Translate

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

 

 Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ

booksonthesites.blogspot.com



ΤΑ ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Δεκαεπτά χρόνια μετά τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Ιησού, ο απόστολος Παύλος από του βήματος του Αρείου Πάγου στην Αθήνα δεν κατάφερε να πείσει τους επικούρειους και τους λοιπούς φιλοσόφους για το μήνυμα του Χριστιανισμού. Αν και ο αρχαιοελληνικός κόσμος είχε προετοιμαστεί από τους φιλοσόφους στην πιθανότητα του μονοθεϊσμού –εξ ου άλλωστε και ο βωμός στον άγνωστο θεό- η προσπάθεια του αποστόλου Παύλου προσέκρουσε στο κήρυγμα περί Αναστάσεως. Το υψηλού φιλοσοφικού επιπέδου ακροατήριο αρνήθηκε να ακούσει τα περί κοινής εγέρσεως και τελικής κρίσεως.

Την εποχή εκείνη, η αντίδραση των φιλοσόφων ήταν δικαιολογημένη. Η Ανάσταση, ως άμεση επέμβαση του Θεού για τη σωτηρία του φθαρτού κόσμου, καθιστούσε τη φιλοσοφία αποτέλεσμα των αποτυχημένων προσπαθειών του ανθρώπου να σωθεί με δικά του μέσα, μία προσπάθεια φυγής από την πραγματικότητα μπροστά στο φάσμα του θανάτου. Άλλωστε αυτή η τάση της άρνησης της Ανάστασης, ως γεγονός που αντίκειται προς τη λογική και την εμπειρία του ανθρώπου, είχε εμφανιστεί από πολύ νωρίς ανάμεσα και στους πιστούς της εκκλησίας της Κορίνθου, αναγκάζοντας τον απόστολο Παύλο να απαντήσει στο 15ο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του.

 «Αν όμως κηρύττουμε ότι ο Χριστός έχει αναστηθεί, πώς μερικοί ανάμεσά σας ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών; Αν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, τότε ούτε ο Χριστός έχει αναστηθεί. Κι αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, τότε το κήρυγμά μας είναι χωρίς νόημα, το ίδιο και η πίστη σας...». 

Ευθύς εξ αρχής, η χριστιανική περί Αναστάσεως διδασκαλία θεμελιώνει οντολογικά την ανθρώπινη ύπαρξη. Η πίστη στο γεγονός της Ανάστασης αποκαλύπτει στον άνθρωπο το άλογον της ύπαρξής του, την αδυναμία του να αντιμετωπίσει το κοσμικό χάος.

Επομένως, πώς θα περίμενε κανείς να τα κατανοήσει όλα αυτά ο Μωάμεθ ο Πορθητής, 1.400 χρόνια μετά την άρνηση των φιλοσόφων της μητρόπολης του εθνικού κόσμου να ακούσουν τα περί Αναστάσεως και τελικής κρίσεως; Και όμως, ο Μωάμεθ –για τελείως διαφορετικούς λόγους- συναίνεσε ασυνείδητα στο να μείνει άσβεστη η φλόγα της Αναστάσεως στο υπόδουλο γένος.

Οι μουσουλμανικές πεποιθήσεις απέναντι στον Χριστιανισμό είχαν ήδη διαμορφωθεί μερικούς αιώνες πριν την Άλωση της Πόλης. Το Ισλάμ θεωρούσε τον Χριστιανισμό ως μία ατελή Βιβλική θρησκεία. Άλλωστε το χριστιανικό Πάσχα έχει τις ρίζες του στο Εβραϊκό Πάσχα και το Εβραϊκό Πάσχα στην αιγυπτιακή γιορτή Πισάχ, που ήταν η γιορτή της εαρινής ισημερίας, δηλαδή το πέρασμα του Ήλιου από τον Ισημερινό. Το Εβραϊκό Πάσχα γιορταζόταν από τους Εβραίους και μετά την επιστροφή τους από την Αίγυπτο αλλά άλλαξε περιεχόμενο. Τώρα πια ήταν η ανάμνηση της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας «αβρόχοις ποσίν».

Στο Χριστιανικό Πάσχα γινόταν ο εορτασμός της Ανάστασης του Κυρίου. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, που συγκάλεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας, όρισε να γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, σε αντίθεση με το Εβραϊκό Πάσχα που γιορταζόταν ανήμερα με την πανσέληνο. Άλλωστε το γεγονός της Ανάστασης συνέβη μετά το Εβραϊκό Πάσχα.

Να τι όριζε ο περίφημος «Όρος της Νίκαιας»: Το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης και αν η πανσέληνος συμβεί Κυριακή τότε να εορτάζεται την επόμενη Κυριακή (για να μην συμπέσει με τον εορτασμό του εβραϊκού Πάσχα). Με βάση τον όρο της Νίκαιας, ο προσδιορισμός του χριστιανικού Πάσχα κατέληξε να είναι ένα καθαρά αστρονομικό-μαθηματικό πρόβλημα.

Το χριστιανικό Πάσχα, σε επίπεδο δόγματος, κρατά συνολικά 120 ημέρες. Αρχίζει ουσιαστικά τρεις εβδομάδες πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή και τελειώνει με την Πεντηκοστή. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο έχουν ενταχθεί πολλά προχριστιανικά και παγανιστικά λατρευτικά έθιμα, όπως τα δύο μεγάλα ψυχοσάββατα, οι Αποκριές ή το κάψιμο του Ιούδα, του κακού δηλαδή, και άλλα πολλά που ενώ διατηρήθηκαν μέσα στην τουρκοκρατία, έχουν ατονήσει στις μέρες μας. Για παράδειγμα, στη Μυτιλήνη, παραφράζοντας εκκλησιαστικό τροπάριο τραγουδούσαν μετά την εξαντλητική νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής: Ο άγγελος εβόα/ και ο παπάς ευλόγα/ τη γίδα την ψημένη/ και τη χαριτωμένη/ Ψήσου, γίδα μ’, ψήσου/ και ροδοκοκκινίσου/ να σε ξεκοκαλίσου/ μ’ έναν κουβά κρασί.

Έτσι λοιπόν υπό την προϋπόθεση ότι οι χριστιανοί υποτάσσονταν στην κυριαρχία του Χαλιφάτου και της μουσουλμανικής πολιτικής εξουσίας, και πλήρωναν τους οριζόμενους φόρους, τότε θα μπορούσαν να ζήσουν στους οικισμούς και τις συνοικίες τους με κάποια εσωτερική διοικητική αυτονομία.

Η αντίληψη αυτή είχε καλλιεργηθεί σε πολλές από τις κατακτημένες περιοχές και με το καθεστώς φόρου υποτέλειας στο οποίο είχαν περιπέσει αναγκαστικά –πριν την οριστική κατάκτησή τους- μεγάλα αστικά κέντρα των χριστιανών. Στην πραγματικότητα οι χριστιανοί υποβιβάζονταν να ζουν στις χριστιανικές συνοικίες, στο δικό τους γκέτο, ως το μιλέτ Rūm, το «Ρωμέικο έθνος» που κατακτήθηκε από το Ισλάμ,

Ο Μωάμεθ, έχοντας την εμπειρία της ερειπωμένης και ερημωμένης Θεσσαλονίκης, και βλέποντας ότι και η Κωνσταντινούπολη θα κατέληγε στην ίδια τραγική κατάσταση με μία ολοένα και εντεινόμενη λειψανδρία, κατανόησε ότι μόνο μέσω του πατριαρχείου, του θρησκευτικού ηγέτη των ορθοδόξων χριστιανών θα ήταν δυνατόν να ανακάμψει η Πόλη, ως πηγή φορολογικών εσόδων.

Το αποτέλεσμα ήταν η εκλογή του Γεννάδιου Σχολάριου στον πατριαρχικό θρόνο κατά τα βυζαντινά έθιμα, αρχές του 1454. Ο πατριάρχης θα γινόταν ο επικεφαλής ολόκληρου του χριστιανικού μιλέτ με το δικαίωμα να διοικεί, να φορολογεί και να ασκεί και δικαστικές αρμοδιότητες σε όλους τους χριστιανούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η πρώτη μετά την άλωση χριστιανική θεία λειτουργία έγινε στον ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Οι αρχιερείς, προεξάρχοντος του μητροπολίτη Ηρακλείας, χειροτόνησαν τον Γεννάδιο Σχολάριο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, ενώ ο ίδιος αποκάλεσε εαυτόν «Πατριάρχη των του Χριστού Πενήτων». Τίτλος που απέδιδε την πάσα αλήθεια εκείνη τη συγκριμένη ιστορική περίοδο, ασχέτως εάν ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εμφανιζόταν στα μάτια του δυστυχισμένου υπόδουλου έθνους όχι μόνον ως διάδοχος των βυζαντινών πατριαρχών αλλά και ως υπόμνηση του μεγαλείου των βυζαντινών αυτοκρατόρων.

Κατά τις πηγές, ο σουλτάνος δέχθηκε τον Γεννάδιο ευμενέστατα και του έδωσε μάλιστα και «χρυσούν δεκανίκιον μετά λίθων πολυτίμων και μαργαριτών εγκεκοσμημένον», λέγοντάς του να πατριαρχεύει επί ευτυχία και έχοντας όλα τα προνόμια που είχαν και οι πριν απ’ αυτόν πατριάρχες. Όρισε μάλιστα όπως οι γάμοι, οι κηδείες και όλες οι θρησκευτικές τελετές να γίνονται ανεμπόδιστα κατά τα προϋπάρχοντα έθιμα της ελληνικής εκκλησίας, «κατά δε την πανήγυριν του Πάσχα αι θύραι των εκκλησιών να ώσιν ανοικταί επί τριήμερον».

Ο τριήμερος εορτασμός του Πάσχα ήταν το μόνο από τα προνόμια που υπεσχέθη ο Μωάμεθ, που διατηρήθηκε σε γενικές γραμμές σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Διότι από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατοχής, ο εκάστοτε πατριάρχης δεν ήταν τελικά «ακαταζήτητος και αδιάσειστος, ελεύθερος παντός τέλους και δόσεως αυτός τε και οι υπ’ αυτόν αρχιερείς και οι διάδοχοι πατριάρχαι». Το δε διάταγμα που απαγόρευε τη μετατροπή των χριστιανικών ναών σε τζαμιά δεν τηρήθηκε ούτε επί πατριαρχείας του Σχολάριου, διότι όταν ο πατριάρχης ζήτησε να μεταφερθεί το πατριαρχείο στη μονή της Παμμακαρίστου που βρισκόταν στη χριστιανική συνοικία, ο ναός των Αγίων Αποστόλων μετατράπηκε αυτομάτως σε τζαμί.

Σε συναντήσεις που είχε ο Γεννάδιος με τον Μωάμεθ, εξέθεσε στον σουλτάνο τις κυριότερες διδαχές της χριστιανικής πίστης, και μάλιστα του τα έδωσε και γραπτώς μετά από τη σουλτανική προσταγή. Το κείμενο του Σχολάριου μεταφράστηκε στην αραβική γραφή από ειδήμονα ιμάμη. Το τι κατάλαβε ο Μωάμεθ περί Αναστάσεως, παραμένει αδιευκρίνιστο. Σημασία έχει ότι συναίνεσε στον τριήμερο δημόσιο εορτασμό του Πάσχα. Οι θύρες των εκκλησιών θα παρέμειναν ανοικτές επί τριήμερον.

Ο Μωάμεθ ο Πορθητής παραδίδει στον Γεννάδιο
Σχολάριο τα προνόμια του Πατριαρχείου









Η «ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»

Ίσως είναι σχήμα οξύμωρο, αλλά η κατάκτηση του Ελλαδικού χώρου από τους Οθωμανούς, και η  απομάκρυνση των Φράγκων, αποκατέστησε την εκκλησία της Ελλάδος και οι διάφορες παλιές μητροπόλεις σταδιακά άρχισαν να ενώνονται και πάλι με το οικουμενικό πατριαρχείο, αν και ο εκάστοτε πατριάρχης, και το εν Ελλάδι ποίμνιό του, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν μία σκοτεινή, τραγική και γενοκτονική περίοδο, που για τις διάφορες περιοχές η χρονική διάρκειά της είχε κυμανθεί από 100 έως 400 και 500 χρόνια.

Στην αρχή της τουρκοκρατίας ελάχιστες ήταν οι εκκλησιαστικές επαρχίες λόγω της αραίωσης του ορθόδοξου ελληνικού πληθυσμού. Τη σύνθεση του πληθυσμού στη Μακεδονία (μουσουλμάνοι – χριστιανοί) μπορούμε να την παρακολουθήσουμε μέσα από τα διασωθέντα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα, όπως για παράδειγμα το φορολογικό κατάστιχο ΤΤ3 του 1454/55, και το φορολογικό κατάστιχο ΤΤ7 του 1478/79.

Από τα αναλυτικά πληθυσμιακά δεδομένα των πόλεων Σερρών και Ζίχνας και των σαντζακιών Σερρών, Ζίχνας και Κετσισλίκ, μεταξύ των δύο φορολογικών κατάστιχων ΤΤ3 και ΤΤ7, προκύπτει ότι παρά τις εμφανιζόμενες διαφοροποιήσεις στον αριθμό των νοικοκυριών, των ανύπαντρων και των χηρών, το γενικό σύνολο των φορολογικών μονάδων ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα. Το 1454/55 έχουμε 11.824 νοικοκυριά και το 1478/79 έχουμε 11.775.

Και ενώ το 1478 έχουμε στο σημερινό νομό Σερρών περίπου 11.800 νοικοκυριά, στην Κωνσταντινούπολη – σύμφωνα με την απογραφή του καδή της Πόλης, την ίδια χρονιά υπήρχαν στην περιοχή αριστερά του Κεράτιου κόλπου, στον κατ’ εξοχή οικοδομικό ιστό της πόλης, μόλις 3.151 εστίες Ρωμιών. Είχαν περάσει 25 χρόνια από την Άλωση, και ο ελληνικός πληθυσμός προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του.

