Translate

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Η ΔΟΒΙΣΤΑ ΣΤΟ ΤΙΜΑΡΙΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

Η σταδιακή διαμόρφωση της γενέτειρας του Ήρωα και εθνικού ευεργέτη του 1821 Φιλικού Εμμανουήλ Παπά από τα μέσα του 15ου αιώνα.

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com


Από την επίσημη επίσκεψη του προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου
στη Δοβίστα, στις 3 Δεκεμβρίου 2017, στο ετήσιο Μνημόσυνο του Εμμανουήλ Παπά.

Η ιστορική έρευνα έχει δείξει ότι η δημιουργία πολλών οικισμών κατά τη διάρκεια της πρώιμης περιόδου της οθωμανικής επικυριαρχίας είναι άμεσα συνδεδεμένη με το διοικητικό – φορολογικό σύστημα των τιμαρίων και των βακουφιών. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος δεκάδες οικισμοί μικρών αγροτικών κλήρων στη Μακεδονία εγκαταλείφθηκαν οριστικά, ή κατοικήθηκαν και πάλι κατά περιόδους, έως το τέλος του 18ου αιώνα, όταν άρχισε να οριστικοποιείται το κοινοτικό σύστημα της ύστερης τουρκοκρατίας.
Κατά τη διάρκεια του 15ου και 16ου αιώνα, το τιμαριωτικό σύστημα στην  ανατολική Μακεδονία έχει στον πυρήνα του τα χαρακτηριστικά του συστήματος δουλοπαροικίας στις χώρες της Δύσης, και κυρίως στην Αγγλία και τη Γαλλία, με κυρίαρχο το στοιχείο της υψηλής κατά κεφαλή φορολόγησης. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι πολύ δύσκολο να ταυτίσουμε τους κατοίκους των τότε τιμαρίων με τη σημερινή πληθυσμιακή σύνθεση των κοινοτήτων, ακόμη κι αν έχουμε τον πλήρη κατάλογο των οθωμανικών φορολογικών κατάστιχων. Αυτό θα μπορούσε να γίνει, στη βάση τεκμηρίων, μόνο μετά τον 17ο και 18ο αιώνα.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η θέση του κάθε χωριού, μέσα στο διοικητικό και φορολογικό σύστημα του οθωμανικού κράτους, ήταν διαφορετική. Το πρόβλημα είναι ότι το σύστημα αυτό δεν ήταν ενιαίο σε όλη την επικράτεια της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά ούτε και παρέμεινε το ίδιο σε όλο το διάστημα της οθωμανικής επικυριαρχίας. Οι ιστορικοί έχουν εντοπίσει τα προβλήματα αυτά, κυρίως από τις κωδικοποιήσεις των διαφορετικών φορολογικών νόμων σε κάθε περιοχή.
Επειδή για την περιοχή των Σερρών δεν υπάρχει παρόμοια έρευνα, θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε την κατάσταση με βάση μια σχετική μελέτη, (Φορολογικές κατηγορίες των χωριών της Θεσσαλονίκης κατά την τουρκοκρατία), του διαπρεπούς ιστορικού μας Βασίλη Δημητριάδη, ο οποίος ερεύνησε σε ποια κατηγορία ανήκε το κάθε χωριό της περιοχής της Θεσσαλονίκης, που εκείνη την εποχή περιελάμβανε τοποθεσίες της Χαλκιδικής, του Κιλκίς, της Βέροιας και των Γενιτσών. Δηλαδή, ποια χωριά είχαν ενταχθεί στο τιμαριωτικό σύστημα, ποια είχαν μετατραπεί σε βακούφια και ποια είχαν ιδιαίτερη μεταχείριση εξαιτίας κάποιων διακεκριμένων υπηρεσιών που προσέφεραν στο οθωμανικό κράτος. Όπως τονίζει, ο Δημητριάδης, το δυσκολότερο πρόβλημα είναι ο προσδιορισμός των μεταβολών που έχει υποστεί ένα χωριό, μεταπηδώντας από τη μία κατηγορία στην άλλη.
 
Τμήμα της πλατείας μετά την επικάλυψη του χειμάρρου (λάκκος), που χώριζε
τον οικισμό σε δύο τμήματα μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1930.
Η ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ
Τι σημαίνει όμως τιμαριωτικό σύστημα; Με λίγα λόγια, είναι ένα σύστημα βασισμένο στην αγροτική οικονομία, στο οποίο τα νοικοκυριά, μέσα από την παραγωγή μικρών αγροτικών κλήρων, θα έπρεπε να βγάλουν τα προς το ζην, να δώσουν την επικαρπία στον τιμαριούχο και να ανταποκριθούν στους εξοντωτικούς φόρους του οθωμανικού κράτους.
Η εφαρμογή του τιμαριωτικού συστήματος για την περιοχή της Θεσσαλονίκης προσδιορίστηκε στα τέλη του 14ου αιώνα, γύρω στα 1394. Επειδή η περιοχή των Σερρών έπεσε στα χέρια των Οθωμανών στα 1383, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η εφαρμογή του τιμαριωτικού συστήματος χρονικά συμπίπτει και στις Σέρρες την ίδια περίπου περίοδο. Αλλά η πόλη των Σερρών κατακτήθηκε από τον Γαζή Εβρενός Μπέη, πριν ακόμα ιδρύσει την πόλη των Γενιτσών. Το βακούφι του Γαζή Εβρενός Μπέη ήταν σε έκταση περισσότερα από 1.200 τετραγωνικά χιλιόμετρα από τα Γενιτσά μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Συνεπώς, η πιο ασφαλής εκτίμηση είναι ότι το τιμαριωτικό σύστημα εφαρμόστηκε στην περιοχή των Σερρών μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430.
Με τα δεδομένα αυτά μπορούμε να προσδιορίσουμε την πρώτη εικόνα του οικισμού μεταξύ του 1430 και του 1455, με την εμφάνιση της Δοβίστας στο φορολογικό κατάστιχο ΤΤ3 του 1454/55. Σύμφωνα με μία πληροφορία που διέσωσε ο Αθανάσιος Ξακουστός από το αρχείο του γραμματέα της Κοινότητας το 1930, ο Κωνσταντίνος Βοζάνης είχε προσδιορίσει την ίδρυση του τιμαρίου στα 1443. Δυστυχώς, ο Ξακουστός δεν μπόρεσε να διασώσει στοιχεία για τις βιβλιογραφικές πηγές που χρησιμοποίησε ο Βοζάνης.
Οι τιμαριούχοι προσδιόριζαν τα δικαιώματά τους με τα μπεράτια, τα διοριστήρια έγγραφα είτε του Σουλτάνου, είτε άλλων ανώτερων αξιωματούχων του κράτους. Στο φορολογικό κατάστιχο ΤΤ3 αναγράφεται καθαρά ότι η Δοβίστα ήταν τιμάριο του Ισά, γιού του Μουσά Οκτσί, με σουλτανικό μπεράτι. Τα τιμάρια ήταν μικρές ιδιοκτησίες φεουδαλικού τύπου, που δίνονταν κυρίως στους σπαχήδες του οθωμανικού στρατού ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους, συνήθως μετά από την κατάληψη μίας πόλης. Επίσης, τιμαριούχοι ήταν και μερικές άλλες κατηγορίες προνομιούχων όπως οι καδήδες, δηλαδή οι δικαστές.
Γράφει ο Απόστολος Βακαλόπουλος: «Οι γαζήδες, οι λεγόμενοι αγωνιστές της πίστης, καταλάμβαναν δικαιωματικά τις γαίες των Βυζαντινών, ή ο ίδιος ο σουλτάνος, ή οι μπέηδες τις μοίραζαν στους κυριότερους αρχηγούς γαζήδες. Επρόκειτο για γαίες με ορισμένη έκταση, γνωστές ως τιμάρια, με ανακλητό δικαίωμα, αλλά είχαν τα χαρακτηριστικά της φεουδαρχικής οργάνωσης. Οι ιδιοκτήτες των τιμαρίων «οι timar-erleri, όπως αναφέρονται στα παλαιά οθωμανικά χρονικά, ή timar-sipahiler αργότερα, έπαιρναν φόρους από τους υποτελείς τους και τους στρατολογούσαν. Τα τιμάρια είχαν ετήσιο εισόδημα από 2-3.000 ακτσέδες (άσπρα) ως 19.999. Όσες γαίες απέδιδαν περισσότερα, ως 99.000 ακτσέδες, ονομάζονταν ζιαμέτια και οι κάτοχοί τους ζαϊμηδες».

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η Δοβίστα ήταν πράγματι μία πολύ μικρή ιδιοκτησία και αυτό προκύπτει τόσο από την πληθυσμιακή σύνθεση, (21 οικογένειες, δύο ανύπαντροι και 6 χήρες), όσο και από τη συνολική επικαρπία του τιμαριούχου που ήταν, για το 1454/55, 2.728 άσπρα. Η παραγωγή εκείνης της χρονιάς απέφερε στον τιμαριούχο 36 kile, (βασική μονάδα μέτρησης όγκου), σιτάρι, 3 kile όσπρια, 20 kile (1 μόδιος = 513,12 Kg) βρώμη, 2 kile διάφορα βότανα, σίκαλη, καρύδια, κεχρί, ελιές, βαμβάκι, λινάρι, σταφύλια και εισόδημα από μερικά γουρούνια και αιγοπρόβατα. Ιδιαίτερα αναφέρεται το εισόδημα από τις 3 μουριές και τις 8 καρυδιές, που ήταν 95 άσπρα. Δηλαδή, και στη Δοβίστα παρατηρούμε την κλασσική αγροτική οικονομία της εποχής εκείνης στην ανατολική Μακεδονία, που βασιζόταν κυρίως στην παραγωγή δημητριακών και στην αμπελοκαλλιέργεια, καθώς και στην παραγωγή των απαραίτητων πρώτων υλών για την υφαντουργία, όπως το λινάρι και το βαμβάκι.
Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, στα φορολογικά κατάστιχα ΤΤ 167 (1530/31) και ΤΤ 403 (1527/28) του 16ου αιώνα, τα οποία δημοσίευσε το 1995 η Ευαγγελία Μπαλτά στο βιβλίο της «Τα βακούφια των Σερρών και της περιοχής της», το χωριό Sarmisaklu, δηλαδή η Πεντάπολη, ήταν βακούφι του Βαγιαζήτ του 2ου, είχε 325 οικογένειες και ετήσιο εισόδημα 34.006 άσπρα. Στο φορολογικό κατάστιχο ΤΤ3 του 1454/55, το χωριό Sarmucaklu εμφανίζεται με 185 οικογένειες και είναι τιμάριο. Δηλαδή, ένα τιμάριο θα μπορούσε να αφαιρεθεί από τον τιμαριούχο και να δοθεί σε ένα αγροτικό ή αστικό βακούφι. Τον 16ο αιώνα η πλειονότητα των βακουφιών των Σερρών ήταν αστικά βακούφια, δηλαδή οι κάτοχοί τους είχαν εισοδήματα από καταστήματα, εργαστήρια, σπίτια, οικόπεδα κλπ.

Ο Άνω Βουρός, όπως ήταν στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Όπως, εύκολα γίνεται κατανοητό η οικονομία της Δοβίστας κινούνταν στο πλαίσιο ενός μικρού οικογενειακού αγροκτήματος. Αυτή την εποχή φορολογικές μονάδες ήταν τα σπίτια (hane), οι οικογένειες των οικισμών, δηλαδή τα πληθυσμιακά μεγέθη συγκροτούνται με βάση πόσες φορολογικές μονάδες υπάγονται στο τιμάριο. Για παράδειγμα, όπως έγραψε ο Τάσος Καραναστάσης, οι Μουσουλμάνοι των Σερρών κατανέμονται σε 494 νοικοκυριά, δηλαδή οικογένειες με ενήλικο άρρενα για αρχηγό, και 70 χήρες, δηλαδή οικογένειες με αρχηγό χήρα, ενώ τον χριστιανικό πληθυσμό αποτελούν 500 νοικοκυριά και 235 χήρες. Όπως δείχνουν τα ονόματα των Χριστιανών, είναι σχεδόν όλοι Έλληνες το γένος.
Το φορολογικό κατάστιχο ΤΤ 7 του 1478/79 δυστυχώς είναι ανέκδοτο, αλλά το μελέτησε, από τα οθωμανικά αρχεία της Κωνσταντινούπολης, και ο Κωνσταντίνος Μουστάκας. Σε εισήγησή του σε διεθνές συνέδριο στις Σέρρες, μεταξύ άλλων, παρουσίασε και έναν συγκριτικό πίνακα με αναλυτικά πληθυσμιακά δεδομένα των πόλεων Σερρών και Ζίχνας και των σαντζακιών Σερρών, Ζίχνας και Κετσισλίκ, μεταξύ των δύο φορολογικών κατάστιχων ΤΤ3 και ΤΤ7. Παρά τις εμφανιζόμενες διαφοροποιήσεις στον αριθμό των νοικοκυριών, των ανύπαντρων και των χηρών, το γενικό σύνολο των φορολογικών μονάδων ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα. Το 1454/55 έχουμε 11.824 νοικοκυριά και το 1478/79 έχουμε 11.775. Δηλαδή μέσα σε μία 25ετία παρατηρείται μία μείωση κατά 49 νοικοκυριά.
Τα τιμάρια με εισόδημα από 20.000 ως 99.999 άσπρα το χρόνο, τα ζεαμέτια (zeamet) ήταν ελάχιστα. Τέτοια μπεράτια δίνονταν σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η Δοβίστα δεν θα μπορούσε να ανήκει σε περισσότερα από ένα τιμάρια, διότι συνέβαινε και αυτό. Ένα χωριό μπορούσε να ανήκει σε περισσότερα από ένα τιμάρια. Να έδινε, δηλαδή, εισόδημα, σε περισσότερους από έναν τιμαριούχους. Ή αρκετές φορές, τα χωριά ενός τιμαρίου βρίσκονταν σε τελείως διαφορετικές περιοχές, σε άλλο σαντζάκι. Η κατάργηση των τιμαρίων τελικά επήλθε πολύ αργότερα, το 1831.
Ήδη, μετά τη σαρωτική του εκστρατεία του 1385, ο Μουράτ Α΄ εγκατέστησε τουρκικούς πληθυσμούς από την περιοχή του Σαρουχάν της Μ. Ασίας, (τους γνωστούς Γιουρούκους), στις περιοχές των Σερρών, του Αξιού, του Λαγκαδά, του Αβρέτ Χισάρ, του Μπογντάν και της Βόρειας Χαλκιδικής. Ένα δεύτερο κύμα Τούρκων εποίκων εγκατέστησε, μετά το 1394, και ο Βαγιαζίτ ο Α΄. Καταλαβαίνει κανείς τις ασφυκτικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν σε όλη αυτή την περιοχή, για τους χωρικούς των τιμαρίων και των βακουφιών.
Αυτή την περίοδο, δεν παρατηρούνται σημαντικές αυξομειώσεις του πληθυσμού των χωριών του τιμαριωτικού συστήματος και των βακουφίων. Οι συνθήκες διαβίωσης, και οι πάγιοι και έκτακτοι φόροι που επέβαλε το οθωμανικό κράτος στους χωρικούς, κυρίως μέχρι την αποτυχημένη προσπάθεια για την κατάληψη της Βιέννης το 1683, ανάγκαζε πολλούς να εγκαταλείπουν τα χωριά με κατεύθυνση προς τα αστικά κέντρα ή να αναζητούν οικισμούς, που είχαν φοροαπαλλαγές λόγω των ιδιαίτερων υπηρεσιών που παρείχαν, κυρίως προς τον οθωμανικό στρατό, όπως η παραγωγή ξυλοκάρβουνου, ή τα μεταλλεία αργύρου και σιδήρου.
 
Ο κλασσικός τύπος της οικίας με τη λιθοδομή του ισογείου
και τον συνδυασμό ξύλου και πηλού για τον όροφο.
Μετά τη βουλγαρική κατοχή 1941-1944 και τη φρενίτιδα του
εμφυλίου πολέμου, στη δεκαετία του 1950 τα περισσότερα σπίτια
της Δοβίστας ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. 

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ
Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα έχουμε μία σημαντική μεταβολή, που οδήγησε στη διαμόρφωση των κοινοτήτων, όπως τις γνωρίζουμε στην ύστερη περίοδο της τουρκοκρατίας. Από τον 17ο αιώνα, φορολογική μονάδα δεν αποτελεί πλέον η οικογένεια, η κατοικία, το hane, αλλά το χωριό. Το οθωμανικό κράτος αναγνωρίζει ως φορολογικά υπόχρεο συνολικά το χωριό, του οποίου οι κάτοικοι καθίστανται συνυπεύθυνοι για την καταβολή των φορολογικών τους υποχρεώσεων.
Αυτό το γεγονός οδηγεί σε σημαντικές εξελίξεις. Αρχίζει η ομογενοποίηση κάποιων κοινοτήτων, (όπως η Δοβίστα), καθώς οι πλουσιότεροι αναγκάζονται να πληρώνουν πολλές φορές και το μερίδιο των φτωχών, γιατί το κράτος απαιτεί το ποσό στο ακέραιο. Σε αντίθετη περίπτωση οι συνέπειες επί της κεφαλής όλων. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η νέα κατάσταση οδήγησε και στη δημιουργία των μεγάλων τσιφλικιών, διότι πολλά χωριά τα εγκατέλειπαν οι κάτοικοί τους λόγω αδυναμίας να αποπληρώσουν τους υπέρογκους τόκους των δανείων που έπαιρναν για την πληρωμή των φορολογικών τους υποχρεώσεων. Τις ιδιοκτησίες τους τις εκχωρούσε το κράτος στους δανειστές τους ή σε όποιον πλήρωνε τα ανάλογα ποσά που συνήθως αντιστοιχούσαν στους φόρους ενός έτους.
Όπως έγραψε ο Δημητριάδης, η αντιμετώπιση των ραγιάδων από το οθωμανικό κράτος κατά σύνολα, είτε χωριά ήταν αυτά, είτε ομάδες χωριών, είτε τέλος ολόκληρες διοικητικές περιοχές, δηλαδή ναχιγιέδες και καζάδες, ασφαλώς βοήθησε να αναπτυχθεί η κοινοτική αυτοδιοίκηση κατά την εποχή της τουρκοκρατίας. Βέβαια, η οριστική διαμόρφωση αυτού του νέου κοινοτικού συστήματος επί τουρκοκρατίας έγινε μετά το 1850 με την εφαρμογή του Τανζιμάτ, ενός μεταρρυθμιστικού διοικητικού προγράμματος του οθωμανικού κράτους.