Translate

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Η "ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΜΝΗΜΗΣ" ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΘΕΟΤΟΚΗ

Με αφορμή την παρουσία του Θ/Κ ΑΒΕΡΩΦ στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης


Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com

 


Ένα από τα ερωτήματα - στο μεταίχμιο του 19ου με τον 20ο αιώνα - είναι με ποιόν τρόπο το Ελληνικό Βασίλειο κατάφερε να ξεπεράσει τις επιπτώσεις από τη χρεοκοπία του 1893, τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898. Οι προσπάθειες για την ανασυγκρότηση του στρατού και του στόλου έφθασαν σε ικανοποιητικό βαθμό κατά τη διάρκεια της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), που συνέπεσε με την τελευταία θητεία του Γεωργίου Θεοτόκη.
Μετά το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη, όλες οι προβλέψεις της εποχής έκαναν λόγο για ελλειμματικούς προϋπολογισμούς έως και το 1903, αλλά ήδη από το 1899 έχουμε τον πρώτο πλεονασματικό προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα διαθέσιμα κονδύλια για το Στρατό και το Ναυτικό, έως και το τέλος της τελευταίας θητείας του Γεωργίου Θεοτόκη το 1909. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο προϋπολογισμός του 1900 είναι πλεονασματικός κατά 9,5 εκατομμύρια δραχμές, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε ο Dakin από επίσημες στατιστικές μελέτες, το «περίσσευμα» του 1900 ανέρχεται στα 10,2 εκατομμύρια χρυσές (σταθερές) δραχμές.

Η συμβολή των κυβερνήσεων του Γεωργίου Θεοτόκη στην ανασυγκρότηση του στρατού και του στόλου αποσιωπήθηκε στις μετέπειτα δεκαετίες από τη βενιζελική νομενκλατούρα, και ήδη από το 1909 έγινε προσπάθεια διαστρέβλωσης των πραγματικών οικονομικών στοιχείων των προϋπολογισμών της περιόδου 1899-1908. Να τι αναφέρεται χαρακτηριστικά στον ΙΔ΄ τόμο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους».
«Στη συζήτηση που έγινε στη βουλή στις 16 Φεβρουαρίου 1909, μετά την αναγγελία της παραιτήσεως του Δ. Γούναρη από το αξίωμα του υπουργού Οικονομικών, ο ραλλικός βουλευτής Αγγελόπουλος έκανε μία, αξιοσημείωτη για τα στοιχεία που παραθέτει, προσπάθεια να αποδείξει ότι η “θεοτοκική δεκαετία”, όπως ο ίδιος χαρακτήρισε την περίοδο 1899-1908, κληροδότησε στα δημόσια οικονομικά της χώρας ένα αθροιστικό έλλειμμα 30.000.000 δραχμών, ενώ σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των εκθέσεων των προϋπολογισμών είχε επισωρευθεί ένα αθροιστικό περίσσευμα 27.000.000 δραχμών. Για να στηρίξει τα συμπεράσματά του (σ.σ.: ο Αγγελόπουλος) προσθέτει κάθε φορά στο παθητικό τις έκτακτες πιστώσεις και τα δάνεια, που εγκρίθηκαν με ξεχωριστούς νόμους, όπως π.χ. το δάνειο της εθνικής άμυνας των 20.000.000 φράγκων – που το χαρακτηρίζει “τοκογλυφικόν” – και το “διαφυγόν κέρδος” από την υποτίμηση του νομίσματος».
Ο τρόπος υπολογισμού του Αγγελόπουλου χαρακτηρίστηκε αυθαίρετος γιατί δεν λάμβανε υπόψη «παρά μόνο τα προϋπολογιστικά στοιχεία και όχι τα απολογιστικά, που μόνα μπορούν να δώσουν μία πραγματική εικόνα των δημόσιων οικονομικών της περιόδου». Σύμφωνα με τις οικονομικές χρήσεις των κυβερνήσεων Θεοτόκη που δημοσίευσε ο Dakin, από το 1899 έως και το 1902 παρουσιάζεται ένα αθροιστικό περίσσευμα 56.000.000 δραχμών, ενώ στις 4 τελευταίες χρήσεις, 1906-1909, ένα αθροιστικό έλλειμμα 3.300.000 δραχμών, που οφείλεται όμως στη ραγδαία αύξηση των αμυντικών δαπανών, που έφθασε στο 47,5% του συνόλου!
Να τι επισημαίνουν οι συντάκτες της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους»:
«Η τόσο θεαματική αύξηση των αμυντικών κονδυλίων, που δεν παρακολουθείται από συνολική αύξηση του προϋπολογισμού, και μάλιστα συνδυάζεται χρονικά με τη μείωση των πραγματικών εσόδων, είναι ενδεικτική του πόσο θα πρέπει να συμπιέστηκαν τα περιθώρια της κυβερνήσεως Θεοτόκη, σε περίπτωση που θα επιθυμούσε να προβεί σε κοινωνικές παροχές ή ελάττωση των φόρων, όπως το επιθυμούσαν οι κατώτεροι εισοδηματικοί όμιλοι της κοινωνίας και το υποσχόταν η, δηλιγιαννικής νοοτροπίας, αντιπολίτευση».