Στην περίοδο από την άλωσή της μέχρι και την εγκατάσταση των Σεφαραδιτών Εβραίων το 1492, η Θεσσαλονίκη παρουσιάζει κι αυτή μία πληθυσμιακή στασιμότητα  που αποτυπώνεται πλήρως στα φορολογικά κατάστιχα. Να σημειωθεί ότι πριν την εγκατάσταση των Εβραίων, η πόλη των Σερρών και η Ζίχνα είχαν μεγαλύτερο πληθυσμό από τη Θεσσαλονίκη.

Αυτή η πληθυσμιακή στασιμότητα αποτυπώνεται και από τους σχετικούς καταλόγους των μητροπολιτών Θεσσαλονίκης. Ενώ μέχρι το 1430 έχουμε μία κανονική διαδοχή στον μητροπολιτικό θρόνο, μετά την άλωση το 1430 εμφανίζεται πριν τον Οκτώβριο του 1453 -και μετά το 1467- ο Μεθόδιος, το 1482 ο Παρθένιος Α΄, από το 1482 έως το 1486 ο Νήφων –ο μετέπειτα οικουμενικός πατριάρχης, και ο Μάξιμος (Λαυριώτης) το 1487, ο οποίος παραιτήθηκε μετά από 28 χρόνια στον μητροπολιτικό θρόνο το 1515.

Η προηγούμενη επισήμανση, για την αποκατάσταση της εκκλησίας της Ελλάδος, έχει διατυπωθεί και με άλλον τρόπο. Οι τουρκικές κατακτήσεις με την απομάκρυνση του κλήρου των Λατίνων ωφέλησε αρνητικώς την ελλαδική εκκλησία, υπό την έννοια ότι υποβοήθησε την αποκατάσταση των ορθόδοξων ιεραρχών. Για παράδειγμα ο μητροπολίτης Αθηνών είχε οριστεί με σουλτανικό μπεράτι, όπως και οι υπόλοιποι μητροπολίτες του Οικουμενικού θρόνου, ως πρόεδρος του κοινοτικού συμβουλίου Αθηνών αποκτώντας πολιτική ισχύ φέροντας τον τίτλο «μητροπολίτης Αθηνών και έξαρχος πάσης Ελλάδος» και αργότερα «… και των Κυκλάδων νήσων».

Κατά τη φραγκοκρατία οι Λατίνοι είχαν επιδείξει αχαρακτήριστα καταπιεστική συμπεριφορά κατά της Ελλαδικής εκκλησίας με αντικατάσταση των επισκόπων, αλλαγή της εκκλησιαστικής και λατρευτικής ζωής κλπ. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα το άσβεστο μίσος που είχε δημιουργηθεί, παραμονές της Άλωσης, μεταξύ Ενωτικών και Ανθενωτικών. Οι τελευταίοι είχαν ως πολιτικό αρχηγό τον Νοταρά και θρησκευτικό τον μετέπειτα πρώτο πατριάρχη μετά την άλωση Γεννάδιο Σχολάριο.



Σύμφωνα με τον Δούκα, τον τελευταίο, ίσως, ιστοριογράφο πριν την Άλωση, και έναν από τους 4 ιστορικούς της Άλωσης, ο μέγας δούκας, Λουκάς Νοταράς είχε πει το περίφημο ανθενωτικό σλόγκαν : «Κρειττότερον βασιλεύσαι εν μέση Πόλει, φακιόλιον Τούρκων παρά καλύπτρα λατινικήν». Δηλαδή, «καλύτερα να δω να βασιλεύει μέσα στην Πόλη τουρκικό σαρίκι παρά τιάρα λατινική». Ο Νοταράς, βέβαια, αποκεφαλίστηκε από τον Μωάμεθ, αλλά ο τελευταίος Μέγας Δουξ της βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε τα δίκαιά του.

Για παράδειγμα, η κατάληψη των Αθηνών από τους Φράγκους είχε ως συνέπεια τον σφετερισμό όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας και την υπαγωγή της εκκλησίας των Αθηνών υπό την προστασία του Αγίου Πέτρου. Ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε μητροπολιτικό ναό των Λατίνων. Οι Ελληνορθόδοξοι κληρικοί και μοναχοί είχαν εκδιωχθεί από τους ναούς και τα μοναστήρια και οι Λατίνοι ιερείς και οι προύχοντες ιδιοποιήθηκαν τις περιουσίες τους.

Το 1204, η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στον Βονιφάτιο Μομφερατικό υπό τον όρο να σεβαστεί το στάτους κβο των παλιών προνομίων της πόλης, που πλουσιοπάροχα της είχαν προσφέρει οι βυζαντινοί αυτοκράτορες. Παρά τις καταγγελίες για σφετερισμό και καταπάτηση των προνομίων και των δικαιωμάτων των Ελληνορθόδοξων ιερέων, σχετικά με την εκλογή και το τυπικό της εκλογής του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, διατηρήθηκαν κάποιες συνήθειες, απόδειξη του γεγονότος ότι στην πόλη είχαν ριζώσει βαθιά τα βυζαντινά ήθη και έθιμα.

Κατά την εκλογή του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ακούγονταν ύμνοι παρόμοιοι με κείνους που ψέλνονταν κατά τη διάρκεια του Πάσχα. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος Κόκκινος (1353-1354 και 1364-1376) μας διέσωσε ότι έψαλλαν τα «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της αναστάσεως Χριστόν εξαστράπτοντα και χαίρετε φάσκοντα τρανώς ακουσόμεθα, επινίκιον άδοντες» του θεόγλωσσου υμνωδού άγιου Ιωάννη Δαμασκηνού. Δηλαδή να καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας, για να μπορέσουμε να δούμε τον Χριστό τον αναστημένο από τον τάφο. Να καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας, γιατί είναι ακάθαρτες, βρωμισμένες, επειδή τις χρησιμοποιούμε για σαρκικά και υλικά πράγματα.

«Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν» (ωδή γ΄ από τις καταβασίες του Πάσχα). «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου τερατουργούμενον, ἀλλ' ἀφθαρσίας πηγήν ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ, ἐν ᾧ στερεούμεθα». Ελάτε να πιούμε ένα πιοτό καινούργιο, όχι σαν κι αυτό που με θαυματουργικό τρόπο ανέβλυσε από μία στεγνή πέτρα, αλλά που είναι πηγή αφθαρσίας, η οποία αναβλύζει από τον τάφο του Χριστού, πάνω στον οποίο στεριώνουμε τη ζωή μας.

«Φωτίζου, φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ. Η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε. Χόρευε νυν και αγάλλου, Σιών, συ δε, αγνή, τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου σου». Πλημμύρισε από φως Χριστού, πλημμύρισε, η Νέα Ιερουσαλήμ (η εκκλησία). Γιατί το λαμπερό φως της δόξας του Κυρίου σε σένα ανέτειλε. Στήσε τώρα το χορό και νιώσε αγαλλίαση Σιών (εκκλησία), αλλά κι εσύ, αγνή Θεοτόκε, νιώσε απέραντη χαρά με την έγερση του τόκου σου.

Οι συντελεστές της εκδήλωσης: Η υπεύθυνη της Κεντρικής Βιβλιοθήκης κ. Γεωργία Μιχαήλ, ο συγγραφέας και τα μέλη της βυζαντινής χορωδίας με τους πρωτοψάλτες Νικόλαο και Αθανάσιο Λιλιόπουλο.

 

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ

Ο νέος κατακτητής για λόγους καθαρά φοροεισπρακτικούς έδωσε κατ’ επίφαση τις σχετικές θρησκευτικές ελευθερίες, αλλά υπό τη συνεχή δαμόκλειο σπάθη του κινδύνου αφανισμού του ελληνικού πολιτισμού, των παραδόσεων και των εθίμων. Το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έπρεπε να ανεγερθεί από τα ερείπια της ανείπωτης καταστροφής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και να επικοινωνήσει και πάλι με τα τμήματα του ελληνισμού στην Αθήνα, στην Πάτρα, στην Κόρινθο, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στην Κύπρο, στη Ρόδο, στην Κρήτη, αλλά και στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, στη Συρία και σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.

Επομένως, είχε προκύψει για μια ακόμη φορά –αν και με τελείως διαφορετική μορφή- το ζήτημα του συμβιβασμού της Εκκλησίας με τις δομές της κοσμικής εξουσίας. Αυτή τη φορά προέκυψε επιτακτική η ανάγκη του συμβιβασμού καθώς είχε δημιουργηθεί μία ζοφερή κατάσταση που ενείχε τον κίνδυνο γενικού αφανισμού. Σε όλη τη διάρκεια του Βυζαντίου, η Εκκλησία κυριαρχούσε όχι μόνο στη θρησκευτική αλλά και στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Οι ανάγκες της Εκκλησίας γίνονταν αυτομάτως προβλήματα της Πολιτείας.

Το φαινόμενο αυτό του συμβιβασμού, του συμβιβασμού δηλαδή Εκκλησίας και Πολιτείας, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μορφή του δυτικής προέλευσης «καισαροπαπισμού», δηλαδή ένας συνδυασμός της κοσμικής εξουσίας και της θρησκευτικής εξουσίας της χριστιανικής εκκλησίας.

Από τις απαρχές της βυζαντινής πολιτείας, ο συμβιβασμός με την Πολιτεία είχε καλλιεργηθεί ως ιδέα στη ζωή της Εκκλησίας με την ελπίδα πάντοτε να απαλλαγεί απ’ αυτόν και να παραμείνει ελεύθερη. Αυτή η ιδέα έδωσε στην Εκκλησία τη δυνατότητα να διατηρηθεί κάτω από το ζυγό των Φράγκων και των Τούρκων, και χάρις σ’ αυτήν την ιδέα διατηρείται μέχρι σήμερα. 

Το πατριαρχείο μέσα σε εκείνες τις σκοτεινές συνθήκες, είχε καταστεί σταδιακά σύμβολο ενότητας της πίστης και της εθνικής ταυτότητας. Διότι τώρα η ιδέα του συμβιβασμού δεν αφορούσε μόνο το κοσμικό στοιχείο αλλά και το ίδιο το δόγμα. Η Εκκλησία θα έπρεπε να επιβιώσει πάση θυσία. Σ’ αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι τις πρώτες δεκαετίες μετά την Άλωση, η σύνοδος της Φερράρας-Φλωρεντίας του 1438-39, για την Ένωση της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας, είχε εξοβελιστεί από τη σκέψη του πατριαρχείου. Άλλωστε ούτε ο σουλτάνος επιθυμούσε τη συνέχιση των οποιοδήποτε δεσμών του πατριαρχείου με τη δυτική εκκλησία.

Ο κατά τ’ άλλα αιμοσταγής σουλτάνος Σελήμ ο Α΄ ένα χρόνο πριν πεθάνει το 1520 ανανέωσε τα προνόμια που είχε δώσει στο πατριαρχείο ο παππούς του Μωάμεθ Β΄, και μάλιστα έδωσε προνόμια και στα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Ιερουσαλήμ καθώς και στις εμβληματικές μονές στη χερσόνησο του Σινά, την Παναγία Σουμελά στον Πόντο και σε μονές του Αγίου Όρους.

 Η ορθόδοξη θεολογική και πνευματική παράδοση διατηρήθηκε κυρίως μέσα στα μοναστήρια. Διότι αυτή η απομόνωση από τις επιρροές της δυτικής Εκκλησίας άρχισε να σπάει από κάποιες προτεσταντικές πολιτικές βλέψεις, και τακτικές προσηλυτισμού, προς τα τέλη του 16ου αιώνα. Την περίοδο 1573-1581 υπήρξε μία μακρά αλληλογραφία από υποστηρικτές του Λούθηρου με το πατριαρχείο. Στην αλληλογραφία αυτή περιλαμβάνονται και οι απαντήσεις που έδινε σε διάφορα θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα ο πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ (1572-95). Βεβαίως, είχε διαφανεί από τότε το χάσμα μεταξύ του προτεσταντικού μεταρρυθμιστικού κινήματος και του παραδοσιακού ορθόδοξου χριστιανισμού της Ανατολής.

Τον 17ο αιώνα, οι επεμβάσεις των πρεσβευτών των μεγάλων δυνάμεων στην εκλογή του πατριάρχη Κωνσταντινούπολης είχαν πάρει ενδημικές διαστάσεις. Για παράδειγμα, οι πρεσβευτές της Γαλλίας και της Αυστρίας υποστήριζαν υποψηφίους επιρρεπείς στην ρωμαιοκαθολική επιρροή, ενώ αντίθετα οι πρεσβευτές της Βρετανίας και της Ολλανδίας επέλεγαν υποψηφίους που ήταν θετικά διακείμενοι στις ιδέες του προτεσταντισμού.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κύριλλος Λούκαρις, ο οποίος εξελέγη και καθαιρέθηκε πέντε φορές μεταξύ 1620-1638, και η περίφημη δική του Ομολογία Πίστεως του 1629-1631, που περιείχε μεταρρυθμιστικές προτεσταντικές απόψεις. Έξι διαδοχικές σύνοδοι ορθόδοξων ιεραρχών καταδίκασαν την Ομολογία Πίστεως του Λούκαρι. Επίσης, είχε παρουσιαστεί το φαινόμενο αρκετοί ορθόδοξοι ιερείς να αποδεχτούν την εξουσία του πάπα στη Ρώμη, ενώ θεωρητικά τους επιτρεπόταν να διατηρούν την ανεξαρτησία τους σε λειτουργικά και γλωσσικά θέματα.

Εκτός από τα προνόμια, ο πατριάρχης είχε καταστεί, όμως, και υπόλογος έναντι του σουλτάνου για την υποταγή και τις ενέργειες των χριστιανών. Άλλωστε, ο πορθητής είχε αναγνωρίσει την Εκκλησία ως κοινότητα που συμπεριλάμβανε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς υπηκόους του νέου οθωμανικού κράτους. Αυτό υπήρξε θεμελιώδες για τη σταδιακή εξέλιξη της κοινοτικής οργάνωσης, υπό την αρμοδιότητα της Εκκλησίας, γεγονός που συνετέλεσε όχι μόνον στη διοικητική οργάνωση των ραγιάδων αλλά και στην αποφυγή της αφομοίωσης και του εξισλαμισμού τους.

Αλλά το ελληνικό εκκλησιαστικό «κράτος» βρισκόταν εν κράτει βαρβαρότητας και αυθαιρεσίας. Ο πατριάρχης είχε καταστεί «δέσμιος βασιλεύς εν μέσω δέσμιου λαού». Στους μυριάδες φόρους που είχαν τεθεί για τους δύστυχους ραγιάδες, είχε προστεθεί και ο φόρος «δια την εξερεύνησιν των ναών». Τουτέστιν ένας κρατικός υπάλληλος, που συνήθως δεν πληρωνόταν και αποζούσε εκ του φόρου αυτού, επιθεωρούσε τους ναούς και η παραμικρή φθορά χρήζουσας επισκευής ήταν αφορμή για επιβολή χρηματικών προστίμων ή κατεδάφισης όλου του ναού.

Οι Χριστιανοί είχαν το δικαίωμα να διασκεδάζουν δημοσίως μόνον κατά τις τρεις ημέρες του Πάσχα. Τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου θα έπρεπε να μην φαίνονται, να μην ακούγονται, οι ναοί να μην έχουν εξωτερικά διακριτικά ναών, να μην διακρίνονται από τα υπόλοιπα σπίτια. Οι Χριστιανοί δεν είχαν το δικαίωμα να φορούν χρωματιστά ενδύματα, τα σπίτια τους να είναι χαμηλότερα των μουσουλμάνων γειτόνων τους, και να μην έχουν παράθυρο που βλέπει σε τουρκικό τζαμί.

Καταλαβαίνουμε ότι όλα αυτά έθεταν εν αμφιβόλω την υποτιθέμενη θρησκευτική ελευθερία που είχε παραχωρηθεί δια των προνομίων, ενώ στην πραγματικότητα η Εκκλησία υφίστατο απηνή διωγμό, που οδηγούσε στον βίαιο ή καταναγκαστικό εξισλαμισμό των νέων για την αποφυγή των ατιμώσεων και των βασάνων. Η επιβίωση, λοιπόν, της Εκκλησίας είχε καταστεί εκ των εξ ων ουκ άνευ. Μέσα σ’ αυτή, το ελληνικό έθνος βρήκε την ενότητά του και τους τρόπους της εθνικής συνοχής και περισυλλογής, την αυτοσυνείδησή του μέσω της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών γραμμάτων.




Ο Μέγας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο Κύριλλος Λούκαρις, συνέταξε διάλογο το 1616 στην απλή καθομιλουμένη γλώσσα: «ώ άνδρες Έλληνες και της Ανατολικής Εκκλησίας γνήσια παιδιά, αν ίσως και ευρισκόμεθα ξεπεσμένοι από βασιλείαν, από πλούτη και ανάπαυσιν, οπού έχει ο κόσμος, να μην προδώσωμεν την ευγένειαν της ψυχής μας». Μόνον η προσφώνηση αρκούσε για να καταλάβει κανείς τι σήμαινε να μην προδώσουν την ευγένεια της ψυχής τους.

Άλλωστε και ο πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, ο Γεννάδιος Σχολάριος, θρηνούσε για την υποδούλωση των Ελλήνων: «Άγχομαι δεινώς επί τω του γένους ολέθρω. Γένους, ο των επί γης το κάλλιστον ην, σοφία διαλάμπον, φρονήσει τεθηλός, ευνομίαις ανθούν, καλοίς πάσι κατάκομον. Τις ουχ ομολογεί βελτίστους Έλληνας ανθρώπων πάντων γενέσθαι; τις ου πειράται προς αυτούς αναφέρειν εν τοις συνούσι καλοίς, καν Ιταλός, καν βάρβαρος η; Οίμοι, τι πρώτον οδύρωμαι; Την εν τοις σώμασι δουλείαν Ελλήνων, ή την εν ταις ψυχαίς φθοράν;».

Ο ελληνικός κλήρος πρωτοστάτησε ή συμμετείχε ενεργά σε όλες τις απελευθερωτικές προσπάθειες, εκτός των άλλων, και για την αποτίναξη του οδυνηρού συμβιβασμού με τον τυραννικό δυνάστη. Αρκεί να αναφέρουμε τον μητροπολίτη Λαρίσης-Τρίκκης Διονύσιο Β΄, το 1600, τον αποκαλούμενο από τους Τούρκους «Σκυλόσοφο». Τότε υπέστη μαρτυρικό θάνατο και ο επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου το 1601, και πολλοί Χριστιανοί εσφάγησαν. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 17ου αιώνος, η καταπάτηση των λεγόμενων προνομίων είχε καταστεί κανόνας, όπως την εποχή των πατριαρχών Νεοφύτου και Παρθενίου Α΄ (1630-1644) κλπ.

Στις αρχές του 18ου αιώνα, στον ελλαδικό χώρο υπήρχαν 8 μητροπόλεις, στις οποίες υπάγονταν 15 επισκοπές. Βεβαίως, υπεράνω όλων ήταν η μητρόπολις Αθηνών, διότι στη διάρκεια της τουρκοκρατίας η πόλη είχε καταστεί το πνευματικό και εκκλησιαστικό κέντρο της Ρούμελης, όπως αποκαλούσε η Υψηλή Πύλη το δυτικό τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Όλη η ζωή του υποδούλου έθνους είχε εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Η μεγαλοπρέπεια, όμως, που χαρακτήριζε τη θρησκευτική ζωή των ορθόδοξων Ελλήνων κατά τους προγενέστερους χρόνους είχε εξαφανισθεί. Από τους επιβαλλόμενους φόρους, το πατριαρχείο βρισκόταν διαρκώς καταχρεωμένο στο τουρκικό δημόσιο. Κατά τον 16ο αιώνα το χρέος ανήρχετο σε εκατομμύρια γρόσια. Μία σημαντική προσπάθεια για την ανόρθωση των οικονομικών του πατριαρχείου έκανε ο πατριάρχης Ιωάσαφ ο Μεγαλοπρεπής (1555-1565). Κατά τον 17ο αιώνα, τα χρέη του πατριαρχείου τα πλήρωσε ο ηγεμόνας της Μολδαβίας βοεβόδας Βασίλειος Λούπος (1634-1653), και «έσωσε την Εκκλησίαν από τοιούτου ονείδους, αποτίσας πάντα τα οφειλόμενα, ήτοι πογγεία 260».

Κατά τον 18ο αιώνα το χρέος του πατριαρχείου πήρε και πάλι την ανιούσα, καθώς οι ετήσιοι φόροι προς το τουρκικό δημόσιο ήταν πολλές χιλιάδες γρόσια, για τους διερμηνείς του διβανίου, τον τουρκικό στρατό, το ιδιαίτερο σουλτανικό ταμείο, ακόμη και για εσωτερικά θέματα της εκκλησίας όπως η ένωση αρχιεπισκοπών ή μητροπόλεων, το πατριαρχείο πλήρωνε φόρους στον σουλτάνο.

Το 1818, ο Γρηγόριος ο Ε΄ βρήκε χρέος στον «Κοινόν» λεγόμενο ταμείο του πατριαρχείου και του Έθνους, ένα ποσό της τάξης των 2 εκατομμυρίων γροσίων. Από το ταμείο αυτό, το πατριαρχείο πλήρωνε κάθε χρόνο φόρο 40.000 γροσίων στην τουρκική κυβέρνηση, τα απαραίτητα δώρα στους μεγάλους βεζύρηδες, στους υπουργούς για τον κατευνασμό του δυνάστη. Τις περισσότερες φορές, το πατριαρχείο ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί σ’ αυτές τις υποχρεώσεις και τα χρέη προς το δυνάστη συσσωρεύονταν. Ήταν τα λεγόμενα «αυλικά» χρέη για την απόσβεση των οποίων, το πατριαρχείο απευθύνονταν μέσω των αρχιερέων προς τις εκκλησιαστικές επαρχίες, αλλά ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος.

Οι όποιοι ναοί στα αστικά κέντρα καταστρέφονταν από καιρού εις καιρόν. Οι Χριστιανοί κατέφευγαν στα παρεκκλήσια. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σύνολο 17.000 οικογενειών των νησιών, που είχαν συμπεριληφθεί στο πρώτο ελληνικό βασίλειο μετά την τουρκοκρατία, είχαν μετρηθεί 592 ναοί και 602 ιερείς. Μόνο στη Σκύρο υπήρχαν 365 παρεκκλήσια.

Έτσι, με κάποιες διαφοροποιήσεις ανά επαρχία, κατά τη διάρκεια του Πάσχα οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να επαναλάβουν σε κάποιο βαθμό τον μεγαλοπρεπή εορτασμό του στο Βυζάντιο. Το Πάσχα εξακολουθούσε να είναι γιορτή χαράς για το δοκιμαζόμενο έθνος. Όχι μόνον με τις γιορτές του τριημέρου, αλλά και με την περίοδο της νηστείας, κατά τη διάρκεια της οποίας γινόταν η προετοιμασία για το χαρμόσυνο γεγονός. Το Πάσχα ήταν κατ’ εξοχήν λαμπρά ημέρα, και γι αυτό το ονόμαζαν Λαμπρή, τουτέστιν ημέρα αγάπης και πανδαισίας. Η Εκκλησία εκήρυττε για να ευφρανθούν «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες».

Στο Βυζάντιο, ο εορτασμός του Πάσχα συνεχιζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας της Διακαινησίμου. Τα δικαστήρια δεν λειτουργούσαν, αποφεύγονταν οι φυλακίσεις για παραβάτες, πλην εξαιρετικών κακουργηματικών περιπτώσεων. Στην Κωνσταντινούπολη η γιορτή λάμβανε αυτοκρατορικές διαστάσεις με τη συμμετοχή στις γιορτές του αυτοκράτορα και όλης της αυλής. Στον χρυσοτρίκλινο των ανακτόρων, στην κύρια αίθουσα ακροάσεων και τελετών του Μεγάλου Παλατιού, ο αυτοκράτορας παρέθετε τράπεζα για τους αξιωματούχους του κράτους και για τους ξένους αντιπροσώπους, και την Πέμπτη της Διακαινησίμου ιδιαίτερο γεύμα για τον οικουμενικό πατριάρχη, τους μητροπολίτες, τους πρεσβυτέρους και τους ηγουμένους 12 μοναστηριών.

 


Πίνακας του Πολύκλειτου Ρέγκου


ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Στην διάρκεια της τουρκοκρατίας, αν τα πράγματα πήγαιναν καλά και δεν υπήρχαν έκτακτα γεγονότα, οι προετοιμασίες για το Πάσχα άρχιζαν πολύ νωρίς, από τη μέση της Σαρακοστής. Οι δημογέροντες, οι πρόκριτοι και οι ενορίες άρχιζαν τη συγκέντρωση χρημάτων υπέρ των αδυνάτων, τα οποία τα μοίραζαν στους φτωχούς τις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Αλλά και τα μοναστήρια με τα μετόχια τους μοίραζαν στους φτωχούς όχι μόνον χρήματα, αλλά και κρέας και αλεύρι. Μέσα σε κείνες τις ζοφερές συνθήκες, στις κλειστές κοινωνίες των ορθόδοξων χριστιανών όλοι φρόντιζαν να μην μείνει κανένας χωρίς κόκκινα αυγά, κουλούρια και λαμπάδα για την Ανάσταση.

Η καθαριότητα στα σπίτια ξεκινούσε από τη Μεγάλη Δευτέρα. Εκτός από τη λάτρα του σπιτιού όλοι παρακολουθούσαν με κατάνυξη τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Για παράδειγμα, στην Αθήνα τη Μεγάλη Τετάρτη όλες οι νοικοκυρές άρχιζαν τις προετοιμασίες για το ζυμάρι της χρονιάς. Η ετοιμασία του ζυμαριού γινόταν από την εκκλησιάρισσα κάθε ενορίας, που πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και μάζευε από τις νοικοκυρές αλεύρι, που το ζύμωνε χωρίς προζύμη. Έπειτα ο παπάς έβαζε απάνω στο ζυμάρι το Σταυρό με το τίμιο ξύλο και το ζυμάρι ανέβαινε, φούσκωνε.

Μ’ αυτόν τον τρόπο ετοιμαζόταν το νέο προζύμι της ενορίας για τη νέα χρονιά. Το νέο προζύμι το μοίραζε από το σκαφίδι η εκκλησιάρισσα τη Μεγάλη Πέμπτη μετά την ακολουθία πάνω στο γυναικωνίτη. Μ’ αυτό το νέο ζυμάρι, οι Αθηναίες ζύμωναν τις κουλούρες της Λαμπρής και κρατούσαν προζύμι για όλο το χρόνο. Τη Μεγάλη Πέμπτη γινόταν και το βάψιμο των αυγών. Έβαφαν όσα αυγά γεννούσαν οι κότες τη Μεγάλη Πέμπτη. Το βράδυ, πριν πάνε στην εκκλησία για τα Δώδεκα Ευαγγέλια, τα έβαζαν μέσα σε μπογιά και τα άφηναν στη φωτιά. Όταν επέστρεφαν στο σπίτι έβαζαν τα κόκκινα αυγά στα εικονίσματα. «Τα κόκκινα ωά ποικίλλουσι κατά τας αποχρώσεις. Άλλα μεν εξέρχονται των χειρών του βαφέως ημφιεσμένα ημαυρωμένην και σκαιάν ερυθρότητα, άλλα δε στιλπνήν, ως κοράλλια. Τινά φέρουσι τον βαθύν χρωματισμόν των καμελιών, και άλλα τον φωτεινόν και γλυκύτατον των ρόδων». (Ακρόπολις, 5/4/1884).

Τις κουλούρες της Λαμπρής τις ζύμωναν συνήθως τα μεγαλύτερα κορίτσια του σπιτιού για γούρι. Και όταν λέμε μεγαλύτερα, εννοούμε βεβαίως πάνω από 12 χρονών. Αν δεν υπήρχε κορίτσι πάνω από 12 χρονών, τις κουλούρες τις ζύμωνε το μεγαλύτερο κάτω από τα 12. Επρόκειτο για ιεροτελεστία. Οι συγγενείς άλειφαν τα χέρια του κοριτσιού με λάδι και μέλι για να γίνουν οι κουλούρες γλυκές και νόστιμες. Αν τα κορίτσια είχαν και καμία ελιά στο πρόσωπο ή στο σώμα, τότε η επιτυχία και η νοστιμάδα του ψωμιού ήταν εξασφαλισμένη.

Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν ζύμωναν ποτέ. Το είχαν σε κακό. Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν έτρωγαν τίποτα γλυκό. Κάποιοι δεν έτρωγαν ούτε ψωμί, ούτε νερό έπιναν. Ούτε καρφί κάρφωναν, γιατί εκείνη την ημέρα έδωσαν ξύδι στον σταυρωμένο Χριστό. Τα κορίτσια στόλιζαν τον επιτάφιο. Η περιφορά του Επιταφίου γινόταν το πολύ-πολύ γύρω από την εκκλησία. Οι γυναίκες είχαν φροντίσει να καθαρίσουν τους γύρω δρόμους. Όταν περνούσε ο Επιτάφιος έβαζαν πάνω σ’ ένα κεραμίδι αναμμένα κάρβουνα και λιβάνι στις πόρτες τους. Τα άνθη του Επιτάφιου τα φύλαγαν για το ξεμάτιασμα.

Η πρώτη Ανάσταση γινόταν το Μεγάλο Σάββατο, περίπου στις 11:00. Η μεγάλη Ανάσταση γινόταν τα ξημερώματα της Κυριακής και όχι τα μεσάνυχτα, όπως γίνεται σήμερα. Τότε η εκκλησιάρισσα πριν ξημερώσει γυρνούσε στα σπίτια των χριστιανών και χτυπούσε διακριτικά για να ξυπνήσει τους ενορίτες να κοπιάσουν στην εκκλησία για την Ανάσταση. Αυτή ήταν η «αργοπορημένη Ανάσταση», ένα έθιμο της τουρκοκρατίας που διατηρήθηκε σε αρκετές περιοχές και μετά την τουρκοκρατία αλλά η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε ότι αυτό αντιβαίνει στους εκκλησιαστικούς κανόνες. Βρέθηκε η συμβιβαστική λύση η Ανάσταση να γίνεται στις 12 τα μεσάνυχτα. Αλλά ουσιαστικά διατηρείται και σήμερα με την Ακολουθία της Αναστάσεως, δηλαδή τον Όρθρο και τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα, που κρατά μέχρι τις 2 ή και τις 3 τα ξημερώματα της Κυριακής.

Στο Φανάρι οι πόρτες παρέμειναν ανοιχτές και τις τρεις ημέρες ώστε οι πιστοί να μπορούν να παρακολουθούν τη Θεία Λειτουργία: «όπου τα προάστια ήθελον θελήσει να εκκλησιασθώσιν εις το Πατριαρχείον», όπως ανέφερε το πρώτο φιρμάνι του Μωάμεθ του Πορθητή. Βέβαια αυτά δεν ίσχυαν πάντοτε. Στην Κωνσταντινούπολη, οι συντεχνίες των γουναράδων, των χασάπηδων και τα άλλα σνάφια πήγαιναν στη θεία Λειτουργία και στις Ακολουθίες εν πομπή. Έτσι πήγαιναν και μετά την Ανάσταση να φιλήσουν το χέρι του πατριάρχη και η κάθε συντεχνία έστηνε το χορό της την Κυριακή του Πάσχα.

Υπήρξαν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες στους 5 αιώνες της τουρκοκρατίας, που δημιουργούσαν πολλά εμπόδια ή απαγορεύσεις στο πασχαλινό τελετουργικό. Για παράδειγμα, το 1772, στον απόηχο των Ορλωφικών, και ενώ δεν είχε κοπάσει η αναταραχή από την πρώιμη εκείνη Επανάσταση, πρόδρομο του 1821, η Πύλη έδωσε στον πατριάρχη Θεοδόσιο Β΄ αυστηρές εντολές εορτασμού του Πάσχα χωρίς τυμπανοκρουσίες, τραγούδια και φανταχτερά ρούχα. Ο Θεοδόσιος είχε διατελέσει μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1767-69). 

Επρόκειτο στην ουσία για κατάργηση του προνομίου του τριήμερου εορτασμού του Πάσχα. Διότι συνέβαιναν κι αυτά. Ο πατριάρχης ενημέρωσε κληρικούς και πιστούς «να περάσωσιν όλοι οι Χριστιανοί ραγιάδες με ησυχίαν και σεμνότητα, χωρίς χορούς και τραγούδια και παιγνίδια, και να μη περιπατώσει μαζεμένοι εις τους δρόμους, μήτε να πηγαίνωσιν εις το Μπαλουκλή και τον Εγρή-Καπί και εις άλλα αγιάσματα, αλλά να ησυχάζωσιν εις τα οσπίτια και εις τους οντάδες των».

Αλλά αυτή η τιμωρητική εκδοχή της κατάργησης στην πράξη του τριήμερου εορτασμού του Πάσχα φάνηκε καθαρά κατά την Επανάσταση του 1821. Το 1822, το Πάσχα έπεσε στις 2 Απριλίου. Εκείνο το φοβερό Απρίλιο οι Τούρκοι κατέστρεψαν τη Χίο και τη Νάουσα και κατέσφαξαν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Το 1826 το Πάσχα έπεσε 18 Απριλίου. Ξημερώματα Κυριακή των Βαΐων, στις 11 Απριλίου, έγινε η Έξοδος στο ηρωικό Μεσολόγγι. Ενώ, η Επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες είχε αρχίσει την Κυριακή της Ορθοδοξίας, τέλη Φεβρουαρίου του 1821, και η Επανάσταση στο Μοριά στις 25 Μαρτίου, οι Τούρκοι κρέμασαν τον Γρηγόριο τον Ε΄, την Κυριακή του Πάσχα, στις 10 Απριλίου 1821, στην πύλη του πατριαρχείου.

Στις καλές εποχές, λοιπόν, οι πιστοί μετά την Ανάσταση έφευγαν με τα κεριά αναμμένα. Το πρώτο πιάτο μετά τη νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας ήταν σούπα με ψιλοκομμένο συκώτι αρνιού, κρεμμύδι, μαϊντανό, μπαχαρικά, κυρίως πιπέρι.  Μόνο στις μονές και τα μετόχια είχαν ξύλινα σήμαντρα που τα χτυπούσαν για να ειδοποιήσουν για την Αναστάσιμη ακολουθία. Το απόγευμα της Κυριακής, γινόταν η ακολουθία της αγάπης. Στην ακολουθία της αγάπης γινόταν και το έθιμο των αδελφοποιτών. Ο ιερέας τους διάβαζε και τους όρκιζε στο ευαγγέλιο. Τη Δευτέρα του Πάσχα και την Τρίτη της Λαμπρής γίνονταν οι συγγενικές και φιλικές επισκέψεις. Ήταν ένα τριήμερο χαράς και αγάπης που το περίμεναν οι χριστιανοί όλο το χρόνο.

Σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι Έλληνες είχαν υψηλό επίπεδο εθνικής αυτοσυνειδησίας. Με οδηγό την Εκκλησία και τη λατρευτική ζωή διατήρησαν την αίσθηση του «βελτίστου» έθνους. Οι σχετικές πηγές και αναφορές είναι πολλές και εντυπωσιάζουν. Πώς ήταν δυνατόν, μέσα σε κείνες τις ζοφερές συνθήκες, να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα;

Την απάντηση μας τη δίνει η γραμμένη στα γαλλικά, δια χειρός του Κερκυραίου λόγιου Ανδρέα Μουστοξύδη, 7σέλιδη επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια από τη Γενεύη προς τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας και πρώην Άρτας Ιγνάτιο, με ημερομηνία 12 Απριλίου 1823. Η επιστολή θα έμενε στα αζήτητα της ελληνικής ιστοριογραφίας αν το πλήρες περιεχόμενό της δεν είχε διασωθεί σε ελληνική μετάφραση στην εφημερίδα «Αιών» του Ιωάννη Φιλήμονα, στο φύλλο της 30ης Σεπτεμβρίου 1850.

Στην επιστολή αυτή, ο Καποδίστριας ενημερώνει τον Ιγνάτιο ότι μελέτησε παλιά και νέα συγγράμματα που αναφέρονται στην ιστορία της Ελλάδος, και ότι συναντήθηκε στη Γενεύη με τον Ιακωβάκη Ρίζο Νερουλό, ο οποίος είχε ετοιμάσει ένα σχετικό πόνημα δεχόμενος όμως τις παρατηρήσεις του Καποδίστρια με αποτέλεσμα να προκύψει ένα κοινό σύγγραμμα. Ο Καποδίστριας ζητούσε τη γνώμη του Ιγνάτιου.

Το σχέδιο του πονήματος, σε τρία «βιβλία»/κεφάλαια, που πρότεινε ο Καποδίστριας, εν έτει 1823, ήταν:

«Το πρώτον θέλει δείξει την κατάστασιν του Ελληνικού έθνους επί της εποχής της προόδου του Οθωμανικού κράτους εν Ευρώπη και εν Ασία, ήγουν από του 1300 μέχρι του 1574. Το δεύτερον θέλει δείξει ωσαύτως την κατάστασιν του Ελληνικού έθνους επί της εποχής της παρακμής του Οθωμανικού κράτους, ήγουν από του 1574 μέχρι του 1823. Το τρίτον θέλει περιέχει γενικάς σκέψεις επί των δύο προηγουμένων βιβλίων, και θέλει παραστήσει σύντομόν  τινα έποψιν των περιστάσεων και των συμβάντων, τα οποία παρήγαγον την ενεστώσαν της Ελλάδος κατάστασιν».

Με τη δομή αυτή του συγγράμματος, κατά τον Καποδίστρια, θα ήταν εύκολο να πεισθεί κάποιος ότι οι Έλληνες ουδέποτε έπαυσαν ν’ αποτελώσι κυρίως έθνος και ως εκ τούτου θα ήταν ευκολότερο να τους εξολοθρεύσει κάποιος παρά να τους υποτάξει και πάλι στη δουλεία των μουσουλμάνων. Παρακάτω, ο Καποδίστριας αναλύει γιατί οι Έλληνες ουδέποτε έπαυσαν να αποτελούν ένα έθνος και την περίοδο της μουσουλμανικής κατάκτησης: «διότι α΄.) διέσωσαν καθαράν την κοινήν καταγωγήν των. β΄) εσυλλογίσθησαν και ωμίλησαν εις την γλώσσαν των πατέρων αυτών. γ΄.) και υπήκουσαν εις μίαν μόνην και αμετάβλητον εξουσίαν, εις την εξουσίαν της Εκκλησίας των. Ούτοι δε οι τρεις όροι είναι οι μόνοι, οίτινες εκ μίας συνενώσεως ανθρώπων αποτελούσιν ό,τι καλείται έθνος».

Σήμερα γνωρίζουμε ότι το βιβλίο του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού εκδόθηκε το 1828 στα γαλλικά και ουδέποτε εκδόθηκε στα ελληνικά! Το αμετάφραστο στα ελληνικά βιβλίο του Νερουλού “Histoire Moderne de la Grèce depuis la chute de lEmpire dOrient (Νεότερη Ιστορία της Ελλάδος από την πτώση της Αυτοκρατορίας της Ανατολής) είναι το πρώτο βιβλίο για τη νεότερη ελληνική ιστορία, και μάλιστα εκδοθέν πριν την επίσημη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Οι ιστορικοί ερευνητές σπανίως το προσεγγίζουν για το σύνολο των πληροφοριών και διαπιστώσεων που περιέχει, με κεντρικό μοτίβο τη διατήρηση του ελληνικού έθνους μέσα στους σκοτεινούς αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης υπό τη σκέπη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ένα μικρό δείγμα από το εισαγωγικό σημείωμα του Νερουλού:

«Όσο για το ελληνικό έθνος, ξεχασμένο απ’ όλο τον κόσμο μετά την πτώση του, δεν θεωρήθηκε άξιο αναφοράς ακόμα και από τους ξένους ιστορικούς. Επίσης, τίποτα πιο σκοτεινό από την ιστορία της δουλείας του. Δεν είχε καν ένα μοναδικό τύπο σκλαβιάς. Οι κυριότεροι τύραννοί του, άλλοι με τουρμπάνια και άλλοι με κελεμπίες του στέρησαν ακόμη και το δικαίωμα να θεραπεύει τα δεινά που υπέφερε. Αν και οι Τούρκοι κατέλαβαν τα νησιά της Κύπρου, της Κρήτης, της Εύβοιας, της Πελοποννήσου ή κάποιες άλλες περιοχές της Ελλάδας, δεν γινόταν καμία αναφορά στους Έλληνες κατοίκους αυτών των χωρών, αλλά στους Ενετούς, τους Γενουάτες, ή στους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Το όνομα των Ελλήνων δεν αναφερόταν καθόλου. Έτσι η ιστορία της Ελλάδος έχει γίνει η ιστορία των Οθωμανών, των Ενετών, των Γενουατών και των Ιπποτών της Μάλτας».

Ο ομιλητής με την κ. Γεωργία Μιχαήλ


 

Ο συγγραφέας με τη Σύμβουλο Εκπαίδευσης κ. Μαρία Συργιάννη.



Ομιλία του συγγραφέα στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, στις 23 Απριλίου 2024.