Translate

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

1922-1926: ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ" ΠΑΡΑΤΑΞΗΣ

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ

booksonthesites.blogspot.com



Αποσπάσματα από την ομιλία του συγγραφέα στις 19 Δεκεμβρίου 2023 στο βιβλιοπωλείο Αριστοτέλειον. Παρακολουθήστε όλη την ομιλία και τη συζήτηση που ακολούθησε στον παρακάτω σύνδεσμο, ο οποίος κοινοποιείται για πρώτη φορά:

https://youtu.be/NqawSh0JJ5c?si=vawrO66g5cErBOM5

…Στα τέλη Οκτωβρίου 1922 είχε διαφανεί ότι θα αναλάμβανε την πρωθυπουργία ο πολύπειρος Αλέξανδρος Ζαΐμης, αλλά αυτός αρνήθηκε να αναλάβει την ηγεσία της χώρας γνωρίζοντας τις μεθοδεύσεις της «επαναστατικής επιτροπής» για την εκτέλεση όλων των πολιτικών αντιπάλων του βενιζελισμού. Ο Ζαΐμης δεν ήθελε επ’ ουδενί να χρεωθεί τη δολοφονία των Έξι. Έτσι, το πρωί της 12 Νοεμβρίου 1922, μετά τη συνάντησή του με τα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής, ο Κροκιδάς πήγε στα Ανάκτορα και υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του.

Ο Γονατάς δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι η «Επανάστασις» θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε να πετύχει τον σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης, και μόνον σε περίπτωση αποτυχίας θα σχηματιστεί στρατιωτική κυβέρνηση με τη συμμετοχή και μελών της «Επαναστάσεως». Από την πλευρά του ο Πλαστήρας είχε δηλώσει ότι όλα τα αναγραφόμενα από τις εφημερίδες, περί σχηματισμού στρατιωτικής κυβέρνησης υπό τον Γονατά, ήταν εντελώς ανακριβή και ότι δεν είχε ληφθεί καμία οριστική απόφαση.

Οι εφημερίδες όμως δεν έγραφαν επί ματαίω. Το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου Πλαστήρας, Γονατάς και Χατζηκυριάκος συγκεντρώθηκαν στην οικία του τελευταίου μαζί με άλλους αξιωματικούς και πολιτευόμενους, μεταξύ των οποίων ο Παπανδρέου και ο Καφαντάρης. Η σύσκεψη τελείωσε στις 4 τα ξημερώματα της 12ης Νοεμβρίου. Είχαν πάρει τις αποφάσεις τους. Άλλωστε κανείς δεν είχε διάθεση να αναλάβει μία κυβέρνηση – μαριονέτα στα χέρια του Πλαστήρα και Σία.

ΜΙΑ ΑΘΛΙΑ ΣΤΗΜΕΝΗ ΔΙΚΗ ΑΠΟ ΕΚΤΑΚΤΟ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ.

Ολόκληρη «πολιτική μερίς», λοιπόν, παρέμεινε σε ύποπτη σιγή! Όπως συνέβη δύο μέρες πριν τον σχηματισμό κυβέρνησης από τον πραξικοπηματία Στυλιανό Γονατά και στην αίθουσα του εκτάκτου στρατοδικείου, στην ανάγνωση της έγγραφης απολογίας του Δημητρίου Γούναρη στον ανακριτή. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσίαζε εκείνη η ημέρα, όχι γιατί θα άκουγαν για πρώτη φορά τα αντεπιχειρήματα του Γούναρη αλλά γιατί θα αγόρευαν οι «επαναστατικοί» επίτροποι. Η αίθουσα άδεια και ψυχρή, όπως και η παγερή στάση των ολίγων παρισταμένων. Οι αναπληρωματικοί στρατοδίκες άφωνοι. Δεν χρειάστηκε να παρέμβουν στο ελάχιστο. «Από τα χείλη των επιτρόπων κρέμαται η τύχη των κατηγορουμένων. Τι θα προτείνουν τάχα; Οι περισσότεροι το γνωρίζουν. Υπάρχουν όμως και οι αφελείς, οι πάντοτε αμφιβάλλοντες».

Το κατηγορητήριο περί εσχάτης προδοσίας ήταν εξοργιστικά σαθρό και άθλιο, στο πνεύμα της βενιζελικής φαντασίωσης της ανύπαρκτης συνθήκης των Σεβρών, την οποία η Ελλάδα θα έπρεπε να επιβάλλει δια των όπλων από μόνη της όπως από πολύ νωρίς είχαν προειδοποιήσει οι σύμμαχοι τον Βενιζέλο.

Σαθρόν το σαθρές, συκοφαντικό και άτιμο, λοιπόν, το κατηγορητήριο:

«Κατηγορείσθε ότι από της 1 Νοεμβρίου 1920 και εφ’ εξής μέχρι της 26ης Αυγούστου 1922 συναποφασίσαντες μετά των συνυπουργών υμών περί πράξεως εσχάτης προδοσίας εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστηρίξατε την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου, τουτέστιν εις την υπό της Ελλάδος κατεχομένην και δια της Συνθήκης των Σεβρών κατακεκυρωμένην χώραν της Μ. Ασίας, παραδόσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν πολέμου κτλ. κτλ. δια των επομένων μέσων…».

Ευτυχώς, οι επιμελητές της έκδοσης του 1924-25 με τις απολογίες των θυμάτων του βενιζελισμού διέσωσαν την αλήθεια από τις τραγικές εκείνες στιγμές, αλλά και την πραγματική γραπτή απολογία του Γούναρη στον ανακριτή, διότι στις εφημερίδες δημοσιεύθηκε «πετσοκομμένη» η απολογία του, καθώς οι δημοσιογράφοι την είχαν πάρει από αυτά που διάβασε ο γραμματέας του Έκτακτου Στρατοδικείου. Στη δίκη ο Γούναρης είχε επανειλημμένα ζητήσει να χρησιμοποιήσει το συλημένο αρχείο του, και το αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών, αλλά δεν του επετράπη ποτέ. Το δε προσωπικό του αρχείο είχε εξαφανισθεί από προσώπου γης από την πρώτη ημέρα της σύλληψής του, τη νύκτα της 14ης προς την 15η Σεπτεμβρίου 1922.

Η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα, πόσο μάλλον η Δικτατορία σε κρίσιμες περιστάσεις! Ο Πλαστήρας κατήργησε το 5μελές επαναστατικό συμβούλιο, αναλαμβάνοντας αυτός μόνος την ηγεσία της «Επαναστατικής Επιτροπής». Στη στρατιωτική κυβέρνηση που σχηματίστηκε πρωθυπουργός ανέλαβε ο έτερος των πραξικοπηματιών Στυλιανός Γονατάς. Η κυβέρνηση του Γονατά ορκίστηκε στις 14 Νοεμβρίου 1922 και χαρακτηρίστηκε «Επαναστατική». Η υπόθεση είχε «κλειδώσει».  Την επόμενη ημέρα εκτελέστηκαν οι Έξι.

Από τις 12 Δεκεμβρίου 1922 είχαν αρχίσει οι παραιτήσεις και οι αντικαταστάσεις, με πρώτη παραίτηση του Θεόδωρου Πάγκαλου από υπουργού των Στρατιωτικών. Είναι αδιανόητο να συλλάβει ο ανθρώπινος νους πόσες παραιτήσεις και πόσοι διορισμοί έγιναν στην διάρκειας 14 μηνών κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά. Δεν νομίζουμε να υπήρξε στην πολιτική ιστορία της χώρας άλλη κυβέρνηση με τόσους «ανασχηματισμούς» μέσα σε 14 μήνες.

Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΕΤΕΚΕΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 Στις 16 Δεκεμβρίου 1923 έγιναν «εκλογές» με μόνον υποψήφιους από τη βενιζελική παράταξη! Μα που να βρεθούν άλλοι υποψήφιοι; Τους είχαν δολοφονήσει όλους! Στις 11 Δεκεμβρίου 1923, το Έθνος δημοσίευσε τον επίσημο μικτό συνδυασμό Αθηνών – Πειραιώς των Φιλελευθέρων, της Δημοκρατικής Ενώσεως, των Φιλελευθέρων Δημοκρατών, των προσφύγων. Ο συνδυασμός Βενιζέλου, αν και αποδυναμωμένος σε σχέση με τα παλιά του στελέχη, είχε απ’ όλα. Και από την «αντάρτικη» ομάδα της Κωνσταντινούπολης, και από τον εμπορικό κόσμο Αθηνών και Πειραιώς, και αντιστρατήγους και εκπροσώπους της «Επαναστατικής Επιτροπής» και οσονούπω ξανά πραξικοπηματίες. Όταν έχεις στο πλάι σου τον αρχηγό της «Επαναστάσεως» Νικόλαο Πλαστήρα δεν φοβάσαι τίποτα. Τις επόμενες δύο ημέρες τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει και «επετεύχθη η συγκρότησις ενιαίου συνδυασμού των διαφόρων επαναστατικών αποχρώσεων» υπό «την προεδρίαν του κ. Αρχηγού της Επαναστάσεως»!

Σε όλα αυτά υπήρχε ένα μικρό μυστικό. Ο Βενιζέλος δεν ήταν στην Ελλάδα! Ανήμερα των εκλογών, το βενιζελικό (από τότε) Έθνος κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδη φωτογραφία του Βενιζέλου και με τίτλο: «Να κληθή και να έλθη τάχιστα ο Ελευθέριος Βενιζέλος»!

...Ο Γονατάς με επιστολή του ανακοίνωσε στον Γεώργιο Β΄ την απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, το βράδυ της 17ης Δεκεμβρίου 1923, «περί αποδημίας του» στο εξωτερικό, και ζήτησε άμεση απάντηση εντός της 18ης Δεκεμβρίου! «Σημειωτέον, ότι πρόκειται περί τυπικής απαντήσεως, καθόσον ο Βασιλεύς από της χθεσινής εσπέρας εγνωστοποίησεν εις την Κυβέρνησιν δια του αυλάρχου του κ. Σούτσου και του υπασπιστού του κ. Φιλίππου την κατ’ αρχήν απόφασιν περί αναχωρήσεως…». Ο Γεώργιος Β΄ βιαζόταν να φύγει. Η υπόθεση μύριζε μπαρούτι.

Η «επανάστασις» τα είχε όλα έτοιμα. Είχαν ορίσει ότι η αναχώριση του βασιλιά θα γινόταν με το εύδρομο «Δάφνη». Όρισαν και τιμητική φρουρά! Στον βασιλιά δόθηκαν και οδοιπορικά ένα εκατομμύριο δραχμές, και κατά τη διάρκεια της «απουσίας» του θα λάμβανε κανονικά την επιχορήγησή του! Στις 19 Δεκεμβρίου 1923, ο Γεώργιος Β΄ αναχωρούσε μαζί με τη σύζυγό του από τον Πειραιά με το «Δάφνη». Τους αποχαιρέτησαν ο Γονατάς με τη σύζυγό του, η οποία πρόσφερε και ανθοδέσμη στη βασίλισσα! Όλη αυτή η θεατρική παράσταση είχε το νόημα της δήθεν προσωρινής αποχώρησης του βασιλιά μέχρι να αποφασιζόταν η τύχη του πολιτεύματος. Στις 20 Δεκεμβρίου 1923 ορκίστηκε αντιβασιλέας ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης.

Με την πρώτη συνεδρίαση της νέας βουλής, ο Πλαστήρας παραιτήθηκε και παρέδωσε την εξουσία. Η δουλειά είχε γίνει. Ο Βενιζέλος εμφανίστηκε τελικά στις 4 Ιανουαρίου 1924, και μετά από παλινωδίες δέχτηκε τελικά να αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας στις 11 Ιανουαρίου 1924. Αλλά δεν άντεξε ούτε ένα μήνα.

...Τι ακριβώς εννοούσε ο αρθρογράφος ότι την ταραχή και το καρδιακό επεισόδιο δεν τα προκάλεσαν στον Βενιζέλο αυτά που έλεγε ο Παπαναστασίου στη βουλή εκείνες τις ημέρες, αλλά «αι ίδιαι αυτού φράσεις»; Τι εννοούσε ο αρθρογράφος ότι ο Βενιζέλος δεν άντεχε «τας οξείας φάσεις» του κοινοβουλευτικού αγώνα; Στη βουλή μόνο φιλελεύθεροι και «δημοκράτες» υπήρχαν. Γιατί να εκνευρίζεται ο Βενιζέλος μ’ αυτούς που τον παρακαλούσαν να έρθει και να αναλάβει την πρωθυπουργία;

«Οι θεράποντες ιατροί εξετάσαντες αυτόν επανειλημμένως κατέστησαν αυτόν προσεκτικόν καθ’ όσον διεπιστώθη ότι πάσχει εκ μυοκαρδίτιδος, η δε ασθένειά του δεδομένης της υπερδιεγέρσεώς του νευρικού του συστήματος και της νευρασθενείας υπό της οποίας κατέχεται λόγω υπερκοπώσεως δύναται να έχη σοβαράς συνεπείας». (σ.σ.:!).

Ο Βενιζέλος επικαλούμενος τις συστάσεις των γιατρών του παραιτήθηκε και συνέστησε στα μέλη του υπουργικού συμβουλίου να πράξουν τα δέοντα. Τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου προσπάθησαν να πείσουν τον Βενιζέλο να παραμείνει διορίζοντας αντιπρόεδρο της κυβέρνησης για να τον αντικαθιστά όσο θα διαρκέσει η αποκατάσταση της υγείας του. Ο Βενιζέλος αρνήθηκε.

…Και πριν αλέκτωρ φωνήσαι… Την Παρασκευή 26 Ιουνίου 1925, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων δημοσίευαν αυτό που όλοι γνώριζαν και ανέμεναν. Η στρατιωτική καμαρίλα της «αβασίλευτης δημοκρατίας» και του «φιλελεύθερου» βενιζελισμού είχε επιδοθεί για μία ακόμη φορά στο αγαπημένο «άθλημά» της: «Αι Αθήναι εκοιμήθησαν προχθές με φήμες και εξύπνησαν χθες με στρατιωτικόν κίνημα. Δεν δύναται να λεχθή ότι δεν επεριμένετο. Το ανέμενον όλοι. Κυβέρνησις, Τύπος, πολιτικοί, στρατός, ακόμη και οι ξενύχτηδες των Χαυτείων…».

Ο Τύπος είχε τόσο συνηθίσει και εθιστεί στα αναμενόμενα «κινήματα» που οι δημοσιογράφοι «έσπαγαν και πλάκα». Στις 8 το πρωί, ο Πάγκαλος είχε μεταβεί ένστολος στους στρατώνες του Ρουφ, και στην ημερήσια διαταγή του τόνισε ότι αναγκάστηκε και πάλι να προβεί σε κίνημα, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να κτυπηθεί η φαυλότης του πολιτικού κόσμου, και ότι ο Στρατός και ο Στόλος, έχοντας μαζί τους την κοινή γνώμη, έρχονται να προστατεύσουν τη δημοκρατία!