Τον Δεκέμβριο του 1900 ιδρύεται το «Ταμείο Εθνικού Στόλου», το οποίο αντλεί κάθε χρόνο σχεδόν ένα εκατομμύριο δραχμές, και μάλιστα ενισχύεται δυναμικά από το κληροδότημα Γεωργίου Αβέρωφ με 2,5 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα αλλά και με προσόδους από δικαιώματα φάρων και φανών, συμμετοχή στο Λαχείο της Αρχαιολογικής Εταιρείας, συνεισφορές, δωρεές και κληροδοτήματα και άλλων ευεργετών. «Το Ταμείον του Στόλου κατέστη διάσημον δια της αγοράς του Αβέρωφ. Αύτη συνετελέσθη ως εξής: χάρις κυρίως εις κληροδότημα του Γεωργίου Αβέρωφ, επαυξηθέν δια τόκων και επιτοκίων, το ταμείον ήτο κάτοχον περιουσίας άνω των 10 εκ., εις ταύτα προστεθείσης κυβερνητικής επιχορήγησης 17 εκατ. ηγοράσθη το θρυλικόν θωρηκτόν». (Α.Μ. Ανδρεάδη, Εθνικά Δάνεια και Ελληνική Δημόσια Οικονομία).

Όμως, το «Ταμείο Εθνικού Στόλου» εξακολούθησε να προσφέρει και μετά την απόκτηση του θ/κ ΑΒΕΡΩΦ, το οποίο καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου 1910 και την 1η Σεπτεμβρίου 1911 κατέπλευσε επιβλητικό στο Φάληρο μέσα σε γενικό ενθουσιασμό. Η παραγγελία του ημιτελούς θωρακισμένου εύδρομου είχε γίνει από την κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, που ανέλαβε την εξουσία μετά το ξέσπασμα του «κινήματος» στο Γουδί τον Αύγουστο του 1909.
Σε έκθεση επί του προϋπολογισμού του 1912 ο Λάμπρος Κορομηλάς σημειώνει μεταξύ άλλων: «Αι συνήθεις πρόσοδοι του ταμείου του Εθνικού Στόλου ως και αι υπέρ αυτού σταθερώς αυξανόμεναι δωρεαί και τα κληροδοτήματα, αρκούσι βεβαίως προς ναυπήγησιν μικρών πλοίων, ως βραδύτερον θα αρκέσωσι δια την ανανέωσιν του ναυτικού ημών κεφαλαίου. Αλλά προς μείζονας δαπάνας, εντός βραχέος χρόνου καταβλητέας, έχει ανάγκην προσθέτου αρωγής και την αρωγήν ταύτην προσφέρει η Κυβέρνησις διαθέσασα εκ των του 1910 και 1911 πλεονασμάτων δρχ. 27.000.000 υπέρ αυτού, εξ ών το ήμισυ εγγράφεται εν τω του 1912 προϋπολογισμώ του».
Εκτός, όμως, από το Ταμείο Εθνικού Στόλου, το 1904 ιδρύθηκε και το Ταμείο Εθνικής Αμύνης με προίκα 5 εκατομμυρίων δρχ., και έκτακτη εισφορά 4.500.000 δρχ. κατ’ έτος για μία πενταετία. Επίσης, συστάθηκε το Θεσσαλικό Ταμείο, που απέβλεπε στην αποκατάσταση των προσφύγων από την ανατολική Ρωμυλία και στη μερική επίλυση του αγροτικού ζητήματος.  Εκτός των άλλων το Ταμείο σύναψε και τρία δάνεια, το 1907, το 1909 και το 1910 και επροικίσθη  και δι’ άλλων πόρων.
Έγραφε, το 1925, ο ειδικός επί των διεθνών οικονομικών ελέγχων καθηγητής Α.Μ. Ανδρεάδης:
«Ο ενθυμούμενος τας ατέρμονας συζητήσεις ας εγέννα εν τη Βουλή η πρότασις πάσης νέας δαπάνης, και ειδικώς την αδυναμίαν εις ην ευρέθη το εκλεγέν τω 1906 Κοινοβούλιον να ψηφίζη, μέχρι και του 1909, και τα σκοπιμώτερα των νομοθετημάτων, έχει λόγους να πιστεύση ότι αν επρόκειτο, δια κατ’ έτος ψηφιζομένων και συζητούμενων νόμων, να είχον θεσπισθή αι απαραίτηται μεγάλαι πιστώσεις, πολύ πιθανόν είναι  ότι ο πόλεμος θα εύρισκε τον ελληνικόν στρατόν άνευ στρατώνων, άνευ όπλων, άνευ εξαρτύσεως και άνευ ιματισμού. Όθεν και τα στρατιωτικά ταμεία, κρινόμενα από ελληνικής απόψεως, δέον να θεωρηθώσιν ως ευφυής και επιτυχής επίνοια, δι’ ήν επαίνων άξιος τυγχάνει ο Γ. Θεοτόκης».

