μακρηγορῶμεν, ὑπενθυμίζομεν καί πάλιν ὅτι ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπιθυμεῖ τήν εὐρυτέραν ὀρθόδοξον παρουσίαν εἰς τόν Μοναχισμόν τοῦ Ἄθω, ἵνα προάγηται ἡ ἀδελφοσύνη ἐν Χριστῷ καί ἐμπλουτίζηται ἡ πεῖρα τῆς ἐν τῷ κόσμῳ δρώσης Ἐκκλησίας. Τοῦτο ἀποτελεῖ ὀφειλετικήν μέριμναν οὐχί μόνον τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά καί τῶν ἄλλων ὁμοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι μάλιστα ἄρτι ἐξελθοῦσαι ἐκ τοῦ διωγμοῦ ἀθεϊστικῶν καθεστώτων, θά ἔδει νά φροντίζωσι νά ἀνασυστήσωσι καί τά ὑπό τῶν καθεστώτων αὐτῶν κλεισθέντα μοναστήρια πρός πνευματικήν ἀρωγήν τῶν ἐπί δεκαετίας ἀκατηχήτων λαῶν των, τούς ὁποίους, ὡς κάλλιον ἡμῶν γνωρίζετε, ἐπιβουλεύονται οἱ ἑτερόδοξοι καί ποικίλοι αἱρετικοί, ἀντιμετωπίζοντες τάς Ὑμετέρας χώρας ὡς χῶρον «ἱεραποστολῆς».
Ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως δικαίως καυχᾶται ἐν Κυρίῳ, ὅτι ἅπασαι αἱ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Πατριαρχικαί καί Σταυροπηγιακαί Μοναί συγκαταλέγουν εἰς τάς ἀδελφότητας αὐτῶν καί ὁμοδόξους ἀδελφούς ποικίλης ἐθνικῆς προελεύσεως, ἐκτός τῶν σλαυοφώνων Ἱερῶν Μονῶν, καί δή τῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τῆς ὁποίας, καίτοι ὁ ἰσχύων ἐσωτερικός κανονισμός προβλέπει ὅπως τό ἥμισυ τῶν ἐν αὐτῇ ἐγκαταβιούντων πατέρων εἶναι ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἐν τούτοις οὐδείς ἕλλην γίνεται δεκτός διά νά κοινοβιάσῃ ἐν αὐτῇ. Οὕτως ἡ κατηγορία περί «ἐθνικισμοῦ» τῶν ἑλλήνων ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναιρεῖται καί ἐπιστρέφει ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τούς προσάψαντας ταύτην.
Περί τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ὁμιλοῦντες παρακαλοῦμεν ὅπως, προκειμένου νά διαφυλαχθῇ τό κῦρος Ὑμῶν ἀπό πλευρᾶς τοὐλάχιστον ἀναγκαίας γνώσεως τῆς ἱστορίας, μή ἐπικαλῆσθε τό γνωστόν μύθευμα περί παραχωρήσεως ὑπό τοῦ ἀοιδίμου Αὐτοκράτορος Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081-1118) τῆς Μονῆς τῶν Θεσσαλονικέων εἰς Ρώσσους Μοναχούς. Βεβαίως, τό 1169 ὁ Αὐτοκράτωρ Ἀλέξιος δέν εὑρίσκετο εἰς τήν ζωήν, διότι εἶχεν ἀποθάνει τό 1118, ἐνῷ τό 1169, ἔτος τῆς δῆθεν ὑπό τοῦ Ἀλεξίου Κομνηνοῦ «παραχωρήσεως κλπ.» ἐβασίλευεν ὁ Μανουήλ Α´    Κομνηνός (1143-1180). Ἄλλως τε εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος οὐδέποτε ὑπ᾽ οὐδενός Αὐτοκράτορος παρεχωρήθη ὁ τίτλος τῆς «βασιλικῆς μονῆς», ὡς ἐγένετο διά τάς λοιπάς. Ἱστέον ἐπίσης ὅτι τό νέον κτιριακόν συγκρότημα τῆς Μονῆς (β´    ἥμισυ τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος) ἀνηγέρθη ὑπό τῆς ἑλληνικῆς οἰκογενείας τῶν Καλλιμάχων, μέλη τῆς ὁποίας ἐχρημάτισαν ἐπί σειράν ἐτῶν Ἡγεμόνες τῆς Μολδαβίας, οἱ μοναχοί δέ αὐτῆς ἦσαν τότε ἀποκλειστικῶς ἕλληνες τό γένος. Σταδιακῶς ὅμως καί τῇ καταθλιπτικῇ πιέσει πρός τάς Ὀθωμανικάς ἀρχάς καί τόν ἐν τοῖς προκατόχοις ἡμῶν ἀείμνηστον Πατριάρχην Ἰωακείμ τόν Β´, ἤρχισεν ὁ παραγκωνισμός τῶν ἑλλήνων ἐκ μέρους ρώσσων μοναχῶν ἐγκατασταθέντων ἐκεῖσε ὀλίγον κατ᾽ ὀλίγον, μέχρις ὅτου οἱ τελευταῖοι ἐπέτυχον τήν ἀπομάκρυνσιν τῶν πρώτων. Οἱ ἰσχυρισμοί λοιπόν περί ἐπιβουλῶν ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων Μοναχῶν εἰς βάρος τῶν Ρώσσων ἀδελφῶν των δέν ἀντέχουν εἰς τό φῶς τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας.
Συνεπῶς, ἐπειδή αἱ ἀλήθειαι αὗται πολλάκις ἐλησμονήθησαν ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τό μέλλον ἀσφαλίζουσα καί φροντίζουσα ὅπως μή μεταβληθῇ ὁ Ἱερός Τόπος τοῦ Ἄθω εἰς κονίστραν φυλετικῶν καί ἐθνικιστικῶν διεκδικήσεων, ὅστις μάλιστα εἶναι ἔδαφος ἐπί εἴκοσιν αἰῶνας ἀνῆκον τῇ πνευματικῇ αὐτῆς δικαιοδοσίᾳ, δέν θά παύσῃ νά ἐπαγρυπνῇ, ἵνα ὁ χῶρος οὗτος, ὅν αὕτη ἐν Κυρίῳ ἐδημιούργησε, μέ τά κατά καιρούς δοθέντα εἰς αὐτόν προνόμια, παραμείνῃ ὑπό τήν ἀνύστακτον πνευματικήν μέριμναν αὐτῆς τόπος Ὀρθοδόξου ἀσκήσεως καί πανορθοδόξου πνευματικῆς ἀκτινοβολίας.
Ἡ ἀντοχή τοῦ Ὀρθοδόξου ἐν Ἁγίῳ Ὄρει μοναχισμοῦ διά μέσου τῶν αἰώνων ὀφείλεται ὄχι βεβαίως εἰς ἀνθρωπίνας δυνάμεις, ὡς δηλοῦται ἐν τῷ Ὑμετέρῳ Γράμματι, ἀλλά εἰς τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, ἥτις δρᾷ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὅταν εἴμεθα τηρηταί τῶν ἐντολῶν Του. Ἄλλωστε, ποία ἀνθρωπίνη δύναμις ἔσωσε τούς Τρεῖς Παῖδας ἐν τῇ καμίνῳ τοῦ πυρός, μεταβαλοῦσα τό πῦρ εἰς πνεῦμα δρόσου δροσίζον, εἰ μή ἡ Θεία τοιαύτη; Ἡ αὐτή Δύναμις διέσωσε καί τήν καθ᾽ ἡμᾶς Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἥτις μένει πάντοτε πιστή μέχρι θανάτου ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει καί τῇ εὐαγγελικῇ βιοτῇ. Εἰς ταύτην τήν δύναμιν θαρροῦμεν καί σήμερον. Ὅθεν, ἐμμένοντες εἰς τάς κατά τοῦ Ἱερωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Καλούγκας καί Μπόροβσκ κ. Κλήμεντος αἰτιάσεις ἡμῶν περί εἰσπηδήσεως εἰς περιοχήν τῆς κανονικῆς εὐθύνης ἡμῶν, ἐκφράζομεν ἅμα καί τήν ἀπορίαν ἡμῶν διά τήν ἐκ μέρους Ὑμῶν ὑποβάθμισιν τοῦ κανονικοῦ ἐγκλήματος τῆς εἰσπηδήσεως τοῦ ὡς ἄνω Ἀρχιερέως εἰς ἁπλῆν «παρεξήγησιν». Ἐρωτῶμεν, ἀφελῶς ἴσως: Βάσει ποίων κανόνων δικαίου ἤ ποίας ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ἤ τάξεως ἤ ποίας θεολογικῆς ἀρχῆς ἐνήργησεν ὡς ἐνήργησεν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ὁ ἀδελφός Ἀρχιεπίσκοπος Καλούγκας καί Μπόροβσκ; Λυπούμεθα, ἀλλ᾽ ὑποχρεούμεθα νά σημειώσωμεν καί αὖθις ὅτι τοιαῦται ἐνέργειαι ἥκιστα προάγουν τάς διεκκλησιαστικάς σχέσεις καί οὐδόλως συντελοῦν εἰς τήν οἰκοδομήν τῆς τῷ Θεῷ ὁμοιούσης ἀγάπης.
Εὐελπιστοῦντες ὅτι ἡ Ὑμετέρα Μακαριότης καί εἰς τό μέλλον θά ἐνθυμῆται τάς πολυτίμους δωρεάς τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης, πρός τήν κατά Βορρᾶν θυγατέρα καί νῦν προσφιλῆ ἀδελφήν Ἐκκλησίαν, ἵνα ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀγάπη καί ἡ ἱστορική μνήμη ἀσφαλίζωσι τήν εὐστάθειαν καί τήν πρός ἀλλήλους εἰρήνην, διατελοῦμεν μετά βαθείας τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης καί τιμῆς ἐξαιρέτου.

βδ´ Μαΐου κζ´ 
Τῆς Ὑμετέρας σεβασμίας Μακαριότητος
ἀγαπητός ἐν Χριστῷ ἀδελφός
+ ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος».



Υ.Σ.:  Οι Πατριαρχικές Επιστολές και οι Εγκύκλιοι είναι από το ψηφιακό αρχείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και είναι προσβάσιμες στον καθένα.