...Οι εφημερίδες άρχισαν να δημοσιεύουν από την πρώτη κιόλας ημέρα τις λεπτομέρειες του νέου αυτού στρατιωτικού κινήματος των «προοδευτικών» αξιωματικών του βενιζελισμού. Ο «εκ των αρχηγών της Επαναστάσεως» Χατζηκυριάκος (σ.σ.: παντού και πάντα!), στις 12 τα μεσάνυχτα προς την 25 Ιουνίου 1925, συνοδεία και άλλων κινηματιών αξιωματικών πήγαν στο Νέο Φάληρο όπου ναυλοχούσε το θωρηκτό Αβέρωφ. Όταν η ατμάκατος του θωρηκτού πλησίασε στην προκυμαία να παραλάβει τους αξιωματικούς του Αβέρωφ που βρίσκονταν σε έξοδο, οι αξιωματικοί του Χατζηκυριάκου την κατέλαβαν και επιβιβάστηκαν αυτοί! Ο Χατζηκυριάκος έμεινε στον προβλήτα. Ο επί του ελέγχου αξιωματικός του θωρηκτού ήταν μυημένος στο κίνημα, όπως και πολλοί άλλοι επί του Αβέρωφ.

Με την εύκολη κατάληψη του θωρηκτού, ο Χατζηκυριάκος ειδοποιήθηκε και έφθασε με λέμβο στο Αβέρωφ ανακηρυχθείς αρχηγός του στόλου! Αμέσως διαβιβάστηκε σήμα στους κυβερνήτες των δύο αντιτορπιλικών  Ιέραξ και Λέων που βρίσκονταν στον φαληρικό όρμο να προσέλθουν επί του Αβέρωφ. Ο κυβερνήτης του Ιέρακα Λούης, βλέποντας την κατάληψη του Λέοντος από ναύτες του Αβέρωφ επιχείρησε να αποπλεύσει διατάσσοντας πολεμική έγερση. Πολύ σύντομα όμως διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατον να φύγει καθώς από το Αβέρωφ του έγινε γνωστό ότι δεν θα επέτρεπαν τον απόπλου του αντιτορπιλικού. Τελικά οι δύο κυβερνήτες των αντιτορπιλικών αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πλοία τους και αντικαταστάθηκαν αμέσως από πλωτάρχες που συμμετείχαν στο κίνημα.

Ο θρασύς και κυνικός Χατζηκυριάκος διαβίβασε από το θωρηκτό Αβέρωφ στον πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Στόλος ταύτην την νύκτα εκήρυξεν έκπτωτον Κυβέρνησιν. Καθιστώμεν προσωπικώς υπευθύνους Πρόεδρον μέλη κυβερνήσεως δια χύσιν αίματος. Αρχηγός στόλου Χατζηκυριάκος»!

Στις 2 το μεσημέρι της 25ης Ιουνίου, ο Παπαναστασίου με τους Ρέντη και Αραβαντινό επισκέφθηκαν στο Αβέρωφ τον Χατζηκυριάκο και τον συνεχάρησαν για την επιτυχία του κινήματος.

Τηλεγράφημα-τελεσίγραφο είχε στείλει, βεβαίως, και ο Πάγκαλος στον Κουντουριώτη στις 25 Ιουνίου 1925, στις 10 το πρωί. Ο Πάγκαλος απαιτούσε από τον Κουντουριώτη να παραιτήσει την κυβέρνηση γιατί, όπως επικαλέστηκε στο τηλεγράφημα, υπήρχαν ακόμα κάποιοι πιστοί στην κυβέρνηση αξιωματικοί στη Φρουρά Αθηνών.

«Κύριε πρόεδρε. Ο Στρατός και ο Στόλος εξηγέρθησαν δια λόγους, τους οποίους γνωρίζετε ασφαλώς και υμείς, όπως και σύμπας ο Ελληνικός λαός. Η κυβέρνησις αποτυχούσα εσωτερικώς τε και εξωτερικώς, δεν αντιπροσώπευε πλέον την κοινήν γνώμην. Την δυσαρμονίαν ταύτην δεν διεσκέδασεν ατυχώς η Εθνοσυνέλευσις… Θεωρώ μέγιστον έγκλημα την χύσιν και ρανίδος, έστω διττώς αδελφικού Δημοκρατικού αίματος, καθιστώ υπεύθυνον επί τούτου ολόκληρον την Κυβέρνησιν και τους ενισχύοντας αυτήν εις την ματαίαν αντίστασιν και παρακαλώ μέχρι της 4ης μ.μ. προκαλέσητε την παραίτησιν της κυβερνήσεως…».

ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΤΕΛΟΣ. ΑΣ ΠΕΡΑΣΕΙ Ο ΕΠΟΜΕΝΟΣ…

Το καθεστώς Πάγκαλου κράτησε περίπου 14 μήνες. Στο διάστημα αυτό έγιναν πράματα και θάματα, κυρίως στον τομέα της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος. Οι εφημερίδες έγραφαν σε συνέχειες τα φαινόμενα καταλήστευσης των δημοσίων ταμείων. Τον Ιούλιο του 1926, διαβλέποντας το επερχόμενο τέλος της δικτατορίας του, ο Πάγκαλος έκανε μία κίνηση τακτικής. Διόρισε πρωθυπουργό τον Αθανάσιο Ευταξία, ο οποίος είχε διατελέσει πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής επί των Οικονομικών.

Η κυβέρνηση Ευταξία άντεξε έως τον επόμενο μήνα. Με πρόσχημα ότι στη σύνθεσή της υπήρχαν αρκετοί αντιβενιζελικοί υπουργοί, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες που είχαν στηρίξει τη δικτατορία Πάγκαλου άρχισαν να σχεδιάζουν την ανατροπή της κυβέρνησης Ευταξία. Το νέο πραξικόπημα ξεκίνησε από την Κρήτη. Οι φρουρές της περιφέρειας άρχισαν να ετοιμάζονται. Ιθύνων νους, ποιος άλλος, ο Γεώργιος Κονδύλης. Ο καθένας με τη σειρά του. Αυτό που θα επακολουθούσε έως τις 26 Αυγούστου 1926 ξεπερνούσε και το καλύτερο σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.

Στις 22 Αυγούστου 1926, η εφημερίδα Σκρίπ κυκλοφόρησε με κύριο άρθρο την παράδοση του βενιζελισμού «στις στάσεις, στις επαναστάσεις, στη βία, στην τυραννία». Αφορμή υπήρξε το εξελισσόμενο πραξικόπημα Κονδύλη που ανάγκασε την κυβέρνηση Ευταξία να προβεί σε συλλήψεις, μεταξύ των οποίων ήταν και η σύλληψη του πρώην αρχιστρατήγου της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αναστάσιου Παπούλα.

«… Οι σημερινοί αρχηγοί του Βενιζελισμού, πιστοί και ευλαβείς τηρηταί των παραδόσεων αυτού, εφιλοτημήθησαν τίς ταχύτερον και δραστικώτερον θα ανατρέψη την πολιτικήν τάξιν. Προσχήματα εφευρέθησαν πολλά. Όπως το Θέρισσον εύρε πρόσχημα την Ένωσιν, ο σημερινός Βενιζελισμός εύρε πρόσχημα τας Λαϊκάς Ελευθερίας. Υπό το πρόσχημα αυτών ζητείται η ανατροπή. Αλλά ταύτης τυχόν επιτυγχανομένης, αι Λαϊκαί Ελευθερίαι είνε καταδικασμέναι να πνιγούν εις το τέναγος της βενιζελικής τυραννίας».

Η κυβέρνηση Ευταξία έδωσε εντολή και συνελήφθησαν οι Παπαναστασίου, Μεταξάς και Καφαντάρης. Ο Ευταξίας δήλωσε ότι οι δύο πρώτοι θα απολύονταν, αλλά για τον Καφαντάρη υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις εμπλοκής του στο κίνημα καθώς, όπως τόνισε, στην Κρήτη τα γεγονότα τα δημιούργησαν οι πολιτικοί φίλοι του Καφαντάρη, δηλαδή ο Εξηντάρης, ο Γύπαρης και ο Ασκούτσης.

Ο Ευταξίας παραδέχτηκε επίσης ότι όσοι ενεπλάκησαν στην Κρήτη ήταν και πολιτικοί φίλοι του Κονδύλη, ο οποίος εκείνη τη δεδομένη στιγμή είχε εξαφανιστεί και οι αρχές τον έψαχναν για να τον συλλάβουν. Για τον Παπούλα είπε ότι συνελήφθη διότι δημοσίευσε επιστολή στην οποία ανέφερε ότι αν θέλει μπορεί να κάνει κίνημα και να το φέρει εις πέρας. Ο γιός του Παπούλα, ο οποίος υπηρετούσε ως υπολοχαγός στη φρουρά της Χαλκίδας, είχε δηλώσει ότι συμμετείχε στο κίνημα με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του!

Στις 22 Αυγούστου είχε διοργανωθεί συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος, ενώ κάτω από το κτίριο που στεγαζόταν των υπουργείο Συγκοινωνίας η μπάντα της Φρουράς Αθηνών έπαιζε εμβατήρια! Ένας ομιλητής από τον εξώστη του υπουργείου περνούσε τον Πάγκαλο από γενεές δεκατέσσερις: «Ενθυμηθήτε 14 μήνας εν τυραννία. Με ποίας σημαίας δεν ήλθεν ο αλιτήριος. Αποσυνέθεσε τας δυνάμεις της Χώρας τελείως, ενώ ήλθε να τας οργανώση. Και ποία δεν διεχαράχθη ακολασία; Ελεηλατήθησαν τα δημόσια ταμεία. Ήλθε με την σημαίαν της οικονομικής ανακουφίσεως του Λαού από τα βάρη και εγονάτισε τον Λαόν… Εξεμεταλλεύθη την ευπιστίαν και ανεμίχθη με την αχρειότητα και την ηλιθιότητα. Ενηγκαλίσθη ό,τι φαύλον και ελεηλάτησε τον εθνικόν πλούτον…».

Το πλήθος από κάτω φώναζε και ζητούσε ελεύθερες εκλογές. Η οχλοβοή από κάτω έγινε εντονότερη όταν βγήκε να μιλήσει ο Κονδύλης, ο οποίος άρχισε να λέει για τις «μέρες δόξης και καταστροφής» του ελληνικού λαού και κάτι άλλα τέτοια βαθυστόχαστα. Αναφερόμενος στον Πάγκαλο, ο Κονδύλης φώναζε όσο δυνατότερα μπορούσε, για να ακουσθεί, ότι «ουδέποτε τύραννος εφάνη τόσο ανήθικος, τόσον ψευδομανής, τόσον περιφρονητής των δικαιωμάτων του Λαού, τον οποίον είχε κυβερνήσει… Είνε ζήτημα αν η παγκόσμιος ιστορία έχει να επιδείξη κτηνάνθρωπον παρόμοιον προς αυτόν…»!

Το πλήθος από κάτω εξεμάνη: «Εσείς τον φέρατε, μαζί είσαστε, τα ίδια θα πάθης και συ, ζήτω η οικουμενική»!

Ο Κονδύλης είπε ότι η παγκαλική τυραννία κατελύθη και ότι ο στρατός του ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά ότι «εσκέφθην πολύ ίνα αναλάβει τας ευθύνας αυτά»! διότι, όπως είπε, δεν του ήταν ευχάριστο να κάθεται στα κυβερνητικά εδώλια! Για τον Πάγκαλο είπε ότι προσπαθούσε να διαφύγει και ότι τον κυνηγούσαν τρία πολεμικά πλοία!

Πράγματι, ο Πάγκαλος ευρισκόμενος στις Σπέτσες επιβιβάστηκε στο ατμόπλοιο «Πέργαμος», το οποίο όμως δεν κατευθύνθηκε προς τον Πειραιά, όπως είχε διαταχθεί, αλλά προσπάθησε να περάσει τον Ισθμό. Το ατμόπλοιο καταδίωκαν τα πολεμικά πλοία «Κιλκίς» και «Λέων» και τρία υδροπλάνα. Ο Κονδύλης ήταν απόλυτος. Εν ανάγκη, το ατμόπλοιο με τον Πάγκαλο θα βυθιζόταν! Το «Πέργαμος» κάποια στιγμή εντοπίστηκε ανοιχτά της Ύδρας όπου βομβαρδίστηκε ανεπιτυχώς από τα δύο υδροπλάνα, και από το θωρηκτό «Κιλκίς»…

 

 




Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Ο ΕΞΟΒΕΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ ΣΩΤΗΡΩΝ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

 

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ

booksonthesites.blogspot.com


 

https://youtu.be/x0EMz2FVego?si=tvG8jaxc0qopTzij

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1851, ο Εμμανουήλ Ξάνθος κατέβαινε τα σκαλιά του Μέγαρου Κοντόσταυλου, που από τις 18 Μαρτίου 1844 είχε γίνει έδρα της νεοσύστατης τότε ελληνικής βουλής και Γερουσίας, σύμφωνα με το νέο σύνταγμα του 1844 που καθιέρωνε τη συνταγματική μοναρχία. Ο 80χρονος Ξάνθος είχε παρακολουθήσει μία συνεδρίαση της βουλής και κατά την έξοδό του από το κτίριο έπεσε από τις σκάλες. Το Μέγαρο Κοντόσταυλου κάηκε το 1854, και στη θέση του ανεγέρθηκε το κτίριο της Παλαιάς Βουλής, που λειτούργησε από το 1875 έως το 1935.

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος άφησε την τελευταία του πνοή πάμπτωχος. Δεν είχε καταφέρει να του δοθεί έστω και μία πενιχρή σύνταξη για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα του. Στην εμβληματική αυτή μορφή, και στους συντρόφους του, οφείλουμε την ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Ο Ξάνθος υπήρξε γραμματικός, έμπορος μα κυρίως επαναστάτης. Από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Η προσφορά του στο ελληνικό έθνος χαρακτηρίζεται ανεκτίμητη.

Μετά την ατυχή έκβαση της επανάστασης στη Μολδοβλαχία και τον εγκλεισμό του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις αυστριακές φυλακές, ο Ξάνθος κατέβηκε στην Πελοπόννησο, όπου πέρασε απαρατήρητος και εκτός των δομών εξουσίας. Το 1826 αναχωρεί για την Αυστρία με σκοπό να οργανώσει την απόδραση του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Θεωρούσε αδιανόητο να παραμένει ο Γενικός Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας έγκλειστος στις αυστριακές φυλακές.

Τον Ξάνθο όμως τον αποθάρρυνε ο ίδιος ο Υψηλάντης, ο οποίος ήταν σε άσχημη ψυχική κατάσταση και με σοβαρά κλονισμένη την υγεία του, και δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε μία περιπέτεια απόδρασης. Στις 24 Νοεμβρίου 1827, έπειτα από ισχυρές πιέσεις κυρίως από τη ρωσική πλευρά, οι αυστριακές αρχές απελευθέρωσαν τον Υψηλάντη με τον όρο να επιλέξει ως τόπο διαμονής μία από τρεις συγκεκριμένες πόλεις εντός της αυστριακής επικράτειας. Ο Υψηλάντης, όντας υπό συνεχείς κρίσεις βαρέως άσθματος, επέλεξε τη Βιέννη.

Στις 30 Νοεμβρίου 1827, λίγες ημέρες αργότερα, η μητέρα του Υψηλάντη Ελισάβετ ζήτησε από την αυτοκράτειρα της Αυστρίας να απελευθερωθούν οριστικά τα παιδιά της, και να μπορέσει ο Αλέξανδρος να πάει στην Ελλάδα, όπου είχε κληθεί ήδη ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας. Παράλληλα, ο Υψηλάντης έστελνε επιστολές στον τσάρο Νικόλαο Α΄ για να αντικρούσει τα λιβελλογραφήματα των αυστριακών εφημερίδων και τις εναντίον του συκοφαντίες για τον ρόλο του στην εξέγερση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο Νικόλαος Α΄ δεν είχε ιδέα για όλα αυτά, γιατί ως τριτότοκος δεν ανέμενε ποτέ να γίνει τσάρος της ρωσικής αυτοκρατορίας μετά τον θάνατο του αδελφού του Αλέξανδρου Α΄ το 1825.

Σε επιστολή του προς τον Νικόλαο τον Α΄, ο Υψηλάντης αποκαλύπτει πως  «ο κόμης Καποδίστριας, όν συνεβουλεύθην, συνεφώνησε προς την γνώμην μου, εύρε τα σχέδια και τας παρασκευάς μου καλάς και καταλλήλους, και μοι συνεβούλευσεν, ίνα ενεργήσω και επιχειρήσω την έναρξιν τούτων, μη δεικνύων δισταγμόν τινα περί της επιτυχίας. Αύτη εφαίνετο αυτώ συνδεομένη προς την πολιτικήν της Ρωσίας». Επίσης, ο Υψηλάντης πίστευε ότι ο Αλέξανδρος Α΄ «ήν εντελώς σύμφωνος, ως αυτός ούτος ευδοκιμήσας μοί ωμίλησε πλειστάκις εν Πετρουπόλει και εν Τσάρσκοϊ Σελό. Αληθές, ότι η Α.Μ. ωμίλει πάντοτε αορίστως, αλλά πάντοτε επίσης μετ’ ευμενείας τοιαύτης, οία εξήπτεν έτι μάλλον τας ελπίδας μου και μετέτρεψεν εις βέβαιον μέλλον…».

Όπως αναφέρει ο Υψηλάντης στην επιστολή του προς τον Νικόλαο Α΄, ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ του είχε πει τα εξής: «Ουκ αποθανούμαι ευχαριστημένος, ει μη κατορθώσω τι διά τους ατυχείς Έλληνάς μου. Σημείον μόνον εκ του ουρανού αναμένω προς τούτο… Ζητούσι την ελευθερίαν αυτών, εισίν άξιοι ταύτης, βοηθήσωμεν αυτοίς. Πλην μετά φρονήσεως. Πρέπει ίνα σκεφθώ και εγώ επί τούτου. Μία σφαίρα, παρά τον Ίστρον ριπτομένη, πυρπολήσει σύμπασαν την Ευρώπην…».

Δύο μήνες μετά την απελευθέρωσή του από τις αυστριακές φυλακές, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέθανε στη Βιέννη, στις 31 Ιανουαρίου 1828. Ήταν μόλις 36 ετών. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο Υψηλάντης έπασχε κι αυτός από μυοτονική δυστροφία, μία κληρονομική διαταραχή του μυϊκού συστήματος που μειώνει κατά πολύ το προσδόκιμο ζωής. Άλλωστε από την ίδια πάθηση έπασχε και ο μικρόσωμος και φιλάσθενος αδελφός του Δημήτριος, ο οποίος πέθανε στο Ναύπλιο τον Αύγουστο του 1832, σε ηλικία 39 ετών. Ο Δημήτριος είχε κατέβει στην Πελοπόννησο το 1821, ως εκπρόσωπος της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας. Στην α΄ Εθνοσυνέλευση εξελέγη πρόεδρος του βουλευτικού σώματος, αλλά ήδη από το 1822 εξουδετερώθηκε πολιτικά από τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.



Μετά τον θάνατο του Υψηλάντη στη Βιέννη, ο Ξάνθος πηγαίνει στη Βλαχία, όπου για άγνωστο λόγο παραμένει εκεί για μία περίπου δεκαετία, ενώ στην Αθήνα τον περίμενε μία 11μελής οικογένεια. Στις 14 Φεβρουαρίου του 1836, η γυναίκα του Σεβαστή Ξάνθου επισκέπτεται στην Αθήνα τον βαρώνο Κωνσταντίνο Μπέλλιο ή Βέλλιο, ο οποίος πραγματοποιούσε επίσκεψη και είχε γίνει δεκτός από τον Όθωνα. Το 1837, ο Μπέλλιος είχε χρηματοδοτήσει την ίδρυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.

Η Σεβαστή ζητά από τον Μπέλλιο δανεικά, και επίσης να ενεργήσει ώστε να επιστρέψει ο άντρας της από ένα μοναστήρι στη Βλαχία, όπου βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, «όστις από άκραν μελαγχολίαν του έπεσεν εἰς μίαν τοιαύτην μελαγχολίαν και υποχοντρίαν, ώστε κατήντησε να ζητήσει εἰς το μοναστήρι του Μαρτζινένη εἰς Βλαχίαν ως ένας ασκητής και είναι αδύνατον να πεισθεί να έλθει εἰς την γυναίκα του και φαμιλίαν του». Η Σεβαστή Ξάνθου αναφέρει στον Μπέλλιο ότι οι ιθύνοντες στην Αθήνα την κοροϊδεύουν ότι τάχα ενεργούν για την επιστροφή του άντρα της γιατί φοβούνται μήπως τους πάρει τη θέση «καθ΄ ότι αυτού ενταύθα ερχομένου, θα πάρει αυτός το πρώτον και καλύτερον υπούργημα, ίσως και το του Ρίζου, διότι ουχί μόνον ότι είναι πεπαιδευμένος άνθρωπος, αλλά και δικαίωμα μέγα έχει εις την Ελλάδα».

 Ο Μπέλλιος υπόσχεται να ενεργήσει μέσω του προξένου μας στο Βουκουρέστι. Και πράγματι, το 1837 ο Ξάνθος επιστρέφει στην Ελλάδα. Την επόμενη χρονιά, το 1838, ο Μπέλλιος πέθανε στη Βιέννη. Το 1837 στην Ελλάδα υπήρχε κυβέρνηση του βασιλιά. Ο Όθων ήταν πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου, με αναπληρωτές προέδρους τον Γεώργιο Κουντουριώτη και τον Ανδρέα Ζαΐμη. Το 1839, ο Ξάνθος διορίζεται σε διοικητική θέση στην Ύδρα κι αργότερα στο Ελεγκτικό Συνέδριο, απολύθηκε όμως ύστερα από λίγο καιρό με τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση εξαιτίας της δεινής οικονομικής κατάστασης και των πιέσεων των δανειστών του υπέρογκου δανείου των 60 εκατομμυρίων φράγκων του 1832.

Δεν έχει διευκρινιστεί αν ο Ξάνθος απολύθηκε επί κυβέρνησης Όθωνα ή επί κυβέρνησης Μαυροκορδάτου, ο οποίος κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση το 1841. Σημασία έχει πώς ο Ξάνθος έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, για μία δεκαετία, σε πλήρη ανέχεια μάταια αποζητώντας από το Δημόσιο σύνταξη ή έστω ένα ελάχιστο βοήθημα.

Η έσχατη ένδεια στην οποία είχε περιπέσει ο Ξάνθος και η οικογένειά του στα χρόνια μετά την επανάσταση έχει αποτυπωθεί σε πηγές και αναφορές έως και τον θάνατό του. Σε αναφορά του προς την Εθνοσυνέλευση του 1843, στερημένος κι αυτού ακόμη του επιούσιου, παρακαλεί για κάποια θέση και κάποιο εισόδημα, αν και στις 28 Ιανουαρίου του 1838, ο βασιλιάς Όθων με διάταγμα του απένειμε τον Χρυσούν Σταυρόν του Σωτήρος «διά τας εκδουλεύσεις αυτού υπέρ πατρίδος»! Διότι, εκτός όλων των άλλων δεινών και δυσκολιών που αντιμετώπιζε, τον Αύγουστο του 1832 είχε πεθάνει στο Ναύπλιο και ο φιλάσθενος Δημήτριος Υψηλάντης, και ο Ξάνθος είχε χάσει ίσως τον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να του συμπαρασταθεί στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

 


Η ΗΓΕΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

Αν και έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας, όλα κινούνται γύρω από τα ίδια πρόσωπα.  Όπως έγραψε ο Σακελλαρίου, που επιμελήθηκε το αρχείο της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό: «Η δυάς –Σκουφάς και Αναγνωστόπουλος– εγένετο τετρακτύς –Σκουφάς, Αναγνωστόπουλος, Τσακάλωφ και Ξάνθος. Η τετρακτύς εγένετο Πυριφλεγέθων, όστις κατέκαυσε την τουρκικήν τυραννίαν».

Οι αρχηγοί που υπέγραψαν στην Κωνσταντινούπολη, στις 22 Σεπτεμβρίου 1818, το συνυποσχετικό για τις μεταξύ τους σχέσεις και τις μελλοντικές τους ενέργειες ήταν ο Άνθιμος Γαζής, Εμμανουήλ Ξάνθος, Αθανάσιος Ν. Τσακάλωφ, Παναγιώτης Α. Αναγνωστόπουλος, Νικόλαος Πατζιμάδης, Γεώργιος Λεβέντης, Αντώνιος Κομιζόπουλος, Παναγιώτης Σέκερης». Ο Σκουφάς είχε πεθάνει δύο μήνες πριν, αλλά είχε συμβάλλει και αυτός στο άναμμα της σπίθας.

Μετά τον διορισμό του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη θέση του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής, τον Απρίλιο του 1820, ο Ξάνθος έστειλε εγκύκλια γράμματα της Αρχής και του Υψηλάντη στα βασικότερα μέλη-αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας μέσω των αδελφών Αθανασίου και Παναγιώτη Σέκερη. Εκτός από τους αδελφούς Σέκερη ενημερώθηκαν επίσης ο Γρηγόριος Φλέσας (Δικαίος) στην Κωνσταντινούπολη, ο Γεώργιος Λεβέντηςστο Βουκουρέστι και οι Αθανάσιος Τσακάλωφ και Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος που βρίσκονταν τότε στην Πίζα της Ιταλίας.

 

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΣΑΚΑΛΩΦ

Ο Τσακάλωφ, σε όλο το διάστημα της συνωμοτικής και της επαναστατικής του δράσης δεν είχε βγάλει κουβέντα από το στόμα του. Το 1832 είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μόσχα, όπου και πέθανε το 1851. Ο Τσακάλωφ φαίνεται να είχε απογοητευθεί και αηδιάσει με τη δολοφονία του Καποδίστρια, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη σχηματίστηκε μία προσωρινή Διοικητική Επιτροπή από τον αδελφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια προεδρεύοντα, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Ιωάννη Κωλέττη. Ο Αυγουστίνος παραιτήθηκε στις 28 Μαρτίου 1832. Το Πάσχα του 1832 ο Τσακάλωφ έφυγε από το Ναύπλιο για την Κωνσταντινούπολη, από εκεί πήγε στην Οδησσό και κατέληξε στη Μόσχα.



Οι τελευταίες εικόνες του Τσακάλωφ από την ελεύθερη Ελλάδα ήταν θλιβερές. Με πόσο πόνο ψυχής, άραγε, εγκατέλειψε την πατρίδα του, που παρουσίαζε μία εικόνα ερήμωσης και καταστροφής; Εκείνη ακριβώς την περίοδο, της φυγής του Τσακάλωφ από την Ελλάδα, ο Γάλλος ρομαντικός ποιητής και συγγραφέας Λαμαρτίνος ξεκινούσε το ταξίδι του στην Ανατολή. Το ημερολόγιο καταστρώματος που κρατά θα εκδοθεί αρχικά το 1835, και μετέπειτα το 1841 με τον τίτλο Vogage En Orient και θα σημειώσει τεράστια επιτυχία. Στις 15 Αυγούστου 1832 έγραφε για το Ναύπλιο και την Αργολίδα:

«Δεν γράφω τίποτα: η ψυχή μου είναι περίλυπη και σκυθρωπή σαν τη φρικτή χώρα που με περιβάλλει: γυμνά βράχια, γη κοκκινόχρωμη ή μαυριδερή, σκονισμένα χαμόδεντρα, βαλτώδεις πεδιάδες όπου ο παγωμένος βοριάς σφυρίζει ακόμα και τον Αύγουστο μέσα στις αμέτρητες καλαμιές: αυτό είναι όλο. Αυτή η γη της Ελλάδας δεν είναι παρά το σάβανο ενός λαού, μοιάζει με παλιό κενοτάφιο απογυμνωμένο από τα οστά του, που και οι πέτρες του ακόμα σκορπίστηκαν και μαύρισαν σαν το κάρβουνο με τους αιώνες. Που είναι η ομορφιά αυτής της Ελλάδας που τόσο υμνήθηκε; Πού είναι ο χρυσαφένιος και διάφανος ουρανός της. Όλα είναι θαμπά και θολά, όπως σ’ ένα φαράγγι της Σαβοϊας ή της Οβέρνης τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου. Η ένταση του βοριά, που μπαίνει με άγρια κύματα μέχρι το βάθος του κόλπου όπου στέκουμε βρεγμένοι, μας εμποδίζει να φύγουμε».

Το κρίσιμο διάστημα, Νοέμβριος 1819 - Φεβρουάριος 1821, ο Τσακάλωφ βρισκόταν στην Πίζα της Ιταλίας, και υποτίθεται εκτός των βασικών διεργασιών της Εταιρείας, εξαιτίας της υπόθεσης Νικολάου Γαλάτη. Σε μία επιστολή του Κομιζόπουλου από τη Μόσχα προς τον Ξάνθο στην Πετρούπολη, με ημερομηνία 31 Μαΐου 1820, αναφέρεται μεταξύ άλλων: «…Χρεία, κύριε, να ησυχάσωμεν τους φίλους με κανένα γράμμα, ότι εις την παρούσαν περίστασιν ημπορούν πολλά να ακολουθήσουν. Από τον Μαρτάκην (Τσακάλωφ) ούτε φωνή ούτε ακρόασις, και απορώ τη αληθεία. Εις την Πίζαν δεν τον ηύραν και πώς να μη γράψη δύο λόγια αυτός ο άνθρωπος, ο φίλος όμως λέγει ότι έστειλε να ερωτήση καλώς, και πλέον να ιδώμεν με την ερχομένην πόσταν…».

 Ο Γαλάτης «εξουδετερώθηκε» κοντά στην Ερμιόνη με απόφαση των αρχηγών της Φιλικής για αποκλίνουσα και προδοτική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διέσωσε ο Φιλήμων, ο Θεόδωρος Νέγρης είχε στείλει από το Ιάσιο αναφορά προς τους αρχηγούς στην Κωνσταντινούπολη ότι ο Γαλάτης έμαθε για την εκεί μεταφορά της έδρας της Εταιρείας και ετοιμαζόταν να κατέβει στην Πόλη για να τους προδώσει.

 Ο Τσακάλωφ καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης βρισκόταν στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά ο Τσακάλωφ δεν μίλησε ποτέ για τη Φιλική Εταιρεία, ούτε έγραψε λέξη για όσα γνώριζε, αν και ο Φιλήμων έως και την τελευταία στιγμή ήλπιζε περί του αντιθέτου. Ο Φιλήμων είχε συναντήσει δύο φορές τον Τσακάλωφ, το 1823 και το 1829 αλλά δεν κατάφερε να του πάρει κουβέντα. Διότι είχαν προκύψει οι αποκαλύψεις και τα στοιχεία του Πέτρου Σκυλίτση Ομηρίδη για την Ελληνική Εταιρία και το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον των Παρισίων που άλλαζαν το αφήγημα για τους ιδρυτές και τον τόπο ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας:

«Εάν δε παραδεχθώμεν ως αδιαφιλονείκητα τα του φίλου Ομηρίδου, ναυαγούντας βλέπομεν τον Σκουφάν, Ξάνθον, Αναγνωστόπουλον και λοιπούς, σωζόμενον δε εκ του ναυαγίου τούτου ένα μόνον, τον Τσακάλωφ. Επομένως, αυτούς δυνάμεθα αρμοδίως ειπείν αναμορφωτάς αντί θεμελιωτών, και πρώτον τούτων τον Τσακάλωφ, ως τεταγμένον εν τω κώδηκι διά των στοιχείων ΒΑ, εν ώ ο Σκουφάς φαίνεται λαβών τα στοιχεία ΒΓ. Μεθ’ όλα όμως ταύτα επέχομεν, και ουδεμίαν επί των πληροφοριών αυτών φέρομεν γνώμην ωρισμένην. Τον Τσακάλωφ, είδομεν εκ του πλησίον εν τη Ελλάδι κατά το 1823 και 1829, αλλ’ ουδέ λέξιν παρ’ αυτού ηκούσαμεν. Ήτο ομολογουμένως ο Τσακάλωφ ανήρ λίαν εχέμυθος, σκεπτικός πάντοτε και πάσαν επίδειξιν αποφεύγων. Απεβίωσεν ούτος μετά το 1850, και ουδόλως απίθανον θεωρούμεν, ή ότι έγραψεν εν ιδίω τεύχει τα περί της Φιλικής Εταιρείας, και μάλιστα τα περί της αρχής αυτής, ως μόνος εξαιρετικώς αρμόδιος, ή ότι υπεμνημάτισεν επιδιορθώσας τα εσφαλμένα του παρ’ ημών εκδοθέντος κατά το 1834 εν Ναυπλία Δοκιμίου περί της φιλικής Εταιρίας. Ή το εν άρα, ή το άλλο των έργων αυτού, (αν υπάρχωσι,) δημοσιευόμενόν ποτε, δώσει τελειωτικήν την λύσιν ενός ζητήματος, όπερ εκάλυψεν επί τοσούτον η μυστικότης και περιέπλεξε πιθανώς η προσωπικότης. Αλλ’, όπως αν έχη, και αν τουτέστιν ως αναμορφωτάς παραδεχθώμεν τους εν Οδησσώ εργασθέντας Σκουφάν, Τσακάλωφ Αναγνωστόπουλον και λοιπούς, κρίνομεν τούτους ουχί κατωτέρους των πρώτων εν Παρισίοις θεμελιωτων…».

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΚΟΥΦΑΣ



Ο Σκουφάς γεννήθηκε το 1779 στο Κομπότι της Άρτας ως Νικόλαος Κουμπάρος. Το επίθετο Σκουφάς το απέκτησε επειδή ως έμπορος ασχολήθηκε με την κατασκευή και των πώληση σκούφων (πιλών) εξ ου και το προσωνύμιο Σκουφάς. Θεωρείται γενικώς ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας. Είχε επαναστατική παιδεία δεχόμενος επιρροές από τον καρμποναρισμό μέσω του Κωνσταντίνου Ράδου από το Τσεπέλοβο των Ιωαννίνων.

Τον Δεκέμβριο του 1814 ο Σκουφάς μύησε στη Μόσχα τον Γεώργιο Σέκερη, που ήταν ο πρώτος που μυήθηκε ως απλό μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Στη Μόσχα ο Σκουφάς προσπάθησε να μυήσει και άλλους αλλά συνάντηση δυσπιστία, και ίσως και τη χλεύη, καθώς την εποχή εκείνη στα επαγγελματικά δεν ήταν και στα καλύτερά του. Το 1815 ο Σκουφάς μύησε στη Μόσχα τον Νικόλαο Ουζουνίδη. Οι προσπάθειές του συνεχίστηκαν στην Οδησσό.

Μέχρι τον θάνατό του, στις 31 Ιουλίου 1818, είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία περίπου 70 Εταιριστές, και μάλιστα πολλοί από αυτούς τον Ιούνιο και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς. Ο αριθμός αυτός προκύπτει από τον κατάλογο Φιλικών εκ του αρχείου Σέκερη και ανταποκρίνεται εν γένει στην πραγματικότητα καθώς εκείνη την περίοδο ακολουθούσαν με αυστηρότητα το τυπικό των μυήσεων, πλην ελαχίστων μυήσεων που έγιναν χωρίς τις τυπικές διαδικασίες από τον Νικόλαο Γαλάτη, που από υπέρμετρο ενθουσιασμό κόντεψε να τινάξει την όλη υπόθεση στον αέρα. Μετά το θάνατο του Σκουφά και μέχρι τα τέλη του 1818 είχαν μυηθεί άλλα 123 άτομα! Το 1818 ήταν η πρώτη χρονιά που το κίνημα γινόταν μαζικό.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι η πρώτη μύηση που καταγράφεται μετά τον θάνατο του Σκουφά είναι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, στις 2 Αυγούστου 1818, από τον Κυριάκο Καμαρηνό ή Καμαριανό από την Καμάρα Μεσσηνίας. Την εποχή της μύησής του, ο διοικητής της Σπάρτης Πετρόμπεης είχε ενέχυρο για χρέος τους δύο γιούς του Γεώργιο και Αναστάσιο στην Κωνσταντινούπολη. Με τη μύησή του έδωσε 1.000 γρόσια, έταξε άλλα 5.000 γρόσια και 20.000 οπλοφόρους! Τον Καμαρηνό τον είχε στείλει το 1820, ο Μαυρομιχάλης στον Υψηλάντη απαιτώντας ένα μεγάλο ποσό για να ετοιμάσει το στράτευμα της Μάνης. Με απόφαση της Αρχής, ο Καμαρηνός δολοφονήθηκε κάπου στο Δούναβη γιατί αυθαδίασε και απείλησε τον Υψηλάντη.

 


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, γιός του Αναγνώστη Μυλώνα και της Μάριας από την οικογένεια των Χρηστακαίων, γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα το 1790. Για ένα διάστημα εργαζόταν στο κατάστημα του Αθανασίου Σέκερη στην Οδησσό, και εκεί γνώρισε και μυήθηκε από τον Νικόλαο Σκουφά. Θεωρείται από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Ο Αναγνωστόπουλος με τη σειρά του μύησε τον Αναγνωσταρά (Αναγνώστη Παπαγεωργίου), τον Ασημάκη Κροκιδά, τον Γεώργιο Λεβέντη και τον Παναγιώτη Σέκερη, αδελφό του Αθανασίου Σέκερη. Ο μεγάλος καημός του Αναγνωστόπουλου ήταν να αποδείξει ότι αυτός και όχι ο Ξάνθος ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Ακόμη και το 1845, σε μία επιστολή που έστειλε στον Τσακάλωφ στη Μόσχα, ο Αναγνωστόπουλος αναφερόταν στο θέμα αυτό:

 «…Ο κ. Ξάνθος εξέδωκεν εν, ως ο ίδιος το ωνόμασε ιστορικόν υπόμνημα της Φιλικής Εταιρείας. Λέγει δε ότι αυτός κατά το 1813 μεταβάς από Κωνσταντινούπολι εις Πρέβεζαν και εκείθεν εις Οδησσόν όπου ευρών το μακαρίτη Σκουφάν, πρώτον τον ενέπνευσεν και υμάς δεύτερον τον περί ελευθερίας Σκοπόν και ότι καθό μασσών (κτίστης) έκαμε το σχέδιον της εταιρίας. Συμφωνήσαντες δε και υμείς μετ’ αυτού, εκάματε το σύστημα αυτής. Τοιαύτα και πολλά άλλα κακοήθη ψεύδη εκήρυξεν, ενώ ζώσιν εισέτι εξ από τα πρωτενεργά μέλη, τα οποία γνωρίζουν ότι αυτός εκατηχήθη από τον μακαρίτην Σκουφάν εν Κωνσταντινουπόλιν, την ιδίαν ημέραν, καθ’ ήν κατηχήθη και ο Π. Σέκερης από εμέ…».

Ο Αναγνωστόπουλος ήταν με την πλευρά του Δημητρίου Υψηλάντη, τον οποίο είχε συνοδεύσει άλλωστε κατά την κάθοδό τους από τη Μολδοβλαχία τον Απρίλιο του 1821. Αγωνίστηκε με τον Κολοκοτρώνη και τον Αναγνωσταρά, σε πολλές μάχες σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης.  Οι δημόσιες θέσεις που κατέλαβε ήταν επί Καποδίστρια, που τον διόρισε έκτακτο επίτροπο (κάτι σαν τον μετέπειτα νομάρχη) Ηλείας. Τον Σεπτέμβριο του 1831 έως τον Μάρτιο του 1832 διετέλεσε έκτακτος επίτροπος Σπάρτης. Προηγουμένως, εκεί τον είχε στείλει ο Καποδίστριας το καλοκαίρι του 1831 για να εκτιμήσει την κατάσταση. Η δολοφονία του Καποδίστρια βρήκε τον Αναγνωστόπουλο στο Μαραθονήσι. Επέστρεψε στο Ναύπλιο και ασκούσε διοίκηση εξ αποστάσεως. Υπηρέτησε ως διοικητής και νομάρχης σε διάφορες περιοχές. Πέθανε από επιδημία χολέρας το 1854, λαμβάνοντας μία πενιχρή σύνταξη.

Παρά τις αιτιάσεις Αναγνωστόπουλου, ο Ξάνθος έχαιρε της εκτίμησης και του σεβασμού των υπολοίπων μελών, ιδιαιτέρως όλους αυτούς τους κρίσιμους μήνες, όπως τουλάχιστον δείχνει η αλληλογραφία από το αρχείο του. Άλλωστε οι επικεφαλής των εφορειών γνώριζαν τον ρόλο που είχε παίξει ώστε να βρεθεί επιτέλους ο Γενικός Αρχηγός. Να τι έγραφε ο Παπαφλέσσας από την Κωνσταντινούπολη, στις 12 Νοεμβρίου 1820, μόλις πάτησε το πόδι του στην Πόλη. Ο Ξάνθος ήταν τότε στο Ισμαήλιον και, όπως δείχνουν τα στοιχεία, ήταν ο σύνδεσμος από τον οποίο περνούσαν όλες οι πληροφορίες για τις δραστηριότητες της Φιλικής Εταιρείας.

«Περιπόθητέ μοι Ξάνθε,

Δόξα τω θεώ! αφού εις την θαλασσοπορίαν μας εδοκιμάσαμεν και τρικυμίας και δεκακυμίας, εφθάσαμεν ενταύθα υγιώς κατά την τετάρτην του τρέχοντος. Δεν λείπω αμέσως να σοι γράψω, φίλε μου, ηξεύρων πόσην επιθυμίαν και ανυπομονησίαν έχεις εις το να μάθης το κατευόδιόν μου, και περιπλέον να σοι δηλοποιήσω ότι κατά το παρόν καταγίνομαι μετά των λοιπών φίλων μας να βάλωμεν εις τάξιν το εμπόριον μας. Και έπειτα να κινήσω εις τα ίδια. Οι ενταύθα φίλοι ευχάριστοι και πρόθυμοι. Χαίρε λοιπόν διά τούτο, και ειδοποίησον αυτήν την αγαθήν αγγελίαν εις τους καλούς φίλους μας διά να χαρούν, προσφέρων τους εκ ψυχής ασπασμούς μου εις άπαντας. Ο Περραιβός εισέτι δεν εφάνη, το αίτιον αγνοώ. Γράψε μου διά του Καρίμου (Π. Σέκερη). Σήμερον γράφω προς τους φίλους Ιωαννίδην (Αναγνωστόπουλον) και Μαρτάκην (Τσακάλωφ) να έλθουν και αυτοί εις τα 2 (Πελοπόννησον). Από τους εις τα 62 (Κωνσταντινούπολιν) ελπίζονται μεγάλα πράγματα προς εκτέλεσιν του ιερού ημών σκοπού. Υγίαινε, φίλτατε, και ενθυμού πάντοτε το ειλικρινές σου αρμόδιον. Γράψον προς τον Ελευθεριάδην (Κομιζόπουλον) και Ξενοφώντα (Πατζιμάδην) τα πάντα, και ζήτησον την συγνώμην, διατί δεν ευκαίρησα να τους γράψω. Νέον τι άξιον ακοής δεν είχομεν κατά το παρόν διά να σας γράψωμεν, διά τούτο σιωπώντες τα μη βασίμως αδόμενα μένομεν αιωνίως τη ευγενία σας ειλικρινής φίλος σας.

Α.Μ. (Γρηγόριος Δικαίος Φλέσας)

Τα του παλαιοτέρου ήτον ψευδή διά τον Αρμόδιον».

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΕΚΕΡΗΣ

Οι ανεκτίμητες υπηρεσίες που προσέφερε στο έθνος ο Τριπολιτσιώτης έμπορος και πλοιοκτήτης Παναγιώτης Σέκερης θα έμεναν στον χρονοντούλαπο της Ιστορίας, αν δεν είχε δημοσιευθεί το πολύτιμο Αρχείο του, που περιλαμβάνει τον κατάλογο των μελών της Φιλικής Εταιρείας, τους λογαριασμούς των εξόδων και εσόδων της Φιλικής Εταιρείας και του ιδίου, ως αρχηγού, στο διάστημα από 1 Αυγούστου 1818 έως 12 Αυγούστου 1821, και τα αντίγραφα των επιστολών του κατά το ίδιο διάστημα.



Όπως επεσήμανε ο Βαλέριος Μέξας οι υπηρεσίες αυτές του Παναγιώτη Σέκερη παραγνωρίστηκαν, λησμονήθηκαν και έμειναν άγνωστες, χωρίς ποτέ ο ίδιος να παραπονεθεί ή να μεμψιμοιρήσει. Ο Ξάνθος με τον Αναγνωστόπουλο ήταν οι τελευταίοι που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη, στις 19 Φεβρουαρίου 1919, μετά τον θάνατο του Σκουφά και την υπογραφή του συνυποσχετικού των αρχηγών. Έμεινε, λοιπόν, μόνος ο Σέκερης να σηκώσει όλο το βάρος της οργάνωσης. Και όπως έγραψε ο Μέξας «κατά τρόπον αληθινά δραματικόν, ο Σέκερης ευρίσκεται επικεφαλής τότε μιας επαναστάσεως την οποίαν βλέπει να ετοιμάζεται μόνη της, χωρίς αρχηγό, χωρίς οργάνωσι, χωρίς χρήματα».

Με τη μύησή του στις 5 Μαΐου 1818, ο Σέκερης έδωσε στο ταμείο της Φιλικής Εταιρείας το ποσό των 10.000 γροσίων, ένα ποσό πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που είχε συγκεντρωθεί στα 4 χρόνια που μεσολάβησαν από την ίδρυση της Οργάνωσης. Η οικονομική του επιφάνεια και το κύρος που είχε μεταξύ των εμπόρων της Κωνσταντινούπολης είχε ως αποτέλεσμα την ίδια θεαματική αυξητική τάση με τα αποθεματικά να ακολουθήσουν και οι μυήσεις από τον Μάιο έως και τον Δεκέμβριο του 1818.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Σέκερης μετά βίας κατάφερε να διαφύγει με ένα από τα πλοία του προς την Οδησσό. Οι τουρκικές αρχές δήμευσαν την κινητή και ακίνητη περιουσία του, που σύμφωνα με υπολογισμούς ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο γρόσια. Στην Οδησσό παρέμεινε μέχρι το 1830. Εκείνη τη χρονιά έφθασε οικογενειακώς στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Διορίστηκε από τον Καποδίστρια τελώνης πρώτα στην Ύδρα και έπειτα στο Ναύπλιο. Όπως έγραψε ο Φιλήμων στην εφημερίδα του «Αιών» , ο Σέκερης εργάστηκε «εις τα κάθυγρα δια τον άρτον των τέκνων του». Πέθανε πάμπτωχος στις 29 Ιανουαρίου 1847, ένας από τους πλουσιότερους εμπόρους και πλοιοκτήτες της Κωνσταντινούπολης στην προεπαναστατική περίοδο.

 

ΑΝΘΙΜΟΣ ΓΑΖΗΣ

Ο Άνθιμος Γαζής, κατά κόσμον Αναστάσιος Γκάζαλης του Παναγιώτη και της Μαρίας, υπήρξε μία εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού διαφωτισμού και της προετοιμασίας της επανάστασης. Γεννήθηκε το 1758 στις Μηλιές Πηλίου. Στο σχολείο στις Μηλιές και στο Ελληνομουσείον της Ζαγοράς συγκρότησε ο Αναστάσιος Γκάζαλης τις βάσεις της πνευματικής του  συγκρότησης.  Το 1774 χειροτονήθηκε διάκος και ένα χρόνο αργότερα ως Άνθιμος Γαζής ιερέας στο κοντινό χωριό Βυζίτσα.


Τον Μάιο του 1797 έγινε εφημέριος του ναού του Αγίου Γεωργίου στη Βιέννη με τη συνδρομή του επιφανή Κωνσταντινοπολίτη ομογενή άρχοντα Αγγελή Μαρμαρά,  και από το 1799 ανέπτυξε μία αξιοθαύμαστη για την εποχή συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα. Το 1811 άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, το οποίο συνέχισε να κυκλοφορεί μέχρι το 1821 ως μία πρωτοπόρα και φωτεινή έκδοση των προεπαναστατικών χρόνων. Από την 1η Απριλίου του 1813 το περιοδικό απέκτησε και συνεκδότη τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ο Γαζής είχε γνωριστεί με τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, ο οποίος είχε ιδρύσει από το 1810 τη «Φιλολογική Εταιρεία» στο Βουκουρέστι, ένα σωματείο με σημαντική προσφορά στο ξύπνημα του Γένους. Το 1814 σε συνεργασία με τον Καποδίστρια, ο Γαζής ίδρυσε τη Φιλόμουσο Εταιρεία της Βιέννης.

Από τους πρώτους μήνες έκδοσης του Λόγιου Ερμή, η αυστριακή αστυνομία άρχισε να παρακολουθεί στενά και τον Άνθιμο Γαζή αλλά και την έκδοση που κυκλοφορούσε με άδεια της αυστριακής λογοκρισίας. Μάλιστα οι αναφορές των μυστικών πρακτόρων πήγαιναν απευθείας στον αρμόδιο υπουργό. Αξίζει να δούμε μία αναφορά με ημερομηνία 22 Απριλίου 1811:

«… Ίσως είμαι εις θέσιν να σας δώσω πληροφορίας τας οποίας η Ανωτάτη Διεύθυνσις της Αστυνομίας θα συγκέντρωνε μόνον κατόπιν μακρού χρόνου. Ο Άνθιμος Γαζής εκδίδει με την άδειαν της λογοκρισίας περιοδικόν εις νεοελληνικήν γλώσσαν υπό τον τίτλον «Ερμής ο Λόγιος». Το περιοδικόν τούτο καίτοι επιδιώκει να «διαφωτίσει φιλολογικώς το ελληνικόν έθνος» αποτελεί εν τούτοις συγχρόνως το σημείον συγκεντρώσεως των εν διασπορά Ελλήνων οι οποίοι είπερ ποτέ άλλοτε ονειροπολούν την αναγέννησιν της Ελλάδος. Ο Γαζής ευρίσκεται ωσαύτως εις στενωτάτας σχέσεις με τον μητροπολίτην της Βλαχίας Ιγνάτιον, ο οποίος παίζει εκεί έναν σπουδαίον ρόλον, πληρώνει ένα μέρος των εξόδων της έκδόσεως και διανέμει δωρεάν αντίτυπα του «Λογίου Ερμή». Επί την αναγέννησιν αυτήν της Ελλάδος τρέφουν ελπίδα συγχρόνως το Παρίσι και η Πετρούπολις, ενώ η προαγωγή των ελπίδων αυτών φαίνεται ότι αποτελεί την μονομανίαν του Γαζή. Προς αυτήν την κατεύθυνσιν εργάζονται μετά του Γαζή μεταξύ άλλων…».

Αφού αναφέρονται τα ονόματα των επαφών του Γαζή στη Βιέννη, το Παρίσι, το Βουκουρέστι, το Ιάσιο και τη Κωνσταντινούπολη, ο πράκτορας συνεχίζει στην αναφορά του:

«Ο Γαζής εφρόντισεν την εκτύπωσιν πολλών χαρτών. Εργάζεται ακαταπαύστως, κλεισμένος εις τον εαυτόν του περισσότερον από πριν και γενικώς είναι δύσπιστος, πολύ αφωσιωμένος εις την Ρωσίαν, αφ’ ενός μεν ένεκα του θρησκεύματος, αφ’ ετέρου διότι τον εγκωμιάζουν απ’ εκεί εις βαθμόν απίστευτον…».

Ο πράκτορας επισημαίνει στον υπουργό ότι μπορεί να του δώσει λεπτομερέστατες πληροφορίες για τις κινήσεις του Γαζή, και ότι θα του κατονομάσει προφορικώς το όνομα του πληροφοριοδότη!

Ο Γαζής υπήρξε εκ των κυριοτέρων προμάχων της ελευθερίας. Σύμφωνα με μία εκδοχή, στην πρώτη επαφή του με τους Σκουφά και Τσακάλωφ στην Οδησσό ήταν επιφυλακτικός για τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία. Σύμφωνα όμως με τον Βαλέριο Μέξα, που δημοσίευσε τον κατάλογο των Φιλικών εκ του αρχείου Παναγιώτη Σέκερη, ο Άνθιμος Γαζής μυήθηκε το 1816 από τον Νικόλαο Σκουφά μαζί με τους Νικόλαο Γαλάτη και Αθανάσιο Σέκερη. Είναι σίγουρο, όμως, ότι όταν εγκατέλειψε οριστικά τη Βιέννη το Πάσχα του 1817, επιστρέφοντας μέσω Κωνσταντινούπολης, συναντήθηκε με τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας και κατέστη, μετά το θάνατο του Σκουφά, και συναρχηγός και μάλιστα υπέγραψε πρώτος τη τάξει στο συνυποσχετικό των αρχηγών της 22ας Σεπτεμβρίου του 1818.

Έγραφε η πρώτη παράγραφος του συνυποσχετικού: «Αγαθή Τύχη. Οι υπογράφοντες κινούντες όλην την μηχανήν της Φιλικής Εταιρείας και μέλλοντες να χωρισθώσιν καθώς συμφώνως τους εφάνη εύλογον, λαμβάνων καθείς ετέραν διεύθυνσιν δια τας υποθέσεις της ιδίας, κρίνουσι και αποφασίζουσι τα ακόλουθα…».

Ο Γαζής μύησε στα επαναστατικά σχέδιά του τον αρματωλό Κυριάκο Μπασδέκη, που είχε το αρματολίκι του Πηλίου, του Βελεστίνου, του Αλμυρού και του Δομοκού, τον Αλέξανδρο Κασσαβέτη από τη Ζαγορά, τον Χατζηρήγα από την Μακρυνίτσα, που ήταν το δεξί του χέρι και προεστός με μεγάλη επιρροή και άλλους πολλούς. Από τις Μηλιές είχαν περάσει το 1818 και ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος. Αρχές της δεκαετίας του 1950 ήρθε για πρώτη φορά στο φως η επαναστατική προκήρυξη του Γαζή που κυκλοφόρησε στις 7 Μαΐου 1821 σε όλα τα χωριά του Πηλίου.

Ο Γαζής από τον Δεκέμβριο του 1826 εντοπίζεται στη Σκύρο. Το κάστρο της Σκύρου το πολιορκούσε ο Κωλέττης! Ο Γαζής γίνεται έξαλλος με τον Κωλέττη, γιατί αντί να πολεμά τους Τούρκους στη Ρούμελη ήθελε το κάστρο της Σκύρου για δικό του. Το Πάσχα του 1827, ο Γαζής έστειλε επιστολή στον τότε πρόεδρο της κυβέρνησης Ανδρέα Ζαΐμη στην οποία αποκαλύπτει ένα συγκλονιστικό επεισόδιο της επαναστατικής του δράσης.

Όταν ήταν αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου (1822) πέρασε από την περιοχή της Λαμίας και των Θερμοπυλών ο Δράμαλης για να καταπνίξει την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Μπροστά στο τουρκικό ασκέρι, οι αρματολοί διασκορπίστηκαν. Ο Γαζής έδωσε 3.000 γρόσια για τις ανάγκες επισιτισμού και κινητοποίησε τους Γκούρα, Δυοβουνιώτη και Πάνο Πανουργιά για να χτυπήσουν τις ζωοτροφές του Δράμαλη που ακολουθούσαν το στράτευμα σε μία χρονική απόσταση 8 ημερών.

Από το ποσό αυτό κατάφερε και πήρε πίσω μόνον 500 γρόσια, καθώς τα υπόλοιπα που ανέμενε από «τας προσόδους της Τριπολιτσάς» δεν τα πήρε ποτέ γιατί όπως του είπαν υπήρχε έλλειψη χρημάτων. Ζητά, λοιπόν, από την κυβέρνηση να του στείλουν κάποια χρήματα γιατί λιμοκτονεί:

«Εκλαμπρότατε. Κάμε έλεος και εις εμέ τον γέροντα και ασθενή. Στείλατέ μοι μίαν διαταγήν… δια να λάβω την οφειλομένην ποσότητα γροσσίων ή εδώ ή εις άλλη τινα πλησιόχωρον νήσον, διότι είμαι πάντη στερημένος εξόδων και αποθνήσκω σχεδόν της πείνης. Έλεος! Έλεος! Δότε τω γέρο-Γαζή οβολόν!. Είμαι πεποιθώς, ότι θέλει εισακουσθώ από την υμετέραν φιλάνθρωπον Εκλαμπρότητα, υπέρ ής μένω προς Θεόν διάπυρος ευχέτης».

Ο Γαζής δεν άντεξε να περιμένει τον οβολόν της πατρίδας και πέθανε στη Σύρο, στις 28 Νοεμβρίου 1828.

 

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΟΜΙΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Αντώνιος Κομιτζόπουλος μυήθηκε το 1815 στη Μόσχα από τον Νικόλαο Σκουφά. Η μύηση του Κομιτζόπουλου ήταν η μοναδική, ίσως, επιτυχία του Σκουφά στη Μόσχα στην προσπάθειά του να μυήσει ομογενείς με κάποια οικονομική επιφάνεια. Καταγόταν από τη Φιλιππούπολη. Φαίνεται ότι ο Σκουφάς πριν πεθάνει τον επέβαλε ως μέλος της ομάδας των αρχηγών, της λεγόμενης Αόρατης Αρχής της οργάνωσης. Υπέγραφε με τα γράμματα ΑΕ, που σήμαινε ότι ήταν ιεραρχικά πέμπτος τη τάξει.

Τους πρώτους μήνες του 1817, ο Κομιτζόπουλος παρουσίασε μεγάλη δραστηριότητα. Μύησε κατά σειρά στη Μόσχα, τον εξ Ιωαννίνων έμπορο Γεώργιο Κώνστα Γάτζου, τον διπλωματικό υπάλληλο Ιωάννη Μπάϊλα από τη Ζαγορά και κυρίως τον στρατιωτικό, υποχιλίαρχο Χριστόφορο Περραιβό στις 13 Μαρτίου 1817. Ο Περραιβός υπήρξε ο ζωντανός κρίκος μεταξύ της οργάνωσης του Ρήγα Βελεστινλή και της Φιλικής Εταιρείας.

Ενδεικτική των ζυμώσεων εκείνης της περιόδου είναι μία επιστολή των Πατζιμάδη και Κομιζόπουλου προς τον Ξάνθο, πάντα βεβαίως σε συνωμοτική γλώσσα. Ο Πατζιμάδης υπογράφει ως Ξ και ο Κομιζόπουλος ως Ε:

«Τη 14 Δεκεμβρίου 1820, Μόσχα.

Σεβαστοί κύριοι Θ. (Ξάνθε) και Συντροφία,

Την επιστολήν σας ελάβαμεν, όπως υποσχέθητε μεν να γράψητε εκτεταμένως με τον ακόλουθον ταχυδρόμον δεν το ηκολουθήσατε. Έχομεν μεγάλην την ευχαρίστησιν, ότι ο Οινοπλουτών (ο ηγεμών της Μολδαυϊας Μιχαήλ Σούτσος) έγινεν εδικός μας. Ο Ελευθεριάδης (Κομιζόπουλος) περιμένει την προσταγήν του Καλού (Αλ. Υψηλάντου) διά να μισεύση. Αυτός ήθελεν ήτον αυτού, αν η από Βουκουρέστι γραφή σας δεν τον εμπόδιζε. Σας περικλείομεν αντίγραφον του γράμματος από Κωνσταντινούπολιν του Μ. (Γρηγορίου Δικαίου Φλέσα). Οι εκεί επίτροποι Κουμπάρης, Μαύρος και Μπάρμπας γράφουσι προς τους εδώ περί πάντων εκτεταμένως και φανερά, ζητούντες υποδήματα (χρήματα) παρά των εδώ προς συμπλήρωσιν των 400 φατούρων (χιλιάδων), τας οποίας εζήτησεν ο Καλός από τους εν Κωνσταντινουπόλει. Δεν έπρεπε τα πράγματα να ακολουθώσιν ούτως. Μ’ όλον τούτο αύτη η γραφή των δεν θέλει κάμει άλλο, ειμή να γενή πρόξενος μικρού τινού ενθουσιασμού. Οι εδώ δεν απεφάσισαν έτι τι, πλην, ως φαίνεται, θέλουν να στείλουν επί τούτου άνθρωπον προς τον Καλόν με το αντίγραφον της παρά της Κωνσταντινουπόλεως γραφής των επιτρόπων, πυνθανόμενοι περί του ποιητέου. Το ό,τι εδώ αποφασισθή να ενεργηθή θέλομεν σας κάμει γνωστόν. Πάλιν σας λέγομεν ότι δεν έπρεπεν οι επίτροποι των 62 (Κωνσταντινουπόλεως) να γράψουν τόσον φανερά περί πάντων. Και πως δεν υποπτεύθησαν…)

Ο Κομιτζόπουλος πέθανε και ενταφιάστηκε στη Μόσχα σε ηλικία 70 χρόνων, το 1854. Έμεινε εκτός πολιτικών διεργασιών στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και η μόνη ανταμοιβή του υπήρξε το παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος.  

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ

Γεώργιος Λεβέντης (1790-1847), από το Κορακοβούνι Κυνουρίας, από τα ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας. Το 1812 ανέλαβε καθήκοντα διερμηνέα στα ρωσικά προξενεία του Βουκουρεστίου και του Ιασίου. Στις 28 Ιουνίου του 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Θεόδωρο Νέγρη ακολουθώντας το επίσημο τυπικό της κατήχησης. Το 1816, ο Λεβέντης είχε μυηθεί παράτυπα από τον Γαλάτη «άνευ κατηχήσεως». Στον κατάλογο των Φιλικών εκ του αρχείου Σέκερη αναφέρεται ως «δραγουμάνος του γενικού κονσόλου ρώσσου εις Ιάσιον». Ο Λεβέντης είχε αναλάβει και το γενικό ρωσικό προξενείο στη Μολδαβία.

Ήταν επικεφαλής της Εφορίας του Βουκουρεστίου και διέθεσε σημαντικά ποσά για τον εθνικό σκοπό, κυρίως στην προσπάθειά του να προσεταιριστεί Σέρβους και Βούλγαρους οπλαρχηγούς για μία ταυτόχρονη εξέγερση κατά των Οθωμανών. Το 1833 παντρεύτηκε την Ραλλού, αδελφή του γνωστού ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Πέθανε πάμφτωχος από αποπληξία στην Αθήνα, χωρίς να καταλάβει σημαντικές διοικητικές θέσεις ούτε αναμείχθηκε στην πολιτική σκηνή και στις δομές εξουσίας!

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΤΖΙΜΑΔΗΣ

Ο Πατζιμάδης ήταν έμπορος από τα Ιωάννινα με εμπορική δραστηριότητα στη Μόσχα. Εκεί μυήθηκε από τον Γαλάτη στις 28 Οκτωβρίου 1816. Μετά τη δική του μύηση από τον Σκουφά, ο Γαλάτης είχε μυήσει αρκετούς στη ρωσική επικράτεια και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες με τρόπο παράτυπο και αντικανονικό. Δεν ακολουθούσε δηλαδή το τυπικό με το μικρό και μεγάλο όρκο, την επιστροφή των αφιερωτικών στην Αρχή της Φιλικής Εταιρείας κλπ. Έτσι πολλές από τις «μυήσεις» του Γαλάτη επαναλήφθηκαν με το κανονικό τυπικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αρχή της Φιλικής Εταιρείας προφορικά (δια στόματος) έμαθε ότι ο Πατζιμάδης είχε στείλει στον Γαλάτη 1.000 γρόσια στην Πετρούπολη.


Οι αποφάσεις του συνεδρίου της Βιέννης ενταφίαζαν τις προσπάθειες των υπόδουλων λαών για την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

* Ομιλία του συγγραφέα στο βιβλιοπωλείο Αριστοτέλειον στις 28 Μαρτίου 2024.

Ο ΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΟΥΓΓΡΟΒΛΑΧΙΑΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ


ΣΤΥΛΟΒΑΤΗΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ

 

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ

booksonthesites.blogspot.com

 


Ίσως να μην υπάρχει μεγαλύτερο τεκμήριο για το μέγεθος της ιστορικής προσωπικότητας του μητροπολίτη Άρτης (1794-1805), και μετέπειτα Ουγγροβλαχίας (1810- ) Ιγνατίου, από την προσφώνηση του Αδαμάντιου Κοραή: «Τον σεβασμιώτατον αρχιερέα Ιγνάτιον, το καύχημα του γένους μας». Η πολυσχιδής προσωπικότητα του Ιγνατίου και η αρχιερατική αλλά και πολιτική διαδρομή του, αντικατοπτρίζουν με τον εναργέστερο τρόπο τον άγραφο θεμελιώδη κανόνα επιβίωσης της ορθόδοξης εκκλησίας: Το ζήτημα του «συμβιβασμού» με την εκάστοτε πολιτική εξουσία.

Το φαινόμενο αυτό του συμβιβασμού της Εκκλησίας με την εκάστοτε πολιτεία είχε καλλιεργηθεί ως ιδέα στους κόλπους της Εκκλησίας από την εποχή ακόμη της βυζαντινής πολιτείας, με την ελπίδα πάντοτε της απαλλαγής από τη μέγγενη της κοσμικής εξουσίας. Άλλωστε με την αποδοχή των προνομίων του Μωάμεθ Β΄ του πορθητή, από τον Γεννάδιο Σχολάριο, είχε επιβιώσει το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, και μαζί μ’ αυτό και η Εκκλησία και το Γένος.

Αυτή η στοιχειώδης μορφή του «καισαροπαπισμού» εφαρμόστηκε στην πιο εφαρμόσιμη εκδοχή της από τον Ιγνάτιο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την αρχιερατική θητεία του στην Άρτα και την φαινομενική συνεργασία του με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων εξυπηρετώντας ταυτόχρονα την Ρωσική Αυλή, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες με τη φιλορωσική εκκλησιαστική και πολιτική ηγεμονία του, στη Βιέννη και στην Πίζα με τις προπαρασκευές της Ελληνικής Επανάστασης, και με την αποδοχή του βρετανικού παράγοντα στέλνοντας τον Μαυροκορδάτο στην Ελλάδα, τον Αύγουστο του 1821.

Ο Ιγνάτιος είχε γεννηθεί στη Μυτιλήνη το 1765 ή το 1766 με το κατά κόσμον όνομα Ιωάννης Μπάμπαλος ή Κακουγδός. Οι γονείς του είχαν φύγει από τα Χρύσαφα Λακωνίας, έναν οικισμό του 13ου αιώνα, σε 550 μέτρα υψόμετρο σε δυτική πλαγιά του Πάρνωνα, 15 μόλις χιλιόμετρα ανατολικά της Σπάρτης. Ο Απόστολος και η Μαλαματένια Μπάμπαλου είχαν εγκαταλείψει τα Χρύσαφα πριν την πυρπόλησή τους ένεκα της συμμετοχής του οικισμού στα Ορλωφικά το 1770. Πάντως, ο Ιγνάτιος σε αυτοβιογραφικό σημείωμα που υπέβαλε προς τη ρωσική Αυλή το 1808 αναφέρει ως τόπο γέννησής του τη Σπάρτη, χωρίς να αναφέρει τίποτα περί Μυτιλήνης. Βεβαίως, η αίγλη της αρχαίας Σπάρτης θα λειτουργούσε πολύ καλύτερα ως εικόνα στην αυτοβιογραφία του και άλλωστε υποδείκνυε και τον τόπο καταγωγής του.



Ο Ιγνάτιος όχι μόνον γεννήθηκε στη Μυτιλήνη, αλλά φαίνεται ότι παρέμεινε εκεί μέχρι την ηλικία των 20 ετών (Ζερλέντης), και μάλιστα εκάρη μοναχός με προτροπή του θείου του ιερομονάχου Γερασίμου τον οποίο ακολούθησε στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη, ο Ιγνάτιος ακολούθησε την πεπατημένη των λαϊκών και κληρικών αποφοίτων της Μεγάλης του Γένους Σχολής, οι οποίοι συνήθως έμπαιναν στις τάξεις των Φαναριωτών. Επομένως, ο Ιγνάτιος, όπως ο ίδιος αποκαλύπτει «διέτριψε ικανόν καιρόν εις Αρχιερέων υπηρεσίαν και εις τας έξω επαρχίας, και εις αυτήν έπειτα την Κωνσταντινούπολιν και είδεν και την μεγάλην Εκκλησίαν πολλά πλησίον, και των Αρχιερέων την ιδιαιτέραν ζωήν…». 

Το 1794, ο Ιγνάτιος χειροτονήθηκε επίσκοπος και κατέλαβε τη μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης έως το 1805. Το γεγονός ότι κατάφερε να παραμείνει εκεί 11 χρόνια, με τα όσα φοβερά και τρομερά συνέβησαν σ’ όλο αυτό το διάστημα, δείχνει –αν μη τι άλλο- ότι ο Ιγνάτιος διέθετε ευστροφία και κατά το δυνατόν διπλωματική ικανότητα. Διότι από το 1796, ο Ιγνάτιος θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις ραδιουργίες του Αλή πασά, ο οποίος κατάφερε και απέσπασε από τη βασιλομήτορα Βαλιντέ Σουλτάνα την επαρχία της Άρτας και ένα τεράστιο τμήμα των ακτών του Αμβρακικού κόλπου. Ο θηριώδης Αλή πασάς κατάφερε, λοιπόν, να ναυπηγήσει στο επίνειο της Άρτας, στο λιμανάκι της Σαλαώρας, μερικά πλοία και να καταλάβει μετά από δύο χρόνια, στις 12 Οκτωβρίου 1798, την Πρέβεζα που ήταν υπό γαλλική κατοχή. Έτσι, ολόκληρη η μητροπολιτική περιφέρεια του Ιγνατίου περιήλθε υπό την κυριαρχία του Αλή πασά.

Ο σατράπης των Ιωαννίνων ακολούθησε την τακτική του Μωάμεθ Β΄ του πορθητή. Έδωσε στον Ιγνάτιο τη δυνατότητα να ασκεί παράλληλα με την εκκλησιαστική διοίκηση και ευρείας έκτασης πολιτική εξουσία καθιστώντας τον, όμως, ταυτόχρονα και υπόλογο των δικών του υστερόβουλων ενεργειών. Για παράδειγμα, εκτός όλων των άλλων, ο Ιγνάτιος κατηγορήθηκε (Περραιβός, Finlay, Leake) ότι εκτελούσε με ιδιαίτερο ζήλο χρέη φοροεισπράκτορα για λογαριασμό του Αλή πασά.

Κατά τον Πρωτοψάλτη (Ιγνάτιος Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας), ο Ιγνάτιος αναγκάστηκε πολλές φορές να εκτελέσει διαταγές του τυράννου των Ιωαννίνων, στην προσπάθειά του να μετέχει στην πολιτική εξουσία της περιφέρειάς του και να προστατεύει αποτελεσματικά το ποίμνιό του. Ο Πρωτοψάλτης σταχυολογεί πέντε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Ιγνάτιος φαίνεται ότι υπηρέτησε τα σχέδια του Αλή πασά «μόνον φαινομενικώς, διότι ουσιαστικώς εξυπηρέτησε τους Έλληνες»: Η πολιορκία και η άλωση της Πρέβεζας (ο άθλιος Αλή πασάς κατέσφαξε 400 κατοίκους στην πλατεία της πόλης), η προσπάθεια του σατράπη να επεκτείνει την κυριαρχία του και στις υπόλοιπες παλιές ενετικές κτήσεις στην Ήπειρο (Βουθρωτό, Βόνιτσα, Πάργα), το ζήτημα με τους Σουλιώτες, το ζήτημα των αρματολών της Στερεάς που εύρισκαν καταφύγιο στα Επτάνησα και ιδιαίτερα στη Λευκάδα, και τέλος η αποκατάσταση των σχέσεων του Αλή πασά με την Επτάνησον Πολιτείαν.

Για τις σφαγές της Πρέβεζας, ο Ιγνάτιος δέχτηκε τα πυρά του Χριστόφορου Περραιβού (Ιστορία Σουλίου και Πάργας, Εν Παρισίοις 1803), και ακολούθησαν πολλοί Έλληνες και ξένοι ιστορικοί. Οι ενέργειες του  Ιγνατίου, σ’ αυτήν τη χρονική περίοδο, εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο των ευρωπαϊκών εξελίξεων με τη σαρωτική εκστρατεία του Ναπολέοντα, ο οποίος είχε καταλάβει όλες τις Ενετικές κτήσεις στην Αδριατική καθώς και τα Επτάνησα (1798), και την «περίεργη» Ρωσοτουρκική ναυτική σύμπραξη για την εκδίωξη των γαλλικών στρατευμάτων από τα Επτάνησα.

Κυρίως, όμως, οι ενέργειες του Ιγνατίου εντάσσονται στην πολιτική του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως για την αντιμετώπιση των διακηρύξεων της γαλλικής επανάστασης που έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τις χριστιανικές διδαχές και το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Στα Επτάνησα οι Γάλλοι είχαν ανατρέψει το πολιτικό, κοινωνικό και εκκλησιαστικό στάτους με την ακύρωση όλων των τίτλων ευγενείας, του ιδίου του χριστιανικού δόγματος, καταργώντας ταυτόχρονα όλες τις χριστιανικές εορτές. Αυτές οι ενέργειες των κατοχικών γαλλικών δυνάμεων ερμηνεύτηκαν ως βίαιη ανατροπή και αμφισβήτηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων του λαού.




Με αφορμή τη διάρρηξη των γαλλοτουρκικών σχέσεων το 1798, ο Γρηγόριος Ε΄ εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη τη «Χριστιανικήν Απολογίαν» στην οποία καταφέρθηκε κατά των «απατηλών» κηρυγμάτων της Γαλλικής Επανάστασης τονίζοντας ότι μόνον οι χριστιανοί μπορούν να απολαύσουν τα αγαθά της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης. Άλλωστε, από το 1797 είχαν εκδοθεί πατριαρχικές επιστολές προς τους ιεράρχες να προστατεύσουν το ποίμνιό τους από την «φθοροποιάν νεωστί αναφανείσαν λύμην». (Γεδεών, Κανονικαί διατάξεις).

Το κλίμα που είχε διαμορφωθεί στους κόλπους της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας εναντίον των αρχών και των διακηρύξεων της Γαλλικής Επανάστασης είχε τις ρίζες του στην εποχή της Φραγκοκρατίας με τη λεηλασία των ιερών και οσίων του Βυζαντίου. Κατά τη φραγκοκρατία οι Λατίνοι είχαν επιδείξει αχαρακτήριστα καταπιεστική συμπεριφορά κατά της Ελλαδικής εκκλησίας με αντικατάσταση των επισκόπων, αλλαγή της εκκλησιαστικής και λατρευτικής ζωής κλπ. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα το άσβεστο μίσος που είχε δημιουργηθεί, παραμονές της Άλωσης, μεταξύ Ενωτικών και Ανθενωτικών. Οι τελευταίοι είχαν ως πολιτικό αρχηγό τον Νοταρά και θρησκευτικό τον μετέπειτα πρώτο πατριάρχη μετά την άλωση Γεννάδιο Σχολάριο.

Σύμφωνα με τον Δούκα, τον τελευταίο, ίσως, ιστοριογράφο πριν την Άλωση, και έναν από τους 4 ιστορικούς της Άλωσης, ο μέγας δούκας, Λουκάς Νοταράς είχε πει το περίφημο ανθενωτικό σλόγκαν : «Κρειττότερον βασιλεύσαι εν μέση Πόλει, φακιόλιον Τούρκων παρά καλύπτρα λατινικήν». Δηλαδή, «καλύτερα να δω να βασιλεύει μέσα στην Πόλη τουρκικό σαρίκι παρά τιάρα λατινική». Ο Νοταράς, βέβαια, αποκεφαλίστηκε από τον Μωάμεθ, αλλά ο τελευταίος Μέγας Δουξ της βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε τα δίκαιά του.

Για παράδειγμα, η κατάληψη των Αθηνών από τους Φράγκους είχε ως συνέπεια τον σφετερισμό όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας και την υπαγωγή της εκκλησίας των Αθηνών υπό την προστασία του Αγίου Πέτρου. Ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε μητροπολιτικό ναό των Λατίνων. Οι Ελληνορθόδοξοι κληρικοί και μοναχοί είχαν εκδιωχθεί από τους ναούς και τα μοναστήρια και οι Λατίνοι ιερείς και οι προύχοντες ιδιοποιήθηκαν τις περιουσίες τους. Αν και είχαν περάσει 3,5 αιώνες, όλα αυτά υπήρχαν καταγεγραμμένα στο ιστορικό DNA του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

ΤΟ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΑ ΔΥΤΙΚΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι κυρίως κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, στο βορειοδυτικό τμήμα των Βαλκανίων. Οι ιστορικές αναφορές ανατρέχουν στην εποχή του τσάρου της Ρωσίας Μέγα Πέτρου του Α΄, ο οποίος κυβέρνησε θεωρητικά επί 43 έτη, από το 1682 έως και τον θάνατό του το 1725, σε ηλικία 53 ετών. Αν και οι ρωσικές και μολδαβικές δυνάμεις απέτυχαν να εισβάλουν τελικά στη βαλκανική χερσόνησο, ένα από τα συνεπακόλουθα του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1710-1711 υπήρξε και ο διορισμός για πρώτη φορά χριστιανών ηγεμόνων Φαναριωτών ως πρίγκιπες - διοικητές στη Μολδαβία και τη Βλαχία.

Ο επόμενος Ρωσοτουρκικός πόλεμος έγινε την περίοδο 1736-1739, χωρίς ουσιαστικά εδαφικά κέρδη για τη Ρωσία. Από το 1737 στον πόλεμο ενεπλάκη και η Αυστρία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ηττήθηκε από τους Οθωμανούς, οι οποίοι επιδόθηκαν σε σφαγές εναντίον των Σέρβων, μετά την αποχώρηση των Αυστριακών από την περιοχή του Βελιγραδίου. Ο επόμενος Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1768-1774 άπτεται κατ’ εξοχήν ελληνικού ενδιαφέροντος, καθώς τμήμα του πολέμου αυτού υπήρξαν τα λεγόμενα Ορλωφικά του 1770, που κατέληξαν σε μαζικές σφαγές των ελληνικών πληθυσμών από τη Μοσχόπολη μέχρι την Πελοπόννησο. Θέατρα αυτού του πολέμου, επί Μεγάλης Αικατερίνης της Β΄, υπήρξαν επίσης η Μολδαβία, η Βεσσαραβία, η Βλαχία, η Πελοπόννησος και οι επιχειρήσεις στο Αιγαίο Πέλαγος.

Το «ξανθό γένος» για μία ακόμη φορά δεν κατάφερε να απελευθερώσει τους ομόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής, τους οποίους χρησιμοποιούσε κάθε φορά για αντιπερισπασμό. Μετά την αποτυχία της Ορλωφικής εξέγερσης οι Οθωμανοί επιδόθηκαν στο προσφιλές τους επάγγελμα, στις σφαγές των ελληνικών πληθυσμών. Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774 οδήγησε στην ανακήρυξη της Ρωσίας ως υποτιθέμενης προστάτιδας δύναμης των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

 

ΤΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΟΡΛΩΦΙΚΩΝ


Την εποχή που ο Ιγνάτιος αντιμετώπιζε τα κοσμοϊστορικά γεγονότα στη μητρόπολη Άρτης και Ναυπακτίας, η καταστροφή του ελληνισμού από την πρόωρη ελληνική επανάσταση του 1770, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1768-1774, ήταν ακόμη νωπή στη μνήμη των Ελλήνων. Η ιδέα ότι κάποιο άλλο κράτος (Γαλλία ή Ρωσία) θα συνέδραμε στην απελευθέρωση του γένους από τον τουρκικό ζυγό είχε αρχίζει να ξεθωριάζει. Άλλωστε και στην προπαρασκευή της επανάστασης των Ορλωφικών είχαν πρωταγωνιστήσει κατώτεροι και ανώτεροι Έλληνες κληρικοί. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι ήλπιζαν ακόμη στους Ρώσους, και κάποιοι άλλοι έστρεψαν τα όμματα προς τη Γαλλία:

«…Η εθνική διάνοια εξύπνησε και πάντες οι μεμορφωμένοι Έλληνες ήσαν σύμφωνοι προς τον σκοπόν, αν και πολύ διεφώνουν ως προς τα μέσα. Μερικοί, ως ο Βούλγαρις και ο Θεοτόκης, πολιτικήν σωτηρίαν επερίμενον μόνον εκ της Ρωσσίας… Το ευαγγέλιον της Γαλλικής επαναστάσεως εύρε παρά τοις Έλλησι πρόθυμα ώτα, ποιητικαί δε φύσεις, ως ο Ρήγας, μόνον υπό την προστασίαν της τριχρώμου σημαίας ηδύναντο να νοήσωσι την πολιτικήν αποκατάστασιν της Ελλάδος… Εν τούτοις είχε κατανοηθή πλέον ότι ούτε της Γαλλίας ούτε της Ρωσσίας η υποστήριξις ηδύνατο να ωφελήση, ότι η αδιάκοπος πολιτική φαντασιοκοπία ήθελε βραδύνει μόνον αν μη και διακινδυνεύσει την ελληνικήν αναγέννησιν, και ότι εν εαυτοίς μόνοις έπρεπε να ζητήσωσιν οι Έλληνες το απαραίτητο στήριγμα. Μετά διπλού δε ζήλου ετράπησαν ούτω εις σπουδήν της γλώσσης και της ιστορίας των…». (Μένδελσων Βαρθόλδη, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, 1894).


Θύμα των εξελίξεων και του διεθνούς σκηνικού την εποχή εκείνη υπήρξε ο Ρήγας Φερραίος. Ο Ρήγας (1757 ή 1758 ή 1762-1798) υπήρξε μία σπουδαία μορφή, ένα φιλελεύθερο πνεύμα με μία νεωτερική, για την εποχή του, πολιτική σκέψη και κουλτούρα. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε, πως ακολούθησε μία συνήθη διαδρομή για όλα τα «ανήσυχα» πνεύματα της εποχής. Από τη γενέτειρα στα σχολεία της Ζαγοράς, των Αμπελακίων ή του Αγίου Όρους, και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη ή στη Σμύρνη, στο Βουκουρέστι, στη Βιέννη, στην Τεργέστη, στη Βενετία ή στην Αλεξάνδρεια και το Άμστερνταμ κ.λπ.

Η παρουσία του Ρήγα και οι σπουδές του στη Ζαγορά συνάδουν καλύτερα, από πλευράς ιστορικής τεκμηρίωσης, με τα τεκταινόμενα στην περιοχή του Πηλίου εκείνη την εποχή. Το 1762, ο μεγάλος ευεργέτης έμπορος και βιβλιόφιλος Ιωάννης Πρίγκος, (1725-1789), από τη Ζαγορά ίδρυσε στη γενέτειρά του μία βιβλιοθήκη στα πρότυπα της βιβλιοθήκης του Άμστερνταμ, την οποία εφοδίασε με 800 τόμους βιβλίων «σπάνιες εκδόσεις αρχαίας ελληνικής γραμματείας, έργα Βυζαντινών συγγραφέων, χρονογράφων, ιστορικών και πατέρων της εκκλησίας, καθώς και φιλοσοφικά και ιστορικά βιβλία αλλά και γεωγραφίες, άτλαντες και χάρτες». Το 1776, ο Πρίγκος ίδρυσε στη Ζαγορά και ένα ανώτερο σχολείο, το Ελληνομουσείο, από το οποίο αποφοίτησαν και ο Άνθιμος Γαζής και ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, εξέχουσες μορφές του προεπαναστατικού Ελληνικού Διαφωτισμού.

Είναι αλήθεια ότι το πολιτικό - επαναστατικό όραμα του Ρήγα παρέμεινε ασαφές υπό την έννοια των μηδενικών πιθανοτήτων για την υλοποίησή του, αλλά και εξαιτίας της αιφνιδιαστικής και βίαιης εξέλιξης των πραγμάτων με τη σύλληψή του στην Τεργέστη τον Δεκέμβριο του 1797, και την εξάρθρωση του ολιγομελούς συνωμοτικού του πυρήνα. Τον Μάιο του 1798, ο Ρήγας και οι 7 σύντροφοί του παραδόθηκαν από τις αυστριακές αρχές στους Οθωμανούς του Βελιγραδίου και τον Ιούνιο του ιδίου έτους, έπειτα από συνεχή βασανιστήρια, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους πετάχτηκαν στον Δούναβη.

Το τι ακριβώς αποκόμισε ως ιδεολόγημα ο Ρήγας, ιδιαιτέρως από τη Γαλλική Επανάσταση, είναι δύσκολο να καθοριστεί σήμερα. Διότι ο Ρήγας δεν έζησε για να δει ότι το 1815, μετά την ήττα του αυτοκράτορα Ναπολέοντα στο Βατερλώ, η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη Γαλλία επανήλθε στην προεπαναστατική εποχή. Ο βασιλιάς εξακολουθούσε να είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος της Γαλλίας, με τους τραπεζίτες να τον ακολουθούν κατά πόδας. Πρόλαβε, όμως, να δει τον Ναπολέοντα να καταλύει και επίσημα, με τη συνθήκη του Καμποφόρμιο του 1797, την υπερχιλιετή Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Ίσως τα πράγματα για τον ίδιο και τους συντρόφους του να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, αν η διάρρηξη των γαλλοτουρκικών σχέσεων είχε συμβεί πριν το 1798, γεγονός που θα τον ανάγκαζε να λάβει περισσότερα μέτρα ασφαλείας και να αποφύγει τη σύλληψή του από τις αυστριακές αρχές. Διότι οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές, οι συμμαχίες ευκαιριακές και τα εύκολα θύματα ήταν πάντοτε οι αδύναμοι και οι ραγιάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. 

Το 1797, με την οριστική διάλυση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, τα Επτάνησα πέρασαν υπό την κυριαρχία των Γάλλων, αλλά όχι για πολύ. Το 1798, τα Επτάνησα περνούν υπό την κατοχή της πιο περίεργης συμμαχίας των τελευταίων αιώνων. Ρωσία και Τουρκία είχαν συμμαχήσει, υπό την απειλή των βουλιμικών ορέξεων του Ναπολέοντα για επικυριαρχία όχι μόνον στην Ευρώπη, αλλά και σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Το 1800, με πρωτοβουλία του ηγεμόνα της Βλαχίας Κωνσταντίνου Υψηλάντη, πατέρα του Αλέξανδρου, οι δύο «ανίεροι» σύμμαχοι συμφώνησαν να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία των Επτανήσων, υπό την προστασία της Ρωσίας και την «ψιλή κυριαρχία» της Τουρκίας. Το πρώτο αυτό ανεξάρτητο ελληνικό κράτος αναγνωρίστηκε από τη Γαλλία, Αγγλία, Ολλανδία, Ισπανία και τη Βαυαρική Δημοκρατία εκείνης της εποχής.

 


ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΚΡΙΣΙΜΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Από τις αρχές του 19ου αιώνα, από την εποχή της Επτανήσου Πολιτείας, όλοι «ωμιλούσαν πολλά περί της υποθέσεως», περί της επερχόμενης Επανάστασης δηλαδή, με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Οι περισσότεροι κατανοούσαν ότι ο Καποδίστριας δεν μπορούσε, ιδιαίτερα ως υπουργός Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας, να παραδεχθεί δημόσια ή ιδιωτικά ότι αυτός ήταν πίσω από την «υπόθεση». Αλλά και ο ίδιος ο Καποδίστριας ομιλούσε πολλά περί της υποθέσεως με τον Ιγνάτιο, με τον οποίο είχε διατηρήσει άριστες σχέσεις μέχρι το τέλος. Ακόμα και όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, ο Καποδίστριας επικοινωνούσε τακτικά μέσω επιστολών με τον Ιγνάτιο, τον οποίον θεωρούσε πνευματικό του πατέρα και ζητούσε τις συμβουλές του.

Τον Μάιο του 1807, η Ιόνιος Γερουσία είχε διορίσει τον Ιωάννη Καποδίστρια γενικό επίτροπο για την άμυνα της Λευκάδας, για να αντιμετωπιστεί η φρενήρης βουλιμία του Αλή πασά να τελειώνει με το νησί-καταφύγιο όλων των αρματολών της Ηπείρου και της Πελοποννήσου. Στο πλευρό του Αλή, με βαρύ οπλισμό, οι Γάλλοι του Ναπολέοντα. Μπροστά στην επικείμενη εισβολή των ορδών του Αλή πασά στο νησί, ο Καποδίστριας έδειξε και τη στρατιωτική του ιδιοφυία. Δημιούργησε και διοργάνωσε και ναυτική μοίρα μισθώνοντας 9 πλοία, ενώ είχε συγκεντρώσει 2.000 άνδρες με όλη την «αφρόκρεμα» των αρματολών και καπεταναίων της εποχής.

Στα τέλη Ιουνίου 1807, οι Τουρκαλβανοί του Αλή έσπασαν τα μούτρα τους, και οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Στις 7 Ιουλίου 1807, ο Καποδίστριας οργάνωσε γιορτή για τα επινίκια στην παραλία του Μαγεμένου στην Νικιάνα «υπό την σκιάν μεγάλης και πολυκλάδου καρυάς». Ποιοι παραβρέθηκαν στο πιο ιστορικό γεύμα της σύγχρονης ιστορίας μας; Διαβάστε: Κατσαντώνης, Λεπενιώτης, Κολοκοτρώνης, Φώτος Τζαβέλας, Κίτσος και Νότης Μπότσαρης, Καραϊσκος, Βαρνακιώτης, Γρίβας, Περραιβός, Ζέρβας, Φαρμάκης, Τσόγκας, Στράτος, Μπουκουβάλας, Πουλής, Χορμόβας, Αναγνωσταράς, οι δύο Κοντογιανναίοι και άλλα 400 παλικάρια από Ήπειρο, Ρούμελη, Πελοπόννησο, Επτάνησα. Τιμητική θέση είχαν και ο μητροπολίτης Άρτας Ναυπάκτου Ιγνάτιος και ο μητροπολίτης Λευκάδας Παρθένιος Κονιδάρης. Ο Ιγνάτιος είχε φέρει μαζί του σώμα Ηπειρωτών και Σουλιωτών.

Να τι έγραψε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης:

«Το μεγαλύτερον, το θαυμαστότερον, το ελληνικότερον κατόρθωμα του αειμνήστου Καποδιστρίου υπήρξεν η εν Λευκάδι συγκέντρωσις όλων των ενδοξωτέρων καπετανάτων της Ρούμελης προς υπεράσπισιν της κινδυνευούσης Λευκάδος. Και ο αδελφικός σύνδεσμος όστις προέκυψεν εκ της συγκεντρώσεως ταύτης μεταξύ των σημαντικοτέρων οπλαρχηγών της δουλωμένης Ελλάδος. Οι κλέφται μετεμορφώθησαν εις κλεφτουριάν, δηλαδή απέβαλον την ιδέαν της ατομικής κεχωρισμένης κατά των εχθρών αντιδράσεως και συνησπίσθησαν και συνετάχθησαν υπό την αρχηγίαν του Κατσαντώνη εις στρατόν εθνικόν, με έν και μόνον σύνθημα, άσπονδον κατά των τυράννων της πατρίδος πόλεμον, με ένα και μόνον σκοπόν, την απελευθέρωσιν της βασανιζομένης μητρός των».

Την επόμενη ημέρα, στις 8 Ιουλίου 1807, ο τσάρος υπέγραψε τη συνθήκη του Τιλσίτ και παρέδωσε στον Ναπολέοντα την Επτάνησο Πολιτεία! Γιατί; Οι ίδιοι οι Γάλλοι είχαν παρασύρει λίγες ημέρες πριν την Ιόνιο Γερουσία να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας, βάζοντας τα Επτάνησα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τότε, εκείνες τις στιγμές, θα πρέπει ο Καποδίστριας να κατανόησε πλήρως ότι η απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό περνούσε κυρίως μέσα από τα διπλωματικά σαλόνια των μεγάλων δυνάμεων, και έτσι έβαλε πλώρη για την τσαρική Αυλή. Το 1815, ο Καποδίστριας καθόταν στο γραφείο του στην Αγία Πετρούπολη ως ο ένας εκ των δύο υπουργών Εξωτερικών του Τσάρου Αλεξάνδρου του Α΄. Αλλά, ποιος άλλος θα μπορούσε να επηρεάσει τον Τσάρο ώστε να δεχθεί τον Καποδίστρια ως έναν από τους δύο επικεφαλείς της διπλωματικής του υπηρεσίας;

Οι υπηρεσίες του Ιγνατίου προς τη Ρωσική Αυλή στα Επτάνησα και την Ήπειρο είναι καταγεγραμμένες σε εκθέσεις των Ρώσων διπλωματών πριν ακόμα μεταβεί στην Πετρούπολη τον Απρίλιο του 1809, μετά από τη σχετική έγκριση του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Α΄. Η Ρωσία είχε προσαρτήσει τη Βλαχία, τη Μολδαβία και τη Βεσσαραβία τον Σεπτέμβριο του 1808, την οποία μετά από ένα χρόνο είχε επικυρώσει και ο Ναπολέοντας. Επομένως, η Εκκλησία των Ηγεμονιών είχε περιέλθει στη δικαιοδοσία της Ρωσικής Εκκλησίας.

 Η υποδοχή που επεφύλαξε η Ρωσική Αυλή στον Ιγνάτιο ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Ο Ιγνάτιος είχε εντυπωσιάσει το σύστημα εξουσίας στην Πετρούπολη και το μέλλον του διαγραφόταν λαμπρό. Αν και ο Καποδίστριας ήταν ήδη στην Πετρούπολη, μετά από πρόσκληση του ιδίου του καγκελάριου από τον Ιανουάριο του 1809, καθίσταται σαφές ότι η γνώμη του Ιγνατίου βάρυνε κατά πολύ για την ανάδειξη του Καποδίστρια στον υπουργικό θώκο.

Άλλωστε, το 1810 ο Ιγνάτιος διορίστηκε από τη σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας μητροπολίτης Βουκουρεστίου και πρόεδρος του Διβανίου, του κυβερνητικού δηλαδή συμβουλίου των Ηγεμονιών της Ουγγροβλαχίας. Δηλαδή, ο Αλέξανδρος Α΄ έδωσε στον Ιγνάτιο και πολιτική εξουσία. Μάλιστα, διόρισε τον αδελφό του Ιγνατίου, Χριστόφορο, ως σύμβουλο της Αυλής, και στον γραμματέα του Δημήτριο Μόστρα έδωσε το αξίωμα του επίτιμου συμβούλου.

Ο Ιγνάτιος από τον Μάιο του 1810 βρίσκεται επικεφαλής της εκκλησιαστικής και πολιτικής Αρχής στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στις οποίες υπήρχε πυκνό ελληνικό στοιχείο. Ο Ιγνάτιος δραστηριοποιήθηκε για την εθνική υπόθεση όχι μόνο στην Ουγγροβλαχία, αλλά και σε όλες τις πόλεις της κεντρικής Ευρώπης όπου υπήρχε η ελληνική ομογένεια. Μεταξύ άλλων είχε στενές επαφές και με τον Άνθιμο Γαζή, ο οποίος άρχισε να εκδίδει τον Λόγιο Ερμή στη Βιέννη.

Από τους πρώτους μήνες έκδοσης του Λόγιου Ερμή, το 1811 στη Βιέννη, η αυστριακή αστυνομία άρχισε να παρακολουθεί στενά και τον Άνθιμο Γαζή αλλά και την έκδοση που κυκλοφορούσε με άδεια της αυστριακής λογοκρισίας. Μάλιστα οι αναφορές των μυστικών πρακτόρων πήγαιναν απευθείας στον αρμόδιο υπουργό. Αξίζει να δούμε μία αναφορά ενός πράκτορα, με ημερομηνία 22 Απριλίου 1811:

«… Ίσως είμαι εις θέσιν να σας δώσω πληροφορίας τας οποίας η Ανωτάτη Διεύθυνσις της Αστυνομίας θα συγκέντρωνε μόνον κατόπιν μακρού χρόνου. Ο Άνθιμος Γαζής εκδίδει με την άδειαν της λογοκρισίας περιοδικόν εις νεοελληνικήν γλώσσαν υπό τον τίτλον «Ερμής ο Λόγιος». Το περιοδικόν τούτο καίτοι επιδιώκει να «διαφωτίσει φιλολογικώς το ελληνικόν έθνος» αποτελεί εν τούτοις συγχρόνως το σημείον συγκεντρώσεως των εν διασπορά Ελλήνων οι οποίοι είπερ ποτέ άλλοτε ονειροπολούν την αναγέννησιν της Ελλάδος. Ο Γαζής ευρίσκεται ωσαύτως εις στενωτάτας σχέσεις με τον μητροπολίτην της Βλαχίας Ιγνάτιον, ο οποίος παίζει εκεί έναν σπουδαίον ρόλον, πληρώνει ένα μέρος των εξόδων της έκδόσεως και διανέμει δωρεάν αντίτυπα του «Λογίου Ερμή». Επί την αναγέννησιν αυτήν της Ελλάδος τρέφουν ελπίδα συγχρόνως το Παρίσι και η Πετρούπολις, ενώ η προαγωγή των ελπίδων αυτών φαίνεται ότι αποτελεί την μονομανίαν του Γαζή. Προς αυτήν την κατεύθυνσιν εργάζονται μετά του Γαζή μεταξύ άλλων…».

Ο Γαζής είχε γνωριστεί με τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, ο οποίος είχε ιδρύσει από το 1810 τη «Φιλολογική Εταιρεία» στο Βουκουρέστι, ένα σωματείο με σημαντική προσφορά στο ξύπνημα του Γένους. Το 1814 σε συνεργασία με τον Καποδίστρια, ο Γαζής ίδρυσε τη Φιλόμουσο Εταιρεία της Βιέννης.

 


ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

Οι σχέσεις του Ιγνατίου με τον Καποδίστρια δεν διερράγησαν ποτέ. Παραμονές της Επανάστασης του 1821, ο Καποδίστριας έστεκε ψηλά στην εκτίμηση του Ιγνατίου. Σε επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρο Σούτσο, ο Ιγνάτιος χαρακτήρισε τον Καποδίστρια «Κάτωνα της Ρώμης» και «Φωκίωνα των Αθηνών», ο οποίος «δεν υπερασπίζεται ειμή υποθέσεις δικαίας». Ο Ιγνάτιος συνέβαλε τα μέγιστα στην εκλογή του κυβερνήτη από την εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Όταν ο Καποδίστριας απέσπασε τη συγκατάθεση του τσάρου για να κατέβει στο Μοριά και να αναλάβει καθήκοντα, τον πρώτο που ενημέρωσε ήταν ο Ιγνάτιος με επιστολή του από την Πετρούπολη την 1η Ιουλίου 1827. (Επιστολαί Ιω. Καποδίστρια, Betant-Σχινά, τ. Α΄).

Η διασωζόμενη αλληλογραφία του Ιγνατίου συμβάλλει στην ιστορική τεκμηρίωση σε όλα τα τεκταινόμενα σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο πριν και μετά την Επανάσταση του 1821. Πολλές επιστολές του Ιγνατίου είναι αποκαλυπτικές για τις πρακτικές που διαμόρφωσαν τις εξελίξεις και το κλίμα της εποχής. Ο Ιγνάτιος συμβούλεψε τον Καποδίστρια να κατέβει στην Ελλάδα με ισχυρό, πιστό σ’ αυτόν, στρατιωτικό σώμα, διότι ήταν ενημερωμένος για την κατάσταση που επικρατούσε στην Πελοπόννησο με τους τοπικούς οπλαρχηγούς και τις φατρίες τους. Ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είχε ενημερώσει περί αυτού τον Ιγνάτιο προειδοποιώντας τι θα συνέβαινε αν ο Καποδίστριας πήγαινε να κυβερνήσει χωρίς να περιστοιχίζεται τουλάχιστον από έξι χιλιάδες τακτικού στρατού! (Επιστολή προς Ιγνάτιο, 20 Σεπτεμβρίου 1827, αρχείο Καποδίστρια φ. 335).

Σε κρίσιμες περιόδους όλοι ζητούσαν τις συμβουλές και την παρουσία του Ιγνατίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπ’ αριθμ. 171 πράξη της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης με την οποία η εθνική αντιπροσωπεία ευχόταν, στις 5 Μαΐου 1827, την ταχεία επάνοδο του Ιγνατίου στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων και για να αναλάβει τη διοίκηση της Ελλαδικής Εκκλησίας. Αλλά και ο Καποδίστριας με την ανάληψη των καθηκόντων του τον είχε καλέσει να επιστρέψει, αλλά η απάντηση του Ιγνατίου ήταν αφοπλιστική: «…θεωρούμαι ως Ρώσος, και αν έλθω αυτού θέλουν στοχασθή, ότι είναι σκοπός να κάμωμεν την Ελλάδα ρωσικήν, και πιθανόν περισσότερον να βλάψω παρά να ωφελήσω…». Ο Ιγνάτιος κατείχε την ευρωπαϊκή διπλωματία. Άλλωστε, από την εποχή του Βουκουρεστίου και της Ουγγροβλαχίας εσιτίζετο από την ισόβια ρωσική σύνταξη.

Ο Ιγνάτιος κάποια στιγμή επί Καποδίστρια θα κατέβαινε στην Ελλάδα εξασφαλίζοντας τη ρωσική συγκατάθεση, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος στις 31 Αυγούστου 1828. Ο Ιγνάτιος ενταφιάστηκε μπροστά από τη βασιλική θύρα της ελληνικής εκκλησίας στο Λιβόρνο, μετά από σχετική άδεια των αρχών της Τοσκάνης. Ο Ιγνάτιος πέθανε σε ηλικία 63 ετών, τελείως ξαφνικά. Ο ρώσος πρόξενος στη Φλωρεντία σε αναφορά του στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε ότι ο Ιγνάτιος εμφάνισε αδιαθεσία επί 15νθήμερο, χωρίς να έχει σύμπτωμα συγκεκριμένης ασθένειας και παρά τις προσπάθειες πολλών γιατρών απεβίωσε αιφνιδίως. Σύμφωνα με άλλη συμπληρωματικη μαρτυρία ο θάνατός του επήλθε από αιμορραγία. Το 1962, με πρωτοβουλία του τότε μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου τα οστά του Ιγνατίου μεταφέρθηκαν στον εμβληματικό ιερό ναό του Αγίου Θεράποντος στη Μυτιλήνη.