Translate

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

ΟΤΑΝ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΜΠΝΕΕΙ ΞΕΝΟΥΣ ΗΓΕΤΕΣ



- Με αφορμή την επίσκεψη στην Ελλάδα του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Κυρίλλου.
- Τα χίλια χρόνια παρουσίας των Ρώσων μοναχών στο Άγιον Όρος και η αφύπνιση του βουλγαρικού εθνικισμού.

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com

 

«Η επίσκεψή σας στην Ελλάδα πραγματοποιείται σε μιαν εξαιρετικά και πολλαπλώς κρίσιμη συγκυρία για την ευρύτερη περιοχή μας αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη.  Και είναι ακριβώς αυτή η συγκυρία, σε συνδυασμό με την καθοριστική διεθνή εμβέλεια της Μεγάλης Χώρας σας, της Ρωσίας, που μου επιτρέπει αλλά και μου επιβάλλει το χρέος να επισημάνω τις εξής δύο, άκρως σημαντικές, προεκτάσεις της επίσκεψής σας, φυσικά δίχως να υποτιμώ, κάθε άλλο, τις προεκτάσεις της πολυεπίπεδης διμερούς μας συνεργασίας, τις οποίες θα συζητήσετε στην συνέχεια με τον Πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα.
Πρώτον, η επίσκεψή σας γίνεται κατά την διάρκεια του Έτους Ελλάδας -Ρωσίας, και θα κορυφωθεί με την αυριανή μετάβασή σας στο Άγιον Όρος, όπου και θα σας υποδεχθώ.  Ήτοι στην κοιτίδα αλλά και το λίκνο της Ορθοδοξίας.  Εκεί θα μας δοθεί η δυνατότητα ν’ αναδείξουμε, στους ταραγμένους καιρούς μας όπως προείπα, πόσον οι αρχές και οι αξίες της Χριστιανοσύνης εν γένει αλλά κυρίως της Ορθοδοξίας μπορούν και πρέπει να εμπνεύσουν τους Λαούς του κόσμου και τους Ηγέτες του ως προς την ανάγκη επικράτησης του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της Δικαιοσύνης και της Ειρήνης κατά την λήψη κάθε σημαντικής απόφασης για το μέλλον καθενός λαού και, εν τέλει, ολόκληρης της Ανθρωπότητας.
Δεύτερον - και μιας και αναφέρθηκα στο κορυφαίο αγαθό της Ειρήνης - η επίσκεψή σας αυτή μου δίνει εκ νέου την ευκαιρία, όπως το έπραξα και κατά την συνάντησή μας στη Μόσχα, ν’ αναδείξω το πόσο κρίσιμη είναι η στενή και ειλικρινής συνεργασία Ρωσίας, ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να τερματισθεί, οριστικώς και ουσιαστικώς, ο πόλεμος στην Μέση Ανατολή, και συγκεκριμένα στην Συρία.  Διότι μόνον η έκβαση αυτή μπορεί να οδηγήσει αφενός στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του οξύτατου Προσφυγικού ζητήματος υπό όρους που σέβονται στο ακέραιο την αξία του Ανθρώπου.  Και, αφετέρου, στην πλήρη εξάλειψη της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας του ISIS, η οποία ενσαρκώνει τη νέα, αποτρόπαιη, βαρβαρότητα, δοθέντος ότι οι εκφραστές της διαπράττουν εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.
Κύριε Πρόεδρε, καλώς ορίσατε. Και θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι η εδώ παρουσία σας αποτελεί το επιστέγασμα και την κορύφωση της ειλικρινούς, διαχρονικής και άκρως δημιουργικής σε διεθνές επίπεδο, φιλίας των Κρατών και των Λαών μας».

(Από το σύντομο διάλογο του  Προκόπη Παυλόπουλου με τον Βλαντιμίρ Πούτιν κατά την επίσημη υποδοχή στο Προεδρικό Μέγαρο. Όπως πάντα, η εκφορά του λόγου του προέδρου της Δημοκρατίας περιείχε πολλές κοινοτοπίες.)


Στο The Greek Struggle in Macedonia, 1897-1913”, ο D. Dakin θεώρησε – και πολύ σωστά – ότι η ένοπλη φάση των βουλγαρικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία άρχισε μετά την ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας στον Ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1897. Άλλωστε δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται. Τακτική που η σοβινιστική ηγεσία της Βουλγαρίας ακολούθησε και στους δύο παγκοσμίους πολέμους, όταν και τις δύο φορές κατέλαβε την Ανατολική Μακεδονία, με τις πλάτες των Γερμανών, και εκμεταλλευόμενη την ανυπαρξία ελληνικής διοίκησης και στρατού διέπραξε τα στυγερά εγκλήματά της εναντίον των ελληνικών πληθυσμών.
Θα μπορούσαμε, όμως, να ορίσουμε συμβατικά ως έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα και το 1878, τη χρονιά των δύο συνθηκών του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου, μετά την ήττα της Τουρκίας στον πόλεμο με την Ρωσία το 1877. Η Ρωσία προωθούσε την τερατώδη επέκταση της Βουλγαρίας στη Μακεδονία και τη Θράκη, ως μία σημαντική παράμετρο της εξάπλωσης του πανσλαβισμού στα Βαλκάνια και της αποδυνάμωσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είχαν όμως προηγηθεί και άλλα σημαντικά γεγονότα, που έθεταν το πλαίσιο των μετέπειτα εξελίξεων.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΪΣΙΟ ΣΤΟΝ ΜΙΛΑΔΙΝΩΦ
Η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων, εντός του βουλγαρικού χώρου, προήλθε σαφώς από τη «Σλαβοβουλγαρική Ιστορία» που συνέγραψε το 1762 ο μοναχός Παϊσιος, ο οποίος εμόνασε από νεαρά ηλικία στη μονή Χελανδαρίου του Αγίου Όρους. Πρόκειται για ένα έργο πολιτικής και εθνικής διακήρυξης των Βουλγάρων, αλλά ταυτοχρόνως παρουσιάζει ένα χαρακτήρα καθ’ ολοκληρίαν ανθελληνικό. Ο μισελληνισμός ή η ελληνοφοβία του Παϊσίου έχει αποδοθεί από τους ιστορικούς στην έντονη πνευματική κίνηση του Ελληνισμού, που επικρατούσε επί των ημερών του, με σαφή χαρακτηριστικά ενός νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Ήδη από το 1966, ο ομότιμος καθηγητής  του Α.Π.Θ., της εκκλησιαστικής ιστορίας και της γραμματείας των Σλάβων, Αντώνιος – Αιμίλιος Ταχιάος ανέφερε σε μία εμπεριστατωμένη ιστορικά και βιβλιογραφικά διάλεξή του: «Ενώ λοιπόν εις τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη η εθνική αναγέννησις ευρίσκει πρωτοπόρους άνδρας αξιολόγου μορφώσεως και πνευματικής καλλιεργείας, η Βουλγαρία αφυπνίζεται εθνικώς υπό ενός ολιγογραμμάτου φανατικού καλογήρου, ο οποίος προσπαθεί να αποτινάξη το συναίσθημα μειονεκτικότητος υπό του οποίου και προσωπικώς κατατρύχεται, αλλά και δια λογαριασμόν των όσων αυτός θεωρεί ομοεθνείς του. Βεβαίως, η συνέχεια της εθνικής αφυπνίσεως των Βουλγάρων ήτο φυσικόν να έχη όλα τα μειονεκτήματα, τα οποία συνεπήγετο μία τοιαύτη αρχή».
Η «Ιστορία» του Παϊσίου ουδεμία επίδραση είχε στους πληθυσμούς της Μακεδονίας. Από τα 60 απόγραφα της «Ιστορίας του Παϊσίου», τα περισσότερα κυκλοφόρησαν πριν το 1860 και από όλα αυτά μόνο ένα γράφτηκε στη Μακεδονία το 1857, και αυτό με γράμματα του ελληνικού αλφάβητου, από έναν ελληνοδιδάσκαλο ο οποίος μεταλλάχθηκε σε πράκτορα των Ρώσων, τον Δημήτριο Μιλαδίνωφ! Να τι αναφέρει σχετικώς ο κ. Ταχιάος:
«Η ανθελληνική δράσις του Μιλαδίνωφ εκδηλούται από της ημέρας της συναντήσεώς του μετά του Ρώσου καθηγητού του Πανεπιστημίου του Καζάν Βίκτωρος Grigorovic. Η παρουσία του Grigorovic εν Μακεδονία κατά το έτος 1845 εσήμανε την έναρξιν βουλγαρικής εθνικής κινήσεως, πρωτεργάται της οποίας υπήρξαν ο Δημήτριος Μιλαδίνωφ και ο νεώτερος αδελφός τούτου Κωνσταντίνος… Ο Δημήτριος επεδόθη ενταύθα (στο ελληνικό Γυμνάσιο των Ιωαννίνων κατά τα έτη 1833-1836) μετά πρωτοφανούς ζήλου εις την μελέτην των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Ο εκ των βιογράφων του K. Sapkarev μας πληροφορεί ότι μέχρι του έτους 1847 ο Μιλαδίνωφ υπήρξε τρομερός ελληνιστής, φανατικός δια τον ελληνισμόν, δυνάμενος να αποβή λίαν επιζήμιος δια τον βουλγαρικόν εθνικισμόν»!
Ο Grigorovic είχε έλθει στη Μακεδονία για να ανακαλύψει τους … Βουλγάρους και θεωρούσε ως δεδομένο ότι κάθε σλαβόφωνος ήταν οπωσδήποτε και Βούλγαρος και μάλιστα προσπαθούσε να τους πείσει γι αυτό. Να τι ομολόγησε ο ίδιος για την επίδραση της ελληνικής γλώσσας στο σλαβοφανές ιδίωμα της Μακεδονίας: «…βαρύνει τόσον πολύ, ώστε οι Βούλγαροι μετά δυσκολίας εκφράζονται εις τας εξωτερικάς των σχέσεις. Η γλώσσα αύτη δικαιώνεται μόνον εις τον στενόν οικογενειακόν κύκλον, τον οποίον ζωντανεύει η παρουσία γυναικών… καθ’ όλην την νότιαν Μακεδονίαν, από Θεσσαλονίκης μέχρις Αχρίδος και από των συνόρων της Θεσσαλονίκης μέχρι Σκοπίων και Μελενίκου, όχι μόνον εις τους μητροπολιτικούς ναούς, αλλά και εις αυτούς των χωρίων η λατρεία τελείται εις ελληνικήν γλώσσαν». Παρ’ όλα αυτά ο Grigorovic έπεισε τον Μιλαδίνωφ ότι ήταν Βούλγαρος και του ανέθεσε μάλιστα να γράψει και τη Γραμματική του ομιλουμένου σλαβικού ιδιώματος, αλλά ο Μιλαδίνωφ δεν γνώριζε να γράφει τη βουλγαρική και η «Γραμματική» του ουδέποτε εξεδόθη!
 ΣΕΡΒΙΚΗ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ
Στις 14/26 Αυγούστου 1867, σε μία μικρή κωμόπολη κοντά στη Βιέννη, η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν τη Συνθήκη του Φεσλάου, με κυρίαρχο σκοπό την απελευθέρωση όλων των Χριστιανών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Εάν αυτό αποδεικνυόταν ανέφικτο, η συνθήκη καθόριζε ως ελάχιστο όριο εδαφικών προσαρτήσεων, για μεν την Ελλάδα, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, για δε τη Σερβία, τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Σε περίπτωση που η Ελλάδα προσαρτούσε την Κρήτη, η συνθήκη δεν προέβλεπε εδαφικά ανταλλάγματα για τη Σερβία. Τι θα γινόταν όμως, εάν επιτυγχανόταν ο αντικειμενικός σκοπός για την απελευθέρωση όλων των Χριστιανών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας; Το προέβλεπε κι αυτό η συνθήκη. Οι πληθυσμοί θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα με ποια χώρα επιθυμούσαν να ενωθούν, με την Ελλάδα ή με τη Σερβία.