Καταρρίπτονται, εν ολίγοις, τα περί «καμένης γης» που βρήκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος δήθεν, μόνον αυτός και μέσα σε 1,5 χρόνο, ανασυγκρότησε το στρατό και τον οδήγησε στις νίκες των βαλκανικών πολέμων. Ο καθηγητής Ανδρεάδης είναι κατηγορηματικός: «Κατά την ειρηνικήν περίοδον 1898-1909, το δημόσιον χρέος ηλαττώθη από 767.920.511 εις 757.988.011, καίτοι είχον εν τω μεταξύ εκδοθή τα δάνεια των δύο ταμείων (Αμύνης, Θεσσαλικού) και των δύο σιδηροδρόμων (Μελιγαλά, Λαρίσης). Εκ τούτου προκύπτει ότι, χάρις εις καλήν οργάνωσιν της αποσβέσεως, κατωρθούτο να καλύπτωμεν δια δανείων όλας τας παραγωγικάς μας εκτάκτους δαπάνας, έτι δε και τας του ανεφοδιασμού του στρατού, χωρίς ν’ αυξάνη το κεφάλαιον του δημοσίου χρέους».
Η σταδιακή ανασυγκρότηση του στρατού και της χώρας, από τις κυβερνήσεις του Γεωργίου Θεοτόκη, από το 1899 έως και το 1909, προκύπτει και  από τις περιγραφές στρατιωτικών της εποχής.
Να πως περιγράφει την κατάσταση του στρατού ο Αθανάσιος Σουλιώτης – Νικολαϊδης:
«Ελεεινή ήταν η κατάσταση του στρατού, όταν τον Αύγουστο του 1900 εβγήκα από το Σχολείο των Ευελπίδων ανθυπολοχαγός του Πεζικού. Από τις δεκαοχτώ χιλιάδες στρατευόμενους, τρεις χιλιάδες κατατάσσονταν στη χωροφυλακή και πέντε αποσπώνταν στην τελωνοφυλακή, τη δασοφυλακή και διάφορες υπηρεσίες και γραφεία. Οι δέκα χιλιάδες που απόμεναν μοιράζονταν σε είκοσι φρουρές, φρουρές που πολλές κύριο σκοπό είχαν την οικονομική ενίσχυση επαρχιακών πόλεων, κατά τις κομματικές υποχρεώσεις των κυβερνήσεων. Οπλισμός, υλικό πολέμου, όσα είχαν απομείνει μετά τον πόλεμο του ’97, παλιά, φθαρμένα, άχρηστα για πόλεμο. Οι αξιωματικοί περίσσευαν, προβιβάζονταν αργότατα. Υπήρχαν ανθυπολοχαγοί που έμεναν στον ίδιο βαθμό δεκατρία χρόνια. Πολλοί επολιτεύονταν, κομματίζονταν, έβγαιναν βουλευτές. Πολλοί, του πεζικού μάλιστα, υπηρετούσαν στην στρατιωτική τότε αστυνομία… Οι υπολοχαγοί και οι ανθυπολοχαγοί πηγαίνανε τακτικά  φρουρά στις διάφορες φυλακές της Αθήνας και συχνά επί κεφαλής αποσπάσματος στις ατελείωτες εκλογές, διαδηλώσεις, οχλαγωγίες της εποχής εκείνης. Στην αρχή οι υπηρεσίες αυτές μας ηλέκτριζαν κάπως. Είχαν κάποιο πραγματικό σκοπό, ενώ στο Σύνταγμα τις περισσότερες ώρες είχε κανείς το συναίσθημα πώς κοπανίζει αέρα. Αλλ’ ήταν τόσο ξένες (οι υπηρεσίες) προς το ό,τι επί πέντε χρόνια είχε προσπαθήσει να μας μορφώση το στρατιωτικό Σχολείο, που γρήγορα καταντούσαν αηδιαστική αγγαρεία… Οι περισσότεροι πολιτικοί αρχηγοί έβλεπαν την ανάγκη να διορθωθή η κατάσταση του στρατού. Ο Θεοτόκης μάλιστα με τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο το προσπαθούσαν πραγματικά. Αλλά οι προσπάθειές τους άργησαν να τελεσφορήσουν. Ένας κυνικώτατος κομματισμός ξεχαρβάλωνε και ξεθέωνε το κράτος και αρρωστούσε τον λαό, τον απογοητευμένο από την άσκημη ήττα του ’97. Υπήρχαν και πολιτικοί που επίστευαν πως ο στρατός ήταν κάτι το περιττό για την Ελλάδα».
Αλλά ας δούμε την κατάσταση του στρατού την εποχή της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα, όπως την περιγράφει στα απομνημονεύματά του ο αντιστράτηγος Παναγιώτης Πέτρου Δεμέστιχας:
«Στο σύνταγμα υπηρετούσαν τότε πλείστοι νέοι τελειόφοιτοι Γυμνασίου, με βαθμούς υπαξιωματικού με σκοπό να γίνουν αξιωματικοί, εισερχόμενοι στην τότε Σχολήν Υπαξιωματικών, η οποία λειτουργούσε σαν παραγωγικό σχολείον παράλληλα με τη Σχολή Ευελπίδων στα ίδια κτίρια. Μόνο οι Ευέλπιδες προήρχοντο από ιδιώτες, οι οποίοι, συνήθως ήσαν γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών και είχαν χρήματα για να πληρώσουν τα δίδακτρα, ενώ για τους εξ υπαξιωματικών προερχόμενους δεν απαιτείτο ούτε η καταγωγή ούτε χρήματα για τη φοίτηση. Τότε ο Στρατός ήταν περιορισμένος, δηλαδή απετελείτο από τρείς Μεραρχίες. Έτσι με την προαγωγή αξιωματικών δια της Σχολής Ευελπίδων και την προώθηση εκ του Στρατεύματος δια του βαθμού του ανθυπασπιστού (των καλουμένων ευεργετικών) αξιωματικών, περιόριζε τον αριθμό των εισακτέων στο Σχολείον Υπαξιωματικών. Κατά τα έτη εκείνα εισήγοντο 8-10 υπαξιωματικοί επί συνόλου 300-400 διαγωνιζομένων. Υπήρχε, επομένως, μεγάλος συναγωνισμός και ο αγώνας ήταν δυσχερέστατος για να εισαχθή κάποιος στη Σχολή. Γι αυτό το λόγο πολλοί παλαιότεροι υπαξιωματικοί, που κατετάγησαν με το όνειρο της εισόδου στη Σχολή και αφού απέτυχαν, πολλές φορές απεγοητεύοντο, δημιουργούσαν κακές συναναστροφές και έπαιρναν τον κακό δρόμο».




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου