Translate

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Ο ΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΟΥΓΓΡΟΒΛΑΧΙΑΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ


ΣΤΥΛΟΒΑΤΗΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ

 

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ

booksonthesites.blogspot.com

 


Ίσως να μην υπάρχει μεγαλύτερο τεκμήριο για το μέγεθος της ιστορικής προσωπικότητας του μητροπολίτη Άρτης (1794-1805), και μετέπειτα Ουγγροβλαχίας (1810- ) Ιγνατίου, από την προσφώνηση του Αδαμάντιου Κοραή: «Τον σεβασμιώτατον αρχιερέα Ιγνάτιον, το καύχημα του γένους μας». Η πολυσχιδής προσωπικότητα του Ιγνατίου και η αρχιερατική αλλά και πολιτική διαδρομή του, αντικατοπτρίζουν με τον εναργέστερο τρόπο τον άγραφο θεμελιώδη κανόνα επιβίωσης της ορθόδοξης εκκλησίας: Το ζήτημα του «συμβιβασμού» με την εκάστοτε πολιτική εξουσία.

Το φαινόμενο αυτό του συμβιβασμού της Εκκλησίας με την εκάστοτε πολιτεία είχε καλλιεργηθεί ως ιδέα στους κόλπους της Εκκλησίας από την εποχή ακόμη της βυζαντινής πολιτείας, με την ελπίδα πάντοτε της απαλλαγής από τη μέγγενη της κοσμικής εξουσίας. Άλλωστε με την αποδοχή των προνομίων του Μωάμεθ Β΄ του πορθητή, από τον Γεννάδιο Σχολάριο, είχε επιβιώσει το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, και μαζί μ’ αυτό και η Εκκλησία και το Γένος.

Αυτή η στοιχειώδης μορφή του «καισαροπαπισμού» εφαρμόστηκε στην πιο εφαρμόσιμη εκδοχή της από τον Ιγνάτιο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την αρχιερατική θητεία του στην Άρτα και την φαινομενική συνεργασία του με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων εξυπηρετώντας ταυτόχρονα την Ρωσική Αυλή, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες με τη φιλορωσική εκκλησιαστική και πολιτική ηγεμονία του, στη Βιέννη και στην Πίζα με τις προπαρασκευές της Ελληνικής Επανάστασης, και με την αποδοχή του βρετανικού παράγοντα στέλνοντας τον Μαυροκορδάτο στην Ελλάδα, τον Αύγουστο του 1821.

Ο Ιγνάτιος είχε γεννηθεί στη Μυτιλήνη το 1765 ή το 1766 με το κατά κόσμον όνομα Ιωάννης Μπάμπαλος ή Κακουγδός. Οι γονείς του είχαν φύγει από τα Χρύσαφα Λακωνίας, έναν οικισμό του 13ου αιώνα, σε 550 μέτρα υψόμετρο σε δυτική πλαγιά του Πάρνωνα, 15 μόλις χιλιόμετρα ανατολικά της Σπάρτης. Ο Απόστολος και η Μαλαματένια Μπάμπαλου είχαν εγκαταλείψει τα Χρύσαφα πριν την πυρπόλησή τους ένεκα της συμμετοχής του οικισμού στα Ορλωφικά το 1770. Πάντως, ο Ιγνάτιος σε αυτοβιογραφικό σημείωμα που υπέβαλε προς τη ρωσική Αυλή το 1808 αναφέρει ως τόπο γέννησής του τη Σπάρτη, χωρίς να αναφέρει τίποτα περί Μυτιλήνης. Βεβαίως, η αίγλη της αρχαίας Σπάρτης θα λειτουργούσε πολύ καλύτερα ως εικόνα στην αυτοβιογραφία του και άλλωστε υποδείκνυε και τον τόπο καταγωγής του.



Ο Ιγνάτιος όχι μόνον γεννήθηκε στη Μυτιλήνη, αλλά φαίνεται ότι παρέμεινε εκεί μέχρι την ηλικία των 20 ετών (Ζερλέντης), και μάλιστα εκάρη μοναχός με προτροπή του θείου του ιερομονάχου Γερασίμου τον οποίο ακολούθησε στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη, ο Ιγνάτιος ακολούθησε την πεπατημένη των λαϊκών και κληρικών αποφοίτων της Μεγάλης του Γένους Σχολής, οι οποίοι συνήθως έμπαιναν στις τάξεις των Φαναριωτών. Επομένως, ο Ιγνάτιος, όπως ο ίδιος αποκαλύπτει «διέτριψε ικανόν καιρόν εις Αρχιερέων υπηρεσίαν και εις τας έξω επαρχίας, και εις αυτήν έπειτα την Κωνσταντινούπολιν και είδεν και την μεγάλην Εκκλησίαν πολλά πλησίον, και των Αρχιερέων την ιδιαιτέραν ζωήν…». 

Το 1794, ο Ιγνάτιος χειροτονήθηκε επίσκοπος και κατέλαβε τη μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης έως το 1805. Το γεγονός ότι κατάφερε να παραμείνει εκεί 11 χρόνια, με τα όσα φοβερά και τρομερά συνέβησαν σ’ όλο αυτό το διάστημα, δείχνει –αν μη τι άλλο- ότι ο Ιγνάτιος διέθετε ευστροφία και κατά το δυνατόν διπλωματική ικανότητα. Διότι από το 1796, ο Ιγνάτιος θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις ραδιουργίες του Αλή πασά, ο οποίος κατάφερε και απέσπασε από τη βασιλομήτορα Βαλιντέ Σουλτάνα την επαρχία της Άρτας και ένα τεράστιο τμήμα των ακτών του Αμβρακικού κόλπου. Ο θηριώδης Αλή πασάς κατάφερε, λοιπόν, να ναυπηγήσει στο επίνειο της Άρτας, στο λιμανάκι της Σαλαώρας, μερικά πλοία και να καταλάβει μετά από δύο χρόνια, στις 12 Οκτωβρίου 1798, την Πρέβεζα που ήταν υπό γαλλική κατοχή. Έτσι, ολόκληρη η μητροπολιτική περιφέρεια του Ιγνατίου περιήλθε υπό την κυριαρχία του Αλή πασά.

Ο σατράπης των Ιωαννίνων ακολούθησε την τακτική του Μωάμεθ Β΄ του πορθητή. Έδωσε στον Ιγνάτιο τη δυνατότητα να ασκεί παράλληλα με την εκκλησιαστική διοίκηση και ευρείας έκτασης πολιτική εξουσία καθιστώντας τον, όμως, ταυτόχρονα και υπόλογο των δικών του υστερόβουλων ενεργειών. Για παράδειγμα, εκτός όλων των άλλων, ο Ιγνάτιος κατηγορήθηκε (Περραιβός, Finlay, Leake) ότι εκτελούσε με ιδιαίτερο ζήλο χρέη φοροεισπράκτορα για λογαριασμό του Αλή πασά.

Κατά τον Πρωτοψάλτη (Ιγνάτιος Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας), ο Ιγνάτιος αναγκάστηκε πολλές φορές να εκτελέσει διαταγές του τυράννου των Ιωαννίνων, στην προσπάθειά του να μετέχει στην πολιτική εξουσία της περιφέρειάς του και να προστατεύει αποτελεσματικά το ποίμνιό του. Ο Πρωτοψάλτης σταχυολογεί πέντε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Ιγνάτιος φαίνεται ότι υπηρέτησε τα σχέδια του Αλή πασά «μόνον φαινομενικώς, διότι ουσιαστικώς εξυπηρέτησε τους Έλληνες»: Η πολιορκία και η άλωση της Πρέβεζας (ο άθλιος Αλή πασάς κατέσφαξε 400 κατοίκους στην πλατεία της πόλης), η προσπάθεια του σατράπη να επεκτείνει την κυριαρχία του και στις υπόλοιπες παλιές ενετικές κτήσεις στην Ήπειρο (Βουθρωτό, Βόνιτσα, Πάργα), το ζήτημα με τους Σουλιώτες, το ζήτημα των αρματολών της Στερεάς που εύρισκαν καταφύγιο στα Επτάνησα και ιδιαίτερα στη Λευκάδα, και τέλος η αποκατάσταση των σχέσεων του Αλή πασά με την Επτάνησον Πολιτείαν.

Για τις σφαγές της Πρέβεζας, ο Ιγνάτιος δέχτηκε τα πυρά του Χριστόφορου Περραιβού (Ιστορία Σουλίου και Πάργας, Εν Παρισίοις 1803), και ακολούθησαν πολλοί Έλληνες και ξένοι ιστορικοί. Οι ενέργειες του  Ιγνατίου, σ’ αυτήν τη χρονική περίοδο, εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο των ευρωπαϊκών εξελίξεων με τη σαρωτική εκστρατεία του Ναπολέοντα, ο οποίος είχε καταλάβει όλες τις Ενετικές κτήσεις στην Αδριατική καθώς και τα Επτάνησα (1798), και την «περίεργη» Ρωσοτουρκική ναυτική σύμπραξη για την εκδίωξη των γαλλικών στρατευμάτων από τα Επτάνησα.

Κυρίως, όμως, οι ενέργειες του Ιγνατίου εντάσσονται στην πολιτική του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως για την αντιμετώπιση των διακηρύξεων της γαλλικής επανάστασης που έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τις χριστιανικές διδαχές και το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Στα Επτάνησα οι Γάλλοι είχαν ανατρέψει το πολιτικό, κοινωνικό και εκκλησιαστικό στάτους με την ακύρωση όλων των τίτλων ευγενείας, του ιδίου του χριστιανικού δόγματος, καταργώντας ταυτόχρονα όλες τις χριστιανικές εορτές. Αυτές οι ενέργειες των κατοχικών γαλλικών δυνάμεων ερμηνεύτηκαν ως βίαιη ανατροπή και αμφισβήτηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων του λαού.




Με αφορμή τη διάρρηξη των γαλλοτουρκικών σχέσεων το 1798, ο Γρηγόριος Ε΄ εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη τη «Χριστιανικήν Απολογίαν» στην οποία καταφέρθηκε κατά των «απατηλών» κηρυγμάτων της Γαλλικής Επανάστασης τονίζοντας ότι μόνον οι χριστιανοί μπορούν να απολαύσουν τα αγαθά της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης. Άλλωστε, από το 1797 είχαν εκδοθεί πατριαρχικές επιστολές προς τους ιεράρχες να προστατεύσουν το ποίμνιό τους από την «φθοροποιάν νεωστί αναφανείσαν λύμην». (Γεδεών, Κανονικαί διατάξεις).

Το κλίμα που είχε διαμορφωθεί στους κόλπους της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας εναντίον των αρχών και των διακηρύξεων της Γαλλικής Επανάστασης είχε τις ρίζες του στην εποχή της Φραγκοκρατίας με τη λεηλασία των ιερών και οσίων του Βυζαντίου. Κατά τη φραγκοκρατία οι Λατίνοι είχαν επιδείξει αχαρακτήριστα καταπιεστική συμπεριφορά κατά της Ελλαδικής εκκλησίας με αντικατάσταση των επισκόπων, αλλαγή της εκκλησιαστικής και λατρευτικής ζωής κλπ. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα το άσβεστο μίσος που είχε δημιουργηθεί, παραμονές της Άλωσης, μεταξύ Ενωτικών και Ανθενωτικών. Οι τελευταίοι είχαν ως πολιτικό αρχηγό τον Νοταρά και θρησκευτικό τον μετέπειτα πρώτο πατριάρχη μετά την άλωση Γεννάδιο Σχολάριο.

Σύμφωνα με τον Δούκα, τον τελευταίο, ίσως, ιστοριογράφο πριν την Άλωση, και έναν από τους 4 ιστορικούς της Άλωσης, ο μέγας δούκας, Λουκάς Νοταράς είχε πει το περίφημο ανθενωτικό σλόγκαν : «Κρειττότερον βασιλεύσαι εν μέση Πόλει, φακιόλιον Τούρκων παρά καλύπτρα λατινικήν». Δηλαδή, «καλύτερα να δω να βασιλεύει μέσα στην Πόλη τουρκικό σαρίκι παρά τιάρα λατινική». Ο Νοταράς, βέβαια, αποκεφαλίστηκε από τον Μωάμεθ, αλλά ο τελευταίος Μέγας Δουξ της βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε τα δίκαιά του.

Για παράδειγμα, η κατάληψη των Αθηνών από τους Φράγκους είχε ως συνέπεια τον σφετερισμό όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας και την υπαγωγή της εκκλησίας των Αθηνών υπό την προστασία του Αγίου Πέτρου. Ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε μητροπολιτικό ναό των Λατίνων. Οι Ελληνορθόδοξοι κληρικοί και μοναχοί είχαν εκδιωχθεί από τους ναούς και τα μοναστήρια και οι Λατίνοι ιερείς και οι προύχοντες ιδιοποιήθηκαν τις περιουσίες τους. Αν και είχαν περάσει 3,5 αιώνες, όλα αυτά υπήρχαν καταγεγραμμένα στο ιστορικό DNA του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

ΤΟ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΑ ΔΥΤΙΚΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι κυρίως κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, στο βορειοδυτικό τμήμα των Βαλκανίων. Οι ιστορικές αναφορές ανατρέχουν στην εποχή του τσάρου της Ρωσίας Μέγα Πέτρου του Α΄, ο οποίος κυβέρνησε θεωρητικά επί 43 έτη, από το 1682 έως και τον θάνατό του το 1725, σε ηλικία 53 ετών. Αν και οι ρωσικές και μολδαβικές δυνάμεις απέτυχαν να εισβάλουν τελικά στη βαλκανική χερσόνησο, ένα από τα συνεπακόλουθα του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1710-1711 υπήρξε και ο διορισμός για πρώτη φορά χριστιανών ηγεμόνων Φαναριωτών ως πρίγκιπες - διοικητές στη Μολδαβία και τη Βλαχία.

Ο επόμενος Ρωσοτουρκικός πόλεμος έγινε την περίοδο 1736-1739, χωρίς ουσιαστικά εδαφικά κέρδη για τη Ρωσία. Από το 1737 στον πόλεμο ενεπλάκη και η Αυστρία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ηττήθηκε από τους Οθωμανούς, οι οποίοι επιδόθηκαν σε σφαγές εναντίον των Σέρβων, μετά την αποχώρηση των Αυστριακών από την περιοχή του Βελιγραδίου. Ο επόμενος Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1768-1774 άπτεται κατ’ εξοχήν ελληνικού ενδιαφέροντος, καθώς τμήμα του πολέμου αυτού υπήρξαν τα λεγόμενα Ορλωφικά του 1770, που κατέληξαν σε μαζικές σφαγές των ελληνικών πληθυσμών από τη Μοσχόπολη μέχρι την Πελοπόννησο. Θέατρα αυτού του πολέμου, επί Μεγάλης Αικατερίνης της Β΄, υπήρξαν επίσης η Μολδαβία, η Βεσσαραβία, η Βλαχία, η Πελοπόννησος και οι επιχειρήσεις στο Αιγαίο Πέλαγος.

Το «ξανθό γένος» για μία ακόμη φορά δεν κατάφερε να απελευθερώσει τους ομόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής, τους οποίους χρησιμοποιούσε κάθε φορά για αντιπερισπασμό. Μετά την αποτυχία της Ορλωφικής εξέγερσης οι Οθωμανοί επιδόθηκαν στο προσφιλές τους επάγγελμα, στις σφαγές των ελληνικών πληθυσμών. Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774 οδήγησε στην ανακήρυξη της Ρωσίας ως υποτιθέμενης προστάτιδας δύναμης των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

 

ΤΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΟΡΛΩΦΙΚΩΝ


Την εποχή που ο Ιγνάτιος αντιμετώπιζε τα κοσμοϊστορικά γεγονότα στη μητρόπολη Άρτης και Ναυπακτίας, η καταστροφή του ελληνισμού από την πρόωρη ελληνική επανάσταση του 1770, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1768-1774, ήταν ακόμη νωπή στη μνήμη των Ελλήνων. Η ιδέα ότι κάποιο άλλο κράτος (Γαλλία ή Ρωσία) θα συνέδραμε στην απελευθέρωση του γένους από τον τουρκικό ζυγό είχε αρχίζει να ξεθωριάζει. Άλλωστε και στην προπαρασκευή της επανάστασης των Ορλωφικών είχαν πρωταγωνιστήσει κατώτεροι και ανώτεροι Έλληνες κληρικοί. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι ήλπιζαν ακόμη στους Ρώσους, και κάποιοι άλλοι έστρεψαν τα όμματα προς τη Γαλλία:

«…Η εθνική διάνοια εξύπνησε και πάντες οι μεμορφωμένοι Έλληνες ήσαν σύμφωνοι προς τον σκοπόν, αν και πολύ διεφώνουν ως προς τα μέσα. Μερικοί, ως ο Βούλγαρις και ο Θεοτόκης, πολιτικήν σωτηρίαν επερίμενον μόνον εκ της Ρωσσίας… Το ευαγγέλιον της Γαλλικής επαναστάσεως εύρε παρά τοις Έλλησι πρόθυμα ώτα, ποιητικαί δε φύσεις, ως ο Ρήγας, μόνον υπό την προστασίαν της τριχρώμου σημαίας ηδύναντο να νοήσωσι την πολιτικήν αποκατάστασιν της Ελλάδος… Εν τούτοις είχε κατανοηθή πλέον ότι ούτε της Γαλλίας ούτε της Ρωσσίας η υποστήριξις ηδύνατο να ωφελήση, ότι η αδιάκοπος πολιτική φαντασιοκοπία ήθελε βραδύνει μόνον αν μη και διακινδυνεύσει την ελληνικήν αναγέννησιν, και ότι εν εαυτοίς μόνοις έπρεπε να ζητήσωσιν οι Έλληνες το απαραίτητο στήριγμα. Μετά διπλού δε ζήλου ετράπησαν ούτω εις σπουδήν της γλώσσης και της ιστορίας των…». (Μένδελσων Βαρθόλδη, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, 1894).


Θύμα των εξελίξεων και του διεθνούς σκηνικού την εποχή εκείνη υπήρξε ο Ρήγας Φερραίος. Ο Ρήγας (1757 ή 1758 ή 1762-1798) υπήρξε μία σπουδαία μορφή, ένα φιλελεύθερο πνεύμα με μία νεωτερική, για την εποχή του, πολιτική σκέψη και κουλτούρα. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε, πως ακολούθησε μία συνήθη διαδρομή για όλα τα «ανήσυχα» πνεύματα της εποχής. Από τη γενέτειρα στα σχολεία της Ζαγοράς, των Αμπελακίων ή του Αγίου Όρους, και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη ή στη Σμύρνη, στο Βουκουρέστι, στη Βιέννη, στην Τεργέστη, στη Βενετία ή στην Αλεξάνδρεια και το Άμστερνταμ κ.λπ.

Η παρουσία του Ρήγα και οι σπουδές του στη Ζαγορά συνάδουν καλύτερα, από πλευράς ιστορικής τεκμηρίωσης, με τα τεκταινόμενα στην περιοχή του Πηλίου εκείνη την εποχή. Το 1762, ο μεγάλος ευεργέτης έμπορος και βιβλιόφιλος Ιωάννης Πρίγκος, (1725-1789), από τη Ζαγορά ίδρυσε στη γενέτειρά του μία βιβλιοθήκη στα πρότυπα της βιβλιοθήκης του Άμστερνταμ, την οποία εφοδίασε με 800 τόμους βιβλίων «σπάνιες εκδόσεις αρχαίας ελληνικής γραμματείας, έργα Βυζαντινών συγγραφέων, χρονογράφων, ιστορικών και πατέρων της εκκλησίας, καθώς και φιλοσοφικά και ιστορικά βιβλία αλλά και γεωγραφίες, άτλαντες και χάρτες». Το 1776, ο Πρίγκος ίδρυσε στη Ζαγορά και ένα ανώτερο σχολείο, το Ελληνομουσείο, από το οποίο αποφοίτησαν και ο Άνθιμος Γαζής και ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, εξέχουσες μορφές του προεπαναστατικού Ελληνικού Διαφωτισμού.

Είναι αλήθεια ότι το πολιτικό - επαναστατικό όραμα του Ρήγα παρέμεινε ασαφές υπό την έννοια των μηδενικών πιθανοτήτων για την υλοποίησή του, αλλά και εξαιτίας της αιφνιδιαστικής και βίαιης εξέλιξης των πραγμάτων με τη σύλληψή του στην Τεργέστη τον Δεκέμβριο του 1797, και την εξάρθρωση του ολιγομελούς συνωμοτικού του πυρήνα. Τον Μάιο του 1798, ο Ρήγας και οι 7 σύντροφοί του παραδόθηκαν από τις αυστριακές αρχές στους Οθωμανούς του Βελιγραδίου και τον Ιούνιο του ιδίου έτους, έπειτα από συνεχή βασανιστήρια, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους πετάχτηκαν στον Δούναβη.

Το τι ακριβώς αποκόμισε ως ιδεολόγημα ο Ρήγας, ιδιαιτέρως από τη Γαλλική Επανάσταση, είναι δύσκολο να καθοριστεί σήμερα. Διότι ο Ρήγας δεν έζησε για να δει ότι το 1815, μετά την ήττα του αυτοκράτορα Ναπολέοντα στο Βατερλώ, η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη Γαλλία επανήλθε στην προεπαναστατική εποχή. Ο βασιλιάς εξακολουθούσε να είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος της Γαλλίας, με τους τραπεζίτες να τον ακολουθούν κατά πόδας. Πρόλαβε, όμως, να δει τον Ναπολέοντα να καταλύει και επίσημα, με τη συνθήκη του Καμποφόρμιο του 1797, την υπερχιλιετή Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Ίσως τα πράγματα για τον ίδιο και τους συντρόφους του να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, αν η διάρρηξη των γαλλοτουρκικών σχέσεων είχε συμβεί πριν το 1798, γεγονός που θα τον ανάγκαζε να λάβει περισσότερα μέτρα ασφαλείας και να αποφύγει τη σύλληψή του από τις αυστριακές αρχές. Διότι οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές, οι συμμαχίες ευκαιριακές και τα εύκολα θύματα ήταν πάντοτε οι αδύναμοι και οι ραγιάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. 

Το 1797, με την οριστική διάλυση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, τα Επτάνησα πέρασαν υπό την κυριαρχία των Γάλλων, αλλά όχι για πολύ. Το 1798, τα Επτάνησα περνούν υπό την κατοχή της πιο περίεργης συμμαχίας των τελευταίων αιώνων. Ρωσία και Τουρκία είχαν συμμαχήσει, υπό την απειλή των βουλιμικών ορέξεων του Ναπολέοντα για επικυριαρχία όχι μόνον στην Ευρώπη, αλλά και σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Το 1800, με πρωτοβουλία του ηγεμόνα της Βλαχίας Κωνσταντίνου Υψηλάντη, πατέρα του Αλέξανδρου, οι δύο «ανίεροι» σύμμαχοι συμφώνησαν να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία των Επτανήσων, υπό την προστασία της Ρωσίας και την «ψιλή κυριαρχία» της Τουρκίας. Το πρώτο αυτό ανεξάρτητο ελληνικό κράτος αναγνωρίστηκε από τη Γαλλία, Αγγλία, Ολλανδία, Ισπανία και τη Βαυαρική Δημοκρατία εκείνης της εποχής.

 


ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΚΡΙΣΙΜΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Από τις αρχές του 19ου αιώνα, από την εποχή της Επτανήσου Πολιτείας, όλοι «ωμιλούσαν πολλά περί της υποθέσεως», περί της επερχόμενης Επανάστασης δηλαδή, με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Οι περισσότεροι κατανοούσαν ότι ο Καποδίστριας δεν μπορούσε, ιδιαίτερα ως υπουργός Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας, να παραδεχθεί δημόσια ή ιδιωτικά ότι αυτός ήταν πίσω από την «υπόθεση». Αλλά και ο ίδιος ο Καποδίστριας ομιλούσε πολλά περί της υποθέσεως με τον Ιγνάτιο, με τον οποίο είχε διατηρήσει άριστες σχέσεις μέχρι το τέλος. Ακόμα και όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, ο Καποδίστριας επικοινωνούσε τακτικά μέσω επιστολών με τον Ιγνάτιο, τον οποίον θεωρούσε πνευματικό του πατέρα και ζητούσε τις συμβουλές του.

Τον Μάιο του 1807, η Ιόνιος Γερουσία είχε διορίσει τον Ιωάννη Καποδίστρια γενικό επίτροπο για την άμυνα της Λευκάδας, για να αντιμετωπιστεί η φρενήρης βουλιμία του Αλή πασά να τελειώνει με το νησί-καταφύγιο όλων των αρματολών της Ηπείρου και της Πελοποννήσου. Στο πλευρό του Αλή, με βαρύ οπλισμό, οι Γάλλοι του Ναπολέοντα. Μπροστά στην επικείμενη εισβολή των ορδών του Αλή πασά στο νησί, ο Καποδίστριας έδειξε και τη στρατιωτική του ιδιοφυία. Δημιούργησε και διοργάνωσε και ναυτική μοίρα μισθώνοντας 9 πλοία, ενώ είχε συγκεντρώσει 2.000 άνδρες με όλη την «αφρόκρεμα» των αρματολών και καπεταναίων της εποχής.

Στα τέλη Ιουνίου 1807, οι Τουρκαλβανοί του Αλή έσπασαν τα μούτρα τους, και οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Στις 7 Ιουλίου 1807, ο Καποδίστριας οργάνωσε γιορτή για τα επινίκια στην παραλία του Μαγεμένου στην Νικιάνα «υπό την σκιάν μεγάλης και πολυκλάδου καρυάς». Ποιοι παραβρέθηκαν στο πιο ιστορικό γεύμα της σύγχρονης ιστορίας μας; Διαβάστε: Κατσαντώνης, Λεπενιώτης, Κολοκοτρώνης, Φώτος Τζαβέλας, Κίτσος και Νότης Μπότσαρης, Καραϊσκος, Βαρνακιώτης, Γρίβας, Περραιβός, Ζέρβας, Φαρμάκης, Τσόγκας, Στράτος, Μπουκουβάλας, Πουλής, Χορμόβας, Αναγνωσταράς, οι δύο Κοντογιανναίοι και άλλα 400 παλικάρια από Ήπειρο, Ρούμελη, Πελοπόννησο, Επτάνησα. Τιμητική θέση είχαν και ο μητροπολίτης Άρτας Ναυπάκτου Ιγνάτιος και ο μητροπολίτης Λευκάδας Παρθένιος Κονιδάρης. Ο Ιγνάτιος είχε φέρει μαζί του σώμα Ηπειρωτών και Σουλιωτών.

Να τι έγραψε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης:

«Το μεγαλύτερον, το θαυμαστότερον, το ελληνικότερον κατόρθωμα του αειμνήστου Καποδιστρίου υπήρξεν η εν Λευκάδι συγκέντρωσις όλων των ενδοξωτέρων καπετανάτων της Ρούμελης προς υπεράσπισιν της κινδυνευούσης Λευκάδος. Και ο αδελφικός σύνδεσμος όστις προέκυψεν εκ της συγκεντρώσεως ταύτης μεταξύ των σημαντικοτέρων οπλαρχηγών της δουλωμένης Ελλάδος. Οι κλέφται μετεμορφώθησαν εις κλεφτουριάν, δηλαδή απέβαλον την ιδέαν της ατομικής κεχωρισμένης κατά των εχθρών αντιδράσεως και συνησπίσθησαν και συνετάχθησαν υπό την αρχηγίαν του Κατσαντώνη εις στρατόν εθνικόν, με έν και μόνον σύνθημα, άσπονδον κατά των τυράννων της πατρίδος πόλεμον, με ένα και μόνον σκοπόν, την απελευθέρωσιν της βασανιζομένης μητρός των».

Την επόμενη ημέρα, στις 8 Ιουλίου 1807, ο τσάρος υπέγραψε τη συνθήκη του Τιλσίτ και παρέδωσε στον Ναπολέοντα την Επτάνησο Πολιτεία! Γιατί; Οι ίδιοι οι Γάλλοι είχαν παρασύρει λίγες ημέρες πριν την Ιόνιο Γερουσία να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας, βάζοντας τα Επτάνησα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τότε, εκείνες τις στιγμές, θα πρέπει ο Καποδίστριας να κατανόησε πλήρως ότι η απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό περνούσε κυρίως μέσα από τα διπλωματικά σαλόνια των μεγάλων δυνάμεων, και έτσι έβαλε πλώρη για την τσαρική Αυλή. Το 1815, ο Καποδίστριας καθόταν στο γραφείο του στην Αγία Πετρούπολη ως ο ένας εκ των δύο υπουργών Εξωτερικών του Τσάρου Αλεξάνδρου του Α΄. Αλλά, ποιος άλλος θα μπορούσε να επηρεάσει τον Τσάρο ώστε να δεχθεί τον Καποδίστρια ως έναν από τους δύο επικεφαλείς της διπλωματικής του υπηρεσίας;

Οι υπηρεσίες του Ιγνατίου προς τη Ρωσική Αυλή στα Επτάνησα και την Ήπειρο είναι καταγεγραμμένες σε εκθέσεις των Ρώσων διπλωματών πριν ακόμα μεταβεί στην Πετρούπολη τον Απρίλιο του 1809, μετά από τη σχετική έγκριση του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Α΄. Η Ρωσία είχε προσαρτήσει τη Βλαχία, τη Μολδαβία και τη Βεσσαραβία τον Σεπτέμβριο του 1808, την οποία μετά από ένα χρόνο είχε επικυρώσει και ο Ναπολέοντας. Επομένως, η Εκκλησία των Ηγεμονιών είχε περιέλθει στη δικαιοδοσία της Ρωσικής Εκκλησίας.

 Η υποδοχή που επεφύλαξε η Ρωσική Αυλή στον Ιγνάτιο ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Ο Ιγνάτιος είχε εντυπωσιάσει το σύστημα εξουσίας στην Πετρούπολη και το μέλλον του διαγραφόταν λαμπρό. Αν και ο Καποδίστριας ήταν ήδη στην Πετρούπολη, μετά από πρόσκληση του ιδίου του καγκελάριου από τον Ιανουάριο του 1809, καθίσταται σαφές ότι η γνώμη του Ιγνατίου βάρυνε κατά πολύ για την ανάδειξη του Καποδίστρια στον υπουργικό θώκο.

Άλλωστε, το 1810 ο Ιγνάτιος διορίστηκε από τη σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας μητροπολίτης Βουκουρεστίου και πρόεδρος του Διβανίου, του κυβερνητικού δηλαδή συμβουλίου των Ηγεμονιών της Ουγγροβλαχίας. Δηλαδή, ο Αλέξανδρος Α΄ έδωσε στον Ιγνάτιο και πολιτική εξουσία. Μάλιστα, διόρισε τον αδελφό του Ιγνατίου, Χριστόφορο, ως σύμβουλο της Αυλής, και στον γραμματέα του Δημήτριο Μόστρα έδωσε το αξίωμα του επίτιμου συμβούλου.

Ο Ιγνάτιος από τον Μάιο του 1810 βρίσκεται επικεφαλής της εκκλησιαστικής και πολιτικής Αρχής στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στις οποίες υπήρχε πυκνό ελληνικό στοιχείο. Ο Ιγνάτιος δραστηριοποιήθηκε για την εθνική υπόθεση όχι μόνο στην Ουγγροβλαχία, αλλά και σε όλες τις πόλεις της κεντρικής Ευρώπης όπου υπήρχε η ελληνική ομογένεια. Μεταξύ άλλων είχε στενές επαφές και με τον Άνθιμο Γαζή, ο οποίος άρχισε να εκδίδει τον Λόγιο Ερμή στη Βιέννη.

Από τους πρώτους μήνες έκδοσης του Λόγιου Ερμή, το 1811 στη Βιέννη, η αυστριακή αστυνομία άρχισε να παρακολουθεί στενά και τον Άνθιμο Γαζή αλλά και την έκδοση που κυκλοφορούσε με άδεια της αυστριακής λογοκρισίας. Μάλιστα οι αναφορές των μυστικών πρακτόρων πήγαιναν απευθείας στον αρμόδιο υπουργό. Αξίζει να δούμε μία αναφορά ενός πράκτορα, με ημερομηνία 22 Απριλίου 1811:

«… Ίσως είμαι εις θέσιν να σας δώσω πληροφορίας τας οποίας η Ανωτάτη Διεύθυνσις της Αστυνομίας θα συγκέντρωνε μόνον κατόπιν μακρού χρόνου. Ο Άνθιμος Γαζής εκδίδει με την άδειαν της λογοκρισίας περιοδικόν εις νεοελληνικήν γλώσσαν υπό τον τίτλον «Ερμής ο Λόγιος». Το περιοδικόν τούτο καίτοι επιδιώκει να «διαφωτίσει φιλολογικώς το ελληνικόν έθνος» αποτελεί εν τούτοις συγχρόνως το σημείον συγκεντρώσεως των εν διασπορά Ελλήνων οι οποίοι είπερ ποτέ άλλοτε ονειροπολούν την αναγέννησιν της Ελλάδος. Ο Γαζής ευρίσκεται ωσαύτως εις στενωτάτας σχέσεις με τον μητροπολίτην της Βλαχίας Ιγνάτιον, ο οποίος παίζει εκεί έναν σπουδαίον ρόλον, πληρώνει ένα μέρος των εξόδων της έκδόσεως και διανέμει δωρεάν αντίτυπα του «Λογίου Ερμή». Επί την αναγέννησιν αυτήν της Ελλάδος τρέφουν ελπίδα συγχρόνως το Παρίσι και η Πετρούπολις, ενώ η προαγωγή των ελπίδων αυτών φαίνεται ότι αποτελεί την μονομανίαν του Γαζή. Προς αυτήν την κατεύθυνσιν εργάζονται μετά του Γαζή μεταξύ άλλων…».

Ο Γαζής είχε γνωριστεί με τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, ο οποίος είχε ιδρύσει από το 1810 τη «Φιλολογική Εταιρεία» στο Βουκουρέστι, ένα σωματείο με σημαντική προσφορά στο ξύπνημα του Γένους. Το 1814 σε συνεργασία με τον Καποδίστρια, ο Γαζής ίδρυσε τη Φιλόμουσο Εταιρεία της Βιέννης.

 


ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

Οι σχέσεις του Ιγνατίου με τον Καποδίστρια δεν διερράγησαν ποτέ. Παραμονές της Επανάστασης του 1821, ο Καποδίστριας έστεκε ψηλά στην εκτίμηση του Ιγνατίου. Σε επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρο Σούτσο, ο Ιγνάτιος χαρακτήρισε τον Καποδίστρια «Κάτωνα της Ρώμης» και «Φωκίωνα των Αθηνών», ο οποίος «δεν υπερασπίζεται ειμή υποθέσεις δικαίας». Ο Ιγνάτιος συνέβαλε τα μέγιστα στην εκλογή του κυβερνήτη από την εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Όταν ο Καποδίστριας απέσπασε τη συγκατάθεση του τσάρου για να κατέβει στο Μοριά και να αναλάβει καθήκοντα, τον πρώτο που ενημέρωσε ήταν ο Ιγνάτιος με επιστολή του από την Πετρούπολη την 1η Ιουλίου 1827. (Επιστολαί Ιω. Καποδίστρια, Betant-Σχινά, τ. Α΄).

Η διασωζόμενη αλληλογραφία του Ιγνατίου συμβάλλει στην ιστορική τεκμηρίωση σε όλα τα τεκταινόμενα σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο πριν και μετά την Επανάσταση του 1821. Πολλές επιστολές του Ιγνατίου είναι αποκαλυπτικές για τις πρακτικές που διαμόρφωσαν τις εξελίξεις και το κλίμα της εποχής. Ο Ιγνάτιος συμβούλεψε τον Καποδίστρια να κατέβει στην Ελλάδα με ισχυρό, πιστό σ’ αυτόν, στρατιωτικό σώμα, διότι ήταν ενημερωμένος για την κατάσταση που επικρατούσε στην Πελοπόννησο με τους τοπικούς οπλαρχηγούς και τις φατρίες τους. Ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είχε ενημερώσει περί αυτού τον Ιγνάτιο προειδοποιώντας τι θα συνέβαινε αν ο Καποδίστριας πήγαινε να κυβερνήσει χωρίς να περιστοιχίζεται τουλάχιστον από έξι χιλιάδες τακτικού στρατού! (Επιστολή προς Ιγνάτιο, 20 Σεπτεμβρίου 1827, αρχείο Καποδίστρια φ. 335).

Σε κρίσιμες περιόδους όλοι ζητούσαν τις συμβουλές και την παρουσία του Ιγνατίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπ’ αριθμ. 171 πράξη της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης με την οποία η εθνική αντιπροσωπεία ευχόταν, στις 5 Μαΐου 1827, την ταχεία επάνοδο του Ιγνατίου στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων και για να αναλάβει τη διοίκηση της Ελλαδικής Εκκλησίας. Αλλά και ο Καποδίστριας με την ανάληψη των καθηκόντων του τον είχε καλέσει να επιστρέψει, αλλά η απάντηση του Ιγνατίου ήταν αφοπλιστική: «…θεωρούμαι ως Ρώσος, και αν έλθω αυτού θέλουν στοχασθή, ότι είναι σκοπός να κάμωμεν την Ελλάδα ρωσικήν, και πιθανόν περισσότερον να βλάψω παρά να ωφελήσω…». Ο Ιγνάτιος κατείχε την ευρωπαϊκή διπλωματία. Άλλωστε, από την εποχή του Βουκουρεστίου και της Ουγγροβλαχίας εσιτίζετο από την ισόβια ρωσική σύνταξη.

Ο Ιγνάτιος κάποια στιγμή επί Καποδίστρια θα κατέβαινε στην Ελλάδα εξασφαλίζοντας τη ρωσική συγκατάθεση, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος στις 31 Αυγούστου 1828. Ο Ιγνάτιος ενταφιάστηκε μπροστά από τη βασιλική θύρα της ελληνικής εκκλησίας στο Λιβόρνο, μετά από σχετική άδεια των αρχών της Τοσκάνης. Ο Ιγνάτιος πέθανε σε ηλικία 63 ετών, τελείως ξαφνικά. Ο ρώσος πρόξενος στη Φλωρεντία σε αναφορά του στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε ότι ο Ιγνάτιος εμφάνισε αδιαθεσία επί 15νθήμερο, χωρίς να έχει σύμπτωμα συγκεκριμένης ασθένειας και παρά τις προσπάθειες πολλών γιατρών απεβίωσε αιφνιδίως. Σύμφωνα με άλλη συμπληρωματικη μαρτυρία ο θάνατός του επήλθε από αιμορραγία. Το 1962, με πρωτοβουλία του τότε μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου τα οστά του Ιγνατίου μεταφέρθηκαν στον εμβληματικό ιερό ναό του Αγίου Θεράποντος στη Μυτιλήνη.