Όταν μία χώρα υπογράφει τέτοιας μορφής συνθήκη, υποτίθεται ότι, μετά από μία δεκαετία, είναι πανέτοιμη από στρατιωτικής πλευράς. Αμ, δε. Την εποχή της υπογραφής της συνθήκης του Φεσλάου, οι αντίστοιχοι κύκλοι της σερβικής Μεγάλης Ιδέας πίστευαν, ή τουλάχιστον ισχυρίζονταν, ότι το σλαβικό ιδίωμα της περιοχής των Σκοπίων ήταν σερβική διάλεκτος. Επειδή κάτι τέτοιο έπρεπε να «δεθεί» και επιστημονικά, αλλά δεν έδενε, οι Σέρβοι επινόησαν το ιδεολόγημα του μακεδονισμού, μόνο και μόνο για να αποσπάσουν τους πληθυσμούς από τη βουλγαρική επιρροή. Όμως αυτό το ιδεολόγημα υπήρξε, σε πρώτη φάση, χρήσιμο για τη βουλγαρική προπαγάνδα που, κυρίως από το 1893 («Δυστυχώς επτωχεύσαμεν») και μετά, εμφάνισε με δυναμικότερο τρόπο τις διεκδικήσεις της με τη δυαδική μορφή της προσάρτησης ή της αυτονομίας της Μακεδονίας.
Στις 30 Ιουνίου 1876 η Σερβία κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία και ζήτησε από την Ελλάδα να εφαρμόσει τη συνθήκη του Φεσλάου. Αυτά που ακολούθησαν αναδεικνύουν όλες τις παθογένειες του αποικιακού τύπου ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η Ελλάδα ήταν παντελώς ανέτοιμη για μία τέτοια εξέλιξη. Η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο για αναζήτηση δανείου 10 εκατομμυρίων δραχμών, για τις πολεμικές προετοιμασίες. Η Βουλή όμως, παραδόξως, καταψήφισε το νομοσχέδιο, παρά την πολεμική φρενίτιδα που είχε καταλάβει τον ελληνικό λαό και τα ψηφίσματα στα μαζικά συλλαλητήρια.
Ο Κουμουνδούρος παραιτήθηκε αηδιασμένος. Ακολούθησε 6μηνη ακυβερνησία, κατά την οποία η Αγγλία ασκούσε εκβιαστικές πιέσεις να παραμείνει η χώρα ουδέτερη. Στις 12/24 Απριλίου 1877 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Στις 26 Μαϊου 1877 (π.η.) σχηματίστηκε στην Αθήνα οικουμενική κυβέρνηση υπό τον γηραιό Κωνσταντίνο Κανάρη και πήραμε δάνειο 20 εκατομμυρίων δραχμών. Η Τουρκία, μέσω της βρετανικής διπλωματίας, πίεζε να παραμείνει το Ελληνικό Βασίλειο ουδέτερο. Ο Άγγλος πρεσβευτής στην Αθήνα απαίτησε στις 14 Αυγούστου κατηγορηματική δήλωση ουδετερότητας και καμία ανάμειξη σε επαναστατικά κινήματα, διαφορετικά… οι γνωστές απειλές για ναυτικό αποκλεισμό και κατάληψη των Αθηνών. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε πίσω και αποφάσισε να τηρήσει «επιφυλακτική» ουδετερότητα.
Ο γηραιός Κανάρης πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1877. Οι Ρώσοι προελαύνουν στη Βαλκανική και το πολεμικό μένος του κόσμου φθάνει στο αποκορύφωμά του. Στα μέσα του Ιανουαρίου του 1878, οι Αθηναίοι καταλαμβάνονται από φρενίτιδα και γίνονται επιθέσεις στα σπίτια υπουργών. Μπροστά στο πολεμικό μένος του κόσμου, η κυβέρνηση διατάζει τον αντιστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο να εισβάλει στο τουρκικό έδαφος. Η εισβολή έγινε στις 21 Ιανουαρίου 1878, με 24.000 άνδρες, 4 πυροβολαρχίες και 300 ιππείς. Έλα όμως που στις 19 Ιανουαρίου είχε υπογραφεί ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας και η Ελλάδα βρέθηκε ως η μόνη εμπόλεμη με την Τουρκία. Στις 26 Ιανουαρίου, δεχόμενη πιέσεις και από τη Ρωσία, η Ψωροκώσταινα αναγκάστηκε να ανακαλέσει τις δυνάμεις της και να αφήσει στο έλεος του Θεού, όλες τις επαναστατικές δυνάμεις στην Ήπειρο και τη Μακεδονία κατά τη διάρκεια του 1878. (!)
Η ΡΩΣΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΑΡΧΙΑ
Το σκηνικό είχε ανατραπεί όταν στις 28 Φεβρουαρίου του 1870, κατά παράβαση των εκκλησιαστικών κανόνων, συστήθηκε με σουλτανικό φιρμάνι η Βουλγαρική Εξαρχία, η Μπάλγκαρσκα εξάρχιγια, ως αυτόνομη ορθόδοξη εκκλησία, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πίσω από το φιρμάνι του Αμπντούλ Αζίζ βρισκόταν ο πανσλαβιστής Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, από το 1864-1877, Νικολάι Ιγνάτιεφ.
Αλλά, για λόγους ακριβούς ιστορικής αποτίμησης θα πρέπει να αναφερθούμε στο μεταρρυθμιστικό διάταγμα του Χάττ-ι-Χουμαγιούν στις αρχές του 1856, το οποίο αποτελούσε ένα «Διάταγμα Εμπέδωσης» του Γκιουλχανέ Χατ-ι-Σερίφ του 1839, στο πλαίσιο του Τανζιμάτ, μίας σειράς μεταρρυθμίσεων με στόχο την αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Κριμαϊκός πόλεμος είχε λήξει και οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να δεχθούν ένα ριζοσπαστικό κείμενο, για την ισότητα όλων των υπηκόων της αυτοκρατορίας σε ζητήματα φορολογίας, τη συμμετοχή τους σε όλα τα διοικητικά και δικαστικά όργανα, την εισαγωγή τους στις στρατιωτικές σχολές.
Το 1870, αυτό που κατάφερε να πετύχει, σε πρώτη φάση, το Πατριαρχείο ήταν να περιορίσει τις υπέρμετρες βουλγαρικές αξιώσεις για τις περιοχές που θα υπάγονταν στην Εξαρχία. Δημιουργήθηκαν 13 Εξαρχικές αρχιερατικές περιφέρειες, ενώ η αρχική απαίτηση των Βουλγάρων ήταν η δημιουργία 30 περιφερειών στα βιλαέτια Μοναστηρίου, Θεσσαλονίκης, Ρωμυλίας και Αδριανουπόλεως, μία περιοχή που περιελάμβανε ουσιαστικά όλη τη Βαλκανική, εκτός του Ελληνικού Βασιλείου. Αυτό που δεν μπόρεσε να αποτρέψει το Πατριαρχείο ήταν ο τελευταίος όρος του διατάγματος, που επέτρεπε τη δυνατότητα δημιουργίας εξαρχικών επισκοπικών περιφερειών και σε επαρχίες (καζάδες), που «το όλον, ή τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ορθοδόξων κατοίκων, θέλουν να υπόκεινται εις την βουλγαρικήν εξαρχίαν».
Η πρόβλεψη αυτή άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου, διότι οι Βούλγαροι άρχισαν αμέσως τις έκνομες ενέργειες εναντίον των ομόθρησκων Ελλήνων και Σέρβων, προκειμένου να πετύχουν την πολυπόθητη αναλογία. Έτσι, λοιπόν, η βουλγαρική Εξαρχία απέκτησε τις πρώτες επισκοπές της σε όλη τη σημερινή Βουλγαρία, εκτός από τις πόλεις Βάρνα, Μεσημβρία, Φιλιππούπολη και Στενήμαχο, καθώς είχαν πολυπληθή ελληνικό πληθυσμό. Στις περιοχές των Σκοπίων και της Αχρίδας οι κάτοικοι επέλεξαν με ψηφοφορία την προσχώρησή τους στην Εξαρχία.
 Ήταν όμως η εξέλιξη αυτή κεραυνός εν αιθρία; Όχι. Τα περί αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας είχαν δρομολογηθεί από το 1840, από την εποχή του πατριάρχη Μελετίου του Γ΄, μετά το Γκιουλχανέ Χατ-ι-Σερίφ του 1839. Ήταν η εποχή που οι Ρώσοι πανσλαβιστές στρατολογούσαν Βούλγαρους ιερείς σε κωμοπόλεις και χωριά, με το επιχείρημα ότι εθνική βουλγαρική ανεξαρτησία δεν θα μπορούσε να υπάρξει εάν δεν υπήρχε μία ανεξάρτητη αυτόνομη βουλγαρική εκκλησιαστική Αρχή. Η πρώτη σύνοδος της βουλγαρικής Εξαρχίας έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1871 και τον επόμενο χρόνο, μετά από διάφορες διεργασίες και εξελίξεις και έντονο διπλωματικό παρασκήνιο, ο Έξαρχος Άνθιμος Α΄ ανακήρυξε μονομερώς το αυτοκέφαλο της βουλγαρικής Εξαρχίας, κάτι που δεν όριζε τον σουλτανικό φιρμάνι.
Η αντίδραση του Πατριαρχείου υπήρξε άμεση και έντονη. Ο πατριάρχης Άνθιμος Γ΄ συγκάλεσε το 1872 την «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης» και προχώρησε στην καθαίρεση του Έξαρχου και των εξαρχικών επισκόπων.
«Ἀποκηρύττομεν κατακρίνοντες καί καταδικάζοντες τόν φυλετισμόν, τουτέστιν τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία… Τούς παραδεχομένους τόν τοιοῦτον φυλετισμόν καί ἐπ΄ αὐτῷ τολμώντας παραπηγνῦναι καινοφανείς φυλετικάς παρασυναγωγάς κηρύττομεν, συνωδᾷ τοῖς Ἱεροῖς Κανόσιν, ἀλλοτρίους τῆς μίας Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτό δή τοῦτο σχισματικούςκλπ).
Στη Σύνοδο, όχι μόνον δεν συμμετείχε η Εκκλησία της Ρωσίας, αλλά ο ραδιούργος Ιγνάτιεφ έπεισε τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Κύριλλο να αποχωρήσει εκτάκτως, χωρίς να υπογράψει, με τη δικαιολογία ότι θα επισκεπτόταν το πατριαρχείο Ιεροσολύμων ο Ρώσος Μέγας Δούκας Νικόλαος. Η αντίδραση της τότε ελληνικής κυβέρνησης άρχισε με την αντιμετώπιση του ζητήματος ως ένα εσωτερικό θρησκευτικό ζήτημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Πατριαρχείου. Άλλωστε, είχε προηγηθεί η ατυχής και αιματοβαμμένη Κρητική Επανάσταση (1866-1869) και η σφαγή του Δήλεσι (1870), με συνέπεια η οικονομική κατάσταση της χώρας και το διεθνές κύρος της να έχουν καταρρακωθεί. Το Κρητικό ζήτημα μονοπωλούσε εκείνη την περίοδο την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων και δεν υπήρχε καμία προεργασία, ούτε καν σε διπλωματικό επίπεδο, για την αντιμετώπιση της κατάστασης στη Μακεδονία.
Την ελληνική διπλωματία την ικανοποιούσε η παραδοχή ότι η ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας ήταν αποτέλεσμα του ορθόδοξου θρησκευτικού εθνοφυλετισμού, και ότι αντιμετωπίστηκε από το Πατριαρχείο ως χριστιανική ορθόδοξη αίρεση, με τη σύγκληση της Πατριαρχικής Συνόδου. Οι διπλωματικές σχέσεις του Ελληνικού Βασιλείου με την υψηλή Πύλη και τις μεγάλες δυνάμεις υπήρξαν τεταμένες καθ’ όλη τη διάρκεια του β΄ μισού του 19ου αιώνα και εξ αιτίας των απελευθερωτικών κινημάτων του ελληνισμού στη Μακεδονία, το 1854, το 1878 και το 1886.
Στις 26 Απριλίου του 1899, ο Βούλγαρος υπουργός προπαγάνδας για τη Μακεδονία Ριζώφ ανέφερε εγγράφως στον πρίγκηπα Φερδινάνδο:
«Η βουλγαρική δραστηριότης εις Μακεδονίαν δεν είναι δυνατόν να συνεχισθή με την μέχρι τούδε εκπαιδευτικήν πολιτικήν. Δεν δυνάμεθα πλέον να αναμένωμεν τίποτα περισσότερον από τα σχολεία και την εκκλησίαν. Ελάβομεν ό,τι ήτο δυνατόν από τους Τούρκους (εννοεί υπό τύπον εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών παραχωρήσεων) και ήδη χάνομεν έδαφος προ του διατηρούντος τις θέσεις του Ελληνισμού. Ήδη πρωταρχικός σκοπός μας πρέπει να είναι η απελευθέρωσις της Μακεδονίας».
Αυτό που σαφώς εννοούσε ο Ριζώφ ήταν η εξολόθρευση, με κάθε μέσον, του Ελληνισμού της Μακεδονίας και αυτή η πολιτική διήρκησε έως και το 1944, βρίσκοντας δυστυχώς συμμάχους και ντόπιους αφελείς ή γραικύλους ή εξωμότες, σε όλα τα επίπεδα της κομματικής και πολιτικής ιεραρχίας στην Ελλάδα. Από το 1897 μέχρι τον Νοέμβριο του 1904 είχαν δολοφονηθεί περισσότεροι από 500 Έλληνες, μεταξύ των οποίων πολλοί ιερείς και γυναίκες. Πολλά από τα θύματα του βουλγαρικού σωβινισμού ήταν σλαβόφωνοι Έλληνες. Ο Κωνσταντίνος Πηχεών θα γράψει, χρόνια αργότερα, στον πρόλογο των απομνημονευμάτων του πατέρα του Αναστασίου:
«Είναι οι ξενόγλωσσοι εκείνοι, δια τους οποίους δεν ημπορούμεν να κρύψωμεν τον θαυμασμόν δια την ανεπηρέαστον και αμετάτρεπτον ελληνικήν συνείδησιν, που επέδειξαν, δια το σταθερόν ηρωϊκόν φρόνημα, το οποίο ανέταξαν, δια το ακατάβλητον θάρρος, με το οποίον υπέρ της ελληνικότητος αυτών ηγωνίσθησαν και πολλοί εθυσιάσθησαν. Οι ξενόφωνοι Έλληνες, των οποίων όσοι είμεθα απόγονοι, δικαιούμεθα να είμεθα υπερήφανοι, είναι εξηκριβωμένον, ότι κατά τους εθνικούς αγώνες εν Μακεδονία υπερέβαλον εις πολλάς ενεργείας τους ελληνοφώνους ομοφύλους των».