Translate

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΠΟ ΤΟ ΕΜΠΕΔΟ ΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΣΕΡΡΩΝ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΑΓΓΑΡΙΟ




ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΡΤΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΜΝΗΜΗΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΒΛΑΧΩΝ ΓΙΑ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ, ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ, ΣΤΙΣ 31/8/2022  ΣΤΟ ΒΕΛΛΙΔΕΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.






Τον Μάιο του 1919, αμέσως μετά την αποβίβαση της 1ης ελληνικής μεραρχίας στη Σμύρνη, και τα έκτροπα που ακολούθησαν, εκατοντάδες νέοι από τη Μακεδονία κλήθηκαν στα όπλα στο έμπεδο της μεραρχίας Σερρών καθώς ήταν πλέον ολοφάνερο ότι η μικρασιατική περιπέτεια μόλις είχε αρχίσει με την αναγκαστική διεύρυνση του μετώπου πέρα από τα όρια που είχαν θέσει οι σύμμαχοι.

Πολλοί από αυτούς τους νέους ήταν απόγονοι των βλάχικων οικογενειών της ανατολικής Πίνδου ((Σαμαρίνα, Αβδέλλα, Περιβόλι), που μετά το 1832 παρέμειναν και ενσωματώθηκαν στα χωριά και τους οικισμούς στα όρη της Βροντούς, στις παρυφές του Μενοικίου όρους και σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας. Ένα μεγάλο τμήμα των βλάχικων αυτών οικογενειών δημιούργησαν αργότερα τους οικισμούς στο Σέλι και το Ξηρολίβαδο.

Μήπως, όμως, δεν ήταν τυχαία η περιπλάνηση των βλάχικων αυτών οικογενειών στην ανατολική Μακεδονία  για περισσότερα από 10 χρόνια μετά τη μεγάλη φυγή τους, ελέω Αλή Πασά, από τις πατρογονικές τους εστίες; Διότι από ιστορικής πλευράς παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ο εντοπισμός των βλάχικων οικογενειών που παρέμειναν και ενσωματώθηκαν σε οικισμούς της περιοχής των Σερρών, αλλά και η ταύτιση των επιθέτων με τις οικογένειες που τελικά κατέληξαν στο Ξηρολίβαδο, στο Σέλι και σε άλλες περιοχές.

Η Ιστορία όμως πάει αρκετά πίσω. Στα μέσα του 14ου αιώνα, εκτός από τα κατεπανίκια Σερρών και Ζιχνών, οι πηγές αναφέρουν και το κατεπανίκιο Βαλαβίστης (μετέπειτα Σιδηρόκαστρο), το οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί ως Βλαχόκαστρο. Τοπωνύμιο Βαλαβίστης αναφέρεται σε αρκετές πηγές.

Συνεπώς, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι τα τοπωνύμια Βαλαβίστα, Δοβίστα, Προβίστα, Τσερβίστα και Χωροβίστα (ασχέτως αν αργότερα είχαν ενταχθεί ή όχι ως οικισμοί στο οθωμανικό τιμαριωτικό σύστημα) εκφράζουν τοποθεσίες που είτε είναι κάστρα, είτε έχουν φυσική οχύρωση, είτε είναι σε τέτοια θέση που δύσκολα γίνονται ορατές, είτε βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση επιτήρησης, και γενικώς με αυτά ορίζεται η θέση του οικισμού. Dove est? ρωτούσαν οι Λατίνοι!

Η ίδια μεθοδολογία ονομασίας στα τοπωνύμια υπήρξε, στην ίδια ή σε διαφορετική χρονική περίοδο, και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Έτσι, για παράδειγμα, ακόμη και σήμερα στις νορμανδικές ακτές υπάρχουν οι πόλεις Trouville, Deauville και Granville.

Μήπως, δηλαδή, οι οικογένειες αυτές ακολούθησαν μία διαδρομή που την είχαν ξανακάνει οι πρόγονοί τους, με αντίθετη φορά, μετά την κατάκτηση από τους Τούρκους, το 1383, της περιοχής των Σερρών; Διότι σε κάποιες περιπτώσεις, είναι εντυπωσιακή η ταύτιση των επιθέτων.

Μετά την ολιγοήμερη εκπαίδευσή τους, οι στρατεύσιμοι είχαν διασχίσει όλη τη Θράκη για να βρεθούν στην Αδριανούπολη. Τις λεπτομέρειες της επικής αυτής πορείας μας τις περιέγραψε ο οπλίτης Θεόδωρος Ιωαννίδης από το Δρυμό Θεσσαλονίκης, στο αδημοσίευτο μέχρι αυτή τη στιγμή ημερολόγιό του.


Ο Βασίλης Κάρτσιος με τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας
Προσφυγικών Σωματείων Αντώνη Οραήλογλου.

Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων
Μιχάλης Μαγειρίας με τη κ. Μιμή Ντενίση, η οποία τιμήθηκε
για την προσφορά της στον μικρασιατικό πολιτισμό.

Από το χωριό Καρακασίμ είχαν ξεκινήσει πορεία 60 χιλιομέτρων, από το βράδυ της 12ης Ιουλίου μέχρι τα ξημερώματα της 13ης Ιουλίου 1920, και βρέθηκαν έξω από την ποθητή πόλη. Εκείνη την ημέρα στην Αδριανούπολη έγινε παρέλαση με την παρουσία του βασιλιά Αλέξανδρου και του διοικητή της Στρατιάς Θράκης Ε. Ζυμβρακάκη.

 Από τις 24 Δεκεμβρίου 1920, το Σώμα Στρατού Σμύρνης μετονομάστηκε σε Γ΄ Σώμα Στρατού. Οι μεραρχίες Αρχιπελάγους και Σμύρνης μετονομάστηκαν σε VIIη και Xη Μεραρχία αντίστοιχα. Η VII Μεραρχία ενισχύθηκε με το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων της ΙΙΙ Μεραρχίας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1920, επιβιβάστηκαν από τη Ραιδεστό στο πλοίο «Αδριατικός» και μετά από 8 ώρες έφθασαν στην Πάνορμο.

Στην Πάνορμο παρέμειναν από τις 14 Δεκεμβρίου 1920 μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 1921, ημέρα κατά την οποία πήραν διαταγή να μετασταθμεύσουν στο χωριό Ετεντζίκ, 2,5 ώρες από την Πάνορμο. Εκεί μετά από έξι ημέρες πήραν διαταγή να αντικαταστήσουν την VII Μεραρχία στο μέτωπο. Επέστρεψαν στην Πάνορμο και εκεί η μονάδα τους υπήχθη υπό τις διαταγές της ΙΙΙ Μεραρχίας.

Στις 9 Μαρτίου 1921, η 3η Μεραρχία έλαβε διαταγή να προχωρήσει την προέλαση προς κατάληψη του Εσκί-Σεχίρ. Την ίδια διαταγή είχαν λάβει και οι στρατιωτικές μας μονάδες στη Νικομήδεια και στο Ουσάκ.


Άποψη από το Ξηρολίβαδο, το μαγευτικό
Βλαχοχώρι του Βερμίου.


Το Γ΄ Σώμα Στρατού κατείχε μία ζώνη στο μέτωπο που άρχιζε από τη νότια όχθη της λίμνης Ασκανίας μέχρι τη βόρεια πλευρά του όρους Όλυμπος. Η Χ Μεραρχία ήταν στην Κίο, η ΙΙΙ στην Προύσα και η VII στο Κεστέλ.  Έτσι, λοιπόν, από τις 10 Μαρτίου 1921 όλα τα Σώματα Στρατού άρχισαν να κινούνται προς κατάληψη της οριογραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ.

Η ΙΙΙ Μεραρχία πήρε μέρος στη μεγάλη μάχη (14-17 Μαρτίου 1921) και στην πρόσκαιρη κατάληψη του Αβγκίν. Το Γ΄ Σώμα Στρατού είχε κινηθεί με την 3η, 7η και 10η Μεραρχία καθώς και με την ταξιαρχία του ελληνικού ιππικού. Είχαν προηγηθεί αναγνωριστικές επιχειρήσεις και αψιμαχίες με μικρές τουρκικές μονάδες.

Βεβαίως, οι οπλίτες των μεραρχιών θα είχαν στη συνέχεια (Ιούνιος – Σεπτέμβριος 1921) και άλλες τέτοιες «ευκαιρίες». Μετά την έναρξη υλοποίησης του σχεδίου του επιτελείου της Στρατιάς της Μικράς Ασίας για τη συντριβή των δυνάμεων του Κεμάλ στην περιοχή της Κιουτάχειας, και την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης - Βαγδάτης από τον κόμβο του Εσκί Σεχίρ μέχρι τον κόμβο του Αφιόν Καραχισάρ, οι στρατιωτικές μας μονάδες θα βρεθούν, σε μία ατέρμονη πορεία με συνεχείς συγκρούσεις, πέρα από τον Σαγγάριο.

Οι στρατιωτικές αυτές επιχειρήσεις στον άξονα Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ θεωρήθηκαν επιβεβλημένες. Από το Εσκί Σεχίρ ξεκινούσε η μοναδική σιδηροδρομική γραμμή προς την Άγκυρα, και στο Αφιόν Καραχισάρ κατέληγε η σιδηροδρομική γραμμή που ξεκινούσε από τη Σμύρνη. Συνεπώς, ο έλεγχος αυτής της ζώνης άνοιγε διάπλατα το δρόμο προς την Άγκυρα.

Στις ασκήσεις επί χάρτου αυτό φάνταζε μία ιδιοφυής στρατηγική. Την άνοιξη, όμως, του 1921 είχαν στοιχειώσει οι προειδοποιήσεις, ήδη από το 1919, του στρατάρχη του δυτικού Μετώπου Φέρνινταν Φος και του στρατάρχη του βρετανικού αυτοκρατορικού στρατού Σερ Χένρι Γουίλσον. Για να είχε επιτυχή έκβαση οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση τέτοιας εμβέλειας στη Μικρά Ασία, η Ελλάδα θα έπρεπε να διαθέτει 30 ετοιμοπόλεμες μεραρχίες επί του πεδίου. Η Ελλάδα δεν θα είχε ποτέ περισσότερες από 11-12 μεραρχίες. Τον Σεπτέμβριο του 1921, μετά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Σαγγάριο, πρακτικά από πλευράς μάχιμων ανδρών, είχαν μείνει οι μισές!

Τον Σεπτέμβριο του 1921, με βάση τους επιτελικούς πίνακες, το υπουργείο Στρατιωτικών πιθανολογούσε ότι η δύναμη των παρόντων της Στρατιάς της Μικράς Ασίας ήταν τουλάχιστον 180.000 άνδρες, αλλά οι μάχιμοι στη γραμμή του μετώπου ήταν μόνον το 1/3, δηλαδή 60.000 άνδρες! Αυτή ήταν η δύναμη που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις μεραρχίες του Κεμάλ, σ’ ένα διευρυμένο μέτωπο 700 χιλιομέτρων.

Στα μετέπειτα χρόνια, οι αντιστράτηγοι θα συμφωνήσουν:

«Την κρισιμότερη στιγμή ο Ελληνικός Στρατός υποχρεώθηκε να διακόψει την επιθετική του προσπάθεια προς την Άγκυρα και να επανέλθη στη γραμμή εξόρμησής του, εξαιτίας της έλλειψης εφεδρειών και των δυσεπίλυτων προβλημάτων ανεφοδιασμού και συντήρησης από τη μεγάλη επιμήκυνση των γραμμών συγκοινωνιών του».

Οι τελευταίες μεγάλες απώλειες του ελληνικού στρατού, πριν την κατάρρευση του 1922, σημειώθηκαν 17-25 Σεπτεμβρίου 1921 στη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ. Για να μην πέσει στα χέρια του Κεμάλ η πόλη, είχαν σκοτωθεί 9 αξιωματικοί, 96 οπλίτες, και τραυματίστηκαν και βγήκαν εκτός μάχιμης υπηρεσίας 33 αξιωματικοί και 470 οπλίτες, ενώ 22 οπλίτες κηρύχθηκαν αγνοούμενοι. Δηλαδή, μέσα σε μία εβδομάδα εξουδετερώθηκε το ¼ της δύναμης κρούσης μίας μεραρχίας!

Τον επόμενο χρόνο και μετά την κλήτευση της κλάσης του 1922, σύμφωνα με τον πίνακα του 3ου Γραφείου της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού, με ημερομηνία 27 Μαΐου 1922, την 1η Απριλίου 1922 στα πρόσω της Στρατιάς της Μικράς Ασίας υπηρετούσαν 4.571 αξιωματικοί και 163.305 οπλίτες. Άλλοι 1.816 αξιωματικοί και 54.898 οπλίτες ήταν στα μετόπισθεν. Δηλαδή, συνολικά υπηρετούσαν 6.418 αξιωματικοί και 218.203 οπλίτες. Τότε γιατί χάθηκε η Μικρά Ασία;

Γιατί, όπως είδαμε, η πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική από τους αριθμούς και τη στατιστική, και άλλαζε σε σύντομο χρονικό διάστημα ακόμα και στις περιόδους που δεν υπήρχαν στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ας δούμε την «Δεκαήμερο Δύναμη των παρόντων οπλιτών της Στρατιάς της Μ. Ασίας της 1ης Μαΐου 1922» σύμφωνα με την κατάσταση του 1ου Γραφείου της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν την κατάσταση, τον Μάιο του 1922 οι μάχιμοι σε λόχους, ίλες και πυροβολαρχίες ήταν 129.541 οπλίτες και αξιωματικοί, στα μεταγωγικά μάχης και στα επιτελεία υπηρετούσαν 37.616 άνδρες, στα μεταγωγικά του Σώματος 55.653. Δηλαδή, για κάθε έναν οπλίτη ή αξιωματικό που πολεμούσε αναλογούσε σχεδόν ένας στρατιώτης στα μεταγωγικά!

Οι επιτελείς, όμως, της Στρατιάς της Μικράς Ασίας –παρά τις αποτυχημένες στρατιωτικές επιχειρήσεις του Μαρτίου του 1921- φαίνεται ότι είχαν διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων. Μετά την κατάληψη της Κιουτάχειας και του Εσκί Σεχίρ, ο αρχηγός της Στρατιάς Αναστάσιος Παπούλας, ο υπαρχηγός υποστράτηγος Ξενοφών Στρατηγός και οι επιτελείς τους θεωρούσαν ότι σε γενικές γραμμές οι δυνάμεις του Κεμάλ είχαν αποσυντεθεί. Σε έκθεσή του, στις 12 Ιουλίου 1921, ο Ξενοφών Στρατηγός επισημαίνει ότι κατά την τελευταία αυτή μάχη ο εχθρός υπέστη «σοβαρωτάτη φθορά, υπολογιζομένη εις το έν τρίτον τουλάχιστον της δυνάμεως αυτού», και καταλήγει: «Τοιούτον υπήρξε το τέλος της Κεμαλικής Στρατιάς, η δε πλήρης διάλυσις των εναπομεινάντων λειψάνων δεν θα βραδύνη να επέλθη».

Αυτό το συμπέρασμα θα μπορούσε -για εκείνη τη χρονική συγκυρία- να είχε μία δόση αληθείας, μετά μάλιστα από μία νικηφόρα κατάληψη δύο πόλεων. Ο τρόπος διοίκησης του επιτελείου της Στρατιάς της Μικράς  Ασίας ήταν συγκεντρωτικός.  Όμως το βασικό πρόβλημα προερχόταν από την λανθασμένη αντίληψη για τις ικανότητες του εχθρού. Αυτή η αντίληψη που διακατείχε την ηγεσία της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, ότι η υποχώρηση του εχθρού ήταν αποτέλεσμα μόνον της αδυναμίας του, και όχι ίσως μία στρατηγική τακτική υποχώρησης, εξόργιζε τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού Βίκτωρα Δούσμανη. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, μετά τις μάχες της Κιουτάχειας και του Εσκί Σεχίρ, τον Δούσμανη τον εξόργισε το γεγονός ότι μετά τη μάχη στο Εσκί Σεχίρ η Στρατιά δεν κατεδίωξε τους Τούρκους και τους έδωσε την ευκαιρία να ενεργήσουν μαζική αντεπίθεση.

Εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς, οι ιστορικοί ανακαλύπτουν πολλές «εξοργιστικές» ενέργειες στη διαχείριση της κατάστασης στη Μικρά Ασία. Αυτό, όμως, που δικαιολογημένα θα θεωρούσε κάποιες εξόχως εξοργιστικό ήταν το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ο φυγόστρατος Γεώργιος Κονδύλης, σε επιστολή του από την Κωνσταντινούπολη, προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο Λονδίνο, πέντε μέρες πριν την τουρκική επίθεση στην Εξέχουσα του Αφιόν Καραχισάρ, στις 13 Αυγούστου 1922, ότι ο στρατός του Κεμάλ ήταν «εν αθλία καταστάσει» και ότι δεν ήταν σε θέση να προβεί σε καμία επιθετική ενέργεια!

Ως εκ τούτου, η μικρασιατική εκστρατεία αποτελεί  μία πολύτιμη διδαχή για τη στρατηγική, τακτική και την οργάνωση στα πεδία των μαχών, αν και ο σύγχρονος τρόπος εμπλοκής έχει αλλάξει πλέον δραστικά. Θα πρέπει όμως να γνωρίζουμε τις πραγματικές συνθήκες που βίωσαν οι οπλίτες και οι αξιωματικοί στα πεδία των μαχών, και τις υπεράνθρωπες προσπάθειές τους, για να κατανοήσουμε τα αίτια μίας προδιαγεγραμμένης στρατιωτικής κατάρρευσης που διέλυσε